Του Γιώργη Σκουλά
Συγγραφέα του βιβλίου:Τα Ανώγεια και η Ιστορία τους

 

Κατά την περίοδο που ο Μουσταφάς επιχειρούσε στα Χανιά, ο Νικ. Τσιριντάνης με επιστολές του τον προτρέπει να πάει στα Σφακιά, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι επαναστάτες. Μία από τις επιστολές του όμως πέφτει στα χέρια των επαναστατών.

Η προς τον Μουσταφάν επιστολή του Τσιρινδάνη.
Εξοχώτατε Αυθέντα προσκυνώ σας.
Έλαβον την Διαταγήν σας, και τα όσα με διατάττετε καλώς έγνωκα, και εις απάντησιν σας λέγω, ότι κατά την θέλησίν σας δεν δύναμαι να έλθω κατ’ ουδένα τρόπον, διότι με παραμονεύουν να με σκοτώσουν· αλλέως, εξοχώτατε, σας λέγω, ότι, μάρτυς μου ο Θεός, έχω μεγάλην επιθυμίαν να έλθω να σας προσκυνήσω και να εξηγηθώμεν και προσωπικώς· αλλά φοβούμαι, διότι είναι πολλοί επαναστάται συνηγμένοι εις την επαρχίαν μας, και ουχί μόνον ξένοι, αλλά και εντόπιοι και από τους ιδίους επαρχιώτας μας, οίτινες μου λέγουν και προσωπικώς ότι θα με σκοτώσουν, και δεν δύναμαι να εύγω εκτός του οσπητίου μου, και ούτε να στείλω άλλον προς το μέρος σας δεν δύναμαι.
Εξοχώτατε, εάν δεν ευγήτε ή εις το Άσκυφον ή εις τον Καλλικράτην, σωτηρίαν δεν έχομεν και κάμετε δι όνομα Θεού να ευγήτε μίαν ώραν αρχήτερα, να κατατροπώσετε τους κακούς, να γλυτώσωμεν όλοι οι φιλήσυχοι από αυτούς, και όταν έλθητε εσείς αμέσως θα έλθωμεν να σας ανταμώσωμεν.
Τα όπλα είναι συναγμένα από Εμπρόσγιαλόν, Ανώπολιν, Αράδηνα, Λυβανιανά, Άγιον Ιωάννην, Ρουμέλην και Μουρή· είναι έτοιμοι και προς είδησίν σας· μάλιστα έφερον και μερικά εδώ, και όταν λάβωμεν ευκαιρίαν θέλομεν σας τα στείλη· είναι όμως πολύ δύσκολον να σταλθούν προς το μέρος σας, εάν δεν ευγήτε εις το Άσκυφον.
Το ελληνικό βαπόρι ήλθε εις την Αγίαν Ρουμέλην (Πανελλήνιον), το απερασμένο σάββατον 29 του απερασμένου μηνός. Το σάββατον την νύκτα εξεφόρτωσεν εκεί αλεύρια και άλλα τρόφιμα, ήγουν κουμπάνια των επαναστατών. Εδώκαμεν όμως την είδησιν εις το βασιλικό βαπόρι του Ασσάν βέη και πρέπει να σας το έγραψε, όστις δεν λέιπει καθημερινώς αποδώ. Περιμένουσι δε πάλιν το ίδιο ελληνικόν βαπόρι να φ΄ρη και ετέρας τροφάς, καθώς εμάθαμεν, αλλά δεν γνωρίζομεν εις ποίον μέρος θα ξεφορτώση· εδώκαμεν όμως την είδησιν και διά τούτο εις τον Ασσάν βέη και το γνωρίζει, και προσκυνώ σας μένω.
Την 3 Νοεμβρίου 1866. Σφακιά.
Ο δούλος σας. Νικ. Τζιρινδάνης.
Υ.Γ. Εξοχώτατε, αν αγαπάς την σωτηρίαν των δούλων σου, των πιστοτάτων ημών υπηκόων σου, κάμετε έλεος δι’ όνομα Θεού να ευγήτε εις την επαρχίαν μας να μας γλυτώσετε, διότι θα μας καύσουν και προς είδησίν σας.
Ο ίδιος. Νικ. Τζιρινδάνης.
Ακριβές Αντίγραφον
Εν Κυδωνία, τη 9 Νοεμβρίου 1866.
(Τ.Σ.) Η Γενική Συνέλευσις των Κρητών.

Ο Μουσταφάς μετά τις επιχειρήσεις στα Χανιά, έρχεται και στρατοπεδεύει έξω από το Ρέθυμνο, με σκοπό να βαδίσει εναντίον του Μυλοποτάμου. Στο Ρέθυμνο λαμβάνει επιστολή από τον άλλο μεγάλο προδότη της επανάστασης, τον Επίσκοπο Λάμπης, Παΐσιο ή Τουρκοπαΐσιο, όπως τον ονόμαζαν οι Κρήτες, και τον προτρέπει να καταστρέψει το Αρκάδι, διότι είναι κέντρο της επανάστασης. 
