Ο Γεώργιος Ξυλούρης “Ζωνός” με τη σύζυγο του Αντιόπη Βρέντζου του “Στριφίτσο”

Αφήγηση στον π. Ανδρέα Κεφαλογιάννη

Επιμέλεια: Γιώργης Μπαγκέρης

Ανώγεια 1946.Δυο μόνο χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα του Χωριού από τους Γερμανούς οι ξεριζωμένοι Ανωγειανοί επιστρέφουν δειλά-δειλά στον τόπο τους και χτίζουν με αίμα και ιδρώτα τα φτωχικά σπίτια τους από την αρχή, για να στεγάσουν τις οικογένειες τους οι περισσότερες από τις οποίες αριθμούσαν και πολλά μικρά παιδιά. Φτώχεια, δυστυχία, πείνα και απόγνωση, αλλά το πείσμα και η επιμονή των Ανωγειανών έφερε ξανά ένα χωριό να γεννιέται μέσα από τις στάχτες του και να στέκει όρθιο και περήφανο έκτοτε στους πρόποδες του Ψηλορείτη.

Ο Εμμανουήλ Ξυλούρης “Ντομπλούκος” σε νεανική ηλικία

Στο Περαχώρι έχτισε και ένα μικρό φτωχό καλύβι και ο Γεώργιος Ξυλούρης ή “Ζωνός”, στεγάζοντας τη γυναίκα και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά του, αλλά μέσα του έκαιγε πάντα η επιθυμία του για την ολοκλήρωση ενός τάματος που έκανε όταν γύρισε από την Μικρά Ασία το 1924, όντας για παραπάνω από ένα χρόνο αγνοούμενος και θεωρούμενος από όλους τους συγχωριανούς του ως νεκρός. Ο “Ζωνός” στις δύσκολες στιγμές του στη Μικρά Ασία, ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου Φανουρίου για να αξιωθεί να επιστρέψει στα Ανώγεια. Και δεν ήταν τυχαία η επιλογή του καθώς όπως ανέφερε σε όλους “ζήτησα τον Άγιο Φανούρη γιατί ήτανε και αυτός βοσκός σαν και μένα!”

Και τα κατάφερε λίγα  χρόνια μετά την επιστροφή του στα Ανώγεια μετά το Ολοκαύτωμα. Ο Άγιος Φανούριος θεμελιώνεται και το 1950, με τον “Ζωνό” περήφανο να στέκει  γίνεται η πρώτη Θεία Λειτουργία στο Ναό στα “Πετραδολάκια” παρουσία όλης της οικογένειας των Ξυλούρηδων, που στην αρχή μπορεί να τον αποθάρρυνε από το χτίσιμο της, λέγοντας του να κοιτάξει πρώτα το σπίτι του και μετά τις εκκλησίες, αλλά στην πορεία των εργασιών όλο τον βοήθησαν να ολοκληρώσει το τάσιμο του, σπρωγμένοι ίσως και αυτοί από μια ανώτερη δύναμη που έκαμψε τις αμφιβολίες τους! Σήμερα 70 χρόνια μετά το πανηγύρι του Αγίου Φανουρίου είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ξακουστά ολόκληρης της Κρήτης συγκεντρώνοντας κάθε χρόνο εκατοντάδες  κόσμου.

Ο Εμμανουήλ Ξυλούρης ή «Ντομπλούκος» βοσκός στα “Πετραδολάκια”

Την συγκλονιστική αφήγηση της ιστορίας  του Γεωργίου Ξυλούρη “Ζωνού” κάνει στην ΑΝΩΓΗ η μικρότερη κόρη του Λευκοθέα Σμπώκου (σ.σ σύζυγος Αριστείδη του Ατζαρά) καθώς και ο γιος του Εμμανουήλ Ξυλούρης  ή “Ντομπλούκος” που ακολούθησε δεκαετίες μετά τα χνάρια του πατέρα του και έχτισε τον δικό του Άγιο Φανούριο στην περιοχή Κοκκίνη Χάνι όπου ζει και διοργανώνει ένα ξεχωριστό πανηγύρι.Τα δυο από τα τέσσερα παιδιά του Γεωργίου Ξυλούρη (σ.σ τα άλλα δυο είναι ο αείμνηστος  Νίκος Ξυλούρης  ή “Μούτσος” και η Ελένη, σύζυγος του Ανδρέα Χαιρέτη ή Μπολόνη), μιλάνε στον πάτερ Ανδρέα Κεφαλογιάννη και ξετυλίγουν το κουβάρι της ιστορίας και της επιμονής του πατέρα τους να εκπληρώσει το τάμα που τον γλίτωσε στη Μικρά Ασία!

