Το  Σάββατο 3 Μάϊου, θα τελεστεί  στην εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Κηπούπολης Αττικής, το σαρανταήμερο μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του Νικολάου Σαλούστρου του “Ζαίμη” που “έφυγε” από τη ζωή στα 78 του χρόνια, στις 24 Μαρτίου του 2025. Η οικογένεια του καλεί συγγενείς και φίλους να ανάψουν ένα κερί στη μνήμη του.

Για τον αδερφό του γράφει στην ΑΝΩΓΗ το παρακάτω κείμενο αποχαιρετισμού, ο φιλόλογος Δημήτρης Σαλούστρος του “Ζαίμη”:

Δυο λόγια για το Νίκο

Ανεπαίσχυντα και  ειρηνικά, πλην οδυνηρά, παραμονή του Ευαγγελισμού, έφυγε ο Νίκος μας.

Δεν είναι από τα εύκολα να αποχαιρετάς αδελφό κι αν είναι και ο πρώτος, σε φέρνει ακαριαία αντιμέτωπο με την σύγκρυο της απώλειας και την επίγνωση πως ο θάνατος δεν αφορά μόνο τους άλλους κι αν είσαι και  το μόνο απ’ τα εφτά κοπέλια της μάνας σου, που το’χε καημό και καμάρι «ένα να πάει στα γράμματα», ο κλήρος πέφτει σε σένα.

Η νεκρολογία έχει πάντα το ρίσκο ιατρικής γνωμάτευσης, έχει ανάγκη από επιβεβαίωση και σε συνέχει ο φόβος μην αγιογραφήσεις κι εκτεθείς, μην προχειρολογήσεις και αδικήσεις.

Με αυτό το συναισθηματικό και ψυχικό φορτίο σαράντα μέρες πριν βρέθηκα να αποχαιρετώ το Νικολή, στο κοιμητήριο στο Περιστέρι, όπου αναπαύεται .

Με αυτά τα λόγια:   

 «Ο καιρός πίσω απ’ τη πλάτη μας συνεταιρίζεται τα γραφεία τελετών, υπογράφει συμβάσεις αορίστου χρόνου κι  ορίζει τις ζωές μας. κι έρχεται ώρα, πότε νωρίτερα πότε πιο αργά, που περνάμε την αόρατη γραμμή, και οδεύουμε στην άλλη διάσταση, που είθε να είναι αλήθεια, κρινόμαστε κατά τα έργα μας.

Έρχεται ώρα, που πυκνώνει ο χρόνος και, που, όσοι μένουμε πίσω καλούμαστε να κάνουμε ταμείο, αναλογιζόμενοι τη ματαιότητα του πρόσκαιρου, το βάρος της απουσίας και την παρηγόρια της μνήμης, που δεν παραιτείται, όσος καιρός κι αν μας δοθεί, πάντα απρόθυμοι να αποδεχθούμε τη νομοτέλεια του αναπόφευκτου, πάντα ανέτοιμοι.  

Δεν διορθώνεται ο θάνατος με λόγια αλλά είναι η ώρα, που το καλεί κι είναι παρήγορο, που ο πόνος σε κάνει να εστιάζεις στα ουσιώδη και οι λέξεις παίρνουν το  ειδικό τους βάρος και οι αλήθειες, που καίνε, είναι εκείνες, που εξαγνίζουν.

Λοιπόν, Νικολή, αυτήν την ώρα φέρνω στο νου στιγμές και γνωρίσματα, που  σε περιγράφουν, που ιστορούν μια ζωή του μόχθου και της δωρικής απλότητας, της ανιδιοτέλειας και της δοτικής διάθεσης, θα έλεγα της προσφοράς, αν η λέξη δεν ήταν τόσο κουρασμένη.

Αν ήταν να σε περιγράψω με μια φράση, θα έλεγα πως ήσουν πιστό αντίγραφο του πατέρα μας. Ένας καλός άνθρωπος .Πρότυπο ενός άλλου ηρωισμού χωρίς δάφνες και τυμπανοκρουσίες.

Δουλειά από ήλιο ως ήλιο και καλοσύνη μέχρις ολικής αλέσεως.

Δεν ξεχνώ που άφησες για μήνες το σπίτι σου, για να έρθεις στη Λιβαδειά να θεμελιώσουμε το δικό μου κι έχω ακόμη την εικόνα στο νου να κάθεσαι με τον πατέρα στα Καμπιά πάνω στον Ψηλορείτη μετά το μεροκάματο ως αργά τη νύχτα να κοπανάτε με το  σφυρί τις πέτρες να γίνονται χαλίκι, που φορτίο φορτίο με το γάιδαρο κουβαλήθηκε για να γίνει η ταράτσα στο πανωσήκωμα του πατρικού στα Ανώγεια.   

