Ο ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ  ΚΩΣΤΑΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ  ΜΙΛΑ ΣΤΗ «ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ»

[pdf-embedder url=”https://www.anogi.gr/wp-content/uploads/2020/12/ΤΕΥΧΟΣ-322-new-1.pdf” title=”ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ ΤΕΥΧΟΣ 322″]

ΤΙ ΛΕΕΙ ΓΙΑ:

-Την ποιότητα του στίχου στην Ελλάδα, στην Κρήτη και στα Ανώγεια…

-Το διαδίκτυο και το χάσιμο της ρομαντικής περιόδου…

-Το ποια τραγουδίστρια ήθελε πολύ να ερμηνεύσει τραγούδια του…

-Τα τραγικά γεγονότα στα Ανώγεια τα τελευταία χρόνιά…

-Τα Ανώγεια που άφησε και τα Ανώγεια που συναντά όταν τα επισκέπτεται…

– Τις αγωνίες, τις φιλοδοξίες τους και ποιους στίχους επιλέγει για το κλείσιμο της κουβέντας;

 Συνέντευξη στον Μανώλη Σκανδάλη

 -Κώστα, χαίρομαι που σε συναντώ και σε ευχαριστώ για την αποδοχή της πρότασης να μιλήσεις στην εφημερίδα μας!

-Εγώ σ’ ευχαριστώ, Μανώλη και σε καλωσορίζω στο σπίτι μου!

-Ξεκινάμε με την πρώτη κλασική ερώτηση. Πότε ανακάλυψες το ταλέντο και την ικανότητά σου πάνω στον στίχο;

-Είναι αλήθεια ότι ο ακριβής χρόνος που γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να γράφω, δεν έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου. Η αναζήτηση της αφετηρίας του λόγου και της  αιτίας που σε οδηγεί στον γραπτό λόγο είναι μάλλον μάταιη πράξη. Πιθανόν ένα μικρό ή μεγάλο τράνταγμα, που προσπερνά τη μνήμη, να είναι αυτό που κινητοποιεί τον μέσα μας κόσμο, την ανάγκη που παραμόνευε μέσα μας. Ίσως πάλι να είναι ένας κόμπος στον λαιμό, που  διεκδικεί το λύσιμό του. Όμως, συχνά  σκέφτομαι την αρχή αυτής της όμορφης περιπέτειας, αλλά όσο κι αν έχω προσπαθήσει δεν την έχω εντοπίσει. Το σίγουρο  είναι, αναζητώντας τον τόπο και όχι τον χρόνο, ότι οι πρώτες σελίδες που μουτζούρωσα, είναι στο χωριό μου τα Ανώγεια. Εκεί είδα να ξυπνάει μέσα μου η διάθεση να γράφω και νομίζω ότι ήρθε στον πιο κατάλληλο τόπο αυτό το ξύπνημα, καθότι πιστεύω ότι οι άνθρωποι στα Ανώγεια σε ό,τι κάνουν στην ζωή τους είναι μπολιασμένο από το άρωμα του γενέθλιου κήπου τους. Δηλαδή, εγώ γεννημένος και μεγαλωμένος στα Ανώγεια αισθάνομαι ότι με προίκισε αυτός ο τόπος. Θωράκισε την καλλιτεχνική και την κοινωνική συνείδησή μου με έναν τέτοιο τρόπο που με βοήθησε πολύ στη μετέπειτα πορεία μου.

-Πιστεύεις ότι πολλοί κρύβουν μέσα τους έναν στιχουργό, αλλά για να βγει προς τα έξω αυτός ο «στιχουργός»  πρέπει… να συνωμοτήσουν και κάποιες άλλες δυνάμεις ή καταστάσεις;

– Καλλιτέχνης και ποιητής δεν είναι μόνο αυτός ο οποίος παράγει φανερά την τέχνη. Θεωρώ ότι καλλιτέχνης μπορεί να είναι κι ένας άνθρωπος ο οποίος δημιουργεί στην καθημερινότητά του πράγματα εμπνευσμένα. Δηλαδή, αυτός που παράγει ένα υπέροχο κρασί, που σχεδιάζει ένα ωραίο παράθυρο, μια καρέκλα ή ένα πανέμορφο τραπέζι είναι δημιουργός από άλλη θέση. Κοιτάσματα στην ψυχή είναι η τέχνη, που αναζητούν την εξερεύνησή τους. Εμπράγματη είναι η διαφορά. Και βέβαια  είναι στο χέρι του καθενός  να βρει τον κώδικα που θα ανασύρει το στοιχείο που αναλογεί και αντιστοιχεί στη δική του υπαρξιακή αγωνία.

