Του Γιώργη Σκουλά του Μιλτιαδαντρέα

ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΔΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΡΦΟΥΣ ΤΗΣ ΝΙΚΟ ΚΑΙ ΜΑΝΩΛΗ,ΠΥΡΠΟΛΗΤΗ.

-Πως αποχαιρέτησε ο Μανώλης και έφυγε από τα Ανώγεια για το Αρκάδι.

-Φωτογραφία ορκωμοσίας του Εμμ. Σκουλά ,πριν τα γεγονότα του Αρκαδίου. Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο του φίλου Ανδρέα Χατζηπολάκη.

-Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε, με την βοήθεια της Ρωσίδας ξεναγού ,φίλης στη σελίδα, Donna Karan,σε Ρωσικό ιστολόγιο παλαιών φωτογραφιών όπου μας απάντησαν τα παρακάτω.

-Η φωτογραφία είναι της δεκαετίας του 1860.

-Τα πρόσωπα που εικονίζονται δεν έχουν ρωσικά χαρακτηριστικά αλλά ελληνικά.

-Η σημαία είναι ελληνική.

-Το ρώσικο πετραχήλι που φοράει ο μοναχός είναι πιθανότατα δώρο απο την Ρωσία σε κάποια μονή της Κρήτης και θέλησαν να συμβολίσουν με αυτόν τον τρόπο της στήριξη της Ρωσίας στον αγώνα των Κρητών.

-Η λεζάντα στα ρώσικα και ελληνικά υποδεικνύει ότι η φωτογραφία έχει δημοσιευθεί σε ρώσικη εφημερίδα της εποχής.

Ιστορικό.

Κατά την επανάσταση του 1866-69 τα Ανωγειανά γυναικόπαιδα προσφυγοποιήθηκαν στην Ελλάδα και διασκορπίστηκαν σε όλη την Χώρα.Κάποια από αυτά πήγαν στην Τήνο.Μαζί τους και μια αδερφή των Αναγνώστηδων.

Εκεί,μαζί με άλλους Κρήτες πρόσφυγες συγκεντρώνονταν στην αυλή τηςΕκκλησίας της Παναγίας και έλεγαν ο κάθε ένας τα βάσανα του.Ολες αυτές τις διηγήσεις τις έκανε τραγούδι κάποιος κρητικός και τις δημοσίευσε στην εφημερίδα …ΝΟΜΟΣ…της Σύρου….ΕΤ.Δ….ΑΡ.Φ.198……24.2-1868.Δημοσιεύω το μέρος που αφορά τους Αναγνώστηδες.

-Ο Νικόλαος ηταν αδερφός των Αναγνώστηδων.Είχε σκοτωθεί στην μάχη της Τυλίσου στις 7-Σεπτεμβρίου-1866 στην θέση…..Ελιά της Καραβίτενας.

ΠΟΙΗΜΑ

Του εις Τήνον ταξιδεύσαντος Κρητικού.

Θωρω και μιάν Ανωγειανή μαζί με τα παιδιά της

κι άρχησε κ εδηγούντανε κι αυτή τα βάσανα της.

Τσ άλλους επαρηγόρανε κ έλεγεν η καημένη

κ εγώ χασα δυό αδερφούς!Και άντρες ξακουσμένοι.

Ο είς ο πρώτος έτυχεν στην Τύλισο μιά μάχη

και τό καμεν η μοίρα του,το βόλι να του λάχη.

Τρία αφήκεν ορφανά και τη γυναίκα χήρα,

μέρα και νύχτα έκλεγεν η δερνοκακομοίρα.

Στην γην εμάλασε πηλό από τα δάκρυα της,

δίκιο χενε η άμοιρη,επόνιεν η καρδιά της.

Κι από τσι πόνους της καρδίας αρρώστησε η καημένη,

την πίκρα δεν εβάσταξε και νάτην! Κι αποθένει.

Επήρε κ ένα της παιδί ο μαυρισμένος χάρος,

τα δυό μας επομείνανε και τα χομ ένα θάρρος.

Κ εδά κ εκείνα ρώστησαν από τα τόσα πάθη,

δεν τα θωρεις πως έγειραν…..το αίμα τους εχάθη

Ω! Θέμου! Κι αναντράνισα! Κ ειδα τα τα καημένα,

σαν τ αγγελάκια φαίνουνται στα τσούλια τυλιγμένα.

Αρρώστια,πείνα,γυμνωσιά,στης ξενιτιας τα μέρη

το κακορίζικο κορμί ποσα δεν υποφέρει.

Πάλι γυρίζει και θωρει και λέγει μου,αδέρφι,

εγώ δοξάζω το Θεό κι ότι ορίζει ας ερθη.

