
”Ο Κόσμος Του Ονείρου”
Οψάργας που επρόβαιρνε τ’ ολόχρυσο φεγγάρι
κι ερχότανε κανακιστά ο ύπνος να με πάρει
παρέα με το όνειρο σε άλλους τόπους πήγα
που ξυπνητός μου φαίνεται ποτέ μου πως δεν είδα.
Εβρέθηκα σε ενα μπαξέ πουχε’νε μέσα βιόλες
χιλιώ λογιώ και εξάνοιγα πως να τσι κόψω όλες.
Είσανιε μέσα και δεντρά πιτήδεια φυτεμένα
με τέχνη και με μαστοριά,ομορφοσκαλισμένα.
Και γύρω γύρω ήτανε τράφοι ψηλοί χτισμένοι
να μη μπορεί ο καθά εις μέσα να μπαινοβγαίνει.
Κι είχε μια πόρτα αργυρή κι ασημοστολισμένη
με μια μεγάλη ζωγραφιά στη μέση καμωμένη.
Κι έδειχνε το Χάροντα στο μπέτη χτυπημένο
με ενα σπαθί απο ‘να νιό ,ψηλό κι αντρειωμένο.
Μέσα εκατοικούσανε ανθρώποι μονιασμένοι
χωρίς κακίες και μάνητες,μόνο αδερφωμένοι.
Κι εσύντρεμε ο γεις τ’αλλού σ’ ότι κι αν αρχινούσαν
και όταν τελειώνανε ξέγνοιαστοι εγλεντούσαν.
Ω το παντέρμο όνειρο και να ‘χε ξεδειλιάνει
έτσα να ζει ο άνθρωπος ίσαμε να ποθάνει.