Το καλοκαίρι του 2006, ο Μιχάλης Ρούλιος σε ηλικία 87 ετών, με πλήρη διαύγεια πνεύματος που τον διέκρινε μέχρι και το τέλος της ζωής του, έδωσε μια συγκλονιστική συνέντευξη στον δημοσιογράφο της ΕΡΤ, Γιάννη Φασουλά, στην οποία μίλησε για την συμμετοχή του στο έπος του ’40 αλλά κατέθεσε και την μαρτυρία του για την Μάχη στο Σφακάκι στις 7 Αυγούστου 1944, στην οποία ο εφεδρικός ΕΛΑΣ απελευθέρωσε 98 γυναικόπαιδα, σε μια μάχη που έμεινε στην ιστορία ως μια από τις αρτιότερες επιχειρήσεις στον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο. Το απόσπασμα της συνέντευξης για την μάχη στο Σφακάκι σας παρουσιάσαμε τον περασμένο Αύγουστο και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:https://www.anogi.gr/p25277

Η ΑΝΩΓΗ σας παρουσιάζει σήμερα το δεύτερο απόσπασμα της συνέντευξης του αυτής, κατά την διάρκεια της οποίας ο ίδιος ο Ρουλομιχάλης εξέφρασε την επιθυμία του να δημοσιευθεί μετά τον θάνατο του. Στο δεύτερο αυτό κομμάτι ο Μιχάλης Ρούλιος αναφέρεται στην δράση του κατά την διάρκεια του έπους της Αλβανίας, τον Οκτώβριο,  τον Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1940. Η συγκλονιστική αφήγηση του για τη “συνάντηση” του σε ένα ύψωμα στο Πόγραδετς με τέσσερις Ιταλούς όπου σώθηκε εκ θαύματος. Μιλάει ανοιχτά για την φρίκη του πολέμου και τις αποφάσεις στιγμής που κοστίζουν ή σώζουν τη ζωή σου σε τέτοιες δυσμενείς συνθήκες. “Δεν ήθελα εγώ να γενώ δολοφόνος, αλλά πόλεμος ήτανε, ίντα να έκανα;” λέει συγκινημένος στον Γιάννη Φασουλά.. Ο Μιχάλης Ρούλιος “έφυγε” πλήρης ημερών στις 15 Φεβρουαρίου 2017 και κηδεύτηκε στα αγαπημένα του Ανώγεια.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΦΑΣΟΥΛΑ

“Αφού επιμένεις, θα σου πω, για τη Αλβανία. Ήμασταν στην Κομοτηνή, 29ο Σύνταγμα Πεζικού με σωματάρχη τον Κωνσταντίνο Μπακόπουλο. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος νόμιζαν ότι θα χτυπήσουν οι Βούλγαροι μαζί με τσι Ιταλούς. Και έγινε γενική επιστράτευση στη Θράκη. Ο λοχίας μου ήταν ο Γουργουλίτης Νικόλαος, ο ταγματάρχης μου ήταν Μπαρμπαλιάς και το λοχαγό μου Ιωάννη Ζώη, θυμούμαι τα ονόματα τους. Εμάς τσι Κρητικούς μας διασπείρανε σε διάφορους λόχους, ανά δυο και ανά τρεις επειδή ήμασταν και πιο καλά εκπαιδευμένοι και έτυχε να πάω εγώ με ένα Περράκη από του Γάζι. Αυτός είχε καταγωγή από τον Καμαριώτη, αλλά μπορώ να σου πω ήτονε ένα παλικάρι, στα Ανώγεια δεν έχουμε τέτοιους άντρες. Ψυχωμένο κοπέλι. Και μου λέει “Ίντα καημένε Μιχάλη επαέ που ήρθαμε ανέ μπορούμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλο”. Στη διμοιρία μας είχαμε και Τούρκους και Αρμένιους και Εβραίους.

