Ο σύντεκνος των Ανωγειανών Πάτρικ Λη Φέρμορ

Πως πέρασα τον Κράιπε από τ’ Ανώγεια…». Καθοριστικός ο ρόλος της αντάρτικης ομάδας των Ανωγείων για την επιτυχία

της πιο μεγάλης απαγωγής που έγινε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο πρωταγωνιστής της μεγαλύτερης απαγωγής στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, ο σαμποτέρ με τις ειδικές αποστολές, ο σύντεκνος των Ανωγειανών, που τόσες επικίνδυνες στιγμές έζησε μαζί τους, ο Άγγλος ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ,  μιλάει αποκλειστικά στην «ΑΝΩΓΗ» για τη μεγάλη περιπέτεια που έζησε στην Κρήτη, στα Ανώγεια, τις δύσκολες μέρες της Ναζιστικής Κατοχής. Απαντώντας χειρόγραφα, στις ερωτήσεις που του στείλαμε και υπογράφοντας με τα παρατσούκλια που είχε στην Κατοχή, «Φιλεντέμ» ή «Μιχάλης», περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο έφτασε στην Κρήτη το φθινόπωρο του 1940, τις σχέσεις του με τους αρχηγούς της Αντίστασης Στεφανογιάννη Δραμουντάνη και Χριστομιχάλη Ξυλούρη, ενώ στέκεται ιδιαίτερα στο πέρασμα του Στρατηγού Κραϊπε από τα Ανώγεια και τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η παπαγιάννενα- Σκουλά, όταν τον είδε ντυμένο με την γερμανική στολή. Εκτιμά ότι ο πραγματικός λόγος που οδήγησε τους Γερμανούς στο κάψιμο του χωριού «ήταν η προσπάθεια να τρομοκρατήσουν τους Ανωγειανούς στο βορρά και τους Αμαριώτες στο νότο, για να μπορέσουν να συγκεντρώσουν (με ασφάλεια..) όλα τα στρατεύματα τους στα Χανιά, στη φάση της οπισθοχώρησης τους. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ μιλάει με πολύ θερμά λόγια για τους Ανωγειανούς και τους χαρακτηρίζει «πατριώτες, έτοιμους για τα πάντα, δραστήριους, γεμάτους κέφι και χιούμορ». Εξηγεί γιατί επέλεξε τη Μάνη για να ζήσει και να δημιουργήσει, ενώ το μήνυμα που στέλνει προς όλους τους Ανωγειανούς είναι ένα μεγάλο, όπως λέει ευχαριστώ, για τα όσα έζησαν από κοινού.

Κλείνοντας τη συνέντευξη, μας διηγείται ένα ανέκδοτο με πρωταγωνιστές δυο Ανωγειανούς και το διάλογο που είχαν με τον φιλομεταξικό νομάρχη Ηρακλείου, πριν από τον πόλεμο.

Εκτιμά ότι ο πραγματικός λόγος που οδήγησε τους Γερμανούς στο κάψιμο του χωριού «ήταν η προσπάθεια να τρομοκρατήσουν τους Ανωγειανούς στο βορρά και τους Αμαριώτες στο νότο, για να μπορέσουν να συγκεντρώσουν – με ασφάλεια- όλα τα στρατεύματα τους στα Χανιά, στη φάση της οπισθοχώρησης τους.

Κύριε Φέρμορ, πότε πατήσατε για πρώτη φορά το πόδι σας στην Κρήτη και ποια ακριβώς ήταν η αποστολή σας, τα χρόνια της Κατοχής;

« Ήρθα στην Κρήτη για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1940, με το αγγλικό καταδρομικό DIDO, που έφερε τη βρετανική στρατιωτική αποστολή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στον Πειραιά, αφού προηγουμένως έριξε άγκυρα για δυο ώρες στη Σούδα. Με στείλανε στην Αλβανία, στην Κορυτσά, ως αξιωματικό –σύνδεσμο, στο Τρίτο Σώμα Στρατού υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου. Μετά από ενάμιση μήνα έλαβα μέρος στην οπισθοχώρηση, με ένα καΐκι από το Σούνιο, όπου ο εχθρός το βούλιαξε από τον αέρα, αλλά βρήκαμε ένα άλλο μέσο και ήρθαμε στο Καστέλι Κισάμου. Στην συνέχεια πήγα στο Ηράκλειο, στην διάρκεια της Μάχης της Κρήτης και έφυγα μετά τη Μάχη για την Αλεξάνδρεια πάλι, με τον πλοίο ΟΡΙΟΝ».

