Ρεπορτάζ:Γιώργης Μπαγκέρης

Φωτογραφίες:Αγγέλα Σκουλά

“Ίντα ‘ναι τελικά ζωή στο χρόνο που διαβαίνει; Μια ιδέα υπερήφανη που ζει και δε ποθαίνει..( Αριστείδης Χαιρέτης ή Γιαλάυτης κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής)

Με σεμνότητα και αισθήματα μεγάλης συγκίνησης και σεβασμού, πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 1 Οκτωβρίου στα Ανώγεια, τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Μπάμπη Καλομοίρη, του μαχητή του Δημοκρατικού στρατού Ελλάδας, του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, του 28χρόνου νέου που σκοτώθηκε υπερασπιζόμενος τα ιδανικά και τις αξίες του στις 29 Ιουνίου του 1947, στην Μάχη της Λοχριάς, στη διάρκεια του Εμφύλιου σπαραγμού. Στο πρόσωπο του Μπάμπη Καλομοίρη τιμήθηκε όχι μόνο ο ίδιος και ο 17 χρόνος αδερφός του Αποστόλης που “έπεσε” στην ίδια Μάχη την ίδια ημέρα, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι Έλληνες, που έπεσαν στην Κατοχή αγωνιζόμενοι κατά του Ναζισμού και του Φασισμού.

Παρά το κρύο και το ψιλόβροχο που επικρατούσε, ένα μεγάλο πλήθος Ανωγειανών κατέκλυσε τον χώρο στην περιοχή “Καλομοιριανά” στο Περαχώρι και χειροκρότησε θερμά όταν νεαρά μέλη της οικογένειας Καλομοίρη, αφαίρεσαν την Ελληνική σημαία που κάλυπτε το άγαλμα και έφεραν στο φως την προτομή του Μπάμπη Καλομοίρη, του “καπετάν Ψηλορείτη” όπως τον προσφωνούσαν οι σύντροφοι του. Με τη λέξη “Αθάνατος” όλοι στα χείλη, απέτισαν σεβασμό και φόρο τιμής, όταν χαιρέτισαν στο τέλος τον αδερφό του Γιάννη Καλομοίρη ή Τσίκη και την κόρη του Χαρά, τιμώντας στο πρόσωπο των συγγενών του όλους εκείνους που θυσιάστηκαν για Ελευθερία και Ανεξαρτησία

Το παρόν μεταξύ άλλων στην εκδήλωση έδωσαν ο Δήμαρχος Ανωγείων Μανόλης Καλλέργης και σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο, ο πρώην δήμαρχος Ανωγείων Σωκράτης Κεφαλογιάννης, ο Αντιπεριφερειάρχης Τεχνικών Έργων και π.δήμαρχος Ανωγείων Νίκος Ξυλούρης, ο πρώην πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Κρητών Γιώργος Αεράκης., η Τοπική Οργάνωση του Κ.Κ.Ε Ανωγείων, ο γλύπτης από το Αμάρι Μπάμπης Νεονάκης που φιλοτέχνησε το άγαλμα, ο Νίκος Κοντόκαλος που έχτισε το άγαλμα αφιλοκερδώς  καθώς και πλήθος Ανωγειανών όλων των ηλικιών και ολόκληρου του ευρύτερου ιδεολογικού φάσματος και όλων των πολιτικών παρατάξεων του τόπου.

Οι ιερωμένοι του χωριού πραγματοποίησαν αρχικά επιμνημόσυνο δέηση στον χώρο της εκδήλωσης. Στεφάνια κατέθεσαν εκ μέρους του δήμου Ανωγείων ο Μανόλης Καλλέργης, εκ μέρους της Περιφέρειας Κρήτης ο Νικος Ξυλούρης και τέλος εκ μέρους της οικογένειας των Καλομοίρηδων ο  Γιάννης Καλομοίρης του Ντουλγκέρη. Μετά την εκδήλωση η οικογένεια Καλομοίρη προσέφερε κέρασμα στην παραδοσιακή ταβέρνα “Γκαγκάρης”, με κρέατα και γαλακτοκομικά προϊόντα που προσέφερε κάθε σπίτι της οικογένειας στο χωριό. Εκ μέρους της οικογένειας στην εκδήλωση χαιρετισμό απηύθυνε η Ελευθερία Καλομοίρη, η οποία μετά το καλωσόρισμα σε όλο τον κόσμο που τίμησε την οικογένεια με την παρουσία της ανέφερε τα εξής:

 ¨Και ίντα πως περάσανε και φύγαν τόσοι χρόνοι..

Αυτός ο τόπος ευτυχώς ξέρει να  δικαιώνει.. 

Η ιστορία όπως όλοι γνωρίζουμε γράφετε από τους νικητές. Υπάρχουν σε αυτήν όμως και αφανείς ήρωες που η αντρειοσύνη τους και τα κατορθώματα τους θάφτηκαν στο μαύρο πέπλο των ηττημένων-νικητών και πέρασαν χρόνοι πολλοί και δίσεκτοι, μέχρι να μπορέσουμε να μιλήσουμε ανοιχτά για αυτούς. Για αυτούς τους κυνηγημένους ήρωες και να πούμε δυνατά πως υπήρξαν μεγάλοι πατριώτες. Σήμερα τιμάμε ένα ξεχωριστό άντρα που πολέμησε παλικαρίσια για να παταχθεί το μαύρο φίδι του Φασισμού και το κάνουμε την ώρα ακριβώς που βλέπουμε να εκκολάπτονται συνεχώς τα αυγά του, καθώς για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια στο Γερμανικό Κοινοβούλιο από την προηγούμενη Κυριακή κάνουν την εμφάνιση τους Φασίστες. Λες και η μέρα αυτή γίνεται για να μας θυμίσει μέσα από τους αγώνες του ο Μπάμπης Καλομοίρης, την επαγρύπνηση  και τη στάση που οφείλουμε όλοι μας να έχουμε για να μην επικρατήσει ποτέ πια Φασισμός και να βρεθεί τρόπος ώστε να πάψει το μαύρο φίδι να γεννά.

ΑΓΩΝΙΖΟΤΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ

Ο Μπάμπης Καλομοίρης ανήκει στην περήφανη γενιά των Αντιστασιακών, των ηρώων εκείνων που κάνοντας πυξίδα ζωής το δίκιο για Ελευθερία και Αξιοπρέπεια , όρθωσαν το ανάστημα τους στη λαίλαπα του Φασισμού. Στη λαίλαπα που αφάνισε στο διάβα της μόνο στη Χώρα μας 400.000 ψυχές. Ανάμεσα σ’αυτούς τους αδικοχαμένους νεκρούς βρίσκονται και ο Δημητρός ο Καλομοίρης με το γιο του τον Γιάννη και τον Κώστα Καλομοίρη, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς στο Αρκάδι Μονοφατσίου και έκτοτε η τύχη τους αγνοείται. Όπως σκοτώθηκαν και ο Σμπρουλογιάννης με τον Σμπρουλόκωστα που εκτελέστηκαν στην περιοχή των Σεισάρχων. Όλοι αυτοί αξέχαστοι, αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας της οικογένειας μας, αλλά και κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας. Και οι ιστορία μας με τους μείζονες και τους ελάσσονες ήρωες της είναι η μεγάλη μας κληρονομιά, είναι αυτή που μας στηρίζει να δίνουμε τις καθημερινές μας μάχες. Κι όπως ο Μπάμπης Καλομοίρης αγωνιζόταν για την λευτεριά και το δίκιο στα χρόνια της κατοχής, να αγωνιζόμαστε και εμείς σήμερα για τη Δημοκρατία και την Πρόοδο του τόπου μας. Έχοντας πάντα στο νου και τη καρδιά μας σ’ αυτούς τους πολύ δύσκολους καιρούς, το όραμα και την ελπίδα για μια πατρίδα περήφανη, ενωμένη και ελεύθερη και ένα κόσμο ειρηνικό και αδελφωμένο που ο Φασισμός δε θα έχει πια θέση. Μόνο έτσι η θυσία αυτών των ανθρώπων δε θα πάει χαμένη..” ολοκλήρωσε.

Με λυγμούς και έντονη συγκίνηση εκφώνησε το χαιρετισμό του ο Δήμαρχος Ανωγείων Μανόλης Καλλέργης, ο οποίος μάλιστα της έντονης φόρτισης του δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ομιλία του. Αναλυτικά τα όσα ανέφερε:

“Ο Δήμος  Ανωγείων δεν μπορεί να λείψει από εκδηλώσεις μνήμης και τιμής για ανθρώπους  με ιδανικά και αξίες .

Για ανθρώπους  που πολέμησαν για τη λευτεριά της πατρίδας μας στα δύσκολα χρόνια του ναζισμού και του φασισμού.

Για ανθρώπους που έβαλαν πάνω από τη ζωή τους την πατρίδα, την ελευθερία ,την ισότητα την δικαιοσύνη.

Για ανθρώπους που έδωσαν και τη ζωή τους για τις ιδέες τους.

Για ανθρώπους  που βγήκαν απ’τα σπλάχνα του τόπου μας  και ακολούθησαν τα χνάρια των προγόνων τους.

Για τον Μπάμπη τον Καλομοίρη πιστεύω ταιριάζει η μαντινάδα:

«Για την ιδέα του κανείς αξίζει να πεθαίνει

Κι’άσε τι λένε οι δειλοί και οι προσκυνημένοι»

Γιατί ο Μπάμπης θυσιάστηκε για το αυτονόητο δικαίωμα της υπεράσπισης των ιδεών του.

Πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις, από την αρχή της κατοχής, τους κατακτητές ριψοκίνδυνα όπως ήταν ο χαρακτήρας του.

Αιχμαλωτίστηκε, απέδρασε, συνέχισε χωρίς να λογαριάζει κινδύνους και προσωπικό κόστος. Άφοβα.

Πολέμησε στην Αθήνα με όλες του τις δυνάμεις για ότι  πίστευε.

Μετά την απελευθέρωση στο χωριό του στα Ανώγεια, ειρηνικά στην αρχή, στον εμφύλιο στη συνέχεια- με τους νικημένους-για το δίκιο των ιδεών του.

Μέχρι το τέλος.

Και ο Μπάμπης και ο Αποστόλης και ο Ηλιάκης, και ο Καφατσής και ο Μένιος και η Βαγγέλα και ο Σμπωκογιώργης.

Στο ηρώο του Δήμου μας στο Αρμί μνημονεύονται όλοι οι νεκροί μας.

Εφαρμόζοντας την απόφαση της κυβέρνησης και της βουλής των Ελλήνων του 1987.

Η πεποίθησή μας είναι ότι η γνώση και η επαφή όλων και ιδιαίτερα των νέων μας, με την σύγχρονη ιστορία, μόνο κέρδος μπορεί να είναι για την κριτική σκέψη όλων μας , μόνο κέρδος μπορεί να είναι για την Δημοκρατία.

