Άρθρο του Νίκου Σκουλά- Δικηγόρου και Περιφερειακού Σύμβουλου Κρήτης

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ.

Μετά τα εγκαίνια του γκράφιτι του Τζαβελάκη στα Ανώγεια, εκφωνήθηκε ομιλία στην πλατεία του Περαχωριού, στις 23 Μάη 2021, ογδόντα χρόνια από την Μάχη της Κρήτης.

Μιλήσαμε για τον απεικονιζόμενο. Μιλήσαμε για τον Γκεγκρέζο και άλλους τοπικούς ήρωες της πολεμικής και ειρηνικής περιόδου, για τους μύθους των Κουρητών και του Δία και του Κρόνου. Μιλώντας φτάσαμε και στο σήμερα.

Η επετειακή εκείνη ομιλία διαμορφώθηκε στο παρόν κείμενο με τον παράξενο τίτλο. Μα, όποιος έχει την υπομονή να το διαβάσει ως το τέλος, πιθανότατα θα βγάλει και άκρη.

Επιθυμούμε να συγκινηθείτε και να γελάσετε με το γραπτό αυτό. Να ανεβείτε και να κατεβείτε. Να δυσκολευτείτε και να παινευτείτε. Ζητάμε την εμπιστοσύνη σας στην καλή βούληση  για όσα καλά και όσα λιγότερο καλά ειπωθούν.

Κάπου κάπου χρησιμοποιούμε και την ντοπιολαλιά με  όλα τα συμφωνημένα υπονοούμενα του πολιτισμικού μικροκλίματος της ανωγειανότητας. Απολογούμαι σε όσους τυχόν δυσκολέψω.  Όμως το συναίσθημα επικοινωνείται  ευκολότερα έτσι. Και ως ευαίσθητοι,  θα το αντιληφθείτε σαν να ήσασταν όλοι ντόπιοι. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ Ο ΤΖΑΒΕΛΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ.

Α.1. ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΗΔΩΝ…

Αξίζει να συγκινηθούμε για τον ήρωα. Ακούσετε την αδερφή του τη Ντερτζογιώργαινα να τον μοιρολογάται στο θάνατό του.

 

Αδερφέ μου Τζαβελάκη μου αδερφέ μου

αρχαίο παλικάρι καντιφέ μου

Στου δώδεκα τον πόλεμο χαρά  μου

έκεια επήγες Γιώργη έρωντά μου

και ήρθες φως μου νικητής κι ανθέ μου

κι έφερες και το όπλο ασκιανέ μου.

Στου Λατζιμά το μόλαρες φεγγάρι μου

κι έπεσες εις τη μάντρα παλικάρι μου.

Εθάριες Τζαβελάκη μου μπαξέ μου

πως ήτονε καυγάς περήφανέ μου

για να νταλντίσεις κρίνε μου φεγγάρι μου

με ι το μάλιχέρι παλικάρι μου.

Μά σανιε μηχανήματα ασκιανέ μου

κι ολόκληρη ριπή αντρόπιαστέ  μου

του πολυβόλου Γιώργη μ’ αδερφέ μου

την κεφαλή σου πήρε μενεξέ μου.

Αδερφέ μου που σου φωνιάζανε αδερφέ μου

-”Τσιγάρα Τζαβελάκη” καντιφέ μου

Άχι και συ των έλεγες πλεμένε μου

-”Ήρθα να πολεμήσω” φημισμένε μου

“Δε θέλω από τον άτιμο” χαρά μου

“το Γερμανό τσιγάρα¨, λεβεντιά μου…

“Η λεβεντιά ‘ναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει, Θε μου και πώς τηνε βαστά εκείνος που την έχει.” Αν νομίζετε πως ζωγραφίσαμε τον Τζαβελάκη υπερφίαλα ή τυχαία, μπορεί και να σφάλετε.

Όταν από στέρηση κι ανάγκη άλλοι αφαιρούσαν εφόδια από τους νεκρούς Γερμανούς, εκείνος εμάχετο αφάγωτος, άκαπνος και περήφανος.

Το τσιγάρο, που με ηθικό πλεονέκτημα στερήθηκε όταν πολεμούσε ο μαχητής του Λατζιμά, τον συνοδεύει ως εικόνα στο γκράφιτι που αποκαλύψαμε πριν λίγο. Κάθεται και καπνίζει ο Τζαβελάκης στην αιωνιότητα.

Ο θαυμάσιος καλλιτέχνης που το ζωγράφισε, ο Αλέξανδρος Ραπτάκης,  το παρατήρησε αποτυπώνοντάς το και τον ευχαριστούμε. Και για αυτό και για όλα. Οι αξίες είναι σπόροι που πάντα βλασταίνουν. 

Το 1946 έφεραν τα οστά του ήρωα στα Ανώγεια. Και τον στόλισε θρηνώντας ποιητικά, η άλλη αδερφή του, η  Παπαδονικόλαινα.

Αδερφέ μου τιμημένε μου αδερφέ μου

αρχαίε πολεμάρχο ξομπλιαστέ μου

Και έξι χρόνους σήμερο φεγγάρι μου

έχεις να ρθεις στ΄Ανώγεια παλικάρι μου

Στην Παναγία  σ’ έχουνε ψυχή μου

και παίξε ι το σάλτο ευγενή μου

Να πας ομπρός στα σπίθια σου χρυσέ μου

ερείπιά ‘νιαι Γιώργη αδερφέ μου

Κι έφυγε η οικογένεια αντρειωμένε μου

και στην Πλακιώτισσά ναι παινεμένε μου.

Σήκ΄ όμορφέ μου γλεντιστή αδερφέ μου

τσοι φίλους σου να ιδείς πονετικέ μου.

Τα καφενεία αέρα κι ασκιανέ μου

Γιώργη μου να γυρέψεις πλουμιστέ μου

και να τρατάρεις Γιώργη μου στολή μου

έξοδα εσύ να κάμεις ευγενή μου…

Τα μοιρολόγια αφηγήθηκαν στοιχεία της αξίας του μαχητή. Τη λεβεντιά, το φιλότιμο,  το χουβαρνταλίκι του αρχαίου παλικαριού που είναι πονετικός χαρακτήρας.

Α.2. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑ.

Ο πρώην δήμαρχος Ανωγείων, ο κ. Γεώργιος Σμπώκος μέσα στην ευγενή λογιοσύνη και τα υπέροχα βιβλία του, τα ευαγγέλια της τοπικής παράδοσης και ιστορίας, γράφει:

“Ο Γεώργιος Βασιλείου Σκουλάς ή Τζαβελάκης γεννήθηκε το 1888. Υπήρξε μια από τις ηρωικές μορφές, που το πέρασμά της λάμπρυνε και τίμησε τ’ Ανώγεια. Διακρίνονταν για την αρχοντιά, την τόλμη και τον ηρωισμό του. Σκοτώθηκε στο Λατζιμά Μυλοποτάμου. Εντυπωσιάστηκε  ο λαϊκός μας ποιητής Μανώλης Καλομοίρης ή Λιόντας από όσα ο  θρύλος και η παράδοση διέσωσαν για τον ήρωά μας. Ο ποιητής τον διατήρησε στην μνήμη του  από τότε που ήταν παιδί και τον αποκαμάρωνε. Είδε τον Τζαβελάκη να φεύγει από την αυλή του σπιτιού τους, μαζί με τον πατέρα του Νικόλα Καλομοίρη για να αντιμετωπίσουν τις ουρανοκατέβατες ορδές του Χίτλερ. Ο Καλομοιρονικόλας τραυματίστηκε στην μάχη. Ο γιος του ο Λιόντας έγραψε ένα  ποίημα που αποτελεί ύμνο στον Τζαβελάκη”.