Λοιπόν, πρόκειται να κάμουμε μια επίθεση τσι 6 του Δεκέμβρη του 1940. Εκάμαμε την επίθεση, καταλαμβάνουμε τα υψώματα. Είχανε φέρει το ορειβατικό πυροβολικό έκεια που ήμασταν εμείς που θέλα ξεκινήσουμε, πραγματικά αυτό στόχευε με μαθηματική ακρίβεια. Την κάναμε λοιπόν κατάληψη την κορφή, πιάσαμε κάποιους αιχμάλωτους πολλοί ήταν εκεί διαμελισμένοι από τα πυρά. Κάποια στιγμή έρχεται μια εντολή για ένα λόφο που ήταν από κάτω, προς το Πόγραδετς τώρα αυτή. Η λίμνη είναι από κάτω, η μισή είναι Σερβική και έχει μια πόλη εκεί την Οχρίδα.. Διατάσσουν λοιπόν να επελάσουμε και να καταλάβουμε το λόφο που από το λόφο εκειονά εβάναν τα πυρά μας και φτάνανε μέχρι τη λίμνη.

Αλλά από κάτω έχει καστανιές και έχει φύγει ένα οπλοπολυβόλο Ιταλικό και το έχουν στο χαχάλι μιας καστανιάς και μόλις επροβάλλαμε από πάνω αρχινά και μας ε γάζωνε.Ο μαύρος ο Περράκης είχε ένα οπλοπολυβόλο και μου λέει “δε καλοθορρώ μρε..” ενώ εγροίκας τσι σφαίρες που επέφτανε στο χιόνι και έκανανε ένα χαρακτηριστικό θόρυβο στο χιόνι απάνω. Και τονε θορρώ το Περράκη και κάνει ένα ανατίναγμα του ποδιού ντου να πάει μπροστά λίγο. Και με το ανατίναμα του ποδιού ντου τη παίζει η σφαίρα στο στεφάνι του κράνους του στο κέντρο, περνά το κράνος και σφηνώνεται στον εγκέφαλο. Και σκοτώθηκε. Εγώ δεν το κατάλαβα αμέσως. Μονό πλησιάζω προς τα μπρος και του φωνιάζω “γιάντα μρε δε βάνεις πράμα, για δε ρίχνεις σφαίρες;” και μια κοπανιά θορρώ το αίμα ντου και έρχεται και με βρίνει. Σύρνομαι έρποντας οπίσω, τόνε σύρνω και θορρώ δεν ετσίνησε καθόλου. Την έφαγε στο στεφάνι του κράνους και ετελείωσε απευθείας. Και παίρνω το οπλοπολυβόλο του.

Εκείνηνα τη δύσκολη κατάσταση την έσωσε ένας χωριανός μας λοχίας, του Γιαγκάκη του Σαλούστρο ένας γιος. Αριστείδη τόνε λέγανε και ήταν και κοντός. Από τη κορφή να βάλεις πυρά το ίσα κάτω όπως ήμασταν εκεί δεν ήταν εύκολο. και γροικούσαμε τη ταινία που γέμιζε το οπλοπολυβόλο.Και λέει μα δε κρατεί μρε κιανείς κιαμιά οπλοβομβίδα να τη ρίξουμε; Και εκράτουνε ένας Αξικός ένας Αντώνης Πατελάρος και σύρνεται και ρίχτει την οπλοβομβίδα και το κάνει ο διάολος και πάει και πέφτει ίδια εκειά που ήτανε το πολυβόλο. Μου πε ύστερα ένας Σωπασής Δημήτρης από τα Τσαχιανά ότι εσκότωσε τσι δυο στρατιώτες η οπλοβομβίδα και πήρανε οι άλλοι το πολυβόλο και φύγανε.. Και έτσα εξεμπλεξαμε και ήτονε αιτία ο Αριστείδης ο Σαλούστρος που διέταξε τον Πατελάρο να ρίξει προς τα εκεί. Μου ‘λέγε ο Σωπασής πως στο σημείο εκεί έσκαβε με το ξίφος και δεν έβρισκε τον πάτο από τσι τόσουσας κάλυκες που μας είχανε ριγμένους!

