Άρθρο του Γεώργιου Σκουλά, συγγραφέα του βιβλίου ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΣ Α
-Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΚΑΙ Η ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ ΤΟΥ ΕΩΣ ΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ.
-Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΟΥ ΣΚΡΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΑΣΤΗΡΑ.
-Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ. ΓΙΑΤΙ ΠΗΓΕ. ΠΟΙΟΥΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ.
Όπως έχω πει από την αρχή, η δική μου εργασία δεν επικεντρώνεται στο κυρίως πολιτικό έργο του Ελ. Βενιζέλου, το οποίο έχει μελετηθεί και αποδοθεί από πλειάδα ιστορικών.
Η δική μου προσπάθεια έγκειται, στο να γνωρίσουν οι φίλοι και αναγνώστες μου, κάποιες από τις πτυχές της μεγάλης αυτής προσωπικότητας του σύγχρονου ελληνισμού, αλλά και άγνωστες ίσως λεπτομέρειες από την ζωή και την δράση του στο ευρύ κοινό.
Στην σημερινή ανάρτηση θα δούμε τον Ελ. Βενιζέλο σε διακοπές στην Μυτιλήνη, στην βίλα του φίλου του Αλεπουδέλη, θα δούμε την κρουαζιέρα του στον κόλπο της Σμύρνης, την επίσκεψή του στο μέτωπο του Σκρα, μετά την νικηφόρα εκείνη μάχη για τα ελληνικά όπλα, για να συγχαρεί τους συντελεστές της, την πρώτη του γνωριμία με τον Πλαστήρα, και τέλος το ταξίδι του μέσα στο λιμάνι της Σμύρνης. Για ποιο λόγο πήγε και ποιους συνάντησε…
-Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΗ ΜΥΤΗΛΗΝΗ. Η ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ ΤΟΥ ΕΩΣ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ.
Τόν Μάϊον του 1915 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μακράν της αρχής ών, ανεπαύετο εις τήν αγαπημένην του νήσον Μυτιλήνην.
Οι ευγενείς νησιώται Μυτιληναίοι καθ’ όλο τό διάστημα κατά τό οποίον η ωραία των νήσος εφιλοξένει Εκείνον είχον κυριολεκτικώς λησμονήσει εαυτούς. Ελησμόνησαν τάς ασχολίας των, τά υποθέσεις των, τάς οικογενείας των και τίποτε άλλο δεν ενεθυμούντο ειμή μόνον ότι εφιλοξένουν τον Ελ. Βενιζέλον, τόν οποίον είχον υποδεχθή καθ’ όν τρόπον υπεδέχοντο κατά τήν αρχαιότητα αι ελληνικαί πόλεις τούς ολυμπιονίκας.
Η ωραία έπαυλις του Αλεπουδέλη, ένα σωστό παλατάκι κτισμένο σε μια μαγευτική ακρογιαλιά, που εφιλοξενείτο Εκείνος κατά τό διάστημα της παραμονής του εις τήν ωραίαν νήσον απήλαυσε τιμών τάς οποίας θα εζήλευε και το Θειότερον κτίσμα. Απήλαυσε τιμών ενός πανσέπτου ναού.
Από όλα τά σημεία της νήσου ξεκινούσαν πεζοί άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι και νέοι και ώρες πολλές επεζοπορούσαν και ήρχοντο από τά μακρυνά χωριά των στήν χώρα για να προσκυνήσουν Εκείνον. Και αν ήτο η ώρα που Εκείνος ησύχαζε ή έλειπε σε κάποια επίσκεψη, οι προσκηνηταί χωρίς να απελπίζονται εκάθιζαν σε ένα αντικρυνό λοφίσκο και με ιώβιον υπομονήν επερίμεναν νάρθη, να φανή Εκείνος, για να τόν ιδούν έστω και από μακρυά και να τόν επευφημήσουν. Είχε συγκλονισθή μέχρις εγκάτων ολόκληρο τό νησί.
Μαζί με τούς άλλους τόν συνόδευε σε εκείνο τό ταξίδι και ο Λουκάς Ρούφος. Ήταν ο αγαπημένος μαθητής του.