Ακούστε αποσπάσματα από τον …βρυχηθμό του Λιόντα.

“Πάνω στση Μύθιας την κορφή έναν αηδόνι κλαίει

και μοιρολόγια του Σκουλά του Τζαβελάκη λέει.

Σε δυο πολέμους έτυχε Τουρκία Βουλγαρία

γι αυτό ‘χει γράψει γράμματα χρυσά η Ιστορία.

Μιαν ανοιξιάτικην αυγή, μια σκουντουφλιάρα μέρα

οι Γερμανοί σαν τα πουλιά πέφτουν που τον αέρα.

Ήρθε μαντάτο στο χωριό στ’ Ανώγεια λυπημένο

πως πέσανε οι Γερμανοί κι είν’ αναστατωμένο.

Οι τρεις καμπάνες του χωριού λυπητερά χτυπούνε

νέους και γέρους να βρεθούν στον πόλεμο καλούνε.

Ο Τζαβελάκης ξεκινά και τ΄ άρματά ντου παίρνει

κι ο Καλομοίρης στην αυλή, έτοιμος περιμένει.

Σε ποια μεριά να πάρουνε ποια πάντα να κινήσουν

που πέσανε οι Γερμανοί να πα’ τσι πολεμήσουν;

Σαν αστραπή ‘που το χωριό ‘πογείραν τ’ Αχλαδάκι

και στη Λιβάδα εσμίξανε τον Κώστα τον Κανάκη.

Στο πόδι πίνουν μια ρακή οι τουρκοπολεμάρχοι

και τον Κανάκη πήρανε και πάνε για τη μάχη.

Στο δρόμο που πηγαίνανε στση νύχτας το σκοτίδι

ο Καλομοίρης συμβουλές του Τζαβελάκη δίδει:

-”Φιλιότσο Γιώργη οι Γερμανοί είναι στρατός με όλα

αεροπλάνα άρματα όλμους και πολυβόλα.

Και οι σφαίρες είναι λιγοστές, καλά που το κατέχεις

και συνιστώ σου όσο μπορείς φιλιότσο να προσέχεις”.

-”Σάντολε μην ανησυχείς, μαζί θα πολεμούμε

την τελευταία σφαίρα μου θα τηνε μοιραστούμε”.

Σαν τα γεράκια χύνουνται, σαν τα πουλιά πετούνε

και την αυγή στου Λατζιμά τσοι Γερμανούς χτυπούνε.

Πόλεμο κάνουνε σκληρό δυο νύχτες και δυο μέρες

μπέτη με μπέτη παίζουνε των Γερμανώ τσι σφαίρες.

Σαν τα λιοντάρια μάχουνται και την ζωή αψηφούνε

στα χέρια με τσοι Γερμανούς κοντεύει να πιαστούνε.

Ο Τζαβελάκης δε δειλιά και στη φωτιά νταλντίζει

οι σφαίρες πέφτουνε βροχή μα οπίσω δε γυρίζει

Ατρόμητος και σα θεριό ορθός στην μάχη μπαίνει

και μια ριπή των Γερμανών την κεφαλή του παίρνει.

Την τελευταία του ματιά ρίχνει στον Ψηλορείτη

κι είπε με σιγανή φωνή “Ζήτω πατρίδα Κρήτη”

Ένα πουλί στου Λατζιμά ένα στεφάνι πλέκει

και στεφανώνει το νεκρό μαζί με το τουφέκι.

Για τση Πατρίδας την τιμή όσοι είναι σκοτωμένοι

να ‘ναι το χώμα ελαφρύ απού ‘ναι σκεπασμένοι”.

Α.3. ΜΑΧΗ ΚΡΗΤΗΣ, ΚΑΤΟΧΗ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ. ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΖΑΒΕΛΑΝΤΡΕΑ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΑ ΑΕΡΟΠΟΡΟ.

Ας ακούσουμε και τον Τζαβελαντρέα, που ως έφηβος, έζησε τα γεγονότα,  να τα διηγείται. Υπαγόρευσε την παρακάτω αφήγηση στον Μίχαλο Σταυρακάκη και υπάρχει  στο βιβλίο του  “Θύελλες και κατατρεγμοί”.

“Πρίχου πέσουνε οι αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη ήρθε στ΄αόρι στη Μύθια ο καπετάν Σατανάς από τον Κρουσώνα με έναν Εγγλέζο. Εξωμένανε καθ΄αργά στο μιτάτο μας. Και κάθε ταχινή επηγαίνανε στην Νίδα κι εσηκώνανε πέτρες από τα πλάγια και τσι βάνανε στον κάμπο τση Νίδας. Αυτή η δουλειά εβάσταξε πολλές μέρες. Εδουλέψανε εθελοντικά πολλοί Ανωγειανοί, για να μην προσγειωθούνε, όπως έλεγε ο Εγγλέζος, γερμανικά αεροπλάνα στην Νίδα.

Ο θείος μου ο Τζαβελάκης εκλούθανε ταχιά του Σατανά και του Εγγλέζου από τη Μύθια κι επηγαίνανε στην Νίδα. Και καθ’ αργά εγιαγέρνανε κι εξομένανε στο μιτάτο.

Το Μάη το 1941 που πέσανε οι αλεξιπτωτιστές, ήρθε ο Τζαβελάκης από την Μύθια στο χωριό κι εβάστανε το τουφέκι ντου.

Ετότεσάς ήτονε δήμαρχος ο Νικολής ο Σταυρακάκης. Έβγαλε ντελάλη και φώνιαζε στσοι γειτονιές του χωριού:

“Όποιοι θέλουνε να πάνε να πολεμήσουνε να περάσουνε από το Δημαρχείο να γραφτούνε να πάνε οργανωμένοι.”

Όσοι ήτανε γέροι ανήμποροι να πολεμήσουνε επηγανε στο Δημαρχείο μαχαίρια και τουφέκια να τα πάρουνε αυτοί που μπορούσανε.

Στο δρόμο του Κατσαμπά επαντήξανε με το Δήμαρχο ο Τζαβελάκης. Εβάστανε ο Τζαβελάκης το ντουφέκι και του λέει ο Δήμαρχος:

-Να περάσεις Γιώργη από το Δημαρχείο να γραφτείς.

Και του λέει ο Τζαβελάκης.

-Ντα με τσι μπένες Δήμαρχε κάνουνε τον πόλεμο γή με τα τουφέκια;

Ο Τζαβελάκης επήγε μαζί με τον Καλομοιρονικόλα να πολεμήσουνε και στου Λατζιμά εσκοτώθηκε ο Τζαβελάκης.

Στην μάχη της Κρήτης επολεμήσανε πολλοί Ανωγειανοί. Εσκοτωθήκανε και πολλοί. Δεν πιστεύω άλλο χωριό τση Κρήτης να δωκε ετόσουσάς νεκρούς και τραυματίες στην Μάχη της Κρήτης σαν τα Ανώγεια. Απ΄όσους κατέχω, νεκροί και τραυματίες είνιαι 25 Ανωγειανοί στην Μάχη τση Κρήτης.

Νεκροί είναι:

ο Γιώργης Παπαδιός

ο Μανώλης Ξετρύπης,

ο Βασίλης Καλλέργης ή Κουρνοβασίλης,

ο Γιώργης Καλλέργης του Καλλεργοσπυρίδο

ο Μανώλης Μανουράς από τα Σίσαρχα

ο Γιάννης Μανουράς του Σμαήλη,

ο Δημήτρης Πατάρης,

ο Γιάννης Σπαχής,

ο Μανώλης Φασουλάς,

ο Κώστας Μαγούλιος,

ο Γιάννης Ξημέρης

ο Βασίλης Κεφαλογιάννης ή Κουντοβασίλης

ο Χαράλαμπος Κεφαλογιάννης του Τσουροδημητράκη,

ο Γιάννης Ξυλούρης ή Γκεγκρέζος

και ο Γιώργης Σκουλάς ή Τζαβελάκης.