-Πώς βλέπεις την ποιότητα του στίχου στην Ελλάδα, καθώς και  την ποιότητα της μαντινάδας στην Κρήτη και στα Ανώγεια;

-Θα σου πω ότι παρακολουθώ περισσότερο τον δικό μου χώρο, όμως λοξοκοιτάζω και την Κρήτη κι έχω νομίζω καλή εικόνα. Ο στίχος στην Ελλάδα είναι σε μεγάλη άνθιση. Υπάρχουν σπουδαίοι στιχουργοί και ποιητές, ενώ η σύγχρονη δισκογραφία βρίθει εξαιρετικών τραγουδιών.  Όμως το μεγάλο αγκάθι του καιρού μας είναι η έλλειψη σταθερής επικοινωνίας του καλλιτεχνικού έργου με τον ακροατή. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το γκρέμισμα της γέφυρας ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι η ασύλληπτη ταχύτητα του καιρού μας, που παλιώνει αυτόματα το ζωντανό σήμερα και προσβάλλει τον ωφέλιμο εγωισμό του χρόνου, είναι αυτή η ταχύτητα που υπονομεύει τη μνήμη, είναι κι απ΄ την άλλη το «μεγαλόψυχο» διαδίκτυο που μοιράζει και διοχετεύει την πληροφορία, πειθαρχημένο στην ταχύτητα που προανέφερα. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι γίνονται σπουδαία πράγματα, τα οποία δεν καταφέρνουν να φτάσουν στον κόσμο. Είτε στην ποίηση, είτε στο τραγούδι, είτε στην λογοτεχνία, είτε στο θέατρο είτε αλλού… Και αντιστρέφοντας τον γνωστό αφορισμό, πιστεύω ότι το καλό μπορεί να χαθεί, όταν αυτό μένει στην αφάνεια. Παρόλα αυτά εγώ ανήκω στους αισιόδοξους ανθρώπους και πιστεύω ότι σιγά – σιγά θα ξαναμπούμε μέσα σε έναν καινούργιο  δρόμο αναζήτησης, περισσότερο αυστηρό σε αυτό που θέλουμε εμείς, και σε απόσταση εννοείται  από  αυτόν που προτείνεται από την αδηφάγο πραγματικότητα. Οφείλουμε να δούμε τον καιρό μας με την δική μας ματιά. Οι άνθρωποι, όπως ξέρεις, την παρακμή δεν την αγαπούν, παρότι πολλές φορές η ίδια αυτή η παρακμή μας μαγνητίζει χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Παρασυρόμαστε από τα διάφορα δελεαστικά στοιχεία της, κυρίως όσον αφορά στην ύλη. Είναι μια μορφή μέθης η παρακμή. Αλλοίμονο σε όποιον  από εμάς εθιστεί σε αυτήν.

  -Μια και ανέφερες το διαδίκτυο, θεωρείς ότι το διαδίκτυο έχει ακυρώσει κατά κάποιο τρόπο την τρυφερή και ρομαντική στιγμή  της παλαιάς εποχής;

-Μοιάζει να έχει στεγνώσει το χώμα! Έχουμε απομακρυνθεί από τη μαγική αυτή συνθήκη της ακρόασης ενός δίσκου. Δεν μπορούμε να ακούσουμε ένα τραγούδι τριών λεπτών και το σταματάμε στα δύο ή στα δυόμιση. Κι εδώ ακριβώς είναι η μεγάλη παγίδα. Δίπλα σε αυτό που θέλεις να ακούσεις, παραμονεύουν  εκατό… Και σε αυτή την περίπτωση το μέτρο είναι το μεγάλο ζητούμενο.