Στο μέσον ο Γ.Ξυλούρης “Ζωνός”. Αριστερά ο αείμνηστος γιος του Νίκος Ξυλούρης “Μούτσος”, δεξιά ο Εμμ.Ξυλούρης “Ντομπλούκος”

Η 78χρονη σήμερα Λευκοθέα Σμπώκου, σύζυγος Ατζαραριστείδη

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΟΘΕΑΣ ΣΜΠΩΚΟΥ

Εννέα χρονών παιδί ήταν η Λευκοθέα (σ.σ γεννημένη το 1941), όταν θεμελιώθηκε το 1950 η εκκλησία στα Πετραδολάκια. Ως παιδί όμως θυμάται την επιμονή του πατέρα της, τον αγώνα που έκανε για να τη χτίσει κουβαλώντας αρχικά μόνος του τα υλικά και στη συνέχεια αφού κάμφθηκαν οι όποιες αντιρρήσεις, με τη συμμετοχή όλων των Ξυλούρηδων! Με πρωτομάστορα τον  γέρο “Κόρκολο”(σ.σ Νίκος Σαλούστρος) χτίζεται η εκκλησία, ενώ η Λευκοθέα αναφέρει τις αφηγήσεις του πατέρα της από τη Μικρά Ασία και πως έκανε το τάμα στον Άγιο Φανούριο, αλλά και για ένα δεύτερο τάμα του στον Άγιο Γεώργιο και ένα μικρό εκκλησάκι μέσα στο χωριό που έχτισε επίσης ο Ζωνός. Αναλυτικά η αφήγηση της στον π.Ανδρέα Κεφαλογιάννη:

“Τον πατέρα μου τον πιάσανε στη Μικρά Ασία. Έκαμε,ένα χρόνο θαρρώ, πολύ καιρό έκαμε εκεί. Μέρα νύχτα παρακαλούσε τον Άγιο Φανούριο. Επειδή ήτανε λέει βοσκός ο Άγιος Φανούριος. Και έλεγε “Άγιε μου Φανούρη μου, βοήθησε με να πάω στον τόπο μου, να σου κάμω εκκλησία να σε προσκυνώ. Αυτό ήτανε το τάσιμο του.

Είχε και άλλο ένα τάσιμο που έκαμε τον Άγιο Γεώργιο, ένα εκκλησάκι. Εκοιμούντουνε σε μια πεζούλα, και μια μέρα έπιασε και την ξεσκόνιζε, την έσαζε και ήτανε μια τάβλα εκειά. Γυρίζει την τάβλα και θωρεί τον Αι Γιώργη. Και λέει “Παναγία μου, Άγιε μου Γιώργη, τόσονα καιρό σε έχω και εκοιμούμουνε και δε το κάτεχα;” Και για αυτό επήγε εδώ πιο πέρα και έκαμε το εκκλησάκι. Πρώτα έκαμε τον Αι Γιώργη και μετά το άλλο.

Τον Άγιο Φανούρη τον έκαμε το 1950, εγώ ήμουν εννιά χρονών. Τόνε ξεκίνησε μοναχός. Είχε τον γέρο  “Κόρκολο” μάστορα και έκαμα εγώ εκειά 40 μέρες μαζί με όλους, και είχε και τον γιο του τον Νέαρχο εκειά σαν κοπέλι, για να τρώει λέει βραστόγαλο γιατί ήτανε άρρωστο. Και επαίζαμε εκειά στσι γούρνες και επηγαίναμε και εγιαγέρναμε, τέλος πάντων εκάμαμε εκειά σαράντα μέρες. Εκουβάλουνε ο πατέρας μου από τα κτήματα αμμουδάρες, τσιμέντα. Μοναχός τόνε ντάκαρε. Μετά δεν έβγαινε. Και τόνε λέει “μωρέ σεις κοπέλια, έτονε το πράμα εντάκαρα γιατί ήμουνε ταμένος, εδά εάν μπορείτε και θέτε να βοηθήσετε να τόνε ξετελέψουμε”.