Τραυματίες είναι:

ο Ευριπίδης Χαιρέτης,

ο Γιώργης Βρέντζος,

ο Βασίλης Σμπώκος,

ο Γιάννης Σμπώκος,

ο Ανδρέας Μανουράς,

ο Αναστάσης Πασπαράκης,

ο Μανώλης Σταυρακάκης ή Μπαρμπούνης

ο Μανώλης Κεφαλογιάννης ή Κουντομανώλης.

ο Αθανάσης Σκουλάς και

ο Μανώλης Σκουλάς ή Καπετανομανώλης.

Πόλεμος Κατοχή εμφύλιος. Εντυθήκανε τ’ Ανώγεια στα μαύρα και τα φορούνε κι ακόμη. Σε αυτή την πολυτάραχη περίοδο οι Ανωγειανοί νεκροί ξεπεράσανε τους 140. Και εδά, μασε κατηγορούνε κι από πάνω αυτοί που δεν εθυσιάσανε μούδε έναν κρομμυδόφυλλο σ’ αυτούς τσοι δύσκολους ηρωικούς αγώνες. Και λένε:

-Νάχε λείπουν οι Ανωγειανοί κι Νότος από την Κρήτη, χαράς στην Κρήτη.

Μα εγώ λέω, καταλήγει ο Τζαβελαντρέας:

-Νάχε λείπουνε οι προδότες από την Κρήτη, χαρά στην Κρήτη! “

 

  1. Ο Νικολής ο Σταυρακάκης ή Αεροπόρος, δήμαρχος Ανωγείων με μεγάλο ηθικό ανάστημα και αντιστασιακή δράση,  μίλησε στην τελετή όταν έφεραν τα οστά του Τζαβελάκη στο χωριό.  Διαβάζω  αποσπάσματα από την ομιλία.

 

“Αείμνηστε Τζαβελάκη,

πρώτος εσύ μεταξύ των πρώτων, εκλεκτός μεταξύ των εκλεκτών, γενναίος μεταξύ των γενναίων, έτρεξες εις την φωνή του καθήκοντος και της θυσίας. Η ζωή σου υπήρξεν ένας διαρκής αγώνας για την πατρίδαν. Συμπλήρωσες 12 ολόκληρα έτη Πολεμικούς υπέρ του Έθνους αγώνας. Τιμήθηκες  δια του Πολεμικού Σταυρού της  ανδρείας. Στον ιδιωτικόν σου βίον υπήρξες πρότυπον οικογενειάρχου. Η προστασία σου προς τους αδυνάτους υπήρξε πάντοτε αμέριστος. Η κοινωνία δι’ όλα αυτά σε περιέβαλλε με την αγάπη και την εκτίμησήν της.

Σήμερον,  τελούντες πάνδημον μνημόσυνον οι φίλοι σου και οι συμπολεμισταί σου, κλείνομεν ευλαβώς το γόνυ προ των ιερών σου λειψάνων. Χύνομεν ένα δάκρυ πόνου για τον χωρισμόν σου και ένα δάκρυ χαράς συνάμα. Διότι στον αγώνα που έδωκες τον εαυτό σου ολοκαύτωμα, “Νενικήκαμεν”. Και ιδού σήμερον η Πατρίς ελευθέρα, παραμερίζουσα τα ματωμένα σου μαλλιά, εναποθέτει εις το μέτωπόν σου το φίλημα της αιωνίου ευγνωμοσύνης.

Η μνήμη σου ας είναι αιωνία, τιμημένο παλικάρι. ”

Α.4. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΖΑΒΕΛΑΚΗ. ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ.

Ως παιδάκι, η Ελευθερία, η κόρη του Νταγιαντογιώργη και της Τζαβελομαρούλης, η μετέπειτα Λεωχάραινα είχε έναν καλό νονό. Της έκαμε δώρο ένα ξομπλιαστό φουστανάκι, μέγα απόκτημα και παιδικό καμάρι για τα πέτρινα χρόνια του ’40. Ήρθε το χαμπέρι του παππού Τζαβελάκη. Στήσανε οι γυναίκες στην πλατεία ένα καζάνι με μαύρο μπογιά να βράζει. Και βάλανε μέσα όλα τα ρούχα της φαμελιάς να τα βάψουνε μαύρα για το πένθος του. Πάει και το λουλουδερό φουστανάκι του κοριτσιού… Το ποδώκανε, μαύρο κατράνι. Γριά η Λεωχάραινα το διηγούνταν ακόμα με πόνο. Οι ανομολόγητες παράπλευρες απώλειες, που θα λέγαμε σήμερα…

Έπαιξε και τα ξυλιδάκια του ο Τζαβελάκης μας των Γουναρικών στον Εθνικό Διχασμό. Σημαιοφόρος κι αρχηγός ήτανε ως μέγας Βενιζελικός και κομματάρχης του συγγενή του, του Βασίλη που στέκει άγαλμα στην πλατεία. Συναντά κανείς εδώ και σήμερα έναν ξυλοπελέκητο Βενιζέλο του Γρυλιό, που αναδιφεί πολιτικές μνήμες. Υπήρχε πολύ βία κατά τον Διχασμό και τον Μεσοπόλεμο. Η πολιτική και η ωμή βία δυστυχώς και αστόχως συμπορεύονταν.

Κρίμα τον κακά ξοδεμένο δυναμισμό του λαού μας και τότε και τώρα. Κρίμα και για  την τοξική αρρενωπότητα, που είπε ο Λιαμοβασίλης πέρυσι στο Αρμί.

Ναι, αλλά το ξύλο ταπεινώνει πάντα αυτόν που το παίζει. Και το λέω αυτό με έμφαση, για να μην ξεχνιέται. Οι υπέροχοι Στεργιωτάκηδες, οι Κεφαλογιάννηδες της Πλακιώτισσας,  πήραν μαζί τους την αδερφή τους την Τζαβελάκαινα και τα έξι ορφανά της μετά το ολοκαύτωμα των Ανωγείων. Τα στέγασαν και τα υποστήριξαν. Αυτή η υποχρέωση βγάζει υπέροχα αρώματα έως και σήμερα. Καταλάβατε την νέμεση; Οι συγγενείς πολιτικοί αντίπαλοι υπέθαλψαν την οικογένεια του πρώην …ενεργητικού οπαδού της άλλης όχθης.

Αν κάποιος συγκινήθηκε, έχουμε υποχρέωση να προκαλέσουμε και το χαμόγελο. Ακούστε μια τοπικότατη ιστορία γάμου ιστορία στα Ανώγεια του 1935.Την καταγράφει στα βιβλία του ο κ. Σμπώκος Γεώργιος. 

Στέγασε το Περαχώρι στις αρχές του αιώνα τρεις υπέροχους Σφακιανούς αδερφούς. Ονομάζονταν Καλοειδάδες. Ήταν οι μετέπειτα γνωστοί Ντούρηδες Σφακιανάκηδες. Και σήμερα έχουμε την τιμή να έχουμε γείτονες τους απογόνους τους. Παντρεύτηκε ο πρώτος Ντούρος,  την Άννα, την αδερφή των γέρων Παπαδιανών. Συγγενέψανε και με τους Σμπώκηδες. 