Και οι προσκυνηταί της επαύλεως – ναού έβλεπον κάθε απόγευμα διδάσκαλον και μαθητήν στόν εξώστην του μεγάρου και να βλέπουν ώρες ολόκληρες τ’ αντικρυνά τά μέρη. Και έβλεπαν ακόμη να κινήται τό χέρι Εκείνου ζωηρά και με τό δάκτυλόν του να δείχνη στόν αγαπημένον του μαθητήν τ’ αντικρυνά βουνά πού είναι τόσον κοντά ώστε τό πρωΐ, όταν ανατέλλει ο ήλιος, ο ίσκιος των φθάνει και χαϊδεύει παρακλητικά τά Μυτιληναίϊκα ακρογιάλια.
Ένα βραδυνό ο κ. Λουκάς – έτσι τόν φώναζε με τό μικρό του όνομα ο Βενιζέλος = με εκάλεσε αν ήθελα να λάβω μέρος σε μία θαλασσία εκδρομή του προέδρου.
Ήταν να μην δεχθώ;
Ένας εφοπλιστής Μυτιληναίος διέθεσε διά τήν εκδρομή αυτήν μία μεγάλη ατμάκατο που θυμούμαι ακόμη ότι ελέγετο «Λέων». Και θυμούμαι ακόμη ποιοι συνόδευαν εις τήν αλησμόνητο εκείνην εκδρομήν τόν πρόεδρον.
Ήταν εκτός του κ. Ρούφου ο συνάδελφος κ. Ραδάς, ο κ. Γρηγόρης Βαμβούρης και ο κ. Α. Σιφναίος, η λογία σύζυγός του και ο γράφων τάς γραμμάς αυτάς. Ο «Λέων» σαν να ένιωθε ποιόν έχει επιβάτη ξεκίνησε από τήν αποβάθρα της επαύλεως ορμητικός και υπερήφανος και έβαλε πλώρη κατά τη Νοτιά. Αμέτρητες τράτες τραβούσαν στήν δαντελωτή ακρογιαλιά τήν οποίαν παρέπλεεν ο Λέων. Οι τρατάρηδες που από τίς σφυριγματιές της ατμακάτου και από τά σινιάλα του καπετάνιου μας εκατάλαβαν περί τίνος πρόκειται, άφησαν σύξυλα τά σχοινιά της τράτας και αεροτινάζοντας τά κεφαλομάνδυλά των ετραγουδούσαν ομαδικά και με μία άρρητη αληθινά αρμονία τό αγαπημένο των τραγούδι της ακρογιαλιάς.
«Έγια μόλα. Έγια λέσα, τράβα στό λιμάνι μέσα…με επωδόν.
-Ζήτω ο Βενιζέλος. Να μας πάς στην Σμύρνη».
Τι ήταν εκείνο που είδαμε όταν η ατμάκατός μας μπήκε μέσα στόν κόλπο της Γέρας και παράπλευσε τά μαγικά ακρογιάλια της.
Έτσι καθώς είμαστε όλοι ακουμπισμένοι στήν κουπαστή της ατμακάτου εβλέπαμε να κατεβαίνουν από τίς πλαγιές των βουνών και των λόφων και να πλημμυρίζουν τίς αμμουδιές της ακτής στίφη λαού αλαλάζοντος.
Ένας παλλαϊκός συναγερμός που έκανε τά στήθη μας να φουσκώνουν από συγκίνηση και τά μάτια μας να υγραίνονται από κάποια γνωστά συναισθήματα.
-Δεν είμαστε μέσα στόν κόλπο της Γέρας- ψιθυρίζει ο Ροδάς – είμαστε μέσα στήν λίμνη της Γεννησαρέτ και τά πλήθη που βλέπουμε είναι ο λαός του Ισραήλ που τρέχει και φωνάζει στον Μεσία του: Ωσανά ευλογημένος ο ερχόμενος. Ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να μιλήση από τήν συγκίνηση. Μα η φυσιογνωμία του εξέφραζε εύγλωττα ότι μέσα στήν διάνοιά του διεγράφοντο αι τύχες της φυλής.
