Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης
Διδάκτωρ Ιστορίας Α.Π.Θ.
Διδάσκων (Ε.ΔΙ.Π.) στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Σε επετειακές εκδηλώσεις, όπως η σημερινή, υπάρχει ο κίνδυνος να παρουσιαστούν τα γεγονότα του παρελθόντος δυσανάλογα σε σχέση με τις πραγματικές τους διαστάσεις. Όπως, άλλωστε, έλεγε και ο Περικλής στον Επιτάφιο Λόγο του, «[…] ο ευνοϊκός ακροατής, που γνωρίζει τα πράγματα, θα θεωρήσει τα όσα ακούει κατώτερα από όσα θέλει και περιμένει ν’ ακούσει, ενώ ο ακροατής που δεν τα γνωρίζει, θα νομίσει, […] πως λέγονται υπερβολές […]»[1]. Γι’ αυτό και ο ρόλος του εκάστοτε ομιλητή είναι εκ των προτέρων ιδιαίτερα δύσκολος.
Πώς, όμως, ξέσπασε η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866; Η ανάληψη της γενικής διοίκησης της Κρήτης από τον Ισμαήλ Πασά, το 1866, οι νέοι φόροι που επέβαλε και η ανάμιξή του στο λεγόμενο «Μοναστηριακό Ζήτημα» (τη διάθεση δηλαδή της εκκλησιαστικής περιουσίας για την ίδρυση και τη λειτουργία των σχολείων των χριστιανών), αποτέλεσαν την αφορμή για την έκρηξη της Επανάστασης των χριστιανών Κρητών, την περίοδο 1866-1869[2]. Η τελευταία ονομάστηκε «Μεγάλη Κρητική Επανάσταση», λόγω της γενίκευσής της, της ενίσχυσής της εντός και εκτός Κρήτης[3] και της διεθνούς απήχησης που είχε, ιδιαίτερα μετά την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου, στο Ρέθυμνο[4]. Το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», που καθιερώθηκε κατά την Επανάσταση του 1821, συγκεκριμενοποιήθηκε, το 1866, στο νέο σύνθημα «Ένωση ή Θάνατος»[5].
Αναλυτικά, την άνοιξη του 1866, πραγματοποιήθηκε η Γενική Συνέλευση των χριστιανών Κρητών στη Μονή της Αγίας Κυριακής, στα Χανιά, με κύριο αίτημα την εφαρμογή του Χάττι Χουμαγιούν, ενός σουλτανικού διατάγματος που περιείχε ρυθμίσεις υπέρ του χριστιανικού στοιχείου[6], και οι επαναστάτες απέστειλαν σχετικό υπόμνημα προς τους προξένους των ευρωπαϊκών χωρών. Επίσημα, η Επανάσταση ξέσπασε στις 21 Αυγούστου του 1866. Ο σουλτάνος απέστειλε στα Χανιά τον Μουσταφά Πασά, προκειμένου να την καταστείλει. Η Γενική Συνέλευση των Επαναστατών, που συγκλήθηκε στους Κάμπους Κυδωνίας, απέρριψε τις προτάσεις του αντιπαραβάλλοντας το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος»[7]. Τον Οκτώβριο του 1866 ο Γεώργιος Ζυμβρακάκης ανέλαβε γενικός αρχηγός, ηττήθηκε, όμως, σε μάχη στον Βαφέ Αποκορώνου[8].
Ξεχωριστό γεγονός της Επανάστασης ήταν η πολιορκία της Μονής Αρκαδίου το Νοέμβριο του 1866 από τον Μουσταφά πασά. Η Μονή Αρκαδίου είχε οριστεί ως έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής Ρεθύμνου, με φρούραρχο τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο. Σε αυτήν είχαν καταφύγει 300 ένοπλοι και 600 γυναικόπαιδα (οι αριθμοί διαφέρουν ανάλογα με τις πηγές). Ο ηγούμενος Γαβριήλ και ο Δημακόπουλος απέρριψαν το αίτημα του Μουσταφά πασά για παράδοση. Τότε, ο οθωμανικός στρατός, χρησιμοποιώντας ένα γιγάντιο πυροβόλο (μπουμπάρδα) κατέρριψε, ύστερα από πολιορκία, τη δυτική πύλη της Μονής και τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου τα οθωμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο μοναστήρι[9].
