Του Γιώργη Αεράκη*
(Από την εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ”)
Συμπληρώθηκαν φέτος 25 χρόνια από τον θάνατο του καθηγητή Μανούσου Μανουρά. Πριν από πολλά χρόνια ήμουνα και εγώ ένας από αυτούς που πέρασαν από τα φροντιστηριακά θρανία του, στο μικρό, αδιέξοδο στενάκι, κοντά στην Χανιώπορτα και θα ήθελα να τον θυμίσω σε αυτούς που τον γνώρισαν αλλά και να μάθουν οι νεώτεροι λίγα πράγματα για τον άνθρωπο αυτό που με είχε εντυπωσιάσει όντας παιδί, όσο κανείς άλλος. Δεν θα με απασχολήσει στο κείμενο αυτό η αγωνιστική του δράση την οποία άκουγα από άλλους. Θα επικεντρωθώ σε αυτά που έβλεπα να συμβαίνουν στον χώρο του, όταν τον επισκεπτόμουν μαζί με άλλα παιδιά λαϊκών κυρίως οικογενειών, για να κάνουμε μάθημα.
Ο Μανούσος ήταν ένας άνδρας ψηλός, πολύ ψηλός ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν εμένα, λεπτός σαν τη βίτσα με μεγάλα μακριά δάκτυλα που μαρτυρούν όπως λένε, άνθρωπο του πνεύματος. Είχε μουστάκι το οποίο είχε πάρει να κιτρινίζει στη μέση, γιατί ο Μανούσος είχε δύο πάθη: το τσιγάρο και τον καφέ. Άναβε το τσιγάρο του πάντα σχεδόν από το προηγούμενο, και η αδελφή του, η Ζαφειρένια αν θυμάμαι καλά το όνομά της, μια γυναίκα που εντυπωσίαζε τα νεανικά μάτια μου με τα πολλά χρυσά δόντια που είχε στο στόμα της, κουβαλούσε συνέχεια καφέδες. Σίγουρα έπινε πάνω από είκοσι την ημέρα!
Τα παιδιά του (είχε πέντε) ιδιαίτερα τα μικρότερα που ήταν δίδυμα, προσχολικής ηλικίας τότε, ήταν στην αίθουσα και άκουγαν ήσυχα τον πατέρα τους να διδάσκει, καθισμένα σαν τα κατσούλια στα πόδια μας.
Ο Μανούσος είχε σπουδάσει εν μέσω μεγάλων περιπετειών λόγω των πεποιθήσεών του, στη Φιλοσοφική Σχολή. Δεν δίδασκε όμως αυτά μόνο που συνήθως διδάσκει ένας φιλόλογος δηλ. αρχαία ελληνική γραμματεία, λατινικά, έκθεση κλπ. Ο Μανούσος δίδασκε τα πάντα! Κυριολεκτικά! Το έκανε μάλιστα με έναν κινηματογραφικό τρόπο. Για παράδειγμα. Έκανε σε μια ομάδα υποψηφίων φοιτητών του Πολυτεχνείου μάθημα με πολυωνυμικές εξισώσεις. Τους έδινε μια άσκηση για λύση και πεταγόταν στο διπλανό δωμάτιο-αίθουσα όπου μαθητές Γυμνασίου προσπαθούσαν να κάνουν χρονική αντικατάσταση ενός ρήματος. Ή στην παραδιπλανή όπου προσπαθούσαμε να λύσουμε χημικές αντιδράσεις (ήτανε ο διάολός μου και τις θυμάμαι ακόμα με τρόμο!)
Ο Μανούσος δίδασκε όχι μόνο τον αδύναμο μαθητή για να περάσει την τάξη αλλά προετοίμαζε με μεγάλη επιτυχία τους μαθητές της τελευταίας τάξης του εξατάξιου τότε Γυμνασίου, για την εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο. Δίδασκε με μεγάλη ευκολία Λατινικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ρώσικα, Χημεία, Φυσική, Τριγωνομετρία, Άλγεβρα, Γεωμετρία, και την μεγάλη του αγάπη τους τραγικούς μας ποιητές και γενικότερα τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων που διδάσκονταν στο Γυμνάσιο. Αξέχαστες θα μου μείνουν τα σχόλια και οι παρατηρήσεις του στον «υπέρ αδυνάτου» λόγο του Λυσία. Στα διαλείμματα θα μας σχολιάζει κινηματογραφικές ταινίες ή κάποιο βιβλίο που είχε πρόσφατα διαβάσει.