Μαθαίνουμε από την ιστορία , παίρνουμε γνώση και δύναμη και προχωράμε μπροστά..” κατέληξε.

 

ΤΙΜΑΜΕ ΔΥΟ ΠΑΛΛΙΚΑΡΙΑ, ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Για την ζωή και την δράση του Μπάμπη Καλομοίρη μίλησε η φιλόλογος Αρετή Σπαχή που σε μια μεστή ομιλία έδωσε όλες τις πτυχές της δράσης και των ηθικών αξιών του τιμώμενου ήρωα. Η Ανωγή σας παρουσιάζει ολόκληρη την ομιλία της που έχει ως εξής:

«Εδώ σταματάνε τα λόγια της βροχής….Εδώ σταματάει ο λεπτεπίλεπτος δισταγμός…Εδώ οι λέξεις χάνουν τον αμφίβολο ήχο τους»,  λέει ο ποιητής, γιατί,   όπως  ο ίδιος εξηγεί, «Το  νόημα είναι κάθετο,-μια γραμμή στεριωμένη στο χώμα/ανηφορίζοντας στον ουρανό, όπως ένα μαχαίρι/στεριωμένο στο ψωμί. όπως η απόφαση της δικαιοσύνης/στεριωμένη στην καρδιά του αδικημένου. όπως/η πίστη του κομμουνισμού στεριωμένη στο αίμα των ηρώων και των/μαρτύρων.»

Λόγια απλά, σταράτα, σίγουρα , ακονισμένα στα πέτρινα χρόνια της ματωμένης αντίστασης  απέναντι στους ντόπιους και ξένους δυνάστες που  τους αντιπάλεψαν «πρόσωπα ευτυχισμένα και βαριά/σαν ώριμοι καρποί στο δέντρο της ελευθερίας».Πρόσωπα θρύλοι, που κλείστηκαν «στη σιωπή με τα σφιγμένα δόντια», στο βουβό πόνο  των γονιών, των  αδελφών,  των συγγενών,  των συντρόφων , των φίλων και των συγχωριανών. Πρόσωπα   που κέρδισαν δικαίως την περήφανη αναφορά της συλλογικής μνήμης για εβδομήντα συναπτά χρόνια από τον άδικο και πρόωρο χαμό τους στη δίνη  του εμφυλίου και που ζητούν το αυτονόητο,  δηλ να «σηκώσει απλά η ιστορία το πουκάμισό της/και να δείξει την πληγή και τη δόξα της».Να δώσει διέξοδο στον άρρητο και   παραγκωνισμένο-μέσα στην ομίχλη της ιστορικής συσκότισης-  πόνο για το χαμό του ατρόμητου κομμουνιστή και  θαρραλέου    λαϊκού αγωνιστή  Μπάμπη Καλομοίρη και του αμούστακου αδελφού του Αποστόλη.Για τον άδικο χαμό των φτωχών και ψυχωμένων παλικαριών που αψήφησαν το θάνατο, γιατί αγάπησαν με πάθος τη  ζωή και τη λευτεριά. Γιατί  πίστεψαν και πάλεψαν, με ανιδιοτέλεια και θάρρος,  για την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τη θηριωδία του ναζισμού  και  από τη σκλαβιά των κατακτητών. Γιατί στρατεύτηκαν ως συνεπείς κομμουνιστές στον πατριωτικό και κοινωνικό αγώνα για το δίκιο  και το ψωμί του λαού, για τη λευτεριά και την ειρήνη.Για  την εθνική ανεξαρτησία και το σοσιαλισμό,για «να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων /κι από τη μέσα κάμαρα», όπως συμβουλεύει ο αγωνιστής ποιητής.

Τιμάμε σήμερα, δυο   ξεχωριστά παλικάρια,  δυο  σεμνούς  λαϊκούς αγωνιστές, δυο παιδιά  μιας πολυμελούς και φτωχής οικογένειας, τον πρωτότοκο  Χαράλαμπο , το γνωστό πια σε  όλους Μπάμπη Καλομοίρη, και τον κατά πολύ μικρότερό του στην ηλικία, αλλά ισάξιό του στην παλικαριά και το αγωνιστικό φρόνημα   Αποστόλη, που έπεσαν νεκροί  την ίδια μαύρη ημέρα του Ιούλη 1947 στη βουνοκορφή του Ψηλορείτη, στην ιστορική μάχη της Λοχριάς,  στο μετερίζι  δηλ ενός άνισου ταξικού αγώνα για την  απελευθέρωση  της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων από τις αλυσίδες ενός καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος που απαιτούσε την υποταγή του λαού  στις επιταγές των ιμπεριαλιστών επικυρίαρχων και στις ληστρικές απαιτήσεις της εγχώριας ολιγαρχίας,  δοκιμάζοντας με τον πιο στυγνό και απάνθρωπο τρόπο την αλύγιστη αντοχή, επιμονή και πίστη των κομμουνιστών , αριστερών και δημοκρατών πολιτικών στα ξερονήσια, στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι δυο νεκροί που τιμάμε σήμερα,  που έχουν τη  δική τους ξεχωριστή θέση  στον τραγικό χορό των θυμάτων του εμφυλίου πολέμου του χωριού μας –μεγάλωσαν  στις μέρες που «ήταν λίγο το ψωμί και λίγος ο ύπνος» και  ανδρώθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου, όταν «οι άλλοι ήδη είχαν κινήσει» για τις καλύτερες μέρες της «δίκαιης γαλήνης» του σοσιαλισμού και «η πλάση είχε αρχίσει να κοκκινίζει» από την αφύπνιση του παγκόσμιου προλεταριάτου, κάτω από τη σωστή καθοδήγηση  του Κ.Κ.Σ.Ε και  της Γ’ Διεθνούς , κάτω από τη φωτοβόλα δράση και   επίδραση   της νικηφόρας Οκτωβριανής Επανάστασης, της οποίας τα 100 χρόνια τιμά, δοξάζει και σέβεται όλη η πολιτισμένη ανθρωπότητα, αναγνωρίζοντας τη βαθιά τομή της  στον αγώνα της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τις  αλυσίδες της καπιταλιστικής σκλαβιάς.