Ο Πάνος Κορωναίος, γνωρίζοντας την προδοτική στάση του Τουρκοπαΐσιου στέλνει επαναστάτες να τον συλλάβουν. Σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη, του αναφέρει: «… Την στιγμήν ταύτην μανθάνω, ότι ο Αρχιερεύς των επαρχιών τούτων πηγαίνει εις εντάμωσιν του Μουαταφά. Έστειλα να τον συλλάβουν, αλλ’ αμφιβάλλω αν τον προφθάσουν.

Σε ασπάζομαι Ο σος (δικός σας).
Π. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ.
Οι επαναστάτες δεν μπόρεσαν πράγματι, να συλλάβουν τον Τουρκοπαΐσιο. Συνέλαβαν όμως τους αγγελιοφόρους του και την αλληλογραφία του, με τον Μουσταφά. Ο Κορωναίος, την στέλνει στην Γενική Συνέλευση, στα Χανιά. Η Γενική Συνέλευση, αποκηρύττει τον Τουρκοπαΐσιο. Η αποκήρυξη και η αλληλογραφία δημοσιεύονται στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας της επανάστασης «ΚΡΗΤΗ», το τυπογραφείο της οποίας βρισκόταν κρυμμένο στο Φαράγγι της Σαμαριάς. Η Γενική Συνέλευση προτρέπει, όποιον τον συναντήσει να τον σκοτώσει:

ΑΠΟΚΗΡΥΞΙΣ
Του Αρχιερέως Λάμπη Παϊσίου.
Λαέ της Κρήτης!
Σας είναι ήδη γνωστόν το επί τρεις, ολοκλήρους ημέρας παρασταθέν φρικώδες και απαίσιον δράμα εν τω νέω ηρωικό Μεσολογγίω Αρκάδι, εκεί όπου, μη δυνηθέντων των εν αυτώ πολιορκουμένων 250 ενδόξων και αρειμανίων μαχητών, των μιμηθέντων τους εν Θερμοπύλαις Σπαρτιάτας, ν’ ανθέξωσι πλέον εναντίον προσβολής εχθρού, έχοντος δυνάμεις ανωτέρας, και συνεπείς όντες εις τον ιερόν και αμετάτρεπτον όρκον τον οποίον ενώπιον του Υψίστου έδωκαν του να μη παραδοθώσι ζώντες εις τας χείρας του εχθρού, έθεσαν πυρ και ανετινάχθησαν εις τον αέρα και μετ’ αυτών πλείστα γυναικόπαιδα και πλέον των 2.500 Τούρκων· εκεί όπου εισβαλόντος του εχθρού, γέροντες εκρεουργήθησαν, ζώντα βρέφη εις φούρνους κατεκάησαν, εγκύων γυναικών αι κοιλίαι κατεσχίσθησαν, ιεροσυλίαι διεπράχθησαν και πλείστα άλλα κακουργήματα, άτινα κατεσυνεκίνησαν όλον τον κόσμον.
Τίς δε η αιτία όλων τούτωνꓼ Τίς ο οδηγήσας τον εχθρόν εις Αρκάδιꓼ Τις ο προδόσας αυτόꓼ Φευ! Ο αρχιερεύς της επαρχίας Λάμπης, ο εφιάλτης ούτος και ουχί λειτουργός του Υψίστου, όστις, αντί να μιμηθή εν ταις παρούσαις περιστάσεσι της πατρίδος του τον ένδοξον και αοίδιμον εν Καλαβρύτοις Αρχιερέα Γερμανόν, τον αναπετάσαντα την σημαίαν της Ελευθερίας, αντί να μιμηθή τον χάριν της πατρίδος του υποστάντα τον φρικώδη της αγχόνης θάνατον, τον αθάνατον Πατριάρχην Γρηγόριον, τουναντίον εμιμήθη τον Ισκαριώτην Ιούδαν, τον προδόσαντα χάριν αργυρίου τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Όθεν τον τοιούτον Εφιάλτην της πατρίδος παραδίδομεν εις τας αράς ολοκλήρου του Πανελληνίου. Σύ δε, ω λαέ της Κρήτης, αφού τρις αναθεματίσης τον Εφιάλτην τούτον, φρόντιζε, όπως ανακαλύπτεις τους τοιούτους, οίτινες βεβαίως εισίν ολίγιστοι και τιμωρής με θάνατον αυτούς, προς παραδειγματισμόν. Ιδού αι του Εφιάλτου προδοτικαί επιστολαί:
Α:) Η του αρχιερέως προς τον Μουσταφάν.