Πότε ήρθατε σε επαφή με τις ανωγειανές αντάρτικες ομάδες; Περιγράψτε μας τις πρώτες ώρες σας στα Ανώγεια.

«Μετά από μερικούς μήνες στη Χάιφα της Παλαιστίνης επέστρεψα στην Κρήτη, στον Τσούτσουρο, τη νύχτα της 26ης Ιουνίου του 1942 και τότε πρωτοπήγα στ΄ Ανώγεια. Λίγους μήνες μετά, τον ίδιο χρόνο, βρέθηκα στο Αμάρι κι από κει ανέβηκα στο σπίτι του Στεφανογιάννη – Δραμουντάνη για μερικές μέρες. Έγινα σύντεκνος του Στεφανογιάννη και της Χαρίκλειας, με την βάπτιση της αγαπημένης μου φιλιότσας, της Αγγλίας, νυν Παπαδάκη. Έτσι συνάντησα όλο τους το σόι και τους φίλους».

Μιλήστε μας για τους αρχηγούς της αντίστασης, τον Στεφανογιάννη και τον Χριστομιχάλη. Περιγράψτε τους ως χαρακτήρες, αλλά και ως πολεμιστές.

«Θαύμαζα πολύ το χαρακτήρα του Στεφανογιάννη, τη δυναμικότητα του, το θάρρος του, το ρόλο που έπαιξε τόσο καλά και σοβαρά, το νου του στις πιο επικίνδυνες στιγμές, το χιούμορ του, το κέφι και την καλοσύνη του. Γίναμε στενοί φίλοι με όλο το περιβάλλον. Τον ίδιο καιρό γνώρισα το Μιχάλη Ξυλούρη. Έκτακτος άνθρωπος και αυτός, που μετά τον γενναίο θάνατο του συντέκνου μου, τον διαδέχτηκε, όπως ταίριαζε στην αρχηγία της Ανωγειανής Ομάδας. Η ομάδα είχε πέσει σε καλά χέρια και με βοήθησε θαυμάσια, μετά τη σύλληψη του στρατηγού Κράιπε».

Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Περιγράψτε μας το πέρασμα του από τα Ανώγεια. Ποιοι ανέλαβαν τη φρούρησή του, ποιοι σας παρείχαν προστασία, ποιοι σας οδήγησαν από τους δρόμους του βουνού;

«Η αντάρτικη ομάδα των Ανωγείων μας έκρυψε, μας προστάτεψε και μας οδήγησε χωρίς κανένα φόβο. Θυμάμαι τον Κώστα Κεφαλογιάννη, τον Κουντόκωνστα, ήταν ένα λαμπρό παλικάρι. Ο Γεώργιος Τυράκης από το Φουρφουρά και εγώ ήρθαμε με ένα γερμανικό αμάξι μεταξύ Χελιανά και Κλεψίμια. Πρωί – πρωί ανεβήκαμε στα Ανώγεια με τα πόδια και όλοι οι χωριανοί μάς γύριζαν την πλάτη – λόγω των γερμανικών στολών – με πολύ εχθρικό τρόπο. Οι γυναίκες έκλειναν με δύναμη, τα μπατσούρια και φωνάζανε, «ήρθαν τα μαύρα βούγια στα σπαρτά». Το βράδυ στα Ανώγεια, κρυφτήκαμε στο σπίτι της παπαγιάννενας – Σκουλά. Ο παπαγιάννης ήταν στην Μέση Ανατολή, μαθαίνοντας να πηδάει με αλεξίπτωτο. Χρυσοί άνθρωποι κι αυτοί. Οι Ανωγειανοί ήταν όλοι υπέροχοι, από την αρχή μέχρι το τέλος. Να σημειώσω πάντως ότι η παπαδιά δεν με γνώρισε στην αρχή όταν έφτασα στην πόρτα της, λόγω της γερμανικής περιβολής και διότι είχα κόψει το μουστάκι. Μου φώναζε και με έσπρωχνε, λέγοντας μου: «Όχι! Όχι! Ποιος είσαι; Τι θέλεις;»

Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονταν από το 1942 να κάψουν τα Ανώγεια. Τι γνωρίζετε γι΄ αυτό;