Την δεκαετία του 1930, η ωραιότερη κοπέλα των Ανωγείων ήταν η Σμπωκοπούλα Κωστακοζουμπουλιά. Ο πατέρας της είχε κάνει στην βέργα του 84 χαρακιές, μια για κάθε νεαρό που την γύρεψε σε γάμο. Μέρες πριν παντρέψει το γιο του ο γέρο Ντούρος, πήγε και ζήτησε από το Σμπώκο να φορέσει η Ζουμπουλιά την κρητική φορεσιά, την σάρτζα, στο γάμο.

-Δε με νοιάζει αξάδερφε, του λέει ο Σμπώκος, να ντυθεί τη σάρτζα και να ‘ρθεί η κόρη μου. Μα την αγαπούνε πολλοί νεαροί και μπορεί να βάλουνε καυγά, να χαλάσει ο γάμος.

-Εγώ, του λέει ο Ντούρος, θα βάλω φρουρό δίπλα τζη τον ανηψιό μου το Τζαβελάκη, και δεν κουνά πόδας. Ε, τότε εντάξει, του απαντά ο πατέρας της, βέβαιος για την επάρκεια του φύλακα της πρωτοκοπέλας του.

Το μέγα θέμα εδώ είναι ότι αγαπά την Ζουμπουλιά και ο Καπετάν Βρούβας. Εκρηκτικός, με εξάρσεις, εκκεντρικότητα, μεσαίας διάπλασης, με χαρίεσσα, αποδεκτή αν και υπερβάλλουσα ένταση… Μεγάλη φάση, που λέμε σήμερα. Για την μετέπειτα γυναίκα που πήρε,  επαίρονταν: “΅Εγώ με το μαχαίρι μου κι εγώ με το σπαθί μου, δυο τρεις φορές την έκλεψα την αγαπητική μου”. Ο Ψαραντώνης διαβεβαιώνει ότι όταν τραγουδεί και βρυχάται, αναπαριστά μέσα του ως πρότυπο τον Καπετάν Βρούβα.

Εγίνηκε ο γάμος του γιου του Ντούρο στο Περαχώρι και είχε 49 κουμπάρους. Και αγαπούσανε και οι 49 την Κωστακοζουμπουλιά! Εστέσανε το χορό στην πλατεία, στο Λιβάδι. Ο Τζαβελάκης κρατεί τη Ζουμπουλιά που σύρνει το χορό σαρτζάτη. Σειρά είναι να την πιάσει στην ομπρός μεριά, ο τελευταίος του χορού. Αλλά τελευταίος στο χορό είναι ο Χριστομιχάλης ο Ξυλούρης που την αγαπά κι αυτός.

Μπροστά στην ύψιστη συγκίνηση να πιάσει το χέρι της αγαπητηκιάς του, η ευγενής ψυχή του Χριστομιχάλη, δειλιάζει, ωχριά και συστέλλεται. Ο Τζαβελάκης καταλαβαίνει το συναίσθημα και ξαναπιάνει πρώτος στο χορό για να τον καλέσει. Και χορεύοντας στο σκοπό της λύρας, λέει ο Τζαβελάκης την εξής μαντινάδα: “Σωπάτε μη μαλώνετε κουμπάροι ξεκουμπάροι, μα αν είναι για την Ζουμπουλιά, τον πιο καλό θα πάρει…” Και πετάται ο Καπετά Βρούβας στην μέση του χορού και ξεσπαθώνει: “Τον πια καλό, μαθώς, θα πάρει! Ντα, στραβή είναι; ” Και σέρνει και το κουμπούρι…Νταν, νταν δυο στον αέρα…

Α.5. ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ.

Γιατί λέμε ιστορίες καθημερινής ζωής, για τον μαχητή του Λατζιμά; Ακριβώς για να δείξουμε ποιος ήταν ο άνδρας αυτός που στέκει τόσο ψηλά στην συνείδηση της φαμελιάς, της γειτονιάς και του χωριού. Αυτός και κάθε όμοιός του, δεν ήταν κανένας βλοσυρός, απόμακρος, κακός, επίφοβος, απειλητικός και προβληματικός. Αντίθετα, η φυσική του γενναιότητα και παλικαριά συνδυάζονταν με συναίσθημα, φιλότιμο, ευστροφία, αλληλεγγύη και συμπόνοια. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν την ζωή όμορφη και γλυκιά. “Κοντός ήτονε παιδί μου, μα ήτονε ωσάν τον αητό”, μου έλεγε η γιαγιά μου, η Κίκαινα. 

Δεν ήταν ο Τζαβελάκης άφιλος, απόμακρος και στείρος. Δεν στέκει σε βάθρο αγάλματος κοιτάζοντας υπερφίαλα την ζωή. Δεν συμπεριφέρεται καταφρονητικά στους αδύναμους. Ακολουθεί τον κύκλο της ζωής, όπως τον κύκλο του χορού. Αγαπά την ζωή, όπως και την Πατρίδα του. Και όταν έρχεται η ώρα, το Μάη του 1941, σε ηλικία 53 ετών αφήνει την φαμελιά στο έλεος του Θεού. Σπεύδει και πέφτει πρωτομαχητής, για να μην δει τον τόπο του στην κυριαρχία του Χίτλερ, του Κρόνου.

Διότι όσο πιο γλυκά και ταιριαστά βιώνεις την ζωή,  τόσο πιο πολύ αγαπάς τον τόπο σου και τους ανθρώπους . Άρα, είσαι και περισσότερο έτοιμος να κάνεις θυσίες και να πεθάνεις για αυτά. Πατρίδα, ήταν και είναι, ο τόπος και η αγάπη προς αυτόν και τους ανθρώπους που συμβιώνεις.

Η αρνητική στάση ζωής, αναπόφευκτα δημιουργεί κακούς εσωτερικούς διαλόγους. Αυτοί  καταλήγουν σε κακές κοινωνικές συμπεριφορές. Με την σειρά της, η κοινωνία αποδοκιμάζει τον κακό φορέα και τον οδηγεί στην  απομόνωση ή στην αποβολή.

Και την κρίσιμη ώρα του χρέους,  κάθε συστηματικά αντικοινωνική περίπτωση, φοβάμαι ότι όχι μόνο δεν δείχνει φιλοπάτριδη γενναιότητα, όχι μόνο δεν προβαίνει σε  ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας για την Πατρίδα, αλλά μάλλον θα πρέπει να φοβόμαστε τα χειρότερα. Το επιβεβαιώνει και η ιστορική εμπειρία.

Και όποιος σήμερα επαινεί την επιδεικτική οπλοφορία και την οπλοκατοχή με πρόφαση μεν τον πατριωτισμό, αλλά λογαριάζοντας άλλα, μάλλον δεν μας τα λέει καλά. Διότι η σύγχρονη μορφή πολέμου, με ηλεκτρονικά μέσα και ντρόουνς (drones) ακυρώνει τον ισχυρισμό άμεσα. Ο φιλόπατρις, δουλεύει εντατικά,  ασκείται στοχοπροσηλωμένα στην αναγκαία και θεσμικά επιτρεπτή δράση και εμψυχώνει.

Γνωρίζουμε τις δικαιολογημένες ενστάσεις. Πράγματι. Δεν μπορείς να είσαι χαλαρός  και να θέλεις να επιβιώσεις με τους δύσκολους όρους του Ψηλορείτη. Οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί. Το βουνό έχει τους σκληρούς και άγραφους νόμους του. Αυτούς που  διαμορφώνει το τοπίο. Όταν απειλείσαι,  οφείλεις να το ξέρεις.  Αυτό είναι αλήθεια.

Όμως η απάντηση είναι το μέτρο. Αυτό που καθιέρωσε η βασιλεία του Δία στον κόσμο, αφότου έριξε τον Κρόνο από το θρόνο.  Όπου χαθεί το μέτρο, πληρώνεται πάρα  πολύ ακριβά.