Βιοπαλαιστής ο πατέρας Σπύρος ή πιο σωστά «Σπυριδάκης», δεξιοτέχνης κουρέας σε ένα φτωχό χωριό προσπαθεί να αντιμετωπίσει την ανέχεια,  στήνοντας μια πρόχειρη καντίνα  για τους περαστικούς που πάνε στη «χώρα», στο δρόμο Ανωγείων-Ηρακλείου, αλλά το ψωμί δε φτάνει για τα εφτά στόματα των παιδιών, όσο κι αν συμπαραστέκεται η  χαροκαμένη μάνα Μαρία με το «ανυφαντικό» και το φτωχό περιβολάκι  της βουνοκορφής, έχοντας  ταυτόχρονα στην εποπτεία και τη φροντίδα της –εκτός από τους δυο αδικοχαμένους γιους- τα τρία κορίτσια, τη Σοφία, την Άννα και τη Ρηνιώ, αλλά και τα δυο μικρότερα αγόρια, το Μανώλη και το Γιάννη.

Ο κλήρος έπεσε στον πρωτότοκο γιο τον Μπάμπη να ακολουθήσει το δρόμο του ξενιτεμού, για να αυγατίσει το ψωμί και να υποστηριχτεί η οικογένεια σε μια εποχή που τομοναρχοφασιστικό καθεστώς της ντόπιας αντίδρασης- που είχε  πολύχρωμη αστική έκφραση, κεντρώα και δεξιά- έθετε ως στόχο του την εξαθλίωση του λαού, θέσπιζε  ως ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα την πίστη στην κομμουνιστική ιδεολογία και  δίωκε τη δράση των κομμουνιστών ως ποινικό αδίκημα, δηλ ως εγκληματική πράξη, στρώνοντας το δρόμο για την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά. Σε αυτές τις καταπιεστικές για το λαό  συνθήκες, που η ντόπια ολιγαρχία εξαπολύει την επίθεσή της  στον μπροστάρη των εργατο-λαϊκών αγώνων, στο Επαναστατικό ΚΚ.Ε., συνθλίβοντας  τα δικαιώματα και καταστέλλοντας  τους αγώνες των εργατών , ο Μπάμπης Καλομοίρης  βγαίνει στον αγώνα του μεροκάματου. Ξενιτεύεται στη Θεσσαλονίκη, κοντά στο θείο του Γιώργη Φασουλά που διέθετε οινοποιείο , όπου η ανήσυχη ψυχή  του, με τις ευαίσθητες κεραίες της προσλαμβάνει εύκολα τα μηνύματα της ταξικής πάλης .Ετσι, «  ανοίγει ο νους του»  νέα μονοπάτια  διαλεκτικής σκέψης , με τη συμμετοχή του στους εργατικούς αγώνες και την ένταξή του στο ΚΚΕ, στις  γραμμές του οποίου υπηρέτησε, με απόλυτη συνέπεια, ανιδιοτέλεια και απαράμιλλο θάρρος ως τον πρόωρο θάνατό στην ηλικία των 28 χρόνων.

Ο Μπάμπης, έχοντας το χάρισμα της άριστης φυσικής υγείας και  της αθλητικής  σωματικής διάπλασης,κατατάσσεται στην αεροπορία, από όπου απολύεται το 1940, με την κήρυξη  του Β’ παγκοσμίου πολέμου . Η τριπλή κατοχή, της Ναζιστικής Γερμανίας, της  Φασιστικής Ιταλίας και  της Βουλγαρίας, βρίσκει το φλογερό αγωνιστή Μπάμπη στην πρώτη γραμμή του πατριωτικού, αντιφασιστικού αγώνα να καταθέτει αφειδώλευτα τις ψυχικές και θαυμαστές σωματικές του δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση από τη διπλή σκλαβιά της ξένης κατοχής και της ντόπιας αντίδρασης,  μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ, του ΕΛΑΣ και της Ο.Π.Λ.Α. Ακατάβλητος μαχητής και παροιμιώδους τόλμης,  ο Μπάμπης θα αξιοποιήσει την εργασιακή του εμπειρία ως τραυματιοφορέας στο ΝΙΜΙΤΣ και θα καταφέρει να απελευθερώσει τραυματίες  αριστερούς και πατριώτες που νοσηλεύονταν ως κρατούμενοι, ενώ αλησμόνητη έμεινε επίσης  η παλικαριά  και η ψυχραιμία του στο αντκατοχικό συλλαλητήριο που διοργάνωσε  το Ε.Α.Μ, με την καθοδήγηση του Κ.Κ.Ε., το Μάρτη 1943.Μπροστά στη θέα της κοπέλας-αγωνίστριας που ισοπεδώθηκε από τις ερπύστριες του γερμανικού τανκ, ο ατρόμητος Μπάμπης  χάνει κάθε αίσθηση του φόβουκαι γίνεται η φωνή της αντίστασης του συλλαλητηρίου που άρχισε να υποχωρεί, ανοίγοντας με ψυχραιμία την πόρτα του τανκ και ρίχνοντας μέσα τη χειροβομβίδα που κρατούσε στο χέρι. Πλήρωσε  όμως με βαρύ τίμημα τη γενναιοψυχία του.Γιατί, αμέσως μετά το συλλαλητήριο, συλλαμβάνεται από τους φασίστες κατακτητές και βασανίζεται με θηριωδία, χωρίς ποτέ να ανοίξει το στόμα του, δείχνοντας παλικαρίσια αντοχή. Από τις φυλακές της Αθήνας μεταφέρεται στη Λάρισσα, από όπου , με τη βοήθεια  των συντρόφων του, απέδρασε, για να συνεχίσει την αγωνιστική και πατριωτική δράση του ως εφεδρικός του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, με κέντρο τους Αμπελόκηπους και την Καισαριανή και συνεργαζόμενος σταθερά με τους συντρόφους του Ανωγειανούς,  τον Αριστομένη Μανουρά,  το Μανόλη Βρέντζο ή Γιαγκομανόλη, το Μανώλη Μανουρά ή Ζωνομανώλη και  το Μιχάλη Κουτεντάκη.