Τό απόγευμα ο «Λέων» έβγαινε από τόν Κόλπον της Γέρας και ανοίγετο εις τό πέλαγος του Ισανταρλή. Και όταν ο καπετάνιος επήγε να κάμη τόν χειρισμόν του τιμονιού για να στρέψη η ατμάκατος κατά τήν χώρα ακούεται άξαφνα η αργυρόηχος φωνή Εκείνου, ο οποίος όπως είπα παρά πίσω έως τότε σχεδόν δεν ωμιλούσε καθόλου.
-Μη καπετάνιε, μην ορτσάρης ακόμη. Άφησε να πάμε λίγο ανοικτά, αφού ο καιρός είναι τόσον καλός.
Ο καπετάνιος υπάκουσε και η ατμάκατος με ταχύτητα 12 μιλίων τραβούσε στό πέλαγος. Και όσο η ατμάκατος επροχωρούσε, τόσο τά βουνά της Ανατολής ήρχοντο πιο κοντά.
Όρθιος ο Βενιζέλος στήν πλώρη της ατμακάτου ανιχνεύει με κάτι διόπτρας, που είχε μαζί του, τά αντικρυνά ιερά ακρογιάλια λες και ήθελε να ταξειδεύση ως εκεί με τά μάτια της ψυχής του. Δίπλα του η κ. Σιφναίου ψιθυρίζει κάποιους ωραίους στίχους του Π. Χορν.
Είν’ όλα εδώ τόσο κοντά
Που λες θα τά χαϊδέψεις…
Και η ατμάκατος προχωρεί ολοταχώς γραμμή. Ο καπετάνιος περιμένει τήν διαταγήν Εκείνου για να γυρίσει πλώρη.
Έτσι περνούμε τάς Αργινούσας που ενθυμίζουν μια παλιά Ελληνική δόξα και αίσχος μαζί. Πλησιάζομε τό φανάρι των Π. Φωκών και προσωρώντας ακόμη βρισκόμαστε στό στόμιον του Σμυρναϊκού κόλπου.
Ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά, έγερνε όμως προς τήν Δύσιν και έτσι οι ακτίνες του εφώτιζαν δυνατά τό βάθρο του ονειρεμένου κόλπου.
Μη ξεχνούμε, άλλως τε, ότι ο ουρανός της Ιωνίας είναι διαυγής όσον και ο Αττικός.
Λουκά – λέγει ο Βενιζέλος εις τόν Ρούφον – βλέπεις εκεί στό βάθος καπνούς;
-Βλέπω.
-Εκεί είναι η Σμύρνη.
Γυρνώντας ύστερα σ’ εμάς λέγει με φωνή που τρεμούλιαζε από συγκίνησι και πίστι:
-Κύριοι, σας κάνω όρκον πως η Σμύρνη θα γίνη δική μας και μάλιστα διορίζω από τώρα τόν γενικόν διοικητήν αυτής, τόν κ. Λουκάν Ρούφον. Ρίγη ιεράς συγκινήσεως διέδραμον τά μέλη όλων μας. Ούτε είχαμε τήν δύναμι να βγάλουμε λέξι από τό στόμα μας.
Ο Ροδάς μονάχα σκύβοντας στ’ αυτί μου εψιθύρισε:
-Θα γίνη. Ό,τι λέγει αυτός γίνεται γιατί είναι και προφήτης και δημιουργός.
-Τώρα όρτσα καπετάνιε για τό λιμάνι.
Ο «Λέων» έκανε μια μεγαλοπρεπή στροφή για τη Μυτιλήνη. Εμείς όμως τότε μόνον απεσπάσαμε τά υγρά όματά μας από τά βάθη του κόλπου όπου ήταν η Σμύρνη μας, όταν πλέον ο «Λέων» είχε παραλλάξει τόν φανόν της μητροπόλεως της Μασσαλίας. Και κανένας μας δεν αμφέβαλλε πια πως αργά ή σύντομα η Σμύρνη θα εγίνετο Ελληνική.
