”Διώχνει μακριά το στεναγμό το βλέμμα το δικό σου,
κι ελπίδα δίνει στη καρδιά κάθε χαμόγελο σου…”
—————————————————————
‘Εγώ είμαι μαύρος κι άσχημος κι ανθρώπου δεν αρέσω,
Μα δε το καταδέχομαι και θύμα σου να πέσω…”
———————————————————–
” Ζωή σαν τη ζωή που ζω άνθρωπος μη τη ζήσει,
και σαν εμένα δυστυχή μάνα να μη γεννήσει..”
————————————————————
”Ήθελα να ‘μουνε και εγώ βασιλικός δικός σου,
Να με ποτίζεις να θορρώ το όμορφο πρόσωπο σου…”
Οι παραπάνω είναι μερικές μόνο από τις μαντινάδες που εμπνεύστηκε, έγραψε και τραγούδησε ο Μανώλης Σαλούστρος ή Κουμούχης, στα Ανώγεια, μιας άλλης αγνής και καθαρής εποχής.
Οι παλιοί Ανωγειανοί σίγουρα τον θυμούνται, οι περισσότεροι από αυτούς τραγούδησαν μαζί του υπό τον ήχο της γλυκιάς μελωδίας του μαντολίνου του, για τους έρωτες τους, τα βάσανα και τα μεράκια τους! Οι νέοι Ανωγειανοί έχουν ακούσει ίσως για αυτόν, μάλλον σε παρέες έχουν τραγουδήσει μαντινάδες του, χωρίς πιθανόν να γνωρίζουν ότι είναι δικές του. Οπότε και η σημερινή αναφορά της ΑΝΩΓΗ σε ένα γνήσιο και αυθεντικό καλλιτέχνη του τόπου μας δίνει και νόημα στην ρήση ”για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι…”.
Ο Κουμούχης γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1937. Έζησε και ανατράφηκε στο χωριό σε στιγμές και εποχές σκληρές και γεμάτες κακουχίες. Άνθρωπος με πάθος, συναισθηματικός και μερακλής με την κυριολεκτική έννοια του όρου έκφρασε τα πάθη , τους πόθους και προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς ανωγειανών, που μέσω του τραγουδιού σε παρέες και καντάδες έβρισκαν τις διεξόδους και ξεχνούσαν τα βάσανα της σκληρής καθημερινότητας και του αγώνα να ζήσουν αξιοπρεπώς τις οικογένειες τους.
Ο Μανώλης ήταν από τις σπάνιες μορφές που η φύση προικίζει με τέτοιο ταλέντο. Ήταν γλυκός και η γλυκάδα του έβγαινε μέσα από τις χορδές του μαντολίνου του και με την ζεστή του φωνή δημιουργούσε ένα όμορφο στολίδι μέσα στην νύχτα. Έγραφε μαντινάδες που εξέφραζαν τα πάθη των ερωτευμένων, των πονεμένων, των ξενιτεμένων και όλων γενικά των ανθρώπων που θέλουν με ένα στίχο να εκφράσουν την χαρά ή την λύπη τους, το χαμόγελο και το δάκρυ τους.
Η μοίρα δυστυχώς στάθηκε σκληρή απέναντι του και έκοψε βίαια το νήμα της ζωής του στην εποχή της μεγαλύτερης ακμής του. Ο Κουμούχης σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα, στην περιοχή Κακό Όρος στον Καρτερό Ηρακλείου, ένα κρύο απόγευμα στις 15 Ιανουαρίου του 1962 σε ηλικία μόλις 25 ετών. ”Έφυγε” αφήνοντας το έργο και την ανάμνηση από το παίξιμο και το τραγούδι του ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και δικαιωματικά πλέον ανήκει στο πάνθεον εκείνων των Ανωγειανών που προσέθεσαν το δικό τους λιθαράκι που έφεραν τα Ανώγεια ως ένα από τα κέντρα πολιτισμού της Κρήτης αλλά και της Ελλάδας γενικότερα. Η μαρμάρινη πλάκα που στήθηκε στο σημείο που άφησε την τελευταία του πνοή είναι εκεί για να μας θυμίζει όχι μόνο τον Μανώλη αλλά και μια ολόκληρη γενιά Ανωγειανών που έζησαν και τραγούδησαν στα σοκάκια του χωριού στην σκληρή για όλους δεκαετία του ’50.
Πόσα βουβά ηφαίστεια τα χώματα σκεπάζουν,
πόσες καρδιές τσιμογελούν και στα κρυφά στενάζουν.