Ο Τζαβελάκης ήταν συνεχιστής της φημολογούμενης γενναιότητας της πατρογονικής του γραμμής. Θεμελιωτής της παράδοσης αυτής, ήταν ο θείος του ο Παπαδαντώνης. Τουρκομάχος και βασανισμένος ο Παπαδαντώνης, σκότωσε στον καιρό του πέντε άντρες. Και έθαψε όσο ζούσε τους πέντε από τους έξι λεβέντες γιους του. Κι έλεγε στα ύστερά του. “Μην κάμεις μη σου κάμουνε, μην πεις να μη σου πούνε, την ξένη πόρτα όντε χτυπάς την εδική σου σπούνε…”.

Ανήσυχος και ο γέρο Καρφάκης, έλεγε συχνά: “Πολύ αντρειά, ερημιά σπιθιού.”

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ΚΑΙ  ΤΟΥ ΔΙΑ. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΥΡΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ.

Β.1. Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ.

Ο μύθος, η μυθολογία αποτυπώνει σε απλά νοήματα, μεγάλα συμπεράσματα της ζωής των ανθρώπων. Αφηγείται λιτά μνήμες και εμπειρίες που ανατρέχουν σε βάθος εκατονταετιών, χιλιετιών. Η ανάλυση των μύθων φέρνει μπροστά στα μάτια μας, αυτά που ζούσαν και σκεφτόταν οι άνθρωποι ανέκαθεν. Διότι η φύση του ανθρώπου είναι πάντα η ίδια, κατά τον Αριστοτέλη. Ο μύθος είναι πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα γίνεται μύθος. Ή όπως αλλιώς λέγανε οι παλιοί μας: “Ψώμα γροικάς, ολόψωμα δεν είναι…”

Ας θυμηθούμε τον  μύθο του Κρόνου, του Δία και των Κουρητών.

Ο αρχέγονος μεγάλος Θεός, ο Κρόνος βασίλευε στην Γη και έτρωγε τα παιδιά του. Αυτά που γεννούσε η γυναίκα του και ταυτόχρονα αδερφή του, η Ρέα. Η ανάλυση του μύθου είναι απλή. Η περίοδος της βασιλείας του προφανώς ήταν εποχή αιμοσταγής, αιμομεικτική, δολοφονική, άγρια, επικίνδυνη, σκοτεινή χωρίς μέτρο και ηθική.

Η Ρέα απελπισμένη, όταν γέννησε το τελευταίο της παιδί, τον Δία, τον έφερε εδώ στην Νίδα και τον έκρυψε στο Ιδαίον Άντρο. Το ίδιο κάνει κι αν τον πήγε στο Δικταίο Άντρο, στο Λασίθι. Έτσι, για να τελειώνουμε με τους μικροτοπικισμούς και τις μικρόνοιες που υποβιβάζουν το μέγεθος της Ιστορίαςστο Αρκάδι ή θολώνουν τον μύθο στα σπήλαια. ‘Εντυσε σε πανιά μια πέτρα και την έδωσε στον Κρόνο που την κατάπιε, αντί για το νεογέννητο.

Η Ρέα εμπιστεύτηκε την ανατροφή του Δία στους βοσκούς του Ψηλορείτη, στην αίγα την Αμάλθεια που τον θήλαζε. Οι Κουρήτες χόρευαν και χτυπούσαν τις ασπίδες τους για να μην ακούει το κλάμα του μωρού ο άγριος Κρόνος, ώσπου να μεγαλώσει.

Όταν μεγάλωσε και δυνάμωσε ο Δίας με την τοπική θαλπωρή και τις αξίες, εκθρόνισε τον σκληρό και άδικο πατέρα του. Έγινε ο Δίας πια βασιλιάς θεών και ανθρώπων. Καθιέρωσε την δίκαιη και όμορφη βασιλεία του με αρχές. Ο μύθος λέει ότι έκανε κόρη την Δίκη. Επίσης, είχε αγαπητικιά την Νέμεση, την θεά δηλαδή που εκδικείται την υπέρβαση του μέτρου.

Η ανάλυση του μύθου εδώ είναι πιο σύνθετη. Η βασιλεία του Δία ήταν μια νέα ανθρωποκεντρική περίοδος για τον κόσμο. Μια εποχή που επικρατούσε το δίκιο και η ομορφιά και  στηρίζονταν σε αξίες και μέτρο. Ουτοπία; Ενδεχομένως. Πάντως ουσιαστικά βελτιωμένη σε σχέση με το αρχέγονο παρελθόν.

Τι έκανε η Ρέα; Εμπιστεύτηκε την δημιουργία του νέου κόσμου στην δύναμη, το φιλότιμο και τις αξίες της τοπικής κοινωνίας του Ψηλορείτη και της Κρήτης. Ο τόπος και οι άνθρωποί του  ήταν προηγμένοι πολιτιστικά, λόγω του υπέροχου Μινωικού πολιτισμού που προηγήθηκε ιστορικά. Από το Ιδαίον Άντρο έπαιρνε εξ άλλου και τους νόμους ο Μίνωας. Το νησί  μας ήταν πηγή δυνατής ποιότητας πάντα.

Η ανθρωπιά, η όρεξη, το φιλότιμο, το μερακλίκι, η αντρειά, η μπέσα, η εμπιστοσύνη, η λεβεντιά, η αυτοθυσία, η παλικαριά είναι ιδιότητες των  δυνατών ανθρώπων του Ψηλορείτη και  της Κρήτης. Αυτές  μπορούν να καλύψουν και να αναθρέψουν αξίες. Αυτές στήριξαν τον αναγεννώμενο κόσμο της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης του Δία. Αυτές μπορούν πάντα να πολεμήσουν την σκοτεινή βασιλεία του Κρόνου .

Ποιοι είναι οι Κουρήτες; Ποιοι είναι εκείνοι που χορεύουν και χτυπούν τις ασπίδες; Ποιοι είναι εκείνοι που καλύπτουν και ανατρέφουν τον αναγεννώμενο όμορφο κόσμο, τον Δία; Μα ποιοι άλλοι; Κουρήτες είναι οι ορεξάτοι, σωστοί και συχνά δυνατοί άνθρωποι που πάντα συντρέχουν το δίκιο και την δημιουργική αλήθεια διακινδυνεύοντας την εκδίκηση του άδικου Κρόνου ακόμα και με τις ζωές τους. Αυτοί που περιθάλπτουν την κάθε αξία έως ότου αναζητήσει και βρει την θέση της στην απροπαράσκευη κοινωνία.

Γεμάτη Κουρήτες είναι σήμερα η πλατεία του Περαχωριού, το ακροατήριο. Και δεν αστειεύομαι. Ήρθαν και τιμούν τους παλιούς όμοιούς τους. Αυτούς που πριν ογδόντα χρόνια λεγόταν Γκεγκρέζοι και Τζαβελάκηδες. Σήμερα λέγονται αλλιώς. Χιλιάδες χρόνια πριν, λεγόταν Κουρήτες. Αυτοί οι Κουρήτες του δίκιου, του φιλότιμου, της όρεξης και της ανθρωπιάς δεν έλειψαν ποτέ από τον τόπο μας. Βγάλτε την μάσκα του μύθου και δείτε τους μπροστά σας.

Νομίζετε ότι οι ήρωες της μάχης της Κρήτης δεν είδαν την βασιλεία του Κρόνου να επιστρέφει με γερμανικά αλεξίπτωτα στον τόπο τους; Γελιέστε αν αμφιβάλλετε. Τι ήταν η επικράτηση του ναζισμού; Ήταν η επιστροφή στην αιμοσταγή και βάρβαρη εποχή του Κρόνου. Πόσο πίσω στα σκοτάδια πήγαιναν την ανθρωπότητα ο Χίτλερ και η ιδεολογία του; Η φασιστική ιδεολογία του μίσους και της καταστροφής που επέλαυνε στην Ευρώπη, απειλούσε τον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό στον γενέθλιο πυρήνα του.