Εξοχώτατε,
Σας ειδοποιώ, ως προφορικώς εμείναμεν σύμφωνοι, ότι, εις το Αρκάδι πρέπει να υπάγετε διά να το καταστρέψετε, καθότι διά της καταστροφής αυτού επιτυγχάνετε την καταστροφήν όλων των επαρχιών του τμήματος Ρεθύμνης, καθ’ όσον εντός αυτού υπάρχουσιν αι επιτροπαί και τα πολεμοφόδια των ρειθησών επαρχιών.
Και Β:) Η του Πασά προς τον αρχιερέα.
Σήμερον αναχωρώ και πηγαίνω εις το Αρκάδι διά να κάνω εκείνο όπου εμείναμεν σύμφωνοι, αλλά απορώ πως δεν μου εστείλετε εκείνα, τα οποία μου υποσχέθητε και όταν επιστρέψω θέλω να τα εύρω.
(Τ.Σ.) Η Γενική Συνέλευσις των Κρητών.
Παύλος Ανδρέου Μοράκης, Ιωσήφ Χ. Βουρδουβάκης, Ιωσήφ Α. Μανουσογιαννάκης, Α. Ζ. Μπουμπουλάκης, Εμμ. Μ. Θεοδωρίδης, Στυλιανός Δημητρακάκης, Στυλιανός Παππαδάκης, Αλέξανδρος Μαρκάκης, Μάρκος Τζανουδάκης, Παρθένιος Περίδης, Παρθένιος Κελαϊδής, Δημ. Παππαδάκης.
Ζούρβα, τη 30 9βρίου (Νοεμβρίου) 1866.
Ο Μουσταφά Πασάς μετά την προδοσία του Τουρκοπαΐσιου, πηγαίνει και πολιορκεί το Αρκάδι με 12.000 έως 15.000 στρατό. Μετά τριών ημερών πολιορκία οι υπερασπιστές της Μονής, θέτουν πυρ στην πυριτιδαποθήκη και εθελοθυσιάζονται συμπαρασύροντας στον θάνατο περίπου 2.000 έως 2.500 Τούρκους.
Τις λεπτομέρειες της πολιορκίας και ανατίναξης της Μονής, θα τις δούμε εκτενέστερα σε ειδικό κεφάλαιο, στο τέλος της εργασίας μου. Προς το παρόν θα αναφέρω τρία θέματα. Το ένα είναι οι εκθέσεις κάποιου Ρεθύμνιου προς την Κεντρική Επιτροπή της Αθήνας, όπου τους περιγράφει τα γεγονότα από το Ρέθυμνο, όπως τα έζησε.
ΕΚΘΕΣΙΣ
Περί των εν Αρκαδίω συμβάντων.
Ρέθυμνος την 14/26 Νοεμβρίου 1866.
Σπεύδω να σας γνωστοποιήσω το εις την επαρχίαν Ρεθύμνης σπουδαίον συμβεβηκός όπερ έλαβε χώραν κατά την παρελθούσαν εβδομάδα.
Ο Μουσταφά Πασάς διέμεινεν 38 ώρας εις την Πόλιν ταύτην κατά την 6 τούτου και μετά ταύτα συμπαραλαβών όλους τους εκ Χανίων και ενταύθα αυτοκρατορικούς και Αιγυπτιακούς στρατούς Αλβανούς και εγχωρίους απάσης τάξεως, παντελώς εκένωσε την Πόλιν, και εκίνησε με δύναμιν δέκα εξ χιλιάδων ανδρών κατά της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Την νύκτα της 7/19 προς την 8/20 τούτου έφθασεν ο στρατός ούτος έξωθεν της Μονής· κατά την πρωΐαν της 8/20 ο Πασάς επρότεινεν υποταγήν εις τους εν τη Μονή όντας χριστιανούς, οίτινες κατά την ομολογίαν των απαχθέντων αιχμαλώτων ηριθμούντο εις 540 ψυχάς, εξ ων αι 343 ήσαν γυναικόπεδα και 197 άνδρες οικογενειάρχαι και μοναχοί, αυτοί δε απέκρουσαν την πρότασιν περί υποταγής και κατά συνέπειαν ήρχισε τρομερά μάχη.
Μετά μεσημβρίαν της 8/20 έφθασαν ενταύθα αγγελιοφόροι ζητούντες τηλεβόλα και επικουρίαν· απεστάλησαν τοιαύτα, εξήλθον δε και οι ολίγοι μείναντες οθωμανοί προσκληθέντες διά κήρυκος. Την νύκτα 8/20 έφθασαν άλλοι αγγελιοφόροι ζητούντας βόμβας, τας οποίας απέστειλαν διά θαλάσσης μέχρι τινός αποστήματος προς ευκολίαν της μεταφοράς, και την 9/21 την πρωΐαν και άλλα τηλεβόλα, ώστε συνεποσώθησαν τα κατά της Μονής τηλεβόλα εις είκοσι εξ και δύο βόμβας.