Σε όλη τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ο Μπάμπης Καλομοίρης αντιπάλεψε με  παλικαριά, θάρρος, πείσμα , ανιδιοτέλεια και περηφάνεια τους καταχτητές. Προστάτεψε, με την  ατρόμητη ψυχή και μαχητική δράση του ,  πολλούς δημοκράτες , αγωνιστές και πατριώτες,  λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας τους απέναντι στην αιμοβόρα μηχανή των ναζιστών και ντόπιων φασιστών συνεργατών τους. Αντιπάλεψε,με γνήσιο πατριωτικό και λαϊκό αίσθημα ,τους  δοσίλογους σαν γνήσιο παιδί του λαού και διαλεχτό δείγμα  της προλεταριακής ηθικής.

Η απελευθέρωση  το 1944 βρήκε τον Μπάμπη στην Αθήνα, όπου αγωνίστηκε ανυποχώρητα και ψυχωμένα  , αλλά δε θα μπορέσει  να νιώσει τη δικαίωση του αγώνα του, όπως και όλοι οι  τίμιοι αγωνιστές, συνεπείς  κομμουνιστές  ,ΕΑΜο-ΕΛΑΣιτες και γνήσιοι πατριώτες .που ράντισαν  ,με το δάκρυ της ψυχής τους  και την ανειρήνευτη πάλη τους,το μυριόστομο ΟΧΙ στο φασισμό και το ναζισμό και πότισαν  με το αίμα τους, είτε νεκροί είτε ζωντανοί,  τον αγώνα για τη λύτρωση από  τη διπλή σκλαβιά του ξένου καταχτητή  και της ντόπιας μοναρχοφασιστικής αντίδρασης. Δεν ημέρεψε η ψυχή του Μπάμπη, όπως και κάθε τίμιου αγωνιστή που υπηρέτησε στις γραμμές του επαναστατικού Κ.ΚΕ. Γιατί την κρίσιμη στιγμή – που ο λαϊκός αγώνας  θα μπορούσε να μπει στο δρόμο της δικαίωσής του , «να σηκώσει ψηλά τον ήλιο» και το «αίμα των αγωνιστών  να γίνει το πρώτο αυθεντικό ποίημα»  για τη σοσιαλιστική αναγέννηση της καθημαγμένης χώρας- η  ηγεσία του Κ.ΚΕ εκείνης της περιόδου διάλεξε τον απαράδεχτο από κάθε άποψη δρόμο της Ταξικής Συνθηκολόγησης, υπογράφοντας τις ταπεινωτικές για το επαναστατικό κίνημα Συνθήκες του Λιβάνου(το Μάη του 1944) και της Καζέρτας το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Συνθήκες που όχι μόνο καθυπότασσαν το ανυπόταχτο λαϊκό, αντιφασιστικό, αντικατοχικό  και αντιϊμπεριαλιστικό φρόνημα, αλλά επιπλέον μετέτρεπαν το  υπερήφανο   ΟΧΙ των κομμουνιστών  και αριστερών πατριωτών στη διπλή υποδούλωση σε ΥΠΟΤΑΓΗ στο Βρετανικό  ιμπεριαλισμό και στην ντόπια πλουτοκρατία, με όποιο πολιτικό πρόσωπο κι αν εμφανιζόταν αυτή. Αυτές οι  απαράδεχτες  και ακυρωτικές της επαναστατικής ιδεολογίας και δράσης του Κ.ΚΕ  συνθήκες  υπογράφτηκαν κάτω από την επίνευση των Βρετανών επικυρίαρχων και υλοποιούσαν τη στρατηγική πολιτική στόχευση της ντόπιας αντίδρασης για εκμηδένιση της ΕΑΜΟ-ΕΛΑΣιτικης αντίστασης και  για πολιτική εξόντωση του Κ.ΚΕ .Αυτόν ακριβώς το στόχο  καταφανώς έδειξαν οι 33 ημέρες του αιματοβαμμένου Δεκέμβρη, κατά τις οποίες ανηλεώς τα τανκς του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ-με τη στήριξη και τη συναίνεση της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου – θερίζουν τους αγωνιστές της λευτεριάς, επιβεβαιώνοντας στην πράξη ότι, με τη λήξη της Γερμανο-Ιταλικής Κατοχής,  επιβάλλεται ένα ακόμη πιο αντιδραστικό  καθεστώς ιμπεριαλιστικής υποδούλωσης   της χώρας και κατασταλτικής επέλασης της εγχώριας πλουτοκρατίας  ενάντια στο μοναδικό της εχθρό,  τον αντιστεκόμενο λαό , αλλά –κυρίως-ενάντια στον μπροστάρη των αγώνων του, το επαναστατικό Κ.ΚΕ.