Ύστερα δα με τον ανθυπολοχαγό μας, μας επέψανε σε προκεχωρημένο φυλάκιο. Αλλά δεν έχω ένα Κρητικό να στη ριχτώ απάνω του, να πω έτοσες ο άνθρωπος είναι ψύχραιμος. Και πιάνει ενάμιση μέτρο χιόνι.Και είναι μια κορυφογραμμή, το αντέρισμα από τη μέση και κάτω έχουν οι Ιταλοί και εμείς από τη μέση και απάνω αλλά το έδαφος πιο απότομο, πιο ψηλό. Είναι τρεις σκοποί και φυλάγουν απάνω, η πλευρά μας κρατούνταν από τα στρατεύματα μας. Αλλά δεν μπορούσες να αντέξεις και όλη τη νύχτα με τη ψύξη.Και ήτανε εκεί μια καλύβα που είχανε άχυρα μέσα και επηγαίνανε οι Αλβανοί και κάνανε χωράφι το χειμώνα όπως το κάνουμε εμείς στο αόρη. Και επηγαίναμε και εξωμέναμε εκειά και ανά δυο ώρες ανεβαίνανε τρεις απάνω και κατεβαίνανε οι άλλοι τρεις σκοποί.Αλλά και κάθε βράδυ είχαμε και συγκρούσεις με τσι Ιταλούς.

Το μονοπάτι έχει ένα λόφο στη μέση και στα 100 μέτρα έχει ένα αντέρισμα που μπορεί να περάσει ο εχθρός και από μπροστά έχει άλλο ένα παρόμοιο σημείο. Εφυλάγαμε λοιπόν σε δυο σημεία, από πίσω είχενε δέτη. Δεν είχε περάσει μισή ώρα που είχα παραδώσει τη σκοπιά, πάω κάτω και την ώρα που ήμουνε ζεσταμένος ακούω “Στα όπλα”. Ήτανε ο ένας δεκανέας με τσι δυο στρατιώτες στη σκοπιά και του χούνε πετάξει οι Ιταλοί μια χειροβομβίδα. Αυτοί τσι χάνε δει τσι Ιταλούς και λέει να τσι πιάσουμε αιχμάλωτους και τσι φήνει και περνούνε μέσα και τε την ώρα που των είπανε απάνω τα χέρια βγάνει ο άλλος την επιθετική χειροβομβίδα και του τη πετά και φεύγουνε οι 4 Ιταλοί.