Ο ηγούμενος Γαβριήλ πυροβολήθηκε πριν από την εισβολή, ενώ, όπως αναφέρουν πολλές δημοσιευμένες μελέτες, ο δάσκαλος Εμμανουήλ Σκουλάς από τα Ανώγεια ή, σύμφωνα με άλλες αναφορές, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το Άδελε, ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη και μαζί με τους πολιορκημένους σκοτώθηκαν και εκατοντάδες επιτιθέμενοι Τούρκοι (στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί πως εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις αναφορικά με το πρόσωπο του πυρπολητή, παρά τις δημοσιεύσεις αναφορικά με τον Εμμ. Σκουλά από τον πανεπιστημιακό Απόστολο Παπαϊωάννου)[10].
Αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν εντοπιστεί διάφορες πηγές που αναφέρουν διαφορετικά ονόματα, κάποια από τα οποία άγνωστα, και τα συνδέουν με την πυρπόληση του μοναστηριού[11]. Ωστόσο, μία προσεκτική ανάλυση των πηγών, μακριά από συναισθηματισμούς και τους όποιους τοπικισμούς, που δεν χωρούν σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως αυτό της ανατίναξης της Μονής Αρκαδίου, μας οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: Ό,τι γνωρίζουμε για την ανατίναξη της Μονής το γνωρίζουμε από γραπτές πηγές της εποχής, επίσημες και ανεπίσημες, αναφορές, μαρτυρίες, δημοσιεύματα και λογοτεχνικά έργα ή άσματα. Εννοείται ότι οι επίσημες πηγές και οι μαρτυρίες και όσες χρονικά δεν απέχουν πολύ από το ιστορικό γεγονός κρίνονται περισσότερο αξιόπιστες σε σχέση με ανεπίσημες αναφορές ή λογοτεχνικά έργα ή δημοσιεύσεις που έχουν μεγάλη χρονική απόσταση από το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Αξίζει να αναφερθεί η επισήμανση του ιστορικού και πανεπιστημιακού Νικολάου Τωμαδάκη, στα 1941, για το γεγονός: «Φαίνεται ότι εις τους της επαρχίας Ρεθύμνης δεν ητο αρεστον να ηρωοποιηθή Μυλοποταμίτης, εις εμέ όμως- διά τον οποίον παραμένει σκοτεινόν το ζήτημα- συμπαθεστέρα είναι η μορφή του Ανωγειανού διδασκάλου. Πάντως ο εις το μέλλον ασχοληθησόμενος με την διακρίβωσιν του προσώπου του πυρπολητού δέον να παρουσιάση γραπτάς αυθεντικάς μαρτυρίας, ούτω δε θα ίδωμεν ποία είναι η πρώτη γραπτή περί του Γιαμπουδάκη»[12].
Η μέχρι τώρα έρευνα[13] απέδειξε ότι οι περισσότερες πρωτογενείς πηγές (επίσημα έγγραφα, αναφορές, εκθέσεις, μαρτυρίες κ.ά.) που έχουν εντοπιστεί και είναι χρονικά κοντά στο γεγονός της ανατίναξης της Μονής Αρκαδίου, ακόμα και εφημερίδες της εποχής, αναφέρουν ως πυρπολητή τον Εμμανουήλ Σκουλά. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πολλά χρόνια άλλες βρίσκονταν στην αφάνεια και άλλες είχαν αποσιωπηθεί. Από την άλλη, οι περισσότερες δευτερογενείς πηγές (κυρίως βιβλία και δημοσιεύσεις στον τύπο), που απέχουν χρονικά από το γεγονός, αναφέρουν ως πυρπολητή τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη. Η εικόνα του τελευταίου καθιερώθηκε κυρίως μέσα από το μνημειώδες έργο του Μητροπολίτη Κρήτης Τιμόθεου Βενέρη, Το Αρκάδι διά των αιώνων[14]. Μία συγκριτική και διεπιστημονική μελέτη όλων των διασωθέντων πηγών, επίσημων και ανεπίσημων εγγράφων, λογοτεχνικών έργων, ημερολογίων, έργων τέχνης, μαρτυριών, μπορεί να μας δώσει μία ολοκληρωμένη άποψη γύρω από τη διαμόρφωση της εικόνας του πυρπολητή και να γίνει ευρέως αποδεκτή.
