Ο Μιλτιάδης Ξυλούρης του Ξυδάκη έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιανουαρίου σκορπίζοντας θλίψη στο χωριό όντας ένας μεγάλος μερακλής, καλός οικογενειάρχης και ξεχωριστός άνθρωπος.
Με ένα συγκινητικό κείμενο που έστειλε στην ΑνωΓη τον αποχαιρετάει η κόρη του Ελένη.
Ακριβέ μου μπαμπά …
Ω την παντέρμη ταχινή και πως θα τση ξεχάσω
αυτό τηλεφώνημα πως θα το ξεπεράσω.
«Έλα κι επάγωσε ο μπαμπάς» έλεγε η αδερφή μου
Τι λες; ετόλμησα να πω και άλλαξε η ζωή μου.
Κι ήρθα κι εσύ ατάραχος, ακίνητος στο στρώμα
πρώτη φορά ασάλευτο έμενε αυτό το σώμα.
Καμιά φωνή δε σε κουνά κι ο πόνος μεγαλώνει
μία στιγμή και μια ζωή επέρασε τελειώνει.
Και δε γιαγέρνει η στιγμή κι ακόμη δε σαλεύγεις
τα δάκρυα πληθαίνουνε που πας; γιάιντα μισεύγεις;
Θεριεύει μέσα μου ο καημός κι ο χρόνος πως διαβαίνει
δε νιώθω τίποτα σχεδόν και η καρδιά σκληραίνει.
Πόσες φορές εκέρδισες σε μάχες του θανάτου
και τώρα ήντα σου’ταξε κι εσίμωσες κοντά του
Τίνος θα λέω «ε Μπαμπά» και ποιος θα’ ποιλογάται
που ’ναι το βλέμμα που ’βλεπα κι έλεγα δε φοβάται.
Και χάνομαι στσοι θύμησες μέσα στην αγκαλιά σου
κι αναστορούμαι άλλες στιγμές μα και τη μυρωδιά σου.
Έλεγες πως ο κύκλος σου έκλεισε τώρα φτάνει
να τυρανάσαι η ζωή το νόημα το χάνει.
Κι έφυγες μες στον ύπνο σου ατάραχος κι ακμαίος
κι ήσουνε πάλι δυνατός περήφανος γενναίος.
Και δα μπαμπά ελλάξανε τα πάντα στις ζωές μας
κι όλο σε σένα στρέφονται σαφή οι αναφορές μας,
είπε ο μπαμπάς κι είπε ο μπαμπάς ήντα πως το’πε λέω
και χώνομαι να μη με δουν και κάθομαι και κλαίω.
Η μάνα τώρα δε μπορεί κι ας προσπαθεί κι εκείνη
ένα αβάσταχτο κενό η φεύγα σου αφήνει.
Ως λέει πάει ο ασκιανός απού’χε χρόνια τώρα
ποια σκέψη να’ναι γιατρικό να γλυκαθεί η ώρα.
Πενήντα χρόνια μια ζωή πώς να εξιστορήσεις
που είχε απ ’όλα μα ανθρωπιά απ’ όπου κι αν τση ‘γγίξεις.
Τα λόγια σου ήτανε σαφή λίγα και μετρημένα
τα μερακλίκια σου πολλά καλά και σπουδαγμένα.
Οι φίλοι σου δακρύζουνε κανείς δε το πιστεύει
πως μια πηγή που’ χει νερό απότομα στερεύγει.
Και χιόνι ως δε το ’θελες εχθρός η των οζώ σου
σου κλούθα και σε σκέπασε κι εδά στο μισεμό σου.
Μπαμπά μου λείπει η αρχοντιά η όμορφη θωριά σου
κι αυτή η βροντερή φωνή στο ανατράνισμα σου.
Έλλαξε και το σπίτι μας σκοτείνιασε ο τόπος
και όσα φώτα να ανοιχτούν άδικος είναι κόπος.
Στη καθεμιά χαιρετισμό έκανες να διαφέρει
και μια αγκαλιά βασίλειο ζεστή σα μεσημέρι.
Κι εδά μπαμπά μου δε γροικάς ούτε τα κλάματα μας
ούτε σε νοιάζει η αφορμή στ’ αναστενάγματα μας.
Λείπεις μπαμπά κάθε στιγμή στη κάθε μέρα μέσα
γιατί ήσουνα αληθινός με λόγο και με μπέσα.
Λείπει μπαμπά η σκέψη σου και το χαμόγελο σου
λείπει ακόμα κι η στιγμή του « διάλε το στανιό σου».
Όλα σου λείπουν κι άλλαξε για κάθε μια η εικόνα
σαν ένα κτίρι που έκοψε η κεντρική κολώνα.
Θολώσανε τα μάθια μας η όψη μας αλλάζει
λέμε για σένα κι η καρδιά τση κάθε μιας λουπάζει.
Ξέρεις δεν έβγαινε φωνή εκείνη την ημέρα
κι εστέκαμε κι επιάναμε η μια τσ’αλλής τη χέρα,
τα σωθικά μας σκίστηκαν λυγίσανε οι καρδιές μας
κι έχουμε πόνο δυνατό που καίει τις ψυχές μας.
Πολλά ήταν τα μαθήματα που έδινες κάθε μέρα
μα ξέρεις το καλύτερο σαν έπιανες τη χέρα,
κι έλεγες χώρια καθενούς το σ’ αγαπώ στ’ αλήθεια
σαν τη νεράιδα μαγικός ήσουν στα παραμύθια,
απου σε ’κάνει ατρόμητο, γενναίο, διοματάρη
πολεμιστή και ταπεινό, άθρωπo προπατάρη.
Να σοζυγιάζεις ήθελες τη κάθε λέξη πάντα
να μη σε παρασύρουνε του χρόνου τα συμβάντα.
Μπαμπά πονώ και δε μιλείς, κοντώ και δε σε νοιάζει;
κλαίω φωνιάζω νευρικά μα πράμα δεν αλλάζει
παρακαλώ σε ευλαβικά στο όνειρο να σιμώσεις
έστω για λίγο τη χαρά που σ’ είδα να μου δώσεις.
Ελένη Μιλτιάδη Ξυλούρη
Post Views: 116