Φωνιάζουνε εδά να πάμε να σηκωθούμε να καταλάβουμε το φυλάκιο .Όντεν επόρισα όξω εκαταχτυπούσανε τα δόντια μου γιατί ήμουνε στη ζεστασά και εβγήκα στη παγωνιά και έλεγα στο νου μου “σκίσου μρε γης να πάω κάτω” λόγω τιμής όπως σου το λέω. Αλλά τσι θορρώ και εφοβούντονε. Ένας ανθυπολοχαγός εκειά άχρηστος ντήπι, ήτονε Πολιτικός μηχανικός και εγίνηκε ανθυπολοχαγός και κουράγιο να ‘χες σου το χάνε ντήπι! Και λέω α δε μπω μπροστά εχάθηκα γιατί θα τη φάω και δε θα γατέχω ίντα μου γίνεται! Και πηγαίνω ομπρός και μου κλουθά ένας οπλοπολυβολητής του 1917 από τη Κομοτηνή. Αλλά ήτονε μπουνταλάς, δεν έπαιρνε πολλές στροφές και του λέγα κλούθα μου μένα και μη φοβάσαι. Σωπατίζουμε στο παταράκι εμείς βέβαια ρίχναμε σφαίρες συνέχεια, φέρανε και από ψηλά μια άλλη διμοιρία. Οι Ιταλοί αφήνουν ένα οπλοπολυβόλο στο μονοπάτι μέσα και πάνε και κρύβονται στο χιόνι από πίσω στο λοφίσκο. Εγώ γατέχω πως εκειά από πίσω έχει γκρεμό. Αυτοί αφήσανε το οπλοπολυβόλο για να μας ντολαντίσουνε να σιμώσουμε να μας πετάξουνε χειροβομβίδες, γιατί είχανε ένα κασονάκι με επιθετικές χειροβομβίδες. Και λέω “Κύριε ανθυπολοχαγέ άφησαν το όπλο στο μονοπάτι και εφύγανε” Αλλά μια κοπανιά είδα ένα κεφάλι από πίσω, νύχτα βέβαια με χιόνι. Εγώ γατέχω ότι από πίσω έχει δέτη δε περνά. Ο οπλοπολυβολητής μας είναι δίπλα μου. Και μια κοπανιά θορρώ ένα και σηκώνεται απάνω. Σε απόσταση 3 μέτρα. Αλλά λέω, μρε μην είναι κανείς δικός μας και πάω και τονε σκοτώσω. Και έχω γυρισμένο το τουφέκι και του φωνιάζω και τόνε θορρώ πως κινεί τα χέρια του και πάει να πετάξει τη χειροβομβίδα και του βροντώ και γω ένα μπαλίδι, να τόνε κάτω..Δεν ήθελα εγώ να γενώ δολοφόνος αλλά πόλεμος ήτονε, ίντα να έκανα;. Αυτός σύρνει μια βουτιά και πλακώνει τσι άλλους. Οι άλλοι τα χάσανε. Έσυρα εγώ το όπλο πίσω για να γεμίσω να πετάξει τον κάλυκα αλλά από το ζόρε που είχα και τη κατάσταση τη κρίσιμη, δεν το σύρα μέχρι το τέρμα και δεν επέταξε το κάλυκα όξω και μπλοκάρει το τουφέκι μου. Και φωνιάζω του διπλανού μου από τη Κομοτηνή, ρίξε τόνε μρε γιατί θα μας ε φάνε.Οι άλλοι έχουνε φύγει. Με το πρώτο πυροβολισμό εξαφανίστηκε και ο ανθυπολοχαγός και οι άλλοι. Και ξεκινά και γαζώνει με το οπλοπολυβόλο. Τότεσας που του λέγα ρίξε τόνε, έχω γονατίσει και παίζουνε σε απόσταση ενός μέτρου. Και λάμπει στη μούρη μου η φωθιά του όπλου, σου ορκίζομαι στα παιδιά μου! Η λάμψη του όπλου του εχθρού έλαμψε στη μούρη μου. Και εξάνοιγα να δω, εφρουκάζουμουνε που την έφαγα τη σφαίρα. Μόλις εμπλόκαρε το όπλο και εγονάτισα και επολέμουνα να το φτιάξω είπα και του άλλου ρίξε τόνε μρε μη μας ε φάνε. Ούτε ξίφος είχα ούτε όπλο πως να προχωρήσω μπροστά. Από τη σύγχυση για να είμαι ειλικρινής, θα μπορούσα να πάρω το όπλο που είχανε αφήσει στο μονοπάτι και δεν το θυμήθηκα. Ο Ιταλός δε με σκότωσε γιατί όπως έπεφτε απάνω του ο άλλος και εμούγκριζε επάτησε τη σκανδάλη και όπου επήγε η σφαίρα, από τη σύγχυση κι αυτός και έτσι δε με πέτυχε.Αφού δεν εξάνοιγε ομπρός του! Αυτή ήταν η περίπτωση που μου τύχε στην Αλβανία και δεν την ξεχνώ ποτέ. Το χω πει μόνο σε καλά δικούς μου ανθρώπους, δημοσίως το λέω πρώτη φορά!”

 

Μοιραστείτε το

-

-->