Μετά δύο ημερονυκτίων σχεδόν πεισματωδεστάτην, αιματωδεστάτην και καρτερικωτάτην μάχην καθ’ ην οι πολεμούντες χριστιανοί αντέστησαν ηρωϊκότατα εν τη Μονή, κατά της οποίας είχον ρίψει αρκετάς βόμβας και σχεδόν χιλίας διακοσίας βολάς τηλεβόλων, εισήλθον διά της διαρραγείσης μεγάλης πύλης αθρόοι οι οθωμανοί εις την αυλήν της Μονής και εξηκολούθησεν επί εξ έτι ώρας η μάχη. Οι χριστιανοί επυροβόλουν κύκλωθεν από των κελλίων κατά των οθωμανών.
Υπέρ τας δύο χιλιάδες νεκρών και πληγωμένων εκάλυψαν την αυλήν της Μονής. Εκ των 250 τουφεκίων των εν τη Μονή χριστιανών 150 κατήντησαν άχριστα ως εκ του ακαταπαύστου πυρός. Επειδή όμως οι χριστιανοί εθεώρησαν το επί της επί πλέον αντιστάσεως και τον κίνδυνον του να περιέλθωσιν εις χείρας των οθωμανών, επροτίμησαν τον διά χειρός των θάνατον, ον απεφάσισαν εις την αίθουσαν του ηγουμενικού οίκου, όπου συνήχθησαν μετά του πλείστου μέρους των γυναικοπαίδων.
Κάτωθεν της αιθούσης και εντός δεξαμενής τινός ήτο η πυριτιδαποθήκη, επυροβόλησαν επί της πυρίτιδος και ανετράπησαν όλοι απωλεσθέντες, συναπολέσαντες ως εκ της ανατροπής και πλήθος οθωμανών. Εκ των χριστιανών τριάκοντα και εννέα άνδρες, και εξήντα γυναικόπαιδα διέφυγον τον θάνατον της ανατροπής, αλλά, και τοι ζώντες, οι πλείστοι ήσαν πληγωμένοι και περικεκκομένοι, εξ ων δύο μοναχοί· άπαντας τούτους συνέλαβον οι οθωμανοί, τους δε μεταξύ αυτών εξ ευρωπαϊκά ενδεδυμένους έσφαξαν παρευθύς, θεωρήσαντες αυτούς όλους ξένους, ενώ εκ τούτων μόνον δύο ήσαν εθελονταί, οι δε λοιποί όλοι ζώντες και πεσόντες ήσαν Κρήτες εκ των πέριξ της Μονής χωρίων, τα οποία μετά την μάχην διέταξεν ο Μουσταφά Πασάς και επυρπόλησαν.
Μετά την μάχην ταύτην επεδόθησαν οι οθωμανοί εις την λεηλασίαν, εισήλθον εις τον Μεγαλοπρεπή και εκτεταμμένον ναόν του Αγίου Κωνσταντίνου εβεβήλωσαν, έθραυσαν και απήγαγον ό,τι κινητόν ηδύναντο, και μετά ταύτα συλλέξαντες καυστικάς ύλας επεσώρευσαν αυτάς εντός του ναού και έθεσαν πυρ, και εκάη η άχρηστος προς λεηλασίαν του ναού ύλη, επομένως λαφυραγωγήσαντες εντελώς την περιοχήν της Μονής όλης, έθεσαν και αυτόθι πυρ και κατέστρεψαν ό,τι ηδύναντο.
Μετά ταύτα εξαπέστειλε την Παρασκευήν, δηλαδή την 11/23 εις τα εντός της πόλεως ο Μουσταφά Πασάς τα λείψανα των διασωθέντων χριστιανών, ήτοι τριάκοντα τρεις άνδρας, δύο μοναχούς και εξήντα εν γυναικόπαιδα το όλον εννενήκοντα τέσσαρας, τα οποία συνώδευσε μέγας αριθμός στρατιωτών και μη, και κατά των οποίων οι οθωμανοί εξέφερον εντός της αγοράς προς μεγίστην περισφρόνησιν φωνάς και κατάρας. Οι ούτως απαγόμενοι ήσαν εις αθλιεστάτην κατάστασιν, ημιθανείς. Και τους μεν άνδρας έθεσαν εις φυλακάς αμέσως τα δε γυναικόπαιδα μετέφερον εις την εκκλησίαν υπό αυστηράν επιτήρησιν. Μεταξύ των παιδίων υπήρχον νήπια τινά άνευ πατρός και μητρός, και απροστάτευτα και ημιθανή. Αδύνατον να σας εκφράσω την φρίκην ην μοι επροξένησαν αι σκηναί αύται.
