Του Λουδοβίκου των Ανωγείων*
Ο υποδηματοποιός:
Στιβάνι είναι η κρητική ονομασία της χειροποίητης μπότας.Τα στιβάνια υπήρξαν τα κατεξοχήν υποδήματα των βοσκών. Τότε που οι βοσκοί περπατούσαν πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα.Οι σόλες των στιβανιών ήταν από λάστιχο ρόδας αυτοκινήτου,καουτσούκ, έπρεπε να αντέχουν στα βουνά με τα αγκαθωτά βράχια. Όταν κάποιος “έμπαινε” βοσκός να δουλέψει σε ξένα πρόβατα η συμφωνία έκλεινε σε αριθμό αρνιών τριάντα για παράδειγμα τη χρονιά.Και ένα ζευγάρι στιβάνια. Υπήρξε περιουσιακό στοιχείο!
Ο Βασίλης Κονιός “Κονιδοβασίλης” ήταν ο τσαγκάρης του χωριού.Κατείχε μια τέχνη που την κληρονόμησε από τον πατέρα του και την εξέλιξε στα επόμενα χρόνια.
Όταν έπαιρνε τα μέτρα από το πόδι του βοσκού “το ξαμάρι” ήταν τελετουργία. Έβαζε πάνω σε ένα μπεζ πετσί το πόδι του βοσκού ξυπόλυτο και ο Βασίλης έκανε το περίγραμμα του πέλματος με το χοντρό μολύβι του. Μετά μετρούσε την φτέρνα με τον κουτουπιέ, μετά την περιφέρεια της γάμπας.Και το ύψος μέχρι κάτω από το γόνατο.
Η παραγγελία ήταν έτοιμη μερικές μέρες μετά. Ένα σημείο που ήθελε προσοχή ήταν το “ζάρωμα” του δέρματος χαμηλά στον αστράγαλο.Τα “σκολιανά” στιβάνια ήταν από άλλα δέρματα πιο ακριβά και πιο μαλακά. Θυμάμαι τη φράση “Γαλλικό αδιάβροχο”, ήταν κάτι σαν μεγάλη φίρμα θα λέγαμε σήμερα.
Χρώμα μαύρο συνήθως αλλά και καφέ καμιά φορά.Βαμμένα,γυαλισμένα, άστραφταν οι ζαρωματιές! Και στο περπάτημα έπρεπε να τρίζουν σε κάθε βήμα.Στην εξέλιξη και αποκορύφωση της τέχνης του, ο Βασίλης κατάφερε και έφτιαξε το περίφημο “μονοκόμματο στιβάνι” με μόνο μια ραφή από τη φτέρνα μέχρι πάνω, πίσω από το γόνατο.Ήταν το πιο κομψό και καλαίσθητο στιβάνι που έγινε ποτέ και θεωρείται και σήμερα η απόλυτη τέχνη! Κι άλλοι υποδηματοποιοί στη συνέχεια έμαθαν να το φτιάχνουν από τον πρωτοπόρο Κονιδοβασίλη.
Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Κρήτης. Έπαιρνε παραγγελίες από όλο τον κόσμο. Ακόμα και γυναικεία έφτιαξε σε άσπρο δέρμα, κομψά ,περιζήτητα. Μεγάλος πια σήμερα δεν εργάζεται, ζει με την αγαπημένη του σύζυγο στο χωριό που κι εκείνη έχει το πιο ωραίο μπαλκόνι με λουλούδια κάθε λογής!
Όσοι έχουν στιβάνια του Βασίλη, καμαρώνουν να το λένε και τα φυλάγουν για να μη καταλυθούν.”Στραντριβάριους” τα ονόμασε ένας ξένος συλλέκτης στο καφενείο ένα βράδυ! Αλλά χρειάστηκε να εξηγήσει τι είναι το Στραντιβάριους…
Ο ράφτης:
Ανάμεσα σε μια ευχάριστη ακαταστασία, με δέρματα και ρετάλια, πολύχρωμες κλωστές, ραπτομηχανές, ψαλίδια, κρεμάστρες με έτοιμα και ατελείωτα, κι εκείνος ένα με το περιβάλλον του. Με χαμηλωμένα γυαλιά, τη μεζούρα στο λαιμό, διηγείται χαμηλόφωνα τις ιστορίες της μακρόχρονης τέχνης του…
“Όταν μπεις στη δημιουργία δεν κουράζεσαι”, λέει. Βλέπω τα δέρματα και βλέπω έτοιμο το ρούχο! Ξέρω με ένα άγγιγμα τι επεξεργασία έχει. Έχω ράψει μεγάλα πρόσωπα, δεν θέλω να πω ονόματα γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι σπουδαίοι (μου λέει αλλά να μη τα γράψω!). “Διάλεξε ένα τουλάχιστον” του λέω.
“Ντέμης Ρούσσος”.