Θα πρέπει όμως να πούμε και δυο λόγια για τη σχέση του με το χρήμα. Ασφαλώς και ζούσε από αυτήν τη δουλειά. Ο γονιός έφερνε τον μαθητή αλλά δεν γινόταν καμιά συμφωνία ή κανένα παζάρι. Ο καθένας του έδινε όποτε μπορούσε, ό,τι μπορούσε. Αν δεν μπορούσε, η συμπεριφορά του Μανούσου δεν άλλαζε, και συνέχιζε να κάνει μάθημα κανονικά στο παιδί.
Θα καταθέσω μια μαρτυρία του πατέρα μου. Μου διηγήθηκε λοιπόν κάποτε που ήρθε η κουβέντα, το πώς η σκληρή και ανελέητη Δεξιά της εποχής, δημιουργώντας δράματα μεταξύ των ανθρώπων, απαιτούσε να γίνονται επώνυμες καταγγελίες εναντίων των ιδεολογικών της εχθρών για να επιτύχει την εξορία τους. Πίεζε λοιπόν ασφυκτικά ορισμένους να καταγγείλουν ότι ο τάδε αριστερός με τις κουβέντες του και με την συμπεριφορά του διέφθειρε δήθεν τα χρηστά ήθη και οδηγούσε την νεολαία στην κομμουνιστική ιδεολογία όπου ο στόχος ήταν να αναπτυχθεί εσωτερικό μέτωπο να καταλάβουν την εξουσία και να δώσουν την Μακεδονία στους Βουλγάρους και άλλα τέτοια! Την άλλη μέρα ο καταγγελλόμενος ήταν σε ένα από τα ξερονήσια που έγιναν γνωστά για την … φιλοξενία που πρόσφεραν στους τότε αριστερούς. Κάποια μέρα λοιπόν ερχόμενος ο πατέρας μου (που και αυτός υπέστη διώξεις από τους γνωστούς Ιαβέρηδες της εποχής) στο φροντιστήριο να πληρώσει τα δίδακτρα και να ρωτήσει για την πρόοδό μου, είδε τον γιο του ανθρώπου που είχε καταγγείλει τον Μανούσο και εξ αιτίας της καταγγελίας αυτής είχε πάει εξορία κάμποσο καιρό. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και το είπε στον Μανούσο. Η απάντησή του άφησε άναυδο τον πατέρα μου. Τι φταίει το παιδί βρε Νταρολευτέρη, τι φταίει το παιδί!
Διηγούνται ότι στη Μακρόνησο, όταν έβλεπε κάποιον συγκρατούμενό του μεγαλύτερο σε διαστάσεις από τον ίδιο, αφαιρούσε δυο τρεις κουταλιές από το λιγοστό φαγητό που τους μοίραζαν και του το έβαζε στην καραβάνα λέγοντας ότι λόγω κατασκευής, αυτός το είχε παραπάνω ανάγκη!
Αυτός ήταν ο Μανούσος Μανουράς και το κείμενο αυτό ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο στη μνήμη του.
*O Γιώργης Αεράκης είναι Αντιδήμαρχος Ηρακλείου
Μανούσος Μανουράς, σύντομο βιογραφικό
Ο Μανούσος Μανουράς γεννήθηκε το 1913 στ’ Ανώγεια Μυλοποτάμου, όπου έζησε μέχρι που τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο. Μικρό παιδί, στα 12 χρόνια του, εγκαταστάθηκε μόνος του στο Ηράκλειο για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Δημόσιο Γυμνάσιο Ηρακλείου.
Το 1931 εισάγεται με εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται στο τμήμα Φιλολογίας. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα έξοδα των σπουδών του εργάζεται στα φοιτητικά του χρόνια ως τυπογράφος στο τυπογραφείο του Ελευθερουδάκη. Η κοινωνική του ευαισθησία και οι πολιτικές του ανησυχίες, που έχουν ήδη αρχίσει από τα μαθητικά του χρόνια, τον οδηγούν στην οργάνωση τυπογράφων του ΚΚΕ και σε συνδικαλιστική δράση, εξαιτίας της οποίας απολύεται από τον Ελευθερουδάκη και εργάζεται στη συνέχεια σε άλλα τυπογραφεία. Τα καλοκαίρια επιστρέφει στ’ Ανώγεια, συνομιλεί με τους νέους του χωριού, μεταφέρει τις σοσιαλιστικές του ιδέες και το όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία και δημιουργεί τον πρώτο πυρήνα «συμπαθούντων το ΚΚΕ» το 1933-34. Ήδη από το 1933 έχουν αρχίσει οι συλλήψεις. Το 1936, στη δικτατορία του Μεταξά, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και εξορίζεται στη Λέρο και στη συνέχεια στη Γαύδο.