Εις την ακμήν της μάχης, ως εκ των συχνών πυροβολισμών των τηλεβόλων τρία εξ’ αυτών διερράγησαν τα οποία παρευθύς αντεκατεστάθησαν δι’ άλλων. Οι δε οθωμανοί διηγούνται οι ίδιοι ότι ιδίοις όμμασιν είδον τινάς χριστιανούς εξελθόντας των παραθύρων της Μονής εντός της περιοχής, αλλ’ ιδόντες το αδύνατον του να διαφύγωσι τας χείρας των, ως απανταχόθεν περικυκλωθέντες, επροτίμησον και έπεσαν εισερχόμενοι εκ νέου εντός της πυράς και απέθανον.
Ο Καθηγούμενος Γαβριήλ μαχόμενος καρτερικώς αντέστη επί πολύ, αλλ’ επί τέλους αυτοχειριάσθη μόνος προτιμήσας τον θάνατον της υποταγής.
Την Πέμπτην ήτοι την 10/22 από την πρωΐαν, ήρχισεν η μεταφορά των πληγωμένων οθωμανών εντός της πόλεως, και διήρκεσεν ακαταπαύστως δι’ όλης της ημέρας, εξηκολούθησε δε και την νύκτα και την επιούσαν, ώστε έλαβον μεγάλην ανάγκην από νοσοκομεία και οικήματα διά να τους νοσηλεύσωσι. Μεταξύ αυτών υπάρχει βαρέως τραυματισμένος ο Γαμβρός του Μουσταφά Πασά Σουλεϊμάν – μπέης και ικανοί ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί.
Η μεγάλη και εκτεταμένη αυλή της Μονής ήτον όλη κεκαλυμμένη με πτώματα οθωμανών, εντός δε των αγιασμάτων τα πτώματα των χριστιανών ανδρών και γυναικοπαίδων, εκ των οποίων πέντε χριστιανοί πληγωμένοι βαρέως και εις αβλαβής επροσποιούντο ως θανατωθέντες, αλλ’ εις οθωμανός εκ Ρεθύμνης πονηρός, λαβών εις την χείρα του κηρίον ανημμένον ενέπηγεν εις την μύτην όλων των νεκρών, εξ ων ανεύρισκε τους ζώντας, τους οποίους και έσφαξαν όλους, πέντε τον αριθμόν.
Οι οθωμανοί διηγούμενοι την μάχην θαυμάζουν και εξυμνούν την καρτερίαν και τον ηρωϊσμόν των εν τη Μονή ευρεθέντων χριστιανών, λέγοντες ότι παρομοία αντίστασις εκ μέρους τόσον ευαρίθμων μαχητών ποτέ εν Κρήτη άλλοτε δεν έγεινεν, αλλ’ ούτε τοσαύτην φθοράν και οι οθωμανοί υπέστησαν.
Ο μεγαλοπρεπής ούτος ναός, η περί αυτόν ευεγετικωτάτη τοις απανταχού της νήσου πτυχοίς αύτη Μονή του Αρκαδίου, η ιδρυθείσα προ οκτακοσίων ετών, η σεβασθείσα και διασωθείσα παρά πολλών άλλων αλλοφύλων εις διαφόρους καταστρεπτικάς επαναστάσεις και πολιτικάς τρικυμίας, έμελλεν επί τέλους εις την εποχήν του ακμάζοντος πολιτισμού να καταστραφή παντελώς και να γείνη ερίπειον παρά του αυτοκρατορικού επιτρόπου Μουσταφά Πασά. Λυπηρόν και διδακτικόν τη ανθρωπότητι θέαμα.
(Εκ του Γραφείου της Κεντρικής Επιτρπής).

ΕΝ ΡΕΘΥΜΝΗ 26 Νοεμβρίου 1866.
Κύριε.
Το εν τη Μονή Αρκαδίου δράμα είναι πολυδακρύτερον ή όσον το κατ’ αρχάς σας έγραψα. Δεν ήσαν τα εν τω αυτώ θύματα 540 ψυχαί, αλλά σχεδόν διπλάσιαι, 966, εξ ων 325 άνδρες, μεταξύ των οποίων και καλόγηροι, αι δε λοιπαί γυναίκες και παίδες. Εκ των ανδρών 250 μόνον ήσαν πολεμισταί, οι δε λοιποί ανίκανοι να φέρωσιν όπλα, άπαντες δε Κρήτες, εκτός 16, οίτινες ήσαν εθελονταί έξωθεν ελθόντες.