-Έχεις συνεργαστεί με πολλούς τραγουδιστές και συνθέτες  επαγγελματικά. Τί είναι αυτό που κράτησες από την συνεργασία σου πέρα από την επαγγελματική  σας πλευρά;

-Την ευεργετική καλοσύνη κάποιων ανθρώπων και το ήθος τους! Ήμουν πολύ τυχερός,  διότι στα πρώτα δισκογραφικά μου βήματα συναντήθηκα με έναν πολύ σημαντικό και  αθώο άνθρωπο, τον Μάριο Τόκα. Όταν λέω «αθώος» εννοώ κοινωνικά και καλλιτεχνικά. Οι άνθρωποι που συναντάμε στα πρώτα μας βήματα, μας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό στη μετέπειτα πορεία μας. Είναι οι πρώτοι συνομιλητές μας. Είναι αυτοί που μας δείχνουν πώς θα «περπατήσουμε». Είναι αυτοί που ενισχύουν αλλά και διορθώνουν την «περπατησιά» μας. Στον Τόκα για παράδειγμα είδα τον τρόπο που αντιμετωπίζει κανείς σοφά την επιτυχία. Το δυσκολότερο πράγμα στη ζωή είναι πώς  αντιμετωπίζεις και πώς διαχειρίζεσαι την όποια επιτυχία και όχι το πώς αντιδράς στην όποια αποτυχία. Όταν έβλεπα σε αυτόν τον άνθρωπο πώς βίωνε την επιτυχία, ήταν για μένα  ένα μεγάλο σχολειό, κάτι που φυσικά δανείστηκα και το πήρα στον δρόμο μου ως ένα ιερό λάφυρο.

-Πώς βλέπεις το γεγονός ότι το τραγούδι επιβιώνει σε όλες τις κρίσεις; Οφείλεται άραγε στο ότι είναι φάρμακο ψυχής και συνάμα μια προσωπική διέξοδος του ανθρώπου;

-Να ξέρεις ότι το τραγούδι στην Ελλάδα είναι η πρωτεύουσα των τεχνών, είναι ο μεγάλος ψυχικό μας αιμοδότης! Σε  πολύ  δύσκολες στιγμές εμείς οι Έλληνες γραπωθήκαμε και πιαστήκαμε  από το τραγούδι. Υπάρχουν άνθρωποι που αν τους ρωτήσεις την άποψή τους π.χ. για το θέατρο, το οποίο είναι βεβαίως μια υψηλή τέχνη, για έναν μεγάλο πίνακα ζωγραφικής, μπορεί να σου πουν ότι δεν έχουν άποψη. Αν όμως τους πεις να εκφράσουν την άποψή τους για τραγούδια του Νίκου Ξυλούρη, του Στέλιου Καζαντζίδη, ή του Τσιτσάνη, θα σου πουν με επιχειρήματα ότι υπήρξαν σπουδαίοι! Το τραγούδι ως λαϊκή τέχνη μας αφορά, έχουμε τον νου μας σε αυτό συνειδητά και ασυνείδητα.  Είμαστε λαός, θα έλεγα, τραγουδιάρης και το πονάμε,  έχουμε την έγνοια του. Αυτή η έγνοια το προστατεύει και το κάνει αγαπησιάρικο στον λαό, είναι, να στο πω κάπως παραστατικά, το εθνικό μας ξωκλήσι. Εκεί καταφεύγουμε στις μεγάλες και στις μικρές μας στιγμές.

  -Πιστεύεις ότι αρκετοί τραγουδιστές ήταν υπερεκτιμημένοι στην αμοιβή τους στον τρόπο πληρωμής τους σε σχέση με τους δημιουργούς του τραγουδιού;

-Αυτή η συνθήκη είναι παλιά, δεν είναι καινούργια. Το είδε η δισκογραφική αγορά από τα πρώτα κιόλας χρόνια της μουσικής βιομηχανίας, ότι αυτός με τον οποίο θα πουλήσει το καλλιτεχνικό προϊόν είναι ο ταχυδρόμος, δηλαδή ο τραγουδιστής. Μοιραία, λοιπόν, αυτόν θα έπρεπε να προβάλει. Ο τραγουδιστής ήταν το εμπορικό σήμα της αγοράς με σκοπό το προϊόν να είναι ευυπώλητο.