Η κήρυξη του πολέμου τον βρήκε εκτοπισμένο από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου στη Γαύδο. Ζήτησε τότε να καταταγεί στον στρατό και να πολεμήσει για την πατρίδα. Δεν του το επέτρεψαν όμως, καθώς η εντολή ήταν να μην κατατάσσονται οι κομμουνιστές. Τότε δραπέτευσε, μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους, από τη Γαύδο, ήρθε παράνομα στο Ηράκλειο και από εκεί έφυγε στη Θεσσαλονίκη. Παρουσιάσθηκε ως εθελοντής στη μονάδα εφοδιασμού μεταφορών του Κιλκίς. Στην κατάρρευση του μετώπου το 1941 βρέθηκε στα οχυρά.
Μετά την υποχώρηση, παρέμεινε στη Βόρεια Ελλάδα, πήρε μετεγγραφή στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου απέκτησε και το πτυχίο του, ενώ συγχρόνως εργαζόταν σε ποικίλες αγροτικές δουλειές. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ, με την ίδρυσή του, και, όταν ιδρύθηκε ο ΕΛΑΣ, κατατάχθηκε πρώτα στον ΕΛΑΣ του Κιλκίς και ύστερα της Θεσσαλονίκης υπό τον Μάρκο Βαφειάδη. Το 1946 επιστρέφει στην Κρήτη πτυχιούχος της Φιλολογίας και εργάζεται στο Ιδιωτικό Γυμνάσιο Αλικιανού Χανίων. Παρέμεινε όμως εκεί μόνο ένα χρόνο, διότι με το ξέσπασμα του δεύτερου αντάρτικου άρχισε να δέχεται απειλές για τη ζωή του. Μεταβαίνει στο Ηράκλειο και ανοίγει, μαζί με άλλους καθηγητές, το 1947-48, ένα από τα πρώτα φροντιστήρια.
Τα έτη 1948-1951 εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Σεπτέμβριο του 1951 μεταφέρεται στον Αη Στράτη, όπου παραμένει εξόριστος μέχρι το 1956 και μοιράζεται την ίδια σκηνή με τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Μάνο Κατράκη. Τα σκληρά χρόνια της εξορίας τα αξιοποιεί για την αυτομόρφωσή του (μαθαίνει ρωσικά και τελειοποιεί τα γαλλικά και τα αγγλικά του) και για τη μόρφωση των συνεξορίστων του, στους οποίους διδάσκει φιλολογικά μαθήματα και γαλλική γλώσσα. Το 1953, στον Αη Στράτη, τού εστάλη ο διορισμός του ως φιλολόγου καθηγητή στο δημόσιο σχολείο. Δεν τον αποδέχτηκε όμως, διότι είχε ως προϋπόθεση τη δήλωση “μετανοίας”.
Το 1956 επέστρεψε στο Ηράκλειο και το 1957 παντρεύτηκε τη Λευκοθέα Μανουρά, η οποία επίσης είχε μόλις επιστρέψει από την εξορία, και έκαναν πέντε παιδιά. Ασχολήθηκε με ιδιωτικά μαθήματα σε φροντιστήριο, το οποίο ίδρυσε το 1957, χωρίς να λάβει ποτέ άδεια λειτουργίας, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Το φροντιστήριο αυτό, από τα πρώτα και τα λίγα της εποχής, συνέχισε να λειτουργεί ως το 1980, με ορισμένα διαλείμματα εξορίας: το 1959-1960 στον Αη Στράτη και το 1967-1968, επί χούντας, στη Γυάρο. Κάνοντας πράξη τις ανθρωπιστικές του ιδέες, συνέχισε να διδάσκει, ως τον θάνατό του το 1986, δωρεάν τους φτωχούς μαθητές, ενώ επί μεγάλα διαστήματα φιλοξενούσε στο σπίτι του μαθητές από χωριά, οι οποίοι χρειάζονταν ενίσχυση στα μαθήματα. Όταν συναντούσε μαθητές με διάθεση για μάθηση, δεν λογάριαζε ούτε τον κόπο ούτε τον χρόνο. Άνθρωπος ευρυμαθής, με μεγάλη ανθρωπιστική παιδεία, δίδαξε γράμματα και ήθος, με τον λόγο και κυρίως με το παράδειγμά του, σε εκατοντάδες μαθητές, ενώ δεν εγκατέλειψε ποτέ τις ιδέες του για μια κοινωνία δικαιότερη.