Βέβαια, το μείζον δεν είναι ποιος ήταν πραγματικά ο πυρπολητής, αφού επρόκειτο για μία εθελοθυσία όλων των πολιορκημένων επαναστατών, μία συλλογική δηλαδή απόφαση. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αγνοείται. Το σίγουρο είναι πως ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος της θυσίας των επαναστατών του Αρκαδίου, που ο διάσημος συγγραφέας Βίκτορας Ουγκώ έγραψε θερμά άρθρα υπέρ της Επανάστασης, και μαζί του δημοσιογράφοι και πολιτικοί, ενώ το Κρητικό Ζήτημα απασχόλησε τον διεθνή τύπο[15] (μάλιστα έχουν εντοπιστεί δημοσιεύσεις για την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου σε βρετανικές, αμερικανικές, ακόμα και αυστραλιανές εφημερίδες της εποχής[16]). Παράλληλα, σχηματίστηκαν ερανικές επιτροπές στην Ελλάδα (Αθήνα, Πειραιάς, Σύρος, κ.α.) και το Εξωτερικό για την ενίσχυση των επαναστατών και για τη μεταφορά και την περίθαλψη των προσφύγων, ενώ εθελοντές Γαριβαλδινοί έσπευσαν να αγωνιστούν στην Κρήτη[17].
Εκτός, όμως, από το Αρκάδι υπήρξαν και άλλα μέρη της Κρήτης, στα οποία σημειώθηκε επαναστατικός αναβρασμός και συγκρούσεις των χριστιανών Κρητών με τους μουσουλμάνους, αλλά και περιοχές στις οποία οι χριστιανοί κάτοικοί τους βίωσαν τη βιαιότητα και τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού[18].
Το Νοέμβριο του 1867 ο Ρεσίτ πασάς προέβη στην πυρπόλησή των Ανωγείων[19], που βίωσαν το δεύτερο από τα τρία ολοκαυτώματα που σημειώθηκαν σε αυτόν τον μαρτυρικό τόπο. Το πρώτο είχε πραγματοποιηθεί το 1822. Αναλυτικά, στις 8 Νοεμβρίου 1866, ο Ρεσίτ Πασάς επιτέθηκε από το Ηράκλειο με όλο το στρατό του κατά των Ανωγείων, για να διαλύσει την επαναστατική εστία που υπήρχε εδώ και ταυτόχρονα, για να μην μπορέσουν οι Μυλοποταμίτες να στείλουν ενισχύσεις στο Αρκάδι. Τον Δεκέμβριο του 1866 αποβιβάστηκε στον όρμο της Αγίας Πελαγίας Μαλεβιζίου ο Μανιάτης Οπλαρχηγός Δημ. Πετροπουλάκης με 500 εθελοντές και τον ακολούθησαν όλοι οι αρχηγοί της Κεντρικής Κρήτης. Στις 15 του Γενάρη 1867 ο Ρεσίτ Πασάς με 10.000 στρατό επιχείρησε να περάσει τα στενά της Τυλίσου προς Σκλαβόκαμπο, για να κτυπήσει τα Ανώγεια. Εκεί οι επαναστάτες περικύκλωσαν τις τούρκικες δυνάμεις και τους προξένησαν σημαντικές ζημιές. Ωστόσο, την επόμενη μέρα ο Ρεσίτ συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις και επιτέθηκε στις θέσεις των επαναστατών στο Αστυράκι. Τελικά, οι επαναστάτες, λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και έτσι μπόρεσε ο Ρεσίτ Πασας να κυριεύσει τα Ανώγεια.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, ο αρχηγός της επαρχίας Μυλοποτάμου Μιχαήλ Σκουλάς προς τον υποπρόξενο της Βρετανίας στο νησί, αναφερόμενος στον Ρεσίτ Πασά «[…] ούτος […] εισελθών μεθ’ όλου του, του στρατού, κατακρατήσας τας οικογενείας μεταχειρίσθη ημάς ως εχθρός, διαρπάσας τα πρόβατα, τους βόας, τα κτήνη μας, εδήμευσεν τους καρπούς, τας τροφάς, τα ενδύματα μας. Επέφερε 10 περίπου εκατομμυρίων γροσίον (sic) ζημιάν εις το χωρίον, αφήκεν άνευ άρτου και ενδυμάτων 500 οικογενείας […]». Ο σουλτάνος, τον Σεπτέμβριο του 1868, κήρυξε μονομερή κατάπαυση των εχθροπραξιών και προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους επαναστάτες, χωρίς αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, η Πύλη προχώρησε στην ψήφιση ενός Οργανικού Νόμου, με τον οποίο παραχωρούσε στους χριστιανούς κατοίκους του νησιού σκιώδη προνόμια.