Εκ των ειρημένων 966 ατόμων 94 μόνον επέζησαν, ήτοι 62 γυναίκες και παίδες ή βρέφη και 33 άνδρες, οι πλείστοι πληγωμένοι και εξηντλημένοι από τους κόπους, τας εντυπώσεις και τας κακώσεις. Τα δυστυχή ταύτα πλάσματα ρακένδυτα και άσιτα έφερον ενταύθα πεζή· μη δυνάμενα δ’ ένεκα σωματικής αδυναμίας ή τραυμάτων να βαδίζωσι, τα έδαιρον οι άσπλαγχνοι εκείνοι νικηταί. Μάλιστα δ’ εσώθησαν και άλλα άτομα, αλλά μη δυνάμενα να βαδίζωσι τα έσφαξαν καθ’ οδόν ως όντα περιττά.
Φρίττει τις αναλογιζόμενος τα δεινά, όσα οι μάρτυρες εκείνοι της ελευθερίας υπέστησαν. Αλλ’ η καρδία του ανθρώπου συντρίβεται εις το εξής γεγονός. Αφού οι ήρωες εκείνοι αντέστησαν όσον ηδυνήθησαν, και αφού διά της εκπυρσοκροτήσεως της πυριτιδαποθήκης έδωκαν εις εαυτούς τον θάνατον, 28 γενναίοι, (ήσαν από τα χωριά Ζωνιανά, Λειβάδια, Κράνα του Μυλοποτάμου), ευρισκόμενοι εις την αντίθετον πλευράν της Μονής, εντός των εστιατορίων, εξηκολούθουν να μάχωνται και να φονεύωσι τους Τούρκους. Αφού εξήντλησαν τα πολεμοφόδια των, είπον εις τους Τούρκους, ότι παραδίδονται εις αυτούς, αν τοις δοθή υπόσχεσις, ότι δεν θέλουν τους κακοποιήση. Οι άπιστοι έδωκαν τοιαύτην υπόσχεσιν, ορκισθέντες εις τον Μωάμεθ και εις την κεφαλήν του Σουλτάνου, ότι δεν θέλουν τους βλάψη. Οι δυστυχείς εκείνοι, δόντες πίστιν εις όρκους τοιούτους, παρεδόθησαν· πλην, αφού τοις αφήρεσαν τα όπλα, έκοψαν τας κεφαλάς όλων, τας οποίας εκύλιον, προ των ποδών των γυναικών. Το αποτρόπαιον τούτο συμβάν όπερ καταντά απίστευτον, ήκουσα παρά γυναικός αυτόπτου, ήτις με πύρινα δάκρυα μοι το διηγείτο.
Οι φονευθέντες και τραυματισθέντες Τούρκοι υπολογίζονται εις τρεις περίπου χιλιάδας. Εκ τούτων τους νεκρούς έρριψαν εντός των εκεί δεξαμενών ή εντός μεγάλων λάκκων. Με τι δε φαντάζεσθε, ότι εσκέπασαν τους τάφους, κρύπτοντας τα βέβηλα πτώματα; Οποία φρίκη… με τας εικόνας των Αγίων…. Των δε χριστιανών τα πτώματα αφήκαν άταφα, βοράν των ορνέων και των κυνών. Εις ακτίνα μίας ώρας δεν δύναται τις ένεκα της αποφοράς να πλησιάση.Και λοιπόν ερωτώμεν· αξίζει η εν τη Ευρώπη διατήρησις των Τούρκων τοιαύτας εκατόμβας; Δίκαιε ΘΕΕ! Διά να ζήσωμεν ημείς οι Έλληνες ως έθνος, πρέπει να σχηματίσωμεν ποταμούς με το αίμα μας, και όρη με τα οστά μας;Παύω… διότι δεν δύναμαι να κρατήσω τα δάκρυα μου.

Όπως όλες οι εκθέσεις και αναφορές από την ελληνική πλευρά αναφέρουν, οι Τούρκοι νεκροί και τραυματίες του Αρκαδίου ήταν περίπου 2.500 έως 3.000. Η έκθεση όμως που απέστειλε ο Μουσταφάς στον Σουλτάνο και είδε το φως της δημοσιότητας στις εφημερίδες της Τουρκίας και Ευρώπης, αναφέρει 71 νεκρούς και 164 τραυματίες.
Σαφώς, σε μία μάχη 3 ημερών όπου οι Τούρκοι επιτίθενται στους αμυνόμενους, και με δεδομένη την έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη, ο αριθμός φαντάζει υπερβολικά μικρός. Αυτό όμως είναι κάτι, που θα πρέπει να το δούμε κάτω από το πρίσμα του επικοινωνιακού παιχνιδιού των δύο μερών, για ευνόητους φυσικά λόγους. Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση.