Και ποιοι έτρεξαν πρώτοι και πρόθυμοι να θυσιαστούν για να την αποτρέψουν; Οι νέοι Κουρήτες του 1941. Αυτοί που δεν έλειψαν ποτέ από τον γενέθλιο τόπο τους και τόπο μας. Τυχαία άραγε, οι δύο αδερφές με διαφορά έξι ετών μοιρολογούνται τον Τζαβελάκη ως “αρχαίο παλικάρι” και  “αρχαίο πολεμάρχο”; Είναι ή δεν είναι υποσυνείδητη γνώση αυτό; Όλος ο Ψηλορείτης και η Κρήτη έχει Κουρήτες. Δεν είναι μονοπώλιο των Ανωγείων επειδή έχουν την Νίδα και το Ιδαίον Άντρο στην κτηματική τους περιφέρεια.

Το πλεονέκτημα των Κουρητών είναι ότι έχουν δύναμη οι αξίες τους. Με αυτή την ισχύ, την δύναμη τολμούσαν πάντα να συγκρουστούν με τον πρωτόγονο και βάρβαρο Κρόνο. Γιατί καλή είναι και η ομορφιά,  καλή είναι  και η γνώση, καλή και η ανθρωπιά αλλά δεν αρκούν μόνες για την υπερίσχυση. Στην υποτονική τους εκδοχή έχουν μέτρια αποτελέσματα. Η δύναμη ψυχής και  σώματος, ενωμένες κυρίως σε κοινωνική συλλογικότητα, είναι οι παράγοντες κάνουν εξέχουσα και αποτελεσματική την ποιότητα. Η άθροιση της συλλογικότητας του καλού σκοπού γέρνει την ζυγαριά της δύναμης. Να πόσο ξεκάθαρος είναι ο μύθος! Ο Ψηλορείτης, η Κρήτη συντηρεί τις “τίγρεις” του Ψαραντώνη που έχουν μεν ατομική αλλά κυρίως συλλογική όψη.

Γι’ αυτό έφερε η Ρέα τον Δία εδώ και όχι αλλού. Δεν ήταν  απειράριθμες οι κοινωνίες  που θα κάλυπταν με αυτοθυσία, σθένος και ανιδιοτέλεια την ανατροφή των αξιών που αντιπροσωπεύει ο νέος θεός.

“Όλο το βάρος ο θεός στους  δυνατούς το δίνει, γιατί στσ’ αδύνατους ποτέ δεν έχει εμπιστοσύνη” έλεγε ο συγχωρεμένος ο Μύρος του Καρφάκη.

Η δύναμη κάνει την διαφορά εδώ. Η μπέσα και η καλή αντρειά των σωστών ανθρώπων και κοινωνιών.

Ακούστε την μαντινάδα ενός σύγχρονου Κουρήτη.  “Το μυστικό μου στο βουνό θα πω για να πομείνει, που δεν επρόδωσε ποτέ αντάρτη ή χαΐνη”. Ούτε το Δία πρόδωσε στα αρχαία χρόνια το βουνό, Πολογιάννη.

 

Β.2. Ο ΜΕΤΑΜΥΘΟΣ …ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΟΛΕΥΤΕΡΗ.

Εξέλιξαν οι ευέλικτοι Ανωγειανοί το μύθο του Δία, για να πάρουν δύναμη. Η παντέρμη φτώχεια του βοσκού, διώχνει τα παιδιά του για αναζήτηση καλύτερης τύχης.  Ο Καπετανολευτέρης, εγκατεστημένος στο Ηράκλειο, μετά το κάψιμο των Ανωγείων, υποδέχονταν ορεξάτα και ενθάρρυνε ψυχικά τους νέους που κατέφθαναν. Αναζητούσαν οι νέοι του Ψηλορείτη την τύχη τους στο Ηράκλειο και σε άλλα αστικά κέντρα τότε και τώρα. Ήταν μετανάστες χωρίς υλικά αγαθά. Μόνο με τον αέρα και την ελπίδα. “Εφτά νομά σ’ ένα δωμά…” που λέει και το τραγούδι. Πλεονασματικά τους εμψύχωνε λοιπόν ο Καπετανολευτέρης με  τον ακόλουθο νεόκοπο μύθο. Τον διηγείται συχνά ο Τζαβολογιάννης, που κράτησε ολοζώντανη την αφήγηση, ως ακροατής.

Εμεγάλωσε, λέει ο μεταμύθος..,  ο Δίας κι έγινε βασιλιάς των Θεών στον Όλυμπο. Μια μέρα επέστρεψε να ιδεί ίντα κάνουνε οι βοσκοί της Νίδας που τον αναθρέψανε. Ως τον είδανε, κάνει ο Πανιάς:

-“Γιάετε το Δία, εγιάγυρε. Γιάε το μαϊμούνι πώς εμεγάλωσε!”

Και λέει και ένας άλλος βοσκός:

-“Θυμάστε μωρέ τη μάνα ντου, τη Ρέα; Ω, την παντέρμη γυναικουριά…!”

Ο Ατζαρόσαββας τονε καλωσόρισε ευγενικά.

Εσίμωσε ο Δίας και τσοι χαιρέτισε.

-”Ίντα κάνετε; Εγώ εγίνηκα βασιλιάς των θεών. Δεν σας ξέχασα και σας έχω υποχρέωση. Θέλετε πράμα; Ίντα να σας ε κάμω;”

-”Δε θέμε τίποτα”, του λένε οι βοσκοί. “Έχει χόρτα η Νίδα για τα πρόβατα, τα κοπέλια και τα σπίτια μας πάνε καλά, δε θέμε πράμα”.

-”Εσείς παράουροι”, τωνε λέει ο Δίας, “είστε και περήφανοι. Μα εγώ θα σας ε κάμω ένα δώρο. Θα σας ε δώσω ένα μικρό κεραυνό του καθ’ ενούς. Να τον έχετε στην τσέπη κι όταν χρειάζεται θα τον χρησιμοποιείτε, για να κάνετε τη δουλειά σας”.

 

“Αυτό τον κεραυνό, να μην ξεχνάτε ότι τον έχουμε μαζί μας από το Δία”, έλεγε και ξανάλεγε ο Καπετανολευτέρης στα άφραγκα αλλά σθεναρά κοπέλια του Ψηλορείτη. Σε αυτά  που αναζητούσαν την άδηλη τύχη τους στην πόλη από το μηδέν, απογαλακτισμένα και ανασφαλή. Τους υπονοούσε να έχουν λάμψη και ένταση, κι όποιος εκατάλαβε, εκατάλαβε… Θα επανέλθουμε στον εξελιγμένο μύθο.

 

Β.3. ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΟΙ ΚΟΥΡΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ.

Στο μεταξύ, νιώθω μεγάλη ανάγκη να κάνω λόγο για μερικούς πολεμικούς και ειρηνικούς Κουρήτες του τόπου μας και ιδίως της γειτονιάς μας. Για τους υπόλοιπους, θα τα πούμε στο Αρμί στις 13 Αυγούστου 2021, στην επέτειο του ολοκαυτώματος.

 

Ο άλλος σπουδαίος νεκρός της Μάχης της Κρήτης στο Περαχώρι ήταν ο Γκεγκρέζος, ο Γιάννης του Ξυλουροκωνσταντινιό. Ήταν ο μπακάλης του Μεσοπολέμου στην γειτονιά μας. Ο Ρωμανογιώργης ετών 97 σήμερα, που τον έζησε νεαρός, μας βεβαίωνε: “Ο Γκεκρέζος ήτανε φιλότιμος, και χουβαρντάς. Ο Γκεγκρέζος είχεν αξία. Δεν ήτανε τυχαίος ο Γκεγκρέζος”.