Από τα Ανώγεια διακρίθηκαν πολλοί, κατά την Επανάσταση του 1866. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Γαριβαλδινός δάσκαλος Εμμανουήλ Σκουλάς, ο Μιχαήλ Σκουλάς, αδελφός του πρώτου και αρχηγός της Επαρχίας Μυλοποτάμου, τα αδέλφια Γεώργιος και Αρτέμιος Κρασάς που πολέμησαν κατά την πολιορκία[20]του Αρκαδίου και άλλοι πολλοί αγωνιστές. Στις μάχες που έγιναν ανάμεσα στους επαναστάτες και τον τουρκικό στρατό, σε διάφορες περιοχές, όπως στην Τύλισσο, στον Καμαριώτη, στον Σωρό και στη σύγκρουση με τον Ομέρ πασά, σκοτώθηκαν δεκάδες Ανωγειανοί επαναστάτες. Αξίζει να επισημανθεί τμήμα της έκθεσης του αρχηγού της επαρχίας Μυλοποτάμου Μιχαήλ Σκουλά, που αναφέρεται στη Μάχη του Σωρού τον Απρίλιο του 1867: «[…] Άπαντες, από του ανωτάτου αρχηγού μέχρι του τελευταίου στρατιώτου επολέμησαν δι’ όλης της ημέρας μετά μεγίστης προθυμίας και γενναιότητος και εις όλους βεβαίως ανήκει το γέρας της νίκης. Ουδείς, όμως, αμερολήπτως κρίνων, δύναται να αρνηθή ότι το πλείστον της μάχης ταύτης ανήκει εις μόνους τους γενναίους Ανωγειανούς, διότι και μόνοι εβάσταξαν αυτήν επί εξ ολοκλήρας ώρας και μετά των άλλων μαχόμενοι επροκινδύνευον πάντοτε, προμάχοντι και διεκρίνοντο καθ’ όλην την γραμμήν. […]»[21].
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ο Χουσεϊν Αυνή Πασάς, για να καταστείλει την Επανάσταση διέταξε να κατασκευαστούν 32 πύργοι στον Μυλοπόταμο, για να ελέγξουν τους επαναστάτες, σχεδόν ένας σε κάθε χωριό, με εξαίρεση τα Ανώγεια, όπου κτίστηκαν τρεις. Το τελευταίο είναι ενδεικτικό της επαναστατικής δράσης των Ανωγειανών που έπρεπε πάση θυσία να κατασταλεί. Και ενώ κάθε πύργο φρουρούσαν από 30 μέχρι 100 στρατιώτες, η φρουρά στους πύργους των Ανωγείων αποτελούνταν από 600 άνδρες[22], ενδεικτικό του πόσο σημαντικός και πόσο δύσκολος ήταν ο έλεγχος της περιοχής.
Συνοψίζοντας, η επαναστατική κινητοποίηση του 1866 και η παραχώρηση προνομίων στους χριστιανούς μέσω του Οργανικού Νόμου πρόβαλε τη δυναμική των επαναστατών και φανέρωσε πως το Κρητικό Ζήτημα επρόκειτο να απασχολήσει για αρκετά ακόμα χρόνια την Ελλάδα και την Ευρώπη ως μέρος του Ανατολικού Ζητήματος, μέχρι την τελική δικαίωση για τους επαναστατημένους χριστιανούς Κρήτες· μία δικαίωση που ήρθε πολύ αργότερα, με την επίσημη τελετή της Ένωσης, την 1η Δεκεμβρίου του 1913[23]. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των Ανωγειανών αγωνιστών για την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και για την ένωση με την Ελλάδα υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός, γι’ αυτό και το τίμημα που πλήρωσαν ήταν μεγάλο. Αλλά, όπως αναφέρει και ο Ευριπίδης, «Ο χρόνος τη μνήμη δεν σβήνει των αγαθών ανδρών. Η αρετή τους λάμπει ακόμα και μετά τον θάνατό τους»[24].
1] Πρβλ. Θουκυδίδης Ιστορίαι, 2.35.2. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο «Προοίμιο» του Επιταφίου Λόγου.