Ωστόσο, ενώ το θερμόμετρο της ταξικής σύγκρουσης ανεβαίνει και ο παλμός της ταξικής πάλης  δονεί τη λαϊκή ψυχή, η  ηγεσία που  έχει στα χέρια της το τιμόνι του Κ.ΚΕ  αυτά τα δύσκολα χρόνια και το εκπροσωπεί στη διαδικασία της υπογραφής των συνθηκών  –ενώ έχει απαράβατο καθήκον  να περιφρουρεί και να κατοχυρώνει στο πολιτικό επίπεδο τους ταξικούς αγώνες του λαού-  αυτή επιλέγει τον αντίθετο  δρόμο .Στηρίζει  το στρατόπεδο του ταξικού εχθρού και υπογράφει  την κατάπτυστη συμφωνία της Βάρκιζας(το Φλεβάρη του 1945) , συμφωνία που πρόδωσε  τους στόχους της πάλης του προλεταριάτου και , στην ουσία, νομιμοποιούσε τη λυσσαλέα επίθεση των μοναρχοφασιστών στο αναπτυσσόμενο κομμουνιστικό, αριστερό και λαϊκό κίνημα , ενώ έδιδε   επιπλέον  το …νομικό έρεισμα στο Βρετανικό και  τον Αμερικάνικο Ιμπεριαλισμό να αλώσει τη χώρα και να ληστέψει το λαό της. Αυτό ακριβώς θα αποτυπώσει  η θηριωδία της ιμπεριαλιστικής βίας που θα εξαπολυθεί εναντίον των κομμουνιστών και αριστερών, θηριωδία   που φτάνει ακόμη και στη χρήση της βόμβας  ναπάλμ εναντίον των μαχητών του Δ.Σ.Ε στο Γράμμο και το Βίντσι. Στην ουσία,  με τη συμφωνία αυτή, οι ιμπεριαλιστές επικυρίαρχοι και εγχώριοι πολιτικοί στυλοβάτες τους , δεξιοί και κεντρώοι, δε δήλωναν μόνο στο χαρτί τις απαιτήσεις τους για πλαγιοκόπημα του επαναστατικού Κ.ΚΕ. Στην πράξη  απαιτούσαν την επίσημη ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ του ως  επαναστατικού, προλεταριακού κόμματος, δηλ  κήρυσσαν και επέβαλλαν τον εμφύλιο πόλεμο, ικανοποιώντας από τη μια τα στρατηγικά γεωπολιτικά τους συμφέροντα στην ευαίσθητη για αυτούς περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου και από την άλλη υποστηρίζοντας, με μανία και επιμονή, την απαίτηση της εγχώριας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας για «εξάλειψη του κομμουνιστικού κινδύνου», σε συνθήκες μάλιστα παγκόσμιας αποδοχής της πρωτοπόρας δράσης της Σοβιετικής Ένωσης, αποτυχίας του στόχου των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τη διάλυσή της και  παράλληλα σε καιρούς εδραίωσης των λαϊκών δημοκρατιών σε πολλές χώρες, ιδιαιτέρα της Βαλκανικής.

Αυτή την κοινή επιδίωξη του ξένου ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης για εξόντωση του Κ.ΚΕ και αποτροπή της οικοδόμησης ενός σοσιαλιστικού εργατικού κράτους στην Ελλάδα επιβεβαιώνει, πολύ παραστατικά,  η ένταση της καταστολής,   αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, αφού μέχρι τον επόμενο χρόνο(1946) -που κηρύσσεται επίσημα ο εμφύλιος πόλεμος- πάνω από 80.000 κομουνιστές και δημοκράτες αγωνιστές  δοκιμάζονται στα κολαστήρια , διώκονται, φυλακίζονται, εξοντώνονται.

Ολη αυτήν την πολιτική θύελλα ζει ο Μπάμπης ως συνεπής κομμουνιστής, με ακλόνητη  πίστη  στον αγώνα για την λαϊκή απελευθέρωση από το  διπλό ζυγό της ξενοκρατίας και  της ντόπιας αντίδρασης, ολόψυχα δοσμένος στην πάλη για τη λαοκρατία , την πολιτική ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία.

Με την επίσημη πια θέσπιση  της παράνομης δράσης του Κ.ΚΕ το 1946, ο άδολος αγωνιστής φτάνει στη γενέθλια γη, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ταξικό αγώνα του προλεταριάτου, από τις γραμμές τώρα   του Δ.Σ.Ε, του στρατού που συγκρότησε το Κ.ΚΕ για την υπεράσπιση της ιδεολογίας της εργατικής τάξης. Της  τάξης που είναι ιστορικά ταγμένη να σηκώσει στις πλάτες της τον ωραίο και δύσκολο αγώνα της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από την καπιταλιστική θηριωδία και  την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και να οικοδομήσει το  ανθρώπινο μέλλον στις βάσεις της κοινωνικής ισότητας, της παγκόσμιας ειρήνης  και της διεθνιστικής αλληλεγγύης.