Μας τό υπεσχέθη Εκείνος. Και Εκείνος ήταν και προφήτης και δημιουργός.
-Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΟ ΣΚΡΑ. Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΑΣΤΗΡΑ.
Ανυψούτο ακόμη υπέρ τίς κορυφές της Τζένας και του Καντάκ ο κονιορτός της μεγάλης μάχης.
Εις τάς ανάμεσα των δύο βουνών φάραγγας και κοιλάδας αντηχούσε ακόμη η βοή των μεγάλων κανονιών τά οποία μονομαχούντα επί δύο ημερονύχτια ανέσκαψαν με τίς τεράστιες οβίδες των τό αιματοβαμμένο έδαφος της περιοχής όπου εδόθηκε η κοσμοϊστορική μάχη και από τίς πλαγιές του Σκρα ηκούοντο σε μακρυνή απόστασι, οι ιαχές των νικητών και οι οιμογές των ηττημένων.
Ήτο ο επίλογος της μεγάλης μάχης.
Οι νικηταί Έλληνες δεν θα μπορούσαν να αναπαυθούν επάνω στις δάφνες της μεγαλειώδους νίκης των, αν δεν εφρόντηζαν να οργανώσουν αμυντικώς το άλωθεν εχθρικό φρούριον του Σκρα, τό οποίον εστοίχισε στόν ελληνικό στρατόν τόσον αίμα ώστε τά ρείθρα της Γκουλέμα – Νέκα είχον κοκκινίσει.
Ο εχθρός, εχθρός φοβερός και πείσμων εννοούσε να ανακτήση εκείνο που έχασε και οι νικηταί Έλληνες δεν είχαν καμμίαν διάθεσιν να χάσουν ό,τι η ανδρεία των εκέρδισε.
Και όχι μόνο τούτο. Τά συντάγματα τά οποία κατέλαβον τό φοβερόν Σκρα και τά οποία ως γνωστόν ανήκον εις τήν ένδοξον Μεραρχίαν του Αρχιπελάγους δεν εννοούσαν να αποσυρθούν εις ανάπαυσιν αντικαθιστάμενα δι’ άλλων Ελληνικών Συνταγμάτων, ως συνεβούλευεν ο Γάλλος αρχιστράτηγος.
Άπαντες οι απαρτίζοντες τήν ένδοξον εκείνην Μεραρχίαν, από του διοικητού αυτής αλησμόνητου στρατηγού Ιωάννου μέχρι του τελευταίου υπαξιωματικού και στρατιώτου εννοούσαν να μείνουν εις τάς θέσεις τάς οποίας κατάκτησαν μη δεχόμενοι να εμπιστευθούν εις άλλον τήν φρούρησιν και διαφύλαξιν αυτών.
-Εδώ θα λημεριάζουμε ως τό τέλος… Έως ότου πάρουμε νέα διαταγή νέας προελάσεως.
Έλεγε στούς αξιωματικούς του μιλώντας ο αείμνηστος ήρως Ιωάννου. Και εξ άλλου, πρέπει να θάψουμε και τούς νεκρούς μας.
Και ενώ εβροντούσε ακόμη έστω και αραιά τό κανόνι ο άφθαστος εκείνος ήρως εκήδευε τούς νεκρούς αξιωματικούς του με αληθινήν πομπήν κατά τό έπος των ηρώων του Ομήρου.
Επάνω σε μια τέτοια ασχολία, τήν ώρα δηλαδή που εκηδεύετο ο πρωτεσίλαος του Σκρα ο αλσημόνητος ήρως ταγματάρχης Παππαγιάννης, ο διοικητής του λόχου των δέκα νέων ο πρώτος εξορμήσας των χαρακωμάτων και πρώτος φονευθείς, έρχεται από τό Μαύρο Δένδρον τήν έδραν του στρατηγείου του σώματος, άγγελμα ότι ήλθεν εις τό Μέτωπον ο αρχηγός ο οποίος θέλει να ιδή και να χαιρετίση τούς νικητάς.