[2] Στο Αρχείο Βικέλα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, τι έγινε στην Κρήτη την εποχή της Επανάστασης επί Ισμαήλ Πασά. Πρβλ. Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος – Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιότυπων, Αρχείο Δημητρίου Βικέλα (στο εξής Α.Δ.Β.), φάκ. 910έ , φ. 128-129.
[3] Για τον ρόλο της Επιτροπής Σύρου στην Επανάσταση του 1866 βλ. και Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών – Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Ιστορικά Αρχεία, Αρχείο Ιωάννου Μιτσοτάκη (στο εξής: Α.Ι.Μ.), φάκ. 4α, αρ. εγγρ. 411, Οργανωτική Επιτροπή Τμήματος Ρεθύμνης προς Ι. Μιτσοτάκη ( 1-10-1867) και Α.Ι.Μ., φάκ. 4α, αρ. εγγρ. 417, Μ. Α. Σκουλάς προς Ι. Μιτσοτάκη ( 2-10-1867).
[4] Για την Επανάσταση του 1866 βλ. ενδεικτικά: Γενικά Αρχεία του Κράτους (στο εξής Γ.Α.Κ.) – Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, «Αρχείον Πάνου Κορωναίου. Στοιχεία προς συγγραφήν Κρητικής Ιστορίας και δη του 1866», ιστορική συλλογή 23,3. Επίσης βλ. και Μανόλη Καρέλλη, «Οι προξενικές εκθέσεις του 1866-69», στο Ιστορικά Σημειώματα για την Κρήτη. Από την Επανάσταση του 1866 ως την Κατοχή. Με ανατύπωση της Εκθέσεως Ωμοτήτων του Καζαντζάκη, Κακριδή, Καλιτσουνάκη (1945), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, σ. 19-35. – Νίκος Σβορώνος, «Η ανατολική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και η Κρητική Επανάσταση του 1866», Αριάδνη 1 (1983), σ. 308-319. – V. Berárd, Κρητικές Υποθέσεις, οδοιπορικό του 1897. Μέρες ναυάρχων και επανάστασης, Χανιά-Ρέθυμνο-Ηράκλειο-Σητεία-Σφακιά (=Les Affaires de Crète), (μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Γ. Μόραγλης), Εκδόσεις «Τροχαλία», Αθήνα 1994, σ. 14-15. -Ηλίας Π. Βουτιερίδης, Ημερολόγιον του Τάγματος των Επιλέκτων Κρητών (Ο αγών της Κρήτης κατά το 1897 εν ταις Ανατολικαίς Επαρχίαις), Δήμος Αρχανών – Ένωση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου Ηράκλειο, Ηράκλειο 1997, και συγκεκριμένα βλ. εισαγωγή Αντώνη Σανουδάκη, σ. ΧΙΧ. Η πρώτη δημοσίευση του έργου του Βουτιερίδη έγινε το 1898 στην Αθήνα (τυπογρ. Παρασκευά Λεωνή).- Βλ. και Ελευθερίου Πρεβελάκη, Η μεγάλη Κρητική Επανάσταση 1866 -1869, Αθήνα 1966.- Ελευθερίου Πρεβελάκη, Βασιλικής Πλαγιαννάκου Μπεκιάρη (επιμ.), Η Κρητική Επανάστασις 1866-1869. Εκθέσεις των εν Κρήτη προξένων της Ελλάδος, τ. Α΄, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τ. 6ος, τεύχ. Α΄, Αθήνα 1867.- Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης, Κρήτη, 1898-1913. Από την «Αυτονομία» στην Ένωση με την Ελλάδα, Περιφέρεια Κρήτης, Ηράκλειο 2013, σ. 29-30.
[5] Πρβλ. Θεοχάρη Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, ό.π., σ. 362.- Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, τ. Γ΄, εκ του τυπογραφείου της «Νέας Ερεύνης», Χανιά 1909, σ. 899.
[6] Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης, Κρήτη, 1898-1913. Από την «Αυτονομία» στην Ένωση με την Ελλάδα, ό.π., σ. 28.
[7] Για το ενωτικό ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης των (χριστιανών) Κρητών και τον διεθνή του αντίκτυπο βλ. και Θεοχάρη Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, ό.π., σ. 366.- εφ. The Times, Λονδίνο, 24 Σεπτεμβρίου 1866, σ. 7.
[8] Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, ό.π., σ. 365-366.- Γιώργης Μανουσάκης, Κρητικές Επαναστάσεις 1821-1905, ό.π., σ. 16-17.