Βαριά και ωραία τα ιδανικά της σημαίας του Δ.Σ.Ε απαιτούσαν χέρια στιβαρά, ψυχή βαθιά, πίστη στερεή  και  ταξική  συνείδηση αταλάντευτη .Τα χαρακτηριστικά αυτά  διέθετε ο αγωνιστής  Μπάμπης  Καλομοίρης και ο αδελφός του Αποστόλης , παρά το νεαρό της ηλικίας του,  όπως  και όλοι οι άλλοι ήρωες μάρτυρες του αδυσώπητου αυτού ταξικού πολέμου , οι οποίοι  κοσμούν την ιστορία του λαϊκού κινήματος, αλλά και ειδικότερα του χωριού μας, όπως είναι  οι θρυλικοί     αγωνιστές κομμουνιστές,  τα θύματα του εμφυλίου πολέμου : ο Αριστομένης Μανουράς, ο  Σμπωκογιώργης,  ο Νίκος  Καφατσής , ο Δημήτρης Ηλιάκης και  η μυθικής αντοχής και  αξιοθαύμαστης υπερηφάνειας Βαγγελιώ Κλάδου. Και είναι φανερό ότι μένουμε  μόνο στον τραγικό χορό των νεκρών, αφού   η οικονομία αυτής της τοποθέτησης  δε μας επιτρέπει την αναγκαία  τιμητική αναφορά στην  ευρεία αλυσίδα των αγωνιστών  που -ακολουθώντας το παράδειγμα του μυθικού Προμηθέα- άντεξαν στα κολαστήρια και στα ξερονήσια, στις εξορίες και τα βασανιστήρια ή επέλεξαν να ζουν σαν ελεύθεροι –πολιορκημένοι στις τρύπες και τα σπηλιάρια για 28 ολόκληρα χρόνια, όπως ο Κώστας  Σμπώκος ή Μπαφουλής και ο Κώστας Πατραμάνης.

Σε αυτόν τον τιμημένο Δημοκρατικό Στρατό της απελευθέρωσης του λαού από την πείνα, το σκοταδισμό , την καταστολή, την ιμπεριαλιστική υποδούλωση ο Μπάμπης και ο Αποστόλης Καλομοίρης έδωσαν όρκο πίστης, κάτω από την καθοδήγηση του λαοπρόβλητου  ηγέτη και  βασικού οικοδόμου της Εθνικής  Αντίστασης στην Κρήτη,  του λαμπρού στελέχους του Κ.ΚΕ , του Καπετάν Γιάννη Ποδιά, που είχε οριστεί Γενικός Πολιτικός Υπεύθυνος  της Ανατολικής Κρήτης.

Στις δύσκολες μέρες του καλοκαιριού του 1947, στο δοσμένο τοπίο της άνισης μάχης, το ανυποχώρητο φρόνημα των κομμουνιστών αναμετριέται με τις  πολυάριθμες δυνάμεις της κρατικής καταστολής και του παρακρατικού μηχανισμού των ΜΑΥδων , τους οποίους αγκάλιασαν με τις μαύρες φτερούγες τους τα κόμματα της αντίδρασης.Η λογική των αριθμών κόντρα στην πανίσχυρη λογική της Αντίστασης  υποχωρεί και το αδύνατο… γίνεται κατορθωτό: Να σηκωθεί η σημαία του αγώνα για τη δημοκρατία, το ψωμί, τη δουλειά, την ελευθερία, την εθνική ανεξαρτησία και το σοσιαλισμό.

Στο οροπέδιο της Νίδας , οι μαχητές του Δ.Σ.Ε, με όπλο την παλικαριά και την αταλάντευτη πίστη του συνεπούς κομμουνιστή, δίδουν την τίμια μάχη της υπεράσπισης των δίκιου του λαού και αφήνουν περήφανα την τελευταία τους πνοή, ποτίζοντας με το αίμα τους το δέντρο της λευτεριάς και δηλώνονταςέμπρακτα πως «το να είσαι κομμουνιστής/  αυτό σημαίνει/να   προχωράς/κι εσύ καθώς προβαίνει/εμπρός η ιστορία/ αυτό σημαίνει να είσαι εχθρός του ιμπεριαλισμού/ και να τσακίζεις/τα καθεστώτα/που  πια  σαπίσανε και παν/μες στα σκοτάδια/και μες στο φως να ψάχνεις μονοπάτια»

Η στρατιωτική λογική της ψύχραιμης  εκτίμησης  από τον Καπετάνιο Ποδιά  επιτάσσει στη μάχη της Λοχριάς τη μεθοδική υποχώρηση, με το χωρισμό των 48 αγωνιστών που απόμειναν σε τρεις ομάδες, ανάμεσα στους οποίους ήσαν οι συγχωριανοί μας: Μπάμπης Καλομοίρης, Γιώργης και Κώστας Σμπώκος, Κώστας Πατραμάνης και Γ.Δακανάλης. Η ώρα της αναμέτρησης  έφτασε και οι αλύγιστοι κομμουνιστές προχωρούν «με ένα κομμάτι θάνατο στην τσέπη τους», ατρόμητοι, θαρραλέοι. Στην τελευταία ομάδα ο μεγαλόψυχος καπετάνιος  Ποδιάς παρατηρεί το θαρρετό βηματισμό των εγκλωβισμένων από την πλειάδα των παρακρατικών  συντρόφων του, κρατώντας στιβαρά το τιμόνι του αγώνα.Επικεφαλής της δικής του ομάδας ο Μπάμπης προχωρεί θαρραλέα και απαντά παραπλανητικά στην αναγνωριστική ερώτηση του αντιπάλου, αλλά το ασκημένο  μάτι του ταξικού εχθρού τον εντοπίζει και το βόλι του μίσους τον βρίσκει κατάστηθα, όπως βρίσκει λίγο αργότερα και τον καπετάνιο Ποδιά  και τους άλλους αγωνιστές., τον Παπά, τον Τρουλλινό… Ο Μπάμπης  έπεσε, αφού πρώτα πάλεψε λιονταρίσια , για να προστατεύσει την ομάδα του, δίδοντάς σε πολλούς συντρόφους του την ευκαιρία να ξεφύγουν από τον κλοιό.