-Ο αρχηγός εδώ – κάνει ο Ιωάννου – τι γυρεύει μέσα στην φωτιά. Πάμε παιδιά να του υποβάλωμε τά σέβη μας στό Μαύρο Δέντρο. Γιατί αν αργήσωμε είναι ικανός να έλθη εδώ επάνω. Και ποιος ξέρει τι γίνεται. Μπορεί να μας όν σκοτώση καμμιά οβίδα. Και τότε, μαζή του θα σκοτωθή και η Ελλάδα ολόκληρη.
Συνοδευόμενους από λίγους συμπολεμιστάς του ο Στρατηγός κατέβηκε έφιππος στό Μαύρο – Δέντρο για να υποβάλη τά σέβη του στόν αρχηγόν του Έθνους στόν Ελευθέριον Βενιζέλον, υπό τήν πνοήν του οποίου εκινούμεθα όλοι και υπό την σκιάν του οποίου εκινούμεθα όλοι και υπό τήν σκιάν του οποίου αναγεννάτο η Ελλάς.
Η συνάντησις των δύο ανδρών ήτο εξόχως συγκινητική. Και αγκαλιάσθηκαν στοργικά, δάκρυα χαράς έτρεχαν από τά μάτια τους, για τίς μεγάλες εθνικές ευτυχίες. Και καθώς τά στήθη των ήσαν για κάμποσες στιγμές ηνωμένα και οι καρδιές των κτυπούσαν ορμητικά, τούς παλμούς των δύο εκείνων καρδιών τους ένοιωθε ηδονικά τό αιματόβρεκτον και οβιδοσκαμένο Μακεδονικό έδαφος.
-Δείξε μου τώρα τά παλληκάρια σου Στρατηγέ, λέγει ο Ελ. Βενιζέλος στόν Ιωάννου.
Αρχίζει η παρουσίασις. Αρχίζει η προ του αρχηγού του έθνους παρέλασις των ηρώων.
Μπαρουτοκαπνισμένοι όλοι. Αξύριστοι, αγριωποί, βλοσυροί, αγέρωχοι, υπερήφανοι. Με πρόσωπα όμως καταυγαζόμενα από τήν λάμψιν της Νίκης.
Περνά ένας ένας και φιλά τό χέρι του αρχηγού και πατέρα. Τό χέρι του κυβερνήτου που τόσο δεξιά εκυβερνούσε τό εθνικό σκάφος.
Ο Στρατηγός, λέγει τά ονόματα ενός εκάστου και με λίγα λόγια τό ρόλο που έπαιξε στή μάχη. Τελευταίος περνά ένας μαύρος, αδύνατος, ξερακιανός ταγματάρχης, του οποίου όμως τά μεγάλα μαύρα μάτια εσκορπούσαν λάμψεις περίεργες. Τρομερές.
-Ο Ταγματάρχης Πλαστήρας. Διοικητής του 1ου τάγματος του 6ου Συντάγματος.
Προφέρει με επίσημον ύφος ο στρατηγός. Και συνεχίζει:
-Παλληκάρι των παλληκαριών. Ήρως ανυπέρβλητος. Η ανδρεία του στη μάχη με κατέπληξε. Είναι ο κυριώτερος συντελεστής της νίκης.
Άφωνος στέκεται σε στάση προσοχής ο Ταγματάρχης μπροστά στόν αρχηγόν, ο οποίος βυθίζει τό βλέμμα του στά μάτια του ήρωος σαν να ήθελε να εισδύση στά έγκατα της ψυχής του. Έμειναν και οι δύο άφωνοι για λίγη στιγμή. Έπειτα με φωνή σταθερά λέγει ο Βενιζέλος.
– Σύ είσαι ο Πλαστήρας για τόν οποίον οι Γάλλοι στρατιώται μιλούν με θαυμασμό; Σε ενόμιζα αλλιώς. Σε ενόμιζα πιο άγριο, πιο γιγαντόσωμο, πιο μεγάλο.