Έφυγε από το χωριό με δυο κοπέλια Σαλουστράκια ως βοηθούς και τον γάιδαρο για να φέρει εφόδια του μπακάλικου από το Ηράκλειο,  το Μάη το 1941. Μόλις είδε τους αλεξιπτωτιστές και την μάχη, έδιωξε τα παιδιά πίσω. Έκατσε και πολέμησε και έπεσε νεκρός στην Χανιόπορτα. “Σαν το λιοντάρι επολεμούσε εκείνη την ημέρα”  μου έλεγε η μαύρη η Γκεγκρέζαινα.

Είχε ο Γκεγκρέζος μια θαυμάσια ηθική δικαιολογία για να  αποφύγει την μάχη. Προ μηνών είχε πεθάνει ο σύζυγος της αδερφής του, ο Κανακοχαραλάμπης και της άφησε δύο μικρά ορφανά. Πούλησε η χήρα αδερφή του, η Ρηνάκη η Κοκακιανή  τα πρόβατα του άντρα της. Ο Γκεγκρέζος κρατούσε μαζί του τα λεφτά από το ύστατο  αυτό εισόδημα των απροστάτευτων. Με τα λεφτά έπρεπε να πάρει εφόδια για την χήρα και ορφανά της. Αλλά ούτε αυτό εμπόδισε τον Γκεγκρέζο, ούτε τα τέσσερα παιδιά που είχε,  ούτε η έγκυος γυναίκα του.

Άμα είσαι παλικάρι, άμα είσαι Κουρήτης στέκεις στο χρέος. Ακόμα και όταν πιο πέρα στο Καμαράκι, άλλοι έπιναν καφέδες κοιτάζοντας άπρακτοι τους Γερμανούς να πέφτουν. Να καμαρώσετε την φωτογραφία του Γκεγκρέζο στη έκθεση για την μάχη της Κρήτης στην βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο. Τίποτα από τα παραπάνω δεν καυχήθηκαν ποτέ οι καλοαναθρεμμένοι άνθρωποι που έβγαλε το σπίτι του. Ούτε έσπευσαν εκείνοι να βάλλουν την εικόνα του στην έκθεση.

 

Ο Γιώργης ο Καλλέργης του Καλλεργοσπυρίδο ήταν Ανωγειανός, εγκατεστημένος στην Μονή Μαλεβυζίου, με τέσσερα μικρά παιδιά. Νοσηλεύονταν με κρυοπαγήματα από το μέτωπο της Αλβανίας στο Πανάνειο νοσοκομείο στο Ηράκλειο. Με κομμένα δάκτυλα των ποδιών, είχε την τέλεια δικαιολογία για να παραμείνει στις κουβέρτες. Αλλά, άμα είσαι ψυχωμένος και Κουρήτης, αυτό δεν γίνεται. Σηκώθηκε ο ανάπηρος τραυματίας, πήρε το όπλο και έπεσε μαχόμενος στη Χανιόπορτα κι αυτός. Μήνες τον έψαχνε η χήρα του, η Άννα, στους σωρούς των νεκρών. Έλπιζε να τον γνωρίσει από τα κομμένα μέλη και να τον θάψει, ως άλλη Αντιγόνη.

 

Εκεί, στην Χανιόπορτα Ηρακλείου τραυματίστηκαν και ο γέρο Αθανάσης και ο Καπετανομανώλης. Έσπευσαν στην μάχη με τα χασαπομάχαιρα του κρεοπωλείου. “Εδά είναι η ώρα μας να ποθάνουμε”, έλεγαν πηγαίνοντας, οι γέροι τουρκομάχοι.  Κι όταν αιμορραγούσε ο γέρο Αθανάσης κι έπρεπε να μεταφερθεί  στο Πανάνειο για να του κόψουν το πόδι, έλεγε αστειευόμενος στον γιο και συμμαχητή του, τον Φρουδά: “Ντα ίντα τονε θέλω τον πόδα, αφού με το δαχτύλι τση χέρας πατώ την σκαντάλη του τουφεκιού…”

 

Τα αδέλφια Μανώλης, Γιάννης και ο πατέρας τους Ανδρέας Μανουράς από τα Σίσαρχα μαζί με ένα οπλοπολυβόλο κράτησαν μια ολόκληρη μέρα τους Γερμανούς στα Περιβόλια έξω από την πόλη του Ρεθύμνου, με θύμα τον πρώτο.

 

Β.4. ΟΙ ΕΙΡΗΝΙΚΟΙ ΚΟΥΡΗΤΕΣ.

Υπάρχουν και οι ειρηνικοί Κουρήτες. Αυτοί που με λιγότερη θυσία από την αυτοθυσία της ζωής αλλά με περισσότερο κόπο κατά τον βίο τους, ευπρεπίζουν και ομορφαίνουν τον κόσμο και τη γειτονιά. 

Πάμε πίσω στο τραγούδι του Καλομοίρη. Ακούσατε συγκίνηση, πλοκή, ροή, φαντασία, συναίσθημα, ομοιοκαταληξία; Ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε γιατί ο μικρόσωμος Λιόντας λεγότανε Λιόντας, δηλαδή λιοντάρι στην τοπική διάλεκτο. Διαισθητικά όλοι καταλαβαίναμε ότι είναι αισθαντικά γιγαντόσωμος. Και έβγαζε δεκαπεντασύλλαβους βρυχηθμούς.

Ποιος είπε ότι η τέχνη, η καλή τέχνη, δεν είναι μάχη ζωής; Δεν είναι ισάξιοι των καλών εθελοντών οι μαχητές της τέχνης;

Είχαμε ένα λυράρη στο Περαχώρι, από τους Σταμάτηδες, και πέθανε. Ένας ντόπιος μερακλής, τον θρηνούσε με μια μαντινάδα. “Ανάθεμα το Χάροντα που σ’ έπαιρνε Σταμάτη κι αναζητώ την κοντυλιά σαν το δεξό μου αμάτι”. Αν ξεχάσουμε τους μεγάλους μουσικούς του τόπου μας, τότε θα ξεμείνουν οι Κουρήτες από όρεξη και ρόλο. Η Κρήτη και η Ελλάδα χωρίς μουσικά οροθέσια.  Πολιός, Καλαθάς, Γιωργαντός, Ψαράκηδες…

Η εκκλησία της Παναγίας στ’ Ανώγεια είναι οικοδομικό επίτευγμα για το έτος 1910 οπότε και  εγκαινιάστηκε. Έχει πίσω της την προσωπικότητα του Στελή του Καλομοίρη σαν ενορχηστρωτή. Τέτοιος υπέροχος ναός, όταν οι πιστοί που τον έκτιζαν έμεναν σε τρώγλες.

Και ξέρουμε από ποια ταβέρνα έβγαλε ψωμί το Περαχώρι και ήρθε τουρισμός στο χωριό από την δεκαετία του 1960, παρακαλώ. Ανέβηκε το πολιτισμικό επίπεδο. Αναπτύχθηκε η λαϊκή τέχνη της υφαντικής κατακόρυφα με τις αποφάσεις και την εντατική εργασία του Ντουλγκερογιώργη.

Χωρίς τον Μιχάλη το Σταυρακάκη, που ίδρυσε το 1953 το Γυμνάσιο με το υστέρημά του από την Αμερική, ο τόπος μας θα ήταν θεμελιωδώς πίσω. Υπογραμμίζουμε την λέξη  υστέρημα. Η παιδεία ήταν η μεγάλη του τομή.