«Δεν ήξερα ότι οι Γερμανοί σκόπευαν από την αρχή να κάψουν το χωριό, αλλά δεν μου κάνει έκπληξη. Η στάση του χωριού ήταν ολοφάνερα εχθρική. Οι Γερμανοί ήξεραν πολύ καλά τα αισθήματα των Ανωγειανών και πως λειτουργούσαν ασύρματους στις σπηλιές, αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να τους αρπάξουν, χάριν της προσοχής των χωριανών. Ήταν πολλές οι αιτίες, για τη στάση των Γερμανών. Μολονότι είπαν αυτοί πως το κάψιμο και οι εκτελέσεις που έγιναν τον Αύγουστο του 1944, λόγω του περάσματος του Κράιπε από τα Ανώγεια, υπήρχαν άφθονοι λόγοι, χρόνια πριν ακουστεί το όνομα του Στρατηγού. Ο πραγματικός λόγος ήταν η προσπάθεια να τρομοκρατήσουν τους Ανωγειανούς στο βορρά και τους Αμαριώτες στο νότο, για να μπορέσουν να συγκεντρώσουν όλα τα στρατεύματα τους στα Χανιά, στη φάση της οπισθοχώρησης τους. Ήμουν στο Λίβανο όταν έγιναν όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα. Στο τέλος της εκστρατείας για τον Κράιπε είχα ένα είδος παραλύσεως στο δεξί πόδι και μπράτσο και με κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο του Καΐρου. Μετά με έστειλαν στη Βηρυτό και στη συνέχεια γύρισα στην Κρήτη για να δω όλους τους παλιούς φίλους».

Πολεμήσατε δίπλα σε Ανωγειανούς;

«Δεν πολέμησα κοντά με Ανωγειανούς, γιατί ήμουν στο Ηράκλειο, αλλά πέρασα πολύ επικίνδυνες στιγμές μαζί τους και υπό την προστασία τους. Ήταν πάντα έκτακτοι και πολύ υπερήφανοι για το χωριό τους. Πολύ πατριώτες, έτοιμοι για τα πάντα, άφοβοι, δραστήριοι, γεμάτοι κέφι και χιούμορ, ακλόνητοι φίλοι και γεμάτοι καλοσύνη».

«Φιλεντέμ», ήταν το παρατσούκλι σας στην Κρήτη. Ποιος σας το «κόλλησε» και γιατί;

«Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς με βάπτισαν «Φιλεντέμ». Η αιτία ήταν γιατί είχα μανία με το γνωστό τραγούδι και το τραγουδούσα πολύ συχνά».

Γιατί επιλέξατε τη Μάνη και όχι…την Κρήτη για να ζήσετε, που τόσο σας αγαπούν και σας εκτιμούν;

«Ο λόγος που εγκαταστάθηκα στη Μάνη είναι γιατί ήθελα να γράψω μερικά βιβλία. Ήμουν τότε αρκετά γλεντζές. Είχα τόσους πολλούς φίλους στην Κρήτη, που όλοι τους ήταν γλεντζέδες και χουβαρντάδες και ΄γω ήξερα πως δεν αντέχω στον πειρασμό. Εάν είχα εγκατασταθεί στην Κρήτη τότε, θα ήμουν… σήμερα νεκρός και θαμμένος από πολλά χρόνια. Όμως, πηγαίνω στην Κρήτη όσο πιο συχνά μπορώ και θα συνεχίζω να πηγαίνω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία»

Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνετε σήμερα στους Ανωγειανούς, από την Καρδαμύλη της Μάνης όπου ζείτε;

«Έχω πολλές αναμνήσεις από την Κρήτη, κι από τα Ανώγεια και το μήνυμα μου είναι ένα τεράστιο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για όλα τα θαυμάσια χρόνια και τις αναμνήσεις που μοιραζόμαστε. Κλείνοντας, θυμήθηκα ένα ανέκδοτο με πρωταγωνιστές δυο Ανωγειανούς, λίγο πριν τον πόλεμο. Είχαν βγει στο κέφι και βάδιζαν αγκαλιασμένοι και ολίγον μεθυσμένοι σε κεντρικό δρόμο του Ηρακλείου. Πέρασε από κοντά τους το αυτοκίνητο του φιλομεταξικού νομάρχη Ηρακλείου, ο οποίος είχε μανία να τον χαιρετάει ο κόσμος. Κατεβάζει το τζάμι και φωνάζει στον ένα Ανωγειανό: «Έλα εδώ ρε». «Ήντα θες;» τον ρωτάει ο Ανωγειανός και ο νομάρχης με δυνατή φωνή τον ρωτάει: «Γιατί δεν χαιρετάτε;» «Ηντα, χωριανός είσαι να σε χαιρετίσουμε;» του αποκρίνεται ο Ανωγειανός. «Είμαι ο νομάρχης βρε!» του απαντάει. Τότε παρεμβαίνει ο δεύτερος Ανωγειανός και του λέει: «Να το γράψεις στο κούτελο για να το θωρούν οι ανθρώποι».

Μοιραστείτε το

-

-->