 Όμως το περήφανο  πέταγμα της ατρόμητης ψυχής του Μπάμπη ακούμπησε ξαφνικά το αθώο  πρόσωπο  του μικρού  αδελφού Αποστόλη -που βρισκόταν  κάποια χιλιόμετρα μακριά-σαν να ήθελε να του δώσει το φιλί του αποχαιρετισμού, κάνοντας   την καρδιά του να σπαράζει από τον πόνο του  τραγικού αποχωρισμού. Γι’ αυτό, χωρίς δεύτερη σκέψη αυτοπροστασίας,  τρέχει με ανείπωτη αγωνία να ..προφτάσει, να προλάβει , έστω , να δει το άψυχο σώμα του πολυαγαπημένου αδελφού. Όμως το δολοφονικό χέρι  που παραμονεύει είναι άτεγκτο και βαθιά ποτισμένο από  δηλητήριο του μίσους.Γι΄αυτό δε διστάζει να χτυπήσει πισώπλατα, στέλνοντας στη χαροκαμένη μάνα δυο νεκρά παλικάρια, την ίδια μέρα.

Σκοτείνιασε  η λίθινη πλαγιά  του Γερο-Ψηλορείτη. Θύμωσε ο Δίας .Δάκρυσε η  μαύρη κορφή. Εκλεισε η χαροκαμένη μάνα την ψυχή της. Δάγκωσαν τα χείλη οι πικραμένες αδελφές κι ανασκουμπώθηκαν να στηρίξουν το σπίτι , αναζητώντας το μεροκάματο στην πόλη. Πήρε  το δρόμο της μετανάστευσης  ο Μανώλης και έβαλε  τα στιβανάκια του μαντρατζή  ο μικρότερος γιος Γιάννης και  μοναδικός πλέον επιζών και κληρονόμος –μαζί με τη Ρηνιώ-αυτής της βαριάς και  περήφανης κληρονομιάς, ο οποίος   μας ακούει σίγουρα με βαριά καρδιά, αλλά με  άκλαυτα μάτια.Γιατί  «δε χύνουν δάκρυ/ τα μάτια που συνήθισαν να βλέπουνε φωτιές/δε σκύβουν το κεφάλι οι μαχητές» Κι ο τραγικός πατέρας , αποκαρδιωμένος,  έκρυψε στα σφιγμένα χείλη τον ανείπωτο πόνο, έχοντας  επιπλέον την αγωνία μήπως το ανεξέλεγκτο μίσος στραφεί  ακόμη και εναντίον των υπόλοιπων παιδιών, όπως έδειξε η απόπειρα πυρπόλησης  του σπιτιού του..

Στιγμές τρόμου, στιγμές αγωνίας.Μια ζωή κλεισμένη μέσα στις σιωπή του πόνου, του θυμού, της πίκρας, της ανησυχίας, της αδικίας.

Λιγοστές οι χαρές ανοίγουν  την πόρτα του χαροκαμένου σπιτιού: ο γάμος   πρώτα  του Γιάννη  και  η  γέννηση της κόρης του Χαράς –που στάθηκε πράγματι ένα παράθυρο χαράς στο πικραμένο σπίτι, φέροντας επάξια και με σεβασμό το όνομα και την  ηρωϊκή κληρονομιά του αδικοχαμένου θείου-αλλά και στη συνέχεια,  ο γάμος  γάμος και τα παιδιά της Ρηνιώς,  γεγονότα  που  δημιούργησαν   ένα ισχυρό αντίβαρο στην πικρή μνήμη, «γιατί είναι αθάνατοι οι νόμοι της ζωής/της αλλαγής .»

Γιατί οι νεκροί αγωνιστές που τιμάμε σήμερα και οι χιλιάδες άλλοι που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν ονομαστικά, «σκαρφάλωσαν στη ράχη του χάρου/κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου», για «να φύγει το μαύρο  από τα μάτια μας./Να φύγει τα’ άδικο από τον κόσμο»

Σ΄ αυτήν την πάλη απέναντι στο άδικο, απέναντι στην πολιτική της  φτώχειας και  της  λαϊκής εξαθλίωσης που επιβάλλουν  οι  σύγχρονες αντιλαϊκές κυβερνήσεις–συνεχίζοντας το ιστορικό νήμα της αντιλαϊκής επίθεσης  των αντιδραστικών  κατοχικών και πολύχρωμων μετακατοχικών κυβερνήσεων  και έχοντας την  υποστήριξη ξανά των  σύγχρονων ιμπεριαλιστών κηδεμόνων τους-  καλούν οι τιμώμενοι σήμερα αγωνιστές  και όλοι οι μάρτυρες/ήρωες .Γιατί μόνο , μέσα από αυτή την ανυποχώρητη, ενωτική λαϊκή πάλη μπορούν να βρουν δικαίωση οι αιματηρές θυσίες   τους,  μπορεί « ν’ ανατείλει ο σταρένιος ήλιος του ψωμιού/σε κάθε τραπέζι, ν’ ανατείλει το τραγούδι/μες  στ’ ανθισμένα χείλη των ανθρώπων..”

 

Μοιραστείτε το

-

-->