Από όσο μπορώ να ξέρω η εργατικότητα, αυτό που λέμε τίμιος ιδρώτας, είναι το ευγενέστερο μέσο για να κερδιθεί το θεόψωμο, να πειστεί η ζωή να ’ρθεί με το μέρος μας και η καλοσύνη και η δοτικότητα η πιο μεγάλη αρετή, που κάνει τον άνθρωπο άξιο να τον τιμούν και να τον σέβονται.

Δε σε θυμάμαι να υψώνεις φωνή, να αντιδίκησες, δε σε θυμάμαι να πεις λόγο κακό, ακόμη και όταν όλα τα δίκια ήταν με το μέρος σου. Ήξερες να αδικείς τον εαυτό σου χωρίς να ταπεινώνεσαι, γιατί έτσι ήσουν φτιαγμένος.

Η αλήθεια είναι πως μεγαλώσαμε σε μια οικογένεια, που με σιωπηλή αυστηρότητα απαγόρευε τη ραστώνη, την ατιμία και τη μικρότητα, αρετές ενός τόπου, που γενικά δε συγχωρεί τη μετριότητα και, που, όπου κι αν πήγαμε τις κουβαλήσαμε. Περιουσίες- μας φύλαξε ο θεός δεν κάναμε – το ψωμί δεν έλειψε, δεν περίσσεψε, μας έμεινε να μοιραστούμε την αγάπη και την ομόνοια . Δεν ήταν λίγα.

Πήρε ο καθένας το δρόμο του, σκορπήσαμε στα τέσσερα σημεία, αλλά δε χαθήκαμε κι, αν μας ακούει η μάνα, μπορούμε ακόμη να την κάνουμε περήφανη, που όπως έλεγε « εφτά παιδιά ανάθρεψα και το παινεύομαι, όπου κι αν πήγαν δε με πρόσβαλαν». Αυτή ήταν η κληρονομιά μας Νικολή και είχες κι εσύ το μερτικό σου.

Κι όχι δεν είμαστε αιώνιοι, αλλά δεν είμαστε και εντελώς περαστικοί, ο καθένας αφήνει το αποτύπωμά του με τις πράξεις και με τις σιωπές του.

Κι αυτές οι τελευταίες έχουν τον τρόπο τους να μιλούν χωρίς να κουράζουν.

Από τα εφτά των γονιών μας παιδιά ήσουν το πρώτο αγόρι, τρίτος στη χρονική διαδοχή, δεν ήταν η σειρά σου κι ούτε υπηρετεί κάποιου είδους δίκαιο να φύγεις απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία, δύο φορές δικασμένος εις θάνατον, χωρίς καν να υποβάλεις στον ουρανό τη μάταιη αλλά τόσο ανθρώπινη ένσταση. «Θεέ μου, γιατί σε μένα?»

Και τα μυαλά σου ως το τέλος στη θέση τους, θαρρείς για παραπάνω τυραννία.

Εδώ σε θέλω ψυχή μου στα δύσκολα. Όμως έφυγες με το χωρατό και το τσιγάρο στα χείλη και αποδεινάστηκες  με γενναιότητα τις συνέπειες γιατί, σαν άνθρωπος διεκδίκησες το δικαίωμα στο πάθος, θυμίζοντάς δυο στίχους μου γραμμένους για άλλη περίσταση « αν είν’ να τρέφω τ’ όνειρό μου γάλα με δημητριακά καλύτερα στη κόλαση σου και μετανιώνουμε μετά» έτσι ακριβώς.

Εγκρίνουμε αναγκαστικά το θάνατο αλλά δεν τον δικαιολογούμε ιδίως, όταν, πέρα από κάθε νοητή σκοπιμότητα,  επιμένει να έχει διάρκεια.

Είμαι βέβαιος πως η δύναμη να αντέξεις τις ύστερες έγνοιες, αλλά και τις δυσκολίες του μετανάστη, την απροσωπία των σχέσεων της μεγάλης πολιτείας, την τραχύτητα της οικοδομής, την πικρία από την αδικία και την εκμετάλλευση, δεν ερχόταν μόνο από το DNA της καταγωγής. Εδώ, που βρέθηκες στην ενήλικη ζωή σου, στη δική σου οικογένεια κι ας μην αξιώθηκες παιδιά, βρήκες σεβασμό κι αγάπη και φροντίδα και είναι αυτά τα αντίδωρα, που παρηγορούν και δυναμώνουν την ψυχή και την κάνουν έχει δεν έχει να αντέχει. Να μην έχεις αποκτήσει παιδιά και να γίνεσαι   πατέρας και παππούς αγαπημένος , κάπως έτσι δεν είναι τα θαύματα?

Εσύ, που βρήκες αποκούμπι στους κόλπους της εκκλησίας αυτό το ήξερες καλύτερα απ’ τον καθένα.