Όμως, παρόλα αυτά, δεν θα με βρεις να έχω κατηγορηματικό λόγο. Δεν μεμψιμοιρώ και δεν γκρινιάζω. Προσωπικά, μου είναι αρκετό που ένας άνθρωπος συγκινείται από κάτι δικό μου. Από εκεί και μετά δεν θα μπω ποτέ σε αυτή τη μάταιη προσπάθεια, μαζί με τους στίχους να μάθουν και τον στιχουργό. Αυτός που θέλει να μάθει ποιος έχει γράψει το κάθε τραγούδι, θα το ψάξει και θα το βρει μόνος του, δεν θα του το επιβάλει κανείς. Μου αρκεί να βλέπω σε μια συναυλία ανθρώπους να σιγοψιθυρίζουν τους στίχους μου!

 -Μια και το ανέφερες, πώς νιώθει ένας στιχουργός που βλέπει διάφορους ανθρώπους να σιγοψιθυρίζουν τους στίχους του;

-Όπως προανέφερα είναι ευχάριστο και ταυτόχρονα αντιφατικό, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τραγούδι που μαρτυρεί μια δική σου προσωπική αλήθεια. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει πει κάτι πολύ εύστοχο, ότι «μοιάζουμε πολλές φορές με   ημερολόγιο σε ξένα χέρια». Αυτό είναι αλήθεια. Δεν σημαίνει βέβαια πως ό,τι λέμε στα τραγούδια μας είναι προσωπικά μας βιώματα. Αλλοίμονο αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σε ό,τι με αφορά γοητεύομαι με την ιδέα της ετεροβίωσης μιας ιστορίας. Μου αρέσει να λέω ιστορίες άλλων. Ίσως γιατί με αυτόν τον τρόπο κρατάει κανείς και την απόσταση από το θέμα που πραγματεύεται. Κι αυτή η απόσταση είναι για μένα ο ορισμός του ταλέντου. Αν πλησιάσεις κοντά σε αυτό που θες να πεις, είναι πιθανόν να σε θαμπώσει και να σε ξεγελάσει, αν απομακρυνθείς, πιθανόν να φλυαρήσεις. Επομένως  το θέμα μας είναι η αναζήτηση της ιδανικής απόστασης από την ιστορία που θα διηγηθείς στο τραγούδι.

-Υπήρχαν   τραγουδιστές  με αξιόλογη φωνή που χάθηκαν στην πορεία, επειδή το λεγόμενο σύστημα δεν τους ήθελε;

-Κοίτα… πολλές φορές λέμε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε ταλέντο και κάτι συνέβη και δεν πήγε παραπέρα.  Το ταλέντο είναι μια  διαδρομή πάνω στην τέχνη. Αν το δούμε σε κλίμακα εθνικής οδού  Αθήνας – Θεσσαλονίκης, είναι μέχρι τη Λαμία. Από κει και μετά αν δεν καταφέρεις ως άνθρωπος να το μπολιάσεις με γνώσεις, με πληροφορία και πρωτίστως  με παραγωγική αγωνία, θα μείνεις τελικά στη Λαμία με το ταλέντο μόνο! Τότε ακριβώς είναι που λέμε: «Μα αυτός είχε ταλέντο και χάθηκε». Ο άνθρωπος – καλλιτέχνης είναι μια εστία με σκηνικές πληροφορίες. Το πώς και γιατί συμβαίνει, αυτό είναι το ανερμήνευτο κομμάτι. Το θέμα είναι πώς μπορείς να μπεις σε αυτήν την εστία, να πάρεις την κάθε πληροφορία, να την κάνεις τέχνη. Και το σπουδαιότερο για μένα είναι ότι σε θέλει σχεδόν μόνιμα σκυμμένο πάνω της αυτή η εστία, εκεί σαν ραβδοσκόπος να ψάχνεις.

-Υπάρχουν στίχοι που έγραψες, τους αγάπησες, αλλά τελικά η μουσική σύνθεση δεν ήταν για σένα  η αναμενόμενη;