– Κύριε Πρόεδρε απαντά με φωνή τρέμουσα ο Ταγματάρχης – Κοντά σου όλοι είμαστε μικροί. Γιατί συ είσαι μεγάλος. Σαν τόν Όλυμπο μεγάλος.
Αυτή ήταν η πρώτη συνάντησις Βενιζέλου – Πλαστήρα και οι πρώτες λέξεις που αντήλλαξαν αναμεταξύ των.
Ο στρατός προήλαυνε ανά κράτος! Άλλα τμήματα αυτού εξωρμήσαντα από εκεί που εξώρμησαν άλλοτε οι μετά του κύρου συναναβάντες, από τάς Σάρδεις δηλονότι, ηκολούθουν τήν αυτήν με εκείνους οδόν, διανύοντες, ως εκείνοι, καθ’ εκάστην παρασάγγας, διά μέσου των ευφόρων πεδιάδων, της Λυδίας και των αιχμηρών διόδων της διακεκραυμένης Φρυγίας.
Άλλα τμήματα περιέφερον τήν νικηφόρον κυανόλευκον ανά τάς πεδιάδας του Καΰστρου και Μαιάνδρου, ενώ άλλα τά και τόν Κύριον του στρατού αποτελούντα όγκον εξώρμησαν από τήν πόλιν εκείνην απ’ τήν οποίαν προ 467 ετών εξώρμησεν πορθητής ο Μωάμεθ βαδίζων προς τάς ακτάς του Βοσπόρου.
Και τόν ίδιον ακριβώς δρόμον ηκολούθει ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού αφού είχε προωρίσει ως τέρμα της πορείας του επίσης τάς ακτάς του Βοσπόρου.
Ετελεσιουργείτο τήν εποχήν εκείνην η εθνική μυσταγωγία προς πραγματοποίησιν του γλυκυτάτου και μόνον ονείρου με τό οποίον εθερμένετο η ψυχή του έθνους επί πέντε ήδη αιώνας.
Και έτσι η Σμύρνη ήτο σχεδόν έρημος. Οι πολεμισταί οι οποίοι μέχρι προ ολίγων ημερών έδιναν τόσην ζωήν και τόσην κίνησιν εις τούς μαχαλάδες της και στά τσικμάς σοκκάκια της και στήν προκυμαία της και στά χωριά της – χωριά ονειρεμένα αξέχαστα – έλειπον όλοι. Απεμακρύνοντο από τήν ωραίαν Πόλιν μεταφέροντες και τά σπάχνα της Ανατολής και εις τά διάφορα σημεία αυτής τόν λευκόν της ελευθερίας πέπλον αφού προηγουμένως ώρισαν ως σημείον συναντήσεως των τήν ασιατικήν ακτήν του Βοσπόρου.
-Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
ΓΙΑΤΙ ΠΗΓΕ. ΠΟΙΟΥΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ.
Η Σμύρνη λοιπόν ήτο σχεδόν έρημος. Εζούσε όμως τάς ωραιοτέρας και συγκινηκοτέρας στιγμάς του βίου της. Ήτο – αλλοίμονον – προσκαίρως μόνον – η ευνοούμενη της τύχης, αφού η μαγευτική ακτή της έπαιζε τόν ρόλο της ευλογημένης αποβάθρας εις τήν οποίαν αποβιβάζοντο αδιαλείπως καταφθάνοντες εκ της ελευθέρας Ελλάδος, διά των πλοίων ελευθερωταί και εκδικηταί.
Ξάφνου, ένα πρωί θεάται το αυτοκίνητο του αρχιστράτηγου καταφθάνον από τό μέτωπον. Ύστερα άλλο άλλου στρατηγού και κατόπιν άλλο. Αρχιστράτηγος, επιτελάρχης, διοικηταί σωμάτων και άλλοι μεγάλοι βαθμοφόροι επανήλθαν εις τήν Σμύρνην όλως απροόπτως και όλοι συνεκεντρώθησαν στό στρατηγείον χωρίς να επικοινωνήσουν με κανέναν.