Και μέσα σε όλο αυτό αναλογίζομαι πόσος σεβασμός απαιτήθηκε από την πλευρά σου, πόση ευγένεια από την Αλέκα να διαχειριστείτε τη μέχρι το τέλος άρνηση της μάνας να εγκρίνει αυτήν την πορεία μια άρνηση τόσο κατανοητή αλλά και τόσο δύσκολη. Κι η μάνα, αυτό το Ναι, που αντιστέκεται, της ακραίας δικαιοσύνης κι αυστηρή, δεν ήταν άνθρωπος της εύκολης συναλλαγής.  

Είναι εκεί που η ζωή δοκιμάζει χαρακτήρες κι αλώβητοι βγήκατε πέρα, χωρίς μια λέξη μνησικακίας, που η ζωή δικαίωσε θαρρείς το απροσδόκητο, δίνοντας  σε όλους μας δυο βασικά διδάγματα : πως η ζωή δεν είναι πρόβλημα, που λύνεται με τους κανόνες της πρακτικής αριθμητικής , αλλά πάλι όπου η πρόθεση είναι αγαθή το όποιο αποτέλεσμα πολύ λίγο μπορεί να μειώσει το ηθικό της βάρος. Κι αλήθεια χρειάζεται πολύ περίσκεψη για να δεχτούμε πως η αντίφαση είναι δομικό στοιχείο της αλήθειας μας και πως το δίκιο άδικα κάποτε μοιράζεται στα δυο.

Λοιπόν Νικολή τα λόγια δεν ήταν ποτέ το δυνατό μας σημείο κι αν παραβαίνω σήμερα τον κώδικα της σιωπής είναι που δεν χάνω κάθε μέρα τον πρώτο μου αδελφό και ύστερα δεν είχα άλλο τρόπο να σε αποχαιρετήσω, δεν είχα άλλο τρόπο όσο κι αν μου ήταν οδυνηρό, να ξεπληρώσω κάπως τα γράμματα, που έμαθα, και τα χρωστάω σε όλους σας και ένα παραπάνω σε σένα, που κυρίως έβαλες πλάτη.

Καλό ταξίδι Νικολή,  κι αφού τέτοια η ζωή σου, εκεί που πας δε δεν έχεις και πολλά να φοβηθείς. Χαιρετισμούς να πεις σε όλους τους δικούς μας: τη μάνα, τον πατέρα  ιδιαιτέρως και πάρε έναν έναν αγκαλιά όσους απ’ τους δικούς μας Οδυνηρά έφυγαν Αναίτια  και Νωρίς: Το Γιώργη, την Ηλέκτρα, το Γιώργο, τον Κωστή, το Μανώλη, το Γιαννάκο, τον άλλο Γιώργο Και μην ξεχάσεις τη Ντίνα και την Εμμανουέλα .

Όλοι μας λείπουν περισσότερο. Καλό παράδεισο Νικολή.»

 Υ.Γ: Όταν τελείωσε η εξόδιος και πριν το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» τον αποχαιρέτησε δια των εκπροσώπων της η τοπική εκκλησία της  ενορίας, όπου έμενε. Και δεν ήταν ένας τυπικός αποχαιρετισμός.

Ήταν μια τιμητική αναγνώριση των όσων είχε προσφέρει με χρόνια εργασίας για την αποπεράτωση του Ναού και ούτε λίγο ούτε πολύ τον αναγνώριζαν και θα τον μνημονεύουν ως έναν από τους κτήτορες της εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Κηπούπολης Αττικής. Ήξερα ότι ήταν επίτροπος αλλά ως εκεί. Το ότι δε θεώρησε σκόπιμο να με ενημερώσει-  έτσι να παινευτεί αδερφέ-, από τη μια με έκανε να νοιώσω σχεδόν εκτός θέματος μιλώντας για εκείνον και από την άλλη με γέμισε θαυμασμό το πώς ένας άνθρωπος ουσιαστικά λειτουργικά αναλφάβητος, εφάρμοσε με τόση πιστότητα τη Χριστιανική εντολή: «μη γνώτω η αριστερά τι ποιεί η δεξιά σου»

Κι εγώ που κάνω το δάσκαλο ξέρω πως δε υπάρχει κάτι πιο διδακτικό απ’ το παράδειγμα.

Μας δίδαξε όμως και κάτι άλλο: Πως είναι άλλο πράγμα η αγάπη της Θρησκείας και άλλο η Θρησκεία της αγάπης κι εμένα, που, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, από εκείνους, που βαδίζουν με το σταυρό στο χέρι, χαρίζω περισσότερο το σεβασμό μου σε εκείνους, που το Σταυρό τον κουβάλησαν στο ώμο, νοιώθω να με παρηγορεί, που αβίαστα, χωρίς προσυνεννόηση, σ’ αυτό το σταυροδρόμι τ’ ουρανού  συναντηθήκαμε…!     

 Εκ μέρους της οικογένειας,  πολλές ευχαριστίες σε όλους, όσοι στο πένθος μας στάθηκαν δίπλα.    

 

Μοιραστείτε το

-

-->