Όλοι έδειξανε προθυμία όμως.Όλοι είπανε να βοηθήσουμε. Και βοηθήσανε όλοι. Τάξε πως είναι εδα και θωρώ την “Μπαμπακιούδενα” (σ.σ η Ζαφειρένια Ξυλούρη) και εβάστανε τα λεφτά στη χέρα και του λέει “Ζωνέ, πάρε τα!”. Τη θυμούμαι, ήμουνε κοπέλι σου λέω. Όλοι βοήθησαν. Έκανε ο γης το κόνισμα, ο άλλος το τέμπλο και άλλα. Εγροικουνα το πατέρα μου και έλεγε “το τέμπλο θέμε ακόμη και είναι τόσηνα  Αγίοι και πρέπει να τσι κάμουμε”. Έτσι έκαμε την εκκλησία του Άγιου Φανούρη.

Τον καιρό που ήτανε στη Μικρά Ασία, κάθε Σαββάτο αργά, επήγαινε η αδερφή του στο Δισκούρι με τα πόδια! Η Αντωνοβασίλενα. Την είχε ταμένη η Μάνα τσι. Και της έλεγε “θα πηγαίνεις γιατί έταξα το γιο μου να ‘ρθεί. Και θα πηγαίνεις στο Δισκούρι να θυμιάζεις”.

Επήγαινε λοιπόν κάθε Σάββατο. Του είχανε κάνει και κόλλυβα! Τον θεωρούσανε ότι ήτανε σκοτωμένος τότε όλοι στο χωριό. Έκαμε εκεί πολύ καιρό. Τελικά όμως πως εξετρύπηξε και γύρισε στα Ανώγεια δε γατέχω.Τόνε γροίκουνα τον πατέρα μου και τα έλεγε όλα αυτά. Ερχόταν και ο Ψαρογιώργης, του Ψαρονίκο ο πατέρας, που ήταν και αυτός στη Μικρά Ασία. Θυμούμαι που ερχόταν στο σπίτι μας. Και στην αρχή ελέγανε για τον ποταμό Σαγκάριο. Με συγχωρείτε κιόλας αλλά ελέγανε “Εκατούρησες Σαγκάριο;” και μετά ξεκινούσανε τα τραγουδια τσι Μικράς Ασίας και λέγανε και τις ιστορίες τους εκεί.

Στην αρχή που ξεκίνησε την εκκλησία δεν ήτανε όλοι σύμφωνοι με αυτό. Πολλοί του λέγανε “Μα τα κοπέλια σου μωρέ δυστυχούνε και εσύ θα κάνεις εκκλησίες;”. Και απαντούσε “Εγώ γατέχω ίντα έσυρα εκειά που ήμουνε και ο Άγιος Φανούριος με βοήθησε και ξετρύπηξα”. Και έλεγαν μετά κάποιοι “και γιάντα μωρέ έκαμες τον Άγιο Φανούριο κι όχι κάποιον άλλο Άγιο;”. Και απαντούσε πάλι ο Ζωνός “ο Άγιος Φανούριος ήτονε βοσκός! Και ήμουν και εγώ βοσκός. Και του ζητούσα να με βοηθήσει να επιστρέψω στα Ανώγεια και εγώ θα του κάμω μια εκκλησιά να τόνε προσκυνώ”. Είχε αντιδράσεις λοιπόν στην αρχή, αλλά όσο επροχωρούσε η δουλειά έμπαινε ένας ένας και τελικά όλοι τον βοήθησαν να τη χτίσει.Σε όλα βοηθήσανε οι Ξυλούρηδες, όπως βοηθούνε μέχρι και σήμερο.