Δούλεψα για ταινίες εξωτερικού. Είναι μια τέχνη που δεν την βαρέθηκα σαράντα χρόνια τώρα. Είμαι εδώ μέσα τις περισσότερες ώρες της μέρας μέχρι αργά το βράδυ. Έρχονται φίλοι και μου κάνουν παρέα, πίνουμε και καμιά!
Η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις, είναι λίγη η άτιμη, πότε πέρασαν σαράντα χρόνια! Όπως λέει ένας φίλος το “γήρας είναι το πιο αιφνίδιο πράγμα στη ζωή” λέει και κόβει με το ψαλίδι ακολουθώντας το σημαδεμένο δέρμα. Τα τελευταία χρόνια κυρίως μεταποιήσεις γίνονται, ας είναι την υγειά μας να έχουμε.
Υπάρχει φυσικά υποκριτική στάση πολλών ανθρώπων με επιλεκτική ευαισθησία, οι περισσότεροι τρώμε το κρέας από ζώα που σκοτώνουμε.Τα παπούτσια είναι όλα από δέρμα όμως γελώ όταν καμιά φορά ευαίσθητοι τάχα μου αποστρέφονται τα δερμάτινα ρούχα! Η καθημερινή μας αντίφαση σε πολλά πράγματα με κάνει να πιστεύω πως ο άνθρωπος δεν είναι το τέλειο δημιούργημα, τουλάχιστον συνειδητά.Επέλεγε την αμφιβολία, την αντιφατικότητα σαν στοιχείο του χαρακτήρα του θα είχαμε μια ίσια απάντηση για αυτή τη τοποθέτηση.
Κατάγομαι από την Κουλούρα Ημαθίας, ένα μικρό χωριό είμαστε πολλά αδέρφια, τα κτήματα μας ήταν λίγα και ο πατέρας μου με παρότρυνε να μάθω μια τέχνη. Πήγα σε μια σχολή ραπτικής για δυο χρόνια και το 1967 κατέβηκα στην Αθήνα σε ένα δάσκαλο Ράφτη. Έμεινα δύο χρόνια κι εκεί έμαθα τη δουλειά και μετά από μια αποτυχημένη συνεργασία με ένα συγγενή μου,δανείστηκα 6000 δρχ από ένα φίλο μου φωτογράφο και άνοιξα ένα υπόγειο ραφτάδικο. Αγόρασα μηχανήματα και πάγκο. Πήγα να βοηθήσω ένα φίλο μου για μια παραγγελία με δερμάτινα που είχε και κόλλησα με το δέρμα!
Μέχρι τότε έραβα υφάσματα., δύσκολα χρόνια. Η επεξεργασία του δέρματος στα παλιά χρόνια γινόταν από τους Ταμπάκηδες, δούλευαν με πρωτόγονο τρόπο, αυτό που γινόταν από πάντα. Έφτιαχναν τα δέρματα χειροποίητα. Ένα παράδειγμα, έξω από το ταμπακαριό είχαν καμιά δεκαριά σκυλιά, έπαιρναν τα περιττώματα τους επειδή έχουν αμμωνία και τα χρησιμοποιούσαν για την επεξεργασία. Δουλειά δύσκολη, βρωμερή, δεν αντέχεις μισή ώρα μέσα.Σήμερα υπάρχουν τα εργοστάσια, μπαίνει από τη μια μεριά το δέρμα και βγαίνει έτοιμο από την άλλη για χρήση.
Τα δέρματα είναι διάφορες ποιότητες, είναι από αρνιά, μοσχάρια, κατσίκες και χοιρινά. Πρέπει να βλέπεις, να ξέρεις να διαλέξεις το δέρμα, από κει ξεκινάει η δημιουργία. Έρχονται καμιά φορά γυναίκες που έχουν δει ένα ρούχο σε ένα περιοδικό και μου λένε αυτό θέλω. Όμως ο σωματότυπος της δεν είναι όπως τα μανεκέν,πολύ αστείο μια γυναίκα κοντή να μου ζητάει ένα παλτό που φοράει ένα κορίτσι στα 18! Προσπαθώ να την κάνω να εκτιμήσει τον δικό της τύπο σώματος και να βρούμε μαζί αυτό που θα της ταιριάζει!
Μου αρέσει να μπορώ να κάνω κάποιον να χαίρεται ένα ρούχο από τα χέρια μου φτιαγμένο. Μπήκα βαθιά στα μυστικά της τέχνης και χαίρομαι να δημιουργώ. Όλη τη μέρα ακούω μουσική. Χωρίς μουσική η τέχνη μου θα ήταν ελλιπής. Με οδηγεί η καλή μουσική, με χαλαρώνει.” Όλες οι τέχνες είναι αδέρφια” μου λέει και με κοιτάζει πάνω από τα γυαλιά χαμογελώντας…
*Από τη στήλη “Με δυο λέξεις και ένα βλέμμα” της εφημερίδας Έθνος.
Ένα άρθρο για τον υποδηματοποιό των Ανωγείων Βασίλη Κονιό και τον Ράφτη των Αθηνών Κώστα Μαστροκώστα.