Η μανία όμως των Τούρκων δεν σταμάτησε στην καταστροφή της Μονής αλλά κατέστρεψαν και όλα τα μετόχια της. Από έγγραφο που αναφέρεται στην καταστροφή των χωριών του νομού Ρεθύμνου διαβάζουμε:
*Μονή Αρκαδίου. Κατεστράφη μετά των Μετοχίων της, Κόκκινου Μετόχι, Κακαλιανά, Χαμαλέβρι Πρίνου, Λατζιμά, Κουμαρέ, Αγίου Αντωνίου, Ελεύθερνα, Μελισουργάκη, Αστιρακιά, Περβόλιας, Μιλιώτισα, Δαφνέ, Βένη, Κακ, Αμπελούζον ή Καστέλη της Μεσαράς.
Σε ειδικό κεφάλαιο, που θα αναπτύξουμε στο τέλος της εργασίας για την πολιορκία του Αρκαδίου θα αναφερθούμε εκτενέστερα και στην τύχη των αιχμαλώτων του Ρεθύμνου αλλά και ποιοί και με ποιό τρόπο προσπάθησαν να τους απελευθερώσουν.
Ο Μουσταφάς, αφού επέστρεψε στο Ρέθυμνο, έστειλε ένα τούρκικο πολεμικό στο Ηράκλειο και μετέφερε τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Διονύσιο στο Ρέθυμνο. Ο υποπρόξενος της Ελλάδας στο Ηράκλειο Ιωάννης Μπαρουξάκης, σε επιστολή του προς τον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, αναφέρει:
«Το οθωμανικόν ατμοκίνητον όπερ αφίχθη ενταύθα την 14 τρέχ. Μηνός και έφερε την είδησιν της καταστροφής του Αρκαδίου, ανεχώρησεν αυθημερόν ο Μητροπολίτης Κρήτης διά να διαδηλώση την προς τους οθωμανούς λατρείαν του, επεβιβάσθη εν τω ειρημένω ατμοπλοίω και μετέβην εις Ρεθύμνην διά να προσκυνήση και συγχαρή τον Μουσταφά Πασσά διά τας διαδοθείσας νίκας του…».
Και παρακάτω «…ο δε Υποπρόξενος της Αγγλίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός την ημέραν της δεκάτης τετάρτης του μηνός ύψωσε την σημαίαν, το εσπέρας ετίμησε την νίκην των οθωμανών διά μεγάλης φωταψίας, ενθουσιασμόν τον οποίον απέφυγον να μιμηθώσιν οι κάτοικοι οθωμανοί του Ηρακλείου».
Το Αρκάδι, όπως αποδεικνύεται από τα διάφορα έγγραφα της επανάστασης, φαίνεται ότι υπήρξε έργο ιερέων. Ο μεν Τουρκοπαΐσιος πρόδωσε το Αρκάδι, ο Εθνομάρτυρας Ηγούμενος Γαβριήλ το υπερασπίσθηκε, και ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Διονύσιος πήγε να συγχαρεί τον σφαγέα του Ποιμνίου του. Και οι δύο αυτοί ιεράρχες, μη Κρήτες, υπήρξαν οι μεγάλοι προδότες της Επανάστασης του 1866 – 69 οι οποίοι λειτούργησαν περισσότερο ως Ιμάμηδες του Βαλιδέ Τζαμιού και όχι ως απεσταλμένοι της μεγάλης του Χριστού εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενδιαφερόμενοι όπως δείχνουν τα ιστορικά στοιχεία, περισσότερο για τον <χρυσό> παρά για τον Χριστό.
Η διαγωγή δε του Διονύσιου υπήρξε τόσο σκανδαλώδης, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στα πλαίσια των περιορισμένων δυνατοτήτων του, προσπάθησε να τον «μαζέψει», ανακαλώντας τον στην Κωνσταντινούπολη και διορίζοντας αντικαταστάτη στην θέση του. Αυτός όμως επέστρεψε τον Σεπτέμβριο του 1867, συνοδεύοντας τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Ααλή Πασά και άρχισε να στέλνει επιστολές προς τους οπλαρχηγούς, ζητώντας τους να δηλώσουν υποταγή.