Όλοι βοηθούνε και γίνεται ένα από τα καλύτερα πανηγύρια στη Κρήτη. Κι ας τόνε κοροιδεύανε στην αρχή.Ο πατέρας μου το ξεκίνησε. Ήρθε στα Ανώγεια από τη Μικρά Ασία που τον είχαν όλοι για νεκρό. Επέθανε όμως στα Ανώγεια 84 χρονών…”

Ο 81 ετών σήμερα Εμμανουήλ Ξυλούρης “Ντομπλούκος” με τη σύζυγο του Βασιλική, στο σπίτι τους στο χωριό Κοκκίνη Χάνι.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΥΛΟΥΡΗ “ΝΤΟΜΠΛΟΥΚΟ”

Τα τελευταία επτά χρόνια ο Εμμμανουήλ Ξυλούρης “Ντομπλούκος” που ζει στο χωριό Κοκκίνη Χάνι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ακολουθώντας την παράδοση που του άφησε η οικογένεια του και μη μπορώντας για λόγους υγείας να βρίσκεται στα Πετραδολάκια, έχτισε μια εκκλησία του Αγίου Φανουρίου και κάθε χρόνο διοργανώνει το δικό του ξεχωριστό πανηγύρι με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου και εκεί. Μιλάει στον π.Ανδρέα για τον πατέρα του, τη διαδικασία του χτισίματος που κράτησε δυο χρόνια στην οποία συμμετείχε ενεργά ως 12 χρόνο παιδί, ενώ αποκαλύπτει και την ύπαρξη στα θεμέλια της, ενός μικρού σημειώματος που τοποθέτησε εκεί ο “Ζωνός” με ονόματα δικών του ανθρώπων. Αναλυτικά αναφέρει:

 

“Δυο χρόνια μάζευε τα υλικά και τα κουβαλούσε μέχρι το 1950 που τελείωσε το χτίσιμο. Με τα γαϊδουράκια με τα χέρια με ότι να ‘ναι. Τα υλικά τα κουβαλούσα και εγώ. 12 χρονών ήμουνε όταν τελείωσε, έκανα και το βοσκό τότε. Είχα γεννηθεί το 1938. Θυμούμαι τον “Κόρκολο” τον μάστορα. Ποτέ δεν κυνηγούσανε τον πατέρα μου να τους πληρώνει. Σιγά σιγά και όποτε είχε τσι πλέρωνε όλους, δεν είχε το άγχος των μαστόρων, κι αυτοί με τη στάση τους εσυντράμανε πολύ στο χτίσιμο της εκκλησίας.Το πρώτο πανηγύρι εκεί πρέπει να έγινε γύρω στο 1952.

Σε ένα τοίχο τσι εκκλησιάς υπάρχει χτισμένο κάτι που έβαλε μέσα ο πατέρας μου στα τσιμέντα! Έβαλε ένα σωληνάκι αλουμινένιο και πέρασε μέσα ένα χαρτάκι. Είναι στο δεξιό ρούκουνα στη πόρτα μέσα. Ταξε πως θωρώ εδά ομπρός μου το μάστορα που εσήκωσε το ρούκουνα και έβαλε ο πατέρας μου μέσα το σωληνάκι με το χαρτάκι. Στο χαρτάκι μέσα είχε γράψει ο πατέρας μου κάποια ονόματα, που βοηθήσανε κάποιους φίλους του δε ξέρω ακριβώς, δε θυμάμαι παρά μόνο το όνομα του Τηλέμαχου Χαιρέτη που είχε σίγουρα γραμμένο εκεί.

Την άμμο την εφέρανε οι Κουκουβάκηδες (σ.σ οικογένεια των Ξυλούρηδων) από ένα σπηλιάρι που το λένε “του Βασιλειό τη βάφτιση”, εκεί εσκάανε και φέραν άμμο. Κουβαλούσαν παιδιά, γυναίκες, άντρες με τα γαιδουράκια και βγάνανε τα υλικά στα “Πετραδολάκια”. Όταν ξεκίνησε ο πατέρας μου τον έλεγαν τρελό, που θέλει να χτίσει μια εκκλησιά, τελικά όμως με το πείσμα και τη δύναμη του την ολοκλήρωσε!Όταν εσίμωνε να ποθάνει, μας έφηκε παραγγελιά. Να προσέχουμε πάντα την εκκλησία του Αι Φανούρη και να τη λειτουργούμε.

Έχτισε την εκκλησία αν και ήταν φτωχός και δεν είχαμε καλά καλά σπίτι δικό μας. Δεν τον κρίνω για αυτό. Αφού και εγώ το ίδιο κάνω. Χτίζω και εγώ μια εκκλησιά του Αι Φανούρη για να συνεχίσω όπου ζω την παρακαταθήκη που μου άφησε ο πατέρας μου…”

 

Μοιραστείτε το

-

-->