Ανησυχία; Καμμιά. Ποιός να ανησυχήσει και γιατί να ανησυχήσει; Και επισπεύσαμε τότε όλοι αδιάσειστα ότι ο άρχων της φυλής του νέου Ισραήλ, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο εξαγαγών ημάς εκ της νέας Γης Ερήμου εκ της δουλείας, δηλονότι είχε συνάψει ως ο βιβλικός Μωϋσής, διαθήκην μετά του Υψίστου δια να οδηγήση ημάς ασφαλώς εις τήν Γην Χαναάν, εις τήν Άνω Ιερουσαλήμ εις τόν απόκρυφον παλμόν πάσης ελληνικής καρδίας.
Ποιός λοιπόν να ανησυχήσει; Και διατί να ανησυχήσει; Περί τήν μεσημβρίαν περίπου, είχομεν σχεδόν λησμονήσει τήν απρόοπτον σύνοδον των Στρατηγών εις τήν Σμύρνην. Και καθώς ήτο θέρος και η εποχή του ζωογονούντος κατά τήν άνοιξιν, τήν Σμύρνην μπάτη είχε περάσει, εις τήν συνήθως κοσμοβριθή προκυμαίαν της Σμύρνης περιπατηταί. Αλλά και αύτοι οι ολίγοι, ούτε και επρόσεξαν ότι ένα μικρό και κάτασπρο σαν κύκνος βαποράκι ήλθε, κατέπλευσε ήρεμα και εφουντάρησε αθόρυβα, σε ένα μακρυνό από τήν προκυμαία σημείο του λιμένος.
-Θάταν κανένα σημείο του λιμένος.
Μερικοί που ήταν περίεργοι, παρετήρησαν ότι από τήν αποβάθρα των στρατώνων απεσπάσθη μια ατμάκατος η οποία έπλευσεν ολοταχώς και επλεύρισε τό νεοαφιχθέν άσπρο καραβάκι. Όσο κι αν ήτο τούτο αραγμένο μακρυά από τήν παραλία, πάλιν οι ολίγοι περίεργοι είδαν, ότι η πλευρίσασα ατμάκατος είχε 3-4 επιβάτας με φορέματα χακί και με χρυσές επωμίδες, οι οποίοι ανέβηκαν μετά σπουδής, την κλίμακα του μικρού καραβιού που ήταν άσπρο σαν κύκνος.
-Τί να συμβαίνει άραγε;
Άρχισαν αι συζητήσεις και αι εικασίαις. Μερικοί ηθέλησαν να μπούν σε καΐκια και πλησιάζοντας τό μυστηριώδες πλοίον να λύσουν τήν απορίαν των. Ατμάκατοι όμως του λιμεναρχείου περιπολούσαι κατά μήκος της παραλίας απηγόρευσαν πάσαν εκτός του λιμένος κίνησιν των καϊκιών.
-Κάτι συμβαίνει.
Και τό κάτι αυτό δεν εβράδυνε να γνωσθή.
Ολίγην ώραν μετά τόν κατάπλουν του μυστηριώδους μικρού ατμοπλοίου εψιθυρίζετο από στόματος εις στόμα μεταξύ του βαθύτατα συγκεκινημένου Ελληνικού Λαού της Σμύρνης ότι τό μικρό βαποράκι ήτο η θαλαμηγός «Νάρκισσος» της δεσποινίδος Σκυλίτση και ότι μόνος επιβάτης αυτής ήτο ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος ελθών εν πάση μυστικότητι εις τήν Ιωνικήν πρωτεύουσαν, ίνα συναντηθή μετά των ηγητόρων του στρατεύματος και κανονίση μετ’ αυτών τάς λεπτομερίας της επικειμένης εισόδου των Ελληνικών στρατευμάτων εις τήν πόλιν των εθνικών ονείρων τήν… Κωνσταντινούπολιν!!!