-Μου αρέσουν οι ερωτήσεις σου, διότι είναι σαν να μου τις κάνουν από το περιοδικό «ΔΙΦΩΝΟ» (γέλια…)  Κοίταξε… όταν  ένας στιχουργός  γράφει στίχους υπάρχει πάντα μια φανταστική μελωδία στο μυαλό του. Αυτό είναι χρήσιμο, διότι όταν έχεις μια μελωδία στο μυαλό σου, βοηθάει πολύ την ρυθμική αγωγή του λόγου, τη μουσικότητά του και το μουσικό του μέτρο. Έχεις, λοιπόν, ένα σχεδίασμα μιας μελωδίας στο μυαλό σου, όμως καλό θα είναι μόλις τελειώσεις με τον στίχο να την εγκαταλείψεις τάχιστα.  Παραμονεύει, ξέρεις, ο καλλιτεχνικός εγωισμός του ανθρώπου, να πιστέψει δηλαδή κανείς ότι η δική του φανταστική μελωδία είναι περισσότερο εύστοχη από αυτήν του   ίδιου του συνθέτη! Αυτό είναι μια βλακεία! Ευτύχησα να συναντηθώ με πολύ αξιόλογους ανθρώπους της σύνθεσης, τους εμπιστεύτηκα και με τίμησαν με όμορφα τραγούδια. Και συνεχίζω να συναντιέμαι, καθότι σε καιρούς δύσκολους για μας τους δημιουργούς εγώ πηγαίνω  εντελώς αντίθετα . Σε μια εποχή όπου η δισκογραφία έχει τελειώσει και οτιδήποτε έχει να κάνει με την αγορά και με τα πνευματικά δικαιώματα έχει επίσης καταστραφεί, αισθάνθηκα ότι για να μπορέσω να απαντήσω στην μπόρα και στην αγριότητα του καιρού, ο καλύτερος τρόπος είναι η δημιουργία. Σε καιρούς ανθηρούς δεν ήμουνα άνθρωπος του προγραμματισμού. Έπαιζα που λένε με την τύχη. Αντίθετα στην παρούσα φάση οργανώνω  την άμυνά μου, αυτό που λέμε στρατιωτική λογική, ετοιμάζω τραγούδια σε συνεργασία με ξεχωριστούς ανθρώπους του τραγουδιού και παραμένω ένας ενημερωμένος, αισιόδοξος ελπίζω. Ξέρεις, όταν έρθει η μπόρα να σε βρει, πρέπει να της απαντήσεις με αστραπή, με φως, με δύναμη, αλλιώς σε βάζει από κάτω με τρόπο αλύπητο.

 

-Έχεις  απωθημένο να  ερμηνεύσει κάποιος τραγουδιστής τους στίχους σου, αλλά δεν σου έχει προκύψει ακόμα;

-Ναι, η Χάρις Αλεξίου! Το ξέρει, άλλωστε. Όμως, έχω συναντηθεί με πρόσωπα τα οποία ήταν στη σφαίρα ενός ονείρου να πουν τα τραγούδια μου! Σε αυτό δεν έχω κανένα παράπονο.

-Ποιες είναι οι μεγαλύτερες αγωνίες ενός στιχουργού, εν προκειμένω οι δικές σου αγωνίες λίγο πριν οι στίχοι ερμηνευτούν;

-Να καταφέρω να συγκινήσω. Την ανθρώπινη συγκίνηση τη θεωρώ πράξη πολιτική. Αν προσέξεις τους ανθρώπους που φεύγουν από μια συναυλία, ένα θέατρο, κι έχουν συγκινηθεί, θα δεις ότι η όψη τους και η θωριά τους έχει μια ομορφιά και μια τρυφεράδα. Είναι έτοιμοι για το σημαντικό. Γι’ αυτό λέω ότι το θέμα της συγκίνησης είναι πολιτική πράξη. Είναι το στοιχείο εκείνο που μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, ωφέλιμους. Εμένα η αγωνία μου, για να απαντήσω στο ερώτημά σου, κάθε φορά που γράφω τραγούδι, είναι αν θα καταφέρω να κινητοποιήσω τον ψυχισμό και την γόνιμη ανησυχία του ακροατή.

 -Συμφωνείς ότι πολλά τραγούδια γενικά «σώθηκαν», επειδή είχαν μια πολύ ωραία σύνθεση;

-Εννοείται! Αυτό που λες είναι σωστό! Όπως έχει παρατηρηθεί και το εξής: σπουδαίοι στίχοι έχουν χαθεί σε άστοχες μουσικές και μέτριοι στίχοι σωσμένοι σε μεγάλες μουσικές συνθέσεις. Αυτά τα έχει η μοίρα της τέχνης. Μια από τις μεγάλες γοητείες της τέχνης είναι ότι είναι αδιάβαστη και άγνωστη μέσα σε ένα θολό τοπίο, όμως αυτή είναι η βαθύτερη ομορφιά της.