Οι εκπρόσωποι του Κρητικού λαού προχώρησαν στην αποκήρυξή του,αλλά όπως μας αποκαλήπτουν άλλα έγγραφα έπαψαν να αναγνωρίζουν τη δικαιοδωσία του Οικ. Πατριαρχίου στη Κρήτη,εντάσωντας την Εκκλησία της Κρήτης στη δικαιοδωσία της εκκλησίας της Ελλάδως, εξαναγκάζοντάς τον το 1868 να εγκαταλείψει την Κρήτη κατοισχιμέος καθώς δεν μπορούσε να σταθεί πλέον ως ποιμένας σε ένα ποίμνιο που τον θεωρούσε προδότη της πίστης και της πατρίδας. Είναι ο άνθρωπος αυτός που για να ωραιοποιηθεί η εικόνα του και να μπορέσει πετύχει τους στόχους του, παραποιήθηκε βάναυσα η ιστορία την Κρητικής επανάστασης. Είναι ο μεγάλος φωτοσβέστης όπως τον ονομάζουν ο Βασ.Ψιλάκης και ο Νικ. Τσιριντάνης των Ελληνικών γραμάτων στη Κρήτη. Τις λεπτομέρειες όμως, καθώς και τα σχετικά έγγραφα θα τα δούμε, καθώς προχωρά η εργασία.
Ένα άλλο θέμα που θέλω να θίξω, και θα εξηγήσω και το γιατί, έχει σχέση με τον πυρπολητή της Μονής. Ο Παναγιώτης Κριάρης, στο βιβλίο του για την Επανάσταση του 1866 – 69, αναφέρει σχετικά: Σελ. 258 – 259.
«Κατ’ επιστολήν δε, υποβολιμαίαν πιθανώς καθ’ ο με υπογραφήν δυσανάγνωστον ανδρός ευρεθέντος εντός της μονής, άγνωστον όμως αν αποσταλείσαν εις τον προς ον όρον, και κατατεθειμένην εις το ιστορικόν εν Χανίοις Αρχείον της Κρήτης: την νύκτα της 8ης εκατέβη από ένα παράθυρον ο παπά – Νικόλαος Κρανιώτης, ο οποίος μετέβη εις τον αρχηγόν (Κορωναίον) και του εδήλωσεν ότι δεν εδειλίασαν οι εν τη Μονή αλλά από 250 όπλα μόνον τα 100 έμειναν ακόμη χρήσιμα.
Το πρωΐ της άλλης ήρχισαν να ρίχνουν δύο πεδινά πυροβόλα, τα οποία έστησαν από την ανατολική θύραν και περί το απόγευμα ήνοιξαν δύο χαλάστρας εις το τείχος. Έγινε τότε γενική έφοδος αλλά καταστράφηκε τότε ολόκληρον το 1ον τάγμα του Μουσταφά. Μετά ανάπαυσιν επανελήφθη και 4 τάγματα εισόρμησαν εις την χαλάστραν. Τα παράθυρα και οι πολεμίστρες εξερρεύγοντο ζωηρόν πυρ και οι οθωμανοί εγέμισαν την αυλήν με πτώματα. Το μοναστήρι είχε πέσει και ο Ιωάννης Σκουλάς έθεσε πυρ εις τα πυρομαχικά. Τι συνέβη δεν λέγεται. Καπνοί, ξύλα, πέτρες μας σκέπασαν όλους».
Ο κύριος Κριάρης αναφέρει ότι, η επιστολή ίσως είναι υποβολιμαία. Είναι σαφώς η προσωπική του άποψη και δικαιούται να την εκφράζει. Οι ειδικοί όμως είναι αυτοί που θα αποφανθούν οριστικά. Δύσκολο πάντως να την τοποθέτησαν Ανωγειανοί και να μην ήξεραν ότι είναι Μανώλης το όνομά του. Είναι πάντως η δεύτερη επιστολή μέσα από τη Μονή που αναφέρει λανθασμένα το όνομά του, καθώς σε άλλη που έχει σταλεί προς τον Πάνο Κορωναίο, αναφέρεται ως Νικόλαος Σκουλάς.
Το ζητούμενο όμως, στο οποίο αναφέρομαι, είναι άλλο. Οι «Κακές Γλώσσες», σήμερα λένε ότι η επιστολή έχει εξαφανιστεί από το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στα Χανιά. Δεν το γνωρίζω προσωπικά. Η επιστολή θα αναζητηθεί επίσημα και αρμοδίως. Ίσως η γραφολογική εξέταση της με την πρώτη επιστολή, ίσως να μας αποκαλύψει την πρώτη γραπτή μαρτυρία μέσα από το Αρκάδι για τον Εμμ. Σκουλά ως πυρπολιτή. Γνωρίζουμε ότι ο Εμμ.Σκουλάς είχε τραυματιστεί στο χέρι και ίσως να μην μπορούσε να υπογράψει. Εάν πάντως, έχουν δίκιο οι «Κακές Γλώσσες», τότε…κάτι δεν πάει καθόλου καλά! Ίσως η γραφολογική εξέταση των δυο επιστολών να τρομάζει κάποιους.

 

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ:
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΠΑΣΑ

Μοιραστείτε το

-

-->