—————————————————————–
Πάντα στα μαύρα το κορμί μ’ αρέσει να το ντύνεις,
και τα μαλλιά της κεφαλής πλεξούδες να τα αφήνεις’
Σήμερα 50 χρόνια μετά τον θάνατο του ο αδερφός του Κουμούχη Νίκος Σαλούστρος ή Γαβαλάς ετοιμάζει ένα βιβλίο αφιερωμένο στην μνήμη του ώστε όλοι να διαβάσουν το έργο του αλλά και κάποιοι άλλοι να σταματήσουν να το καπηλεύονται. ”Το Αλφάβητο της Αγάπης” θα είναι ο τίτλος του βιβλίου που σκοπό έχει να αφήσει ανεξίτηλες αυτές τις μαντινάδες στον χρόνο. Στο εξώφυλλο του θα έχει μια φωτογραφία από τα Ανώγεια του 1904.Τα Ανώγεια μιας άλλης εποχής αλλά και τόσο οικείας για όσους μεγάλωσαν με τις αρχές και τα ιδανικά αυτού του τόπου . Ο Νίκος Σαλούστρος μίλησε στην ”Α” για το βιβλίο και τον αξέχαστο αδερφό του. Τόνισε χαρακτηριστικά:
”Από 12 ετών μαζεύω τις μαντινάδες του. Όταν τον αντίκρισα νεκρό στο φέρετρο του είπα:
”Μην περιμένεις αδερφέ νεκρό να σε φιλήσω,
να σε ονειρεύομαι συχνά να μη σ’ αναζητήσω…”.
Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να μείνουν αυτές οι μαντινάδες. Υπάρχει πολύ υλικό από ανθρώπους που τον έζησαν και γλέντησαν μαζί του, δηλαδή σχεδόν από όλα τα Ανώγεια αλλά και από άλλα μέρη της Κρήτης. Ακόμα να πω πως το βιβλίο θα έχει και μαντινάδες και από άλλους μερακλήδες της εποχής. Να αναφέρω ονόματα όπως ο Στραβός, ο Πανιάς, ο Χουμάς,ο Βουιδασκοχαραλάμπης, ο Καραηδόνας, ο Νταμπακογιάννης, ο Γιαννιός της Χρόνενας, ο Καφατσόκωστας,ο Μιχαλαριστείδης, ο Καγιαμπής και ο Μερτζανομανώλης. Ο Μανώλης τραγούδησε πολλά συναξάρια για τον αθώο έρωτα και θέλω να μείνουν αυτά για να τα μάθουν και οι νεότερες γενιές..” καταλήγει ο κ.Σαλούστρος.
Μέσα στον κήπο της καρδιάς εξοχικό λουλούδι,
σε έχω και σου ‘χω κηπουρό τσ’αγάπης το τραγούδι.
————————————————————–
‘Η μάνα που όντε μ’ έκανε επόνιενε η καρδιά τζι,
για αυτό ημουνε πιο άτυχος που τα άλλα τα παιδιά τζι.
————————————————————-
Δύναμη έχει μια γουλιά νερό να με πλαντάξει,
όταν την δω πως στα χωστά πάει να αναστενάξει.
———————————————————–
”Άμα προβάλεις και σε δω πεντάμορφη κοπέλα,
ο λογισμός μου σταματά και φέρνει με στη τρέλα.
‘Ψηλά τα παραθύρια σου σαν καραβιού κατάρτια,
ρίξε μου τις πλεξούδες σου να κάνω σκαλοπάτια’
————————————————————–
Άχι πως μου το λέγανε πως θελα με μισήσεις,
μα μου ‘λεγες πως δε μπορείς χωρίς εμέ να ζήσεις.
——————————————————-
Τα κάλλη σου υπερβαίνουνε του ανωτέρου τύπου
σαν την ωραία λεμονιά τη διαλεχτή του κήπου
Αυτός ήταν ο Κουμούχης ,ο τραγουδιστής του έρωτα και του πόνου που δεν τον άφησε το πεπρωμένο να δώσει στον τόπο ακόμα περισσότερα στοιχεία που θα πλούτιζαν την μουσική μας παράδοση. Όσοι τον γνώρισαν θα τον θυμούνται για πάντα με ένα χαμόγελο, αλλά και μια πικρία να ζωγραφίζει το πρόσωπο τους τόσο για τον πρόωρο χαμό του όσο και για την ανάμνηση εκείνης της εποχής που δεν θα ξαναγυρίσει. Οι νέοι οφείλουμε να πατήσουμε στα χνάρια αυτών των ανθρώπων και χωρίς να τα διαγράψουμε από το έδαφος να προσθέσουμε, νέα δικά μας χνάρια με σεβασμό στο παρελθόν, πίστη στο παρόν και προσδοκία για ένα μέλλον που δεν θα σβήσει τον πολιτισμό και τις αστείρευτες παραδόσεις αυτού του χωριού που τόσα δεινά πέρασε αλλά μένει όρθιο ανά τους αιώνες. Όπως λέει και ο Ανωγειανός Πέτρος Καλομοίρης:
”Λαός που την παράδοση ξεχνά και δεν θυμάται..
Στον λήθαργο του μαρασμού, παντοτινά κοιμάται…”.