Καίτοι τό ευφρόσυνον εκείνο άγγελμα ήτο σχεδόν αδέσποτον και μάλιστα από τούς επισήμους διαψεύδετο, εν τούτοις διαδοθέν ακαριαίως ανά πάν σημείον της ευτυχούς Σμύρνης συνετέλεσεν ώστε εντός ολίγων λεπτών να σταματήση η συνήθης τότε ζωή της.
Και σπίτια και καταστήματα και καφενεία και εργοστάσια έκλεισαν αμέσως όλα. Αι αγοραί της ηρημώθησαν τά Μπετιστένια της τά πολύβοα και πολυθόρυβα ενεκρώθησαν και ολόκληρος ο πληθυσμός της Πόλεως, συν γυναιξί και τέκνοις εξεχύθηκε από τούς μαχαλάδες στην απέραντη προκυμαία με μια βουβή λαχτάρα στα στήθη.
-Να αντικρύση, από μακρυά έστω, Εκείνον!
Ας μην τό ειπή κανείς, ότι αι ψυχαί δεν επικοινωνούν πολλάκις απ’ ευθείας χωρίς τήν μεσολάβησιν της ύλης.
Η επιθυμία του αρχηγού του έθνους ήτο να μη γνωσθή η εις Σμύρνην άφιξις του. Να μη ακουσθή η παραμικρά προδότις κραυγή, η οποία ηδύνατο να ξεσπάση εις κραυγήν ικανήν να δονήση τόν ουράνιον θόλον και η οποία όμως ημπορούσε να έχη δυσαρέστους δια τήν εθνικήν υπόθεσιν συνεπείας.
Ε! λοιπόν κάποια μυστηριώδης και ανεξήγητος δύναμις μετέδωσεν εις τάς ψυχάς όλων τήν ανέκφραστον αυτήν επιθυμίαν Εκείνου. Και δια τούτο ενόμισες ότι δεν υπήρχε φωνή μέσα στά στήθη των χιλιάδων Σμυρναίων που συνέρρευσαν από πάσαν γωνίαν της Σμύρνης εις τήν ακτήν ευλαβείς προσκυνηταί του Εθνικού Ηγέτου. Είχαν μονάχα όλοι, ώρες ολόκληρες, τά υγρά μάτια των καρφωμένα στό ωραίο καράβι τό οποίον ανύποπτο από τό βουβό δράμα που επαίζετο γύρω του, ελικνίζετο απαλά επάνω στά ακύμαντα νερά του λιμανιού…
Αργότερα εμάθαμε πως ότι τήν ίδια ώρα, τρικυμία εσπάραζε και Εκείνου τά στήθη.
-Κάθε τόσο άφινε τή συζήτησι του με τούς πολεμικούς ηγήτορας και έτρεχε σ’ ένα φιλιστρίνι για να αντικρύση δια μέσου αυτού τό ωραίο και συγκινητικό θέαμα της προκυμαίας. Επεκοινώνει έτσι βουβά, σιωπηλά και σεμνά και μόνον με τά μάτια της ψυχής του, με τόν λαόν που ηλευθέρωσε…
Τό βράδυ όταν πλέον ενύκτωσε, ο «Νάρκισος» ανέσπασε τάς αγκύρας του ήσυχα και αθόρυβα όπως προ ολίγων ωρών τάς επάντισε και αργά, μελαγχολικά χωρίς φώτα άφινε τό λιμάνι της Σμύρνης.
Έφευγεν ευτυχής διότι ήτο βέβαιος ότι σε λίγο καιρό θα εταξείδευε για κάποιο άλλο λιμάνι πιο ωραίο, πιο νοσταλγικό, πιο…
Αλλοίμονο όμως. Δεν επρόφθασε!
Όταν η άσπρη σιλουέττα του «Νάρκισσου» έσβυσε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ολοσδιόλου οι προσκυνηταί της προκυμαίας ήρχησαν αποχωρούντες με τήν καρδία ξαλαφρωμένη.
Τι κι αν δεν τόν είδαν Εκείνον!
Τοίς ήτο αρκετόν ότι η πνοή του διεχύθη μέσα στίς Ιωνικές αύρες σαν θεϊκό θυμίαμα.
Περιοχή συνημμένων