-Είσαι ένα άτομο με ιδιαίτερες ευαισθησίες, πώς είδες τα τραγικά γεγονότα  των τριών τελευταίων χρόνων στα Ανώγεια;

Αν υπάρχει μια ιστορική αξία στα Ανώγεια  που για μένα είναι ριζωμένη στο χωριό, όπως ο ναός του Αϊ Γιάννη, αυτό είναι το φιλότιμο. Αν δεις στην ιστορία του χρόνου, δυο είναι τα κεντρικά στοιχεία που μας κράτησαν, το φιλότιμο και το χιούμορ. Ούτε το ένα ούτε το άλλο έχουν χαθεί. Κι αν το πρώτο, εννοώ το φιλότιμο, σε κάποιες περιπτώσεις υποχωρεί, θέλω να πιστεύω ότι η κοινωνία  έχει τη σοφία της αυτορρύθμισης, του κώδικα αν θέλεις, να φέρει τα πράγματα σε μια καλύτερη θέση.

Δεν πιστεύω ότι απ΄ τη μια στιγμή στην άλλη διαλύεται ο αξιακός κόσμος μιας κοινωνίας.

-Ποιες μεγάλες διαφορές και ποιες ομοιότητες βλέπεις στα Ανώγεια, αφότου  άφησες, φεύγοντας για πρώτη φορά, με το σήμερα που πηγαίνεις;

-Αλίμονο αν τα Ανώγεια ήταν ίδια, με τα χρόνια που εγώ έφυγα. Μοιραία οι κοινωνίες αλλάζουν, άλλοτε προς το καλύτερο και άλλοτε προς το χειρότερο. Επειδή ανέφερα και το φιλότιμο και το χιούμορ ως κεντρικές αξίες αυτής της κοινωνίας, εγώ δεν φοβάμαι και δεν θα με βρεις στους απαισιόδοξους.

-Έχεις μεγάλες φιλοδοξίες γενικά ως άτομο;

-Ναι! Οι φιλοδοξίες μου είναι να μην χάσω τα κεκτημένα της ψυχής μου. Το υψηλότερο που οφείλω στον τόπο μου, είναι ότι κατάφερε να οχυρώσει τη συνείδησή μου και να την έχω ως ασπίδα αργότερα. Στα Ανώγεια συνέβαινε και συμβαίνει κάτι το καταπληκτικό: ενώ είμαστε μια κοινωνία της υπερβολής και στη χαρά και στη λύπη,  ταυτόχρονα  κρατάμε το μέτρο όσο κι αν αυτό φαίνεται αντιφατικό! Επειδή είμαι φιλοπερίεργος, το έχω ψάξει και σε άλλες κοινωνίες. Είναι σπάνιο αυτό το φαινόμενο, σε εμάς αυτό μπορείς να το δεις στη σιωπή των ανθρώπων, που ξέρουν το πότε θα σωπάσουν, ακόμα και στο γλέντι τους. Εγώ πιστεύω, Μανώλη, ότι ο άνθρωπος είναι ένα άθροισμα τρόπων. Είναι ο τρόπος που περπατάμε, ο τρόπος  που εκφραζόμαστε, που αγαπάμε, που σωπαίνουμε. Σε αυτό το άθροισμα καταλυτικό ρόλο παίζει ο τόπος καταγωγής μας. Είναι τα πρώτα χρώματα αυτού του πίνακα. Πολλές φορές νοσταλγώ τον καιρό μου στα Ανώγεια, γιατί αυτή η νοσταλγία ενταγμένη στον παρόντα χρόνο αισθάνομαι ότι είναι λυτρωτική.   

– Ποιους στίχους δικούς σου ή μη θέλεις να βάλουμε στο τέλος αυτής της κουβέντας μας;

-Ένας στίχος που μου αρέσει είναι του Δημήτρη Αποστολάκη του Χαΐνη:

«Θεέ μου, πόσο παράξενοι είναι οι δικοί μας τόποι,

 θλιμμένα τα τραγούδια και γελαστοί ανθρώποι».

 

-Κώστα, σε ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία!

-Κι εγώ σε ευχαριστώ Μανώλη!

 

Μοιραστείτε το

-

-->