Αχ! λέγει,τ αδελφάκια μου το έλεγαν κ εκεινοι,

η Κρήτη ας λευτερωθή,κ έξω κανείς μη μείνη.

Θαρρώ πως τώρα τση θωρω,άχι!Το Μανωλιό μας,

όταν μας είπ έχετε γειά,κ έφυγε απ το χωριό μας.

Και φαίνουνταν σαν άγγελος με τ άρματα στη μέση,

ώχου!Θαρρω πως τον γροικώ,να λέγη πως τ αρέση

με τιμημένο θάνατο να κατεβη στον άδη,

σαν μας αποχαιρέτησε κ επηγε εις τ Αρκάδι.

πως μας αποκαμάρωνε! θυμουμαι σαν εμίλιεν.

κι αδελφικά,αδελφικά στο πρόσωπο μ εφίλιεν.

Σαν όνειρο μου φαίνεται,αχι!Θαρρω ακόμα,

του Μανωλιου μας το γλυκύ πως μου μιλεί το στόμα.

Θεέ μου!Ανεστορουμαι το,θαρρω πως είναι τώρα.

που φώναξεν της μάνας μας,κ ευθύς την ίδιαν ώρα.

Μετάνοια κάνει τση φιλει,αχ!Το δεξί της χέρι,

μάνα,της λέγει,βάλε μου στη μέση το μαχαίρι.

Ω! Σώπα,μάνα μου,μην κλαίς,κάμε την προσευχή σου,

ως το να ζω θα πολεμω,δόσε μου την ευχήν σου.

Και παρεκεί εστέκετο κ η αρραβωνιαστική του,

κι η άμοιρη εφώναζε να τ ακλουθά μαζί του.

Θε μου,θαρρω πως τον θωρω!Που στάφηκε κομμάτι,

κ έχυσεν ενα δάκρυο το λαμπυρό του μάτι.

Το πρόσωπον του άλλαξεν,αγνώριστος εγίνη,

δεν ξέρω τ έβαλλε στον νουν την έρμη ώρα κείνη.

Γυρίζει και την συντηρά,γλυκά την καμαρώνει,

τρομάρα πιάνει το κορμί,παλι ξεδακρυώνει.

Το δαχτυλ.ιδι της θωρει που τσί χενε σημάδι,

-γω λέω πως το λόγιασε,πως θα χαθη στ Αρκάδι.

Γλυκά-γλυκά την συντηρά,ίσως και τη χορτάση,

εκείνη όπου γάπανε κ έμελλεν να τη χάση.

Κι όλους μας αποχαιρετά κ επήρενε στον ωμο,

την μαύρη λαζαρίνα του και βαν ομπρός τον δρόμο.

Το πρόσωπο του ήλαμπεν σαν κόκκινη βιολέτα,

σφιγει τα τσαρδινάκια ντου,και σαν αετός επέτα.

Θε μου! Πως εκατέβηκες,αδέλφι μου στον άδη,

συ ήσουν πού βαλες φωθιά στο μαυρισμέν Αρκάδι;

Θε μου! Δεν απεφάσιζε της μαύρης γης το χωμα,

του Μανωλιου μας να δεχθη αχ! Το λιγνό το σωμα.

Γι αυτό φωθιά εβάλανε στο μαυρισμέν Αρκάδι,

και τοσ αγγελικά κορμιά εχάθησαν ομάδι.

Κοιμήσου,αδέλφι Μανωλιό,γλυκά,γλυκά κοιμήσου,

κι ο ύπνος σου νάνε γλυκιά ζωή του παραδείσου.

Κι εκείνη που σ αγάπησε σαν μπιστεμένη κόρη,

δεν ενταγιάντα τον καημό,κι απόθανε στα όρη.

-Αρραβωνιαστικιά του Μ.Σκουλα ηταν η Ανεζίνα Κεφαλογιάννη,απο τον κλάδο των Κούντηδων.

Η πληροφορία που μας δίνει ο ποιητής οτι πέθανε δεν ειναι ακριβής.Ισως κάτι τέτοιο να είχε ακουστεί εκείνη την εποχή.

Ο Μ.Σκουλας η Καπετανομιχάλης,εγγονός του Καπετάν Μιχαλη,στα απομνημονεύματα του μας αναφέρει οτι επί πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του Μανώλη πήγαινε κάθε Χριστούγενα,ημέρα της ονομαστικής του εορτής,στα σπίτια των Αναγνώστηδων και όλοι μαζί του έκαναν μνημόσυνο.Παντρεύτηκε πολλα χρόνια αργότερα και πήρε κάποιον Καλλέργη,Μαραβέλιος το παρανόμι.

 

Μοιραστείτε το

-

-->