[9] Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, ό.π., σ. 367. – Πρβλ. Στέφανου Ξανθουδίδου, Επίτομος Ιστορίας της Κρήτης. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, μετά προλόγου υπό Σπυρ. Λάμπρου, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 1909, σ. 149.
[10] Για τις αντικρουόμενες απόψεις για τους πυρπολητές του Αρκαδίου και βλ. και Μητροπολίτη Τιμόθεου Βενέρη, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήνα 1938 [=1940], σ. 354-360.- Ν. Β. Τωμαδάκης, «Βιβλιοκρισία Τιμοθέου Μ. Βενέρη, Μητροπολίτου Κρήτης: Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938 (=1940) Τύποις: Πυρσού Α.Ε. 8ο μέγα σ. 495 με πολλούς πίνακας και εικόνας εκτός κειμένου», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. Δ΄, Αθήνα 1941, σ. 249.- Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, Ι. Μπαρουξάκης προς τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος, Ηράκλειο, 21 Νοεμβρίου 1866, αρ. πρωτ. 284.- Πρβλ. Απόστολο Παπαϊωάννου, Μανόλης Σκουλάς (1845-1866). Ο πυρπολητής του Αρκαδίου, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Επιστημών Αγωγής, Εργαστήριο Ιστορίας Νεότερης Ελλάδας και Νεοελληνικού Πολιτισμού, Ιωάννινα 2005.
[11] Πρβλ. έρευνα (υπό εκπόνηση) του γράφοντος με τίτλο Το Αρκάδι και οι πυρπολητές(;) του: Συγκριτική και Διεπιστημονική Μελέτη.
[12] Ν. Β. Τωμαδάκης, «Βιβλιοκρισία Τιμοθέου Μ. Βενέρη, Μητροπολίτου Κρήτης: Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938 (=1940) Τύποις: Πυρσού Α.Ε. 8ο μέγα σ. 495 με πολλούς πίνακας και εικόνας εκτός κειμένου», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. Δ΄, Αθήνα 1941, σ. 250.
[13] Πρβλ. έρευνα (υπό εκπόνηση) του γράφοντος με τίτλο Το Αρκάδι και οι πυρπολητές(;) του: Συγκριτική και Διεπιστημονική Μελέτη.
[14] Τιμόθεου Βενέρη, Το Αρκάδι διά των αιώνων, ό.π., σ. 269, 315, 357-360.
[15] Πρβλ. εφ. The Times, Λονδίνο, 5 Αυγούστου 1867, σ. 9.- Εφ. The Times, Λονδίνο, 17 Δεκεμβρίου 1868, σ. 9.- Εφ. The Times, Λονδίνο, 12 Φεβρουαρίου 1869, σ. 9.
[16] Πρβλ. έρευνα (υπό εκπόνηση) του γράφοντος με τίτλο Το Αρκάδι και οι πυρπολητές(;) του: Συγκριτική και Διεπιστημονική Μελέτη.
[17] Γιώργης Μανουσάκης, Κρητικές Επαναστάσεις 1821-1905, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά 32013, σ. 17.
[18] Γιώργης Μανουσάκης, Κρητικές Επαναστάσεις 1821-1905, ό.π., σ. 17. – Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, ό.π., σ. 366.- Πρβλ. Στέφανου Ξανθουδίδου, Επίτομος Ιστορίας της Κρήτης. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, ό.π., σ. 152.
[19] Πρβλ. Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, τ. Γ΄, ό.π., σ. 981.
[20] Τιμόθεος Βενέρης, ό.π., σ. 369-370.
[21] Πρβλ. Έκθεση Μιχαήλ Σκουλά, οπλαρχηγού Μαλεβιζίου, Ανώγεια, 25 Απριλίου 1867. Γενικά για τον ρόλο των Ανωγείων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1866-1869 βλ. και το έργο του Γεωργίου Σκουλά, Τα Ανώγεια και η Ιστορία τους, τ. Α΄, Ιστορικά Στοιχεία και Καταγραφές, εκδόσεις Μύστις, Ηράκλειο 2016.
[22] Τιμόθεος Βενέρης, ό.π., σ. 444.
[23] Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης, Κρήτη, 1898-1913. Από την «Αυτονομία» στην Ένωση με την Ελλάδα, ό.π., 344-345 και 358-359.
[24] Ευριπίδου Ανδρομάχη, 774-776.