Δεν είναι αυτοί Κουρήτες της ευπρέπειας και της ανθρωπιάς; Άραγε, δεν έχουμε πρότυπα για να στραφούμε;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ ΤΟΥ.

 

Γ.1. Η ΜΕΘΟΔΟΣ.

Και τώρα να δούμε το πρόβλημα κατάματα.

Χαμήλωσε η λάμψη του κεραυνού που  έδωσε ο Δίας στους βοσκούς στην Νίδα. Έπεσε η έντασή του, η ένταση των ανθρώπων. Χάνει δύναμη ο τόπος συνολικά και αξία. Και το χειρότερο. Εγκαταστάθηκε ο Κρόνος στα Ανώγεια από το 2017 και τρώει τα παιδιά του.

Μεγάλη ανάγκη η παραγωγική ανασυγκρότηση. Μεγάλη ανάγκη η ανάταξη  και η ανάπλαση των αξιών του τόπου. Επιστροφή στους Κουρήτες και στο Δία πριν εγκατασταθεί μόνιμα ο Κρόνος.

Και τι κάναμε σήμερα;

Ζωγραφίσαμε το Τζαβελάκη, για να δίνει το ευγενές παράδειγμα στην γειτονιά. Η ζωηράδα των ανθρώπων του τόπου είναι δεδομένη. Αλλά που διοχετεύεται;

Ο σχεδιασμός είναι αυτός. Η εικόνα του Τζαβελάκη ως αξεπέραστη και χωρίς έπαρση λεβεντιά, εδραιωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο, έγινε γκράφιτι στο ερείπιο σπιτιού του που χάλασαν οι Γερμανοί. Σκοπός του  είναι να δίνει στρατευμένη κατεύθυνση στον κάθε νέο και στον κάθε μπερδεμένο. Σε όποιον έχει αμφίθυμη πορεία και  που καμιά φορά τα κάνει και θάλασσα. Και περνά κακά κι αυτός και οι άλλοι. Και έναν χαμένο στη μετάφραση να κερδίσουμε, καλό είναι κι αυτό.

Η κοινωνία μας, κάθε κοινωνία, μπορεί να έχει είτε την  κακή όψη του Κρόνου είτε την  καλή  όψη του Δία. Πέρυσι και πρόπερσι, ήρθε ο παιδοκτόνος Κρόνος. Φέτος πρέπει να αλλάξουμε και το θέλουμε. Το έχει επιτακτική ανάγκη το χωριό κι ο τόπος ευρύτερα. Το είδαμε και την Μεγαλοβδομάδα. Αχρείαστες οι  εκδηλώσεις έπαρσης και ιδιοτέλειας. Ευτυχώς, υπάρχει η σπινθιροβόλος σκέψη των νέων του φεστιβάλ της Χαΐμαλίνας. Αυτοί έκαναν  το  γκράφιτι του Ψαρονίκο στην είσοδο του χωριού κι ανοίγει την ψυχή των ανθρώπων. Και οι στίχοι του Ρίτσου δίπλα, δίνουν τον ορθό κοινωνικό προσανατολισμό.  Τους ακολουθούμε.

Πρέπει να αντιστρέψουμε το μύθο του Κρόνου. Απεικονίσαμε στην έκθεση του Ηρακλείου το Γκεγκρέζο.  Φέραμε στο Περαχώρι το Τζαβελάκη. Τους παλιούς Κουρήτες του 1941. Πιανόμαστε από το παρελθόν. Ωστόσο τη πρόκληση είναι το άνοιγμα του δρόμου προς το μέλλον.

Αναστήσαμε τις μνήμες των Κουρητών ηρώων για να τους αφομοιώσει, να τους καταπιεί η κοινωνία του Κρόνου.   Δηλαδή.  Είναι πρωτεύουσα ανάγκη να γευτούμε το παράδειγμα των ανιδιοτελών παλικαριών μας. Να το χωνέψουμε. Και να γεννήσουμε τις δράσεις και τις αξίες τους.  Να μην κινδυνεύουν πια τα κοπέλια και οι καλόψυχοι άνθρωποι, να ξαναγλυκάνει το κλίμα.

Να γεννηθούν έπειτα Δίες, δηλαδή αξιόλογα μεγέθη, καθαρότατες φυσιογνωμίες με το διδαγμένο παράδειγμα. Να αφομοιώσουμε τους μαχητές και τους ειρηνικούς Κουρήτες για να στηλωθεί η ψυχή και ο άξονας των αξιών μας. Για να φωτιστεί το μυαλό μας από το συναίσθημα, την γενναιότητα, την εργασία, την καινοτομία, την ηθική και την υπέρτατη ανιδιοτέλεια της εθελοθυσίας τους.

Να αντιστρέψουμε το μύθο του Κρόνου. Να καταπιούμε τους υπέροχους παλιούς  αντί για τα νέα παιδιά και τους σωστούς.  Έτσι θα βγάλει ο τόπος τα ψυχικά και πνευματικά αναστήματα που πάντα  τον σήκωναν, τον στήριζαν και τον σεργιάνιζαν ως πρότυπο. Φέραμε και αναφέραμε τους Κουρήτες με την ευρεία έννοια, γιατί μόνοι μας, αδυνατούσαμε να τα πάμε πέρα. Αυτή είναι η ουσία της δράσης μας.

 

Κι όποιος τυχόν καυχηθεί υπερφίαλα για τις πρωτοβουλίες ή κοκορευτεί μόνο για την κοινή καταγωγή με τους ήρωες, προτείνουμε να παραδειγματιστεί κυρίως από τις αξίες τους. Γιατί αλλιώς δεν θα έχει καταλάβει τίποτα. Φοβάμαι ότι δεν θα ωφεληθεί και καθόλου.

 

Γ.2. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

Προσωπικά, έχω εμπιστοσύνη στην δύναμη του ορθού λόγου. Είμαι απόλυτα  βέβαιος ότι ο επίμονος λόγος μπορεί να πείσει στην σωστή κατεύθυνση. Ή για να το θέσω πιο απλά και ιδεαλιστικά: “Μίλησε, ξαναμίλησε και ξαναμίλησε ο λόγος και η φωνή,  ετρύπησαν την κεφαλή του ανθρώπου και έκαμαν τα αυτιά…”.

Επειδή έχετε την συλλογική και υποσυνείδητη μνήμη του κακοτράχαλου αλλά ευγενούς τόπου των Κουρητών και του Δία. Επειδή έχετε πρότυπα και αξίες από χρόνια αρχαία. Για τους λόγους αυτούς, είμαι πάντα αισιόδοξος ότι ο Κρόνος δεν θα κάμει ποτέ ρίζα εδώ. Ούτε καν τα φυτά του.

Τελειώνοντας, να πω και για τους απογόνους των ιστορηθέντων ηρώων, όπου κι αν βρίσκονται.  Σήμερα τους έφερε πίσω η προγονική γη των Ανωγείων. Τους θέλει για την ενίσχυση της δύναμης και  των αξιών του τόπου. 

Θα παραθέσω για αυτούς, και για όλους τους Κουρήτες, ένα ριζίτικο  που το λέει συχνά  και ο Ψαρογιώργης.

 

“Μυρίζουν οι βασιλικοί μυρίζουν κι οι βαρσάμοι.

Μα σα μυρίζει ο φρόνιμος, βαρσάμια δε μυρίζουν.

Βαρσάμια ουδέ βασιλικοί ουδέ καρεφυλλάτα.

Μυρίζει εκειά που κάθεται.

Μυρίζει έκεια που στέκει.

Μυρίζει εκειά που πορπατεί…”

 

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Μοιραστείτε το

-

-->