ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΩΤΗΣ Ζωγραφικός πίνακας του Κωνσταντίνου Σταυρακάκη.(Λαϊκού ζωγράφου των Ανωγείων του 19ου αιώνα.)
Άρθρο του Γιώργη Σκουλά
Μέγας, Μέγιστος, 50 χρόνια αγώνες, για την ελευθερία της πατρίδος του. Ο Νιώτης, ο Φρουδάκης και ο Μιχαήλ Κόρακας, ίσως και κάποιοι άλλοι, σχεδόν 70 ετών πια ξαναέπιασαν τα όπλα, αποτελώντας τον συνδετικό κρίκο δύο γενεών Κρητών μαχόμενων, υπέρ πίστεως και πατρίδος. Της τιμημένης γενιάς του 1821 και νεότερης του 1866-69. Περισσότερα για το Σταύρο Νιώτη στα αφιερώματα που θα ακολουθήσουν.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΜΕΡ ΠΑΣΑ
ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ.
ΕΚΘΕΣΕΙΣ:
ΠΑΝΟΥ ΚΟΡΩΝΑΙΟΥ, ΟΜΕΡ ΠΑΣΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΣΚΟΥΛΑ(ΜΠΟΚΙΟΡΝΟΥ).
Ο 12ος ΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ.
Όπως είδαμε και σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της επανάστασης, υπήρξε η τροφοδοσία της, τόσο σε πολεμικό υλικό, είδη ένδυσης και υπόδησης των επαναστατών, όσο και σε τρόφιμα. Η Κρήτη κατεστραμμένη, και καμένη από τους Τούρκους δεν μπορούσε να προσφέρει πλέον τα αναγκαία προς το ζην στους επαναστάτες και στις οικογένειές τους. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των επιτροπών, Αθήνας και Σύρου, και τις ηρωικές προσπάθειες των πλοιάρχων και των πληρωμάτων, η τροφοδοσία δεν επαρκούσε. Ποιος να πρωτοφάει; Οι επαναστάτες; Τα γυναικόπαιδα; Οι τραυματισμένοι; Οι άρρωστοι; κτλ.. Ελλιπής επίσης υπήρξε σε όλη την διάρκεια της επανάστασης και η τροφοδοσία σε πολεμικό υλικό.
Θα δούμε στην συνέχεια να χάνονται μάχες ή να μην μεγιστοποιούνται τα αποτελέσματά τους, καθώς την κρίσιμη στιγμή, οι επαναστάτες, ξέμεναν από πυρομαχικά! Το ίδιο ακριβώς συνέβη και κατά την εισβολή του Ομέρ, στον Μυλοπόταμο. Οι επαναστάτες, ξέμειναν από πυρομαχικά και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στα ορεινά, πάνω από τα χωριά, Κράννα, Λειβάδια, Ζωνιανά, και Ανώγεια, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να εισέλθουν και σε αυτά τα χωριά, να τα λεηλατήσουν και να τα κατακάψουν. Την αγωνία αυτή των επαναστατών, την βλέπουμε αποτυπωμένη σε επιστολή του Γεωργίου Σκουλά ή Μπογκιόρνου, μέλους της τμηματικής επιτροπής Ρεθύμνου, ετεροθαλούς αδελφού του Μιχ. Και Εμμ. Σκουλά, η οποία βρίσκεται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, στο αρχείο Ιωάννη Μιτσοτάκη.
Έρευνα. Βαγγέλης παπά Γιάννη Σκουλάς (Καρβάλιο).
Αγαπητέ φίλε (Ιωάννη Μιτσοτάκη)
Προ τρειών ημερών ησήλθε ο Ομέρ εις Μυλοπόταμον με 5 χιλιάδας στρατού και εσκήνωσεν εις Πέραμα. Πάραυτα εγένετο συνάνθροισις και ο μεν Κορωναίος και Σγουρός μετά επικουρίας Αμαριωτών και Ρεθυμνίων εσκήνωσεν εις τα πέριξ των Μαργαριτών, ο δε Σκουλάς μετά του Πετροπουλάκη εις Γαράζω και μία βάρδια εις Μελιδώνι.
Την 6 του μηνός (Μαΐου) περί την μεσημβρίαν προσεβλήθη ο εχθρός εις τας σκηνάς του, αλλ’ η διατρέχουσα από της πρωΐας φήμη ότι εισήλθον οι Τούρκοι και από τον Στρούμπουλαν και οδεύουν να ενωθώσι μετά των λοιπών επιβαιβαιώθη διό ηναγκάσθη ο Σκουλάς μετά του Πετροπουλάκη να τρέξωσι όπως τον διακόψωσι την πορείαν. 600 άνδρες, εξ ων οι 300 Ανωγειανοί τους υπεδέχθησαν κατά τα κλεψίματα, όπου συνεκροτήθη πεισματώδης μάχη. Οι Τούρκοι περικηκλώθησαν πανταχόθεν. Αι σφαίραι των ημετέρων επετύνχαναν σχεδόν άπασαι. Ο εχθρός περιστρέφετο εις σωρό πτωμάτων. Διαρκούσης της ημέρας του αφηρέθη η αποσκευή και τινά πολεμικά ζώα. Επελθούσης δε της νυκτός έμενε πάντοτε πυροβολούμενος εις την αυτήν θέσιν. Της αυγής ότε απελπισθείς διήλθε διά μέσου του πυρός και ενώθη μετά του Ομέρη. Εκ των 2.500 χιλιάδων εχθρών μόλις εσώθησαν οι 1.500. Εκ των ημετέρων 3 Ανωγειανοί, και επληγώθησαν 5. Επληγώθη δε και εις έτερος Μυλοποταμίτης.
Το αποτέλεσμα της κάτω μάχης (Περάματος) αγνωούμεν μέχρι τούδε. Τούτο μόνον γνωρίζωμεν ότι οι ημέτεροι διετήρησαν τας θέσεις των μέχρι της εσπέρας. Ταύτην την στιγμήν ήχθει το τηλεβόλον, η μάχη επανελήφθη και ίσως διαρκέση επί πολλάς κατά συνέχειαν ημέρας, ότε ανάγκη, και ανάγκη μεγίστη να γράψετε εις Σύρον με αυτό το βαπόρι να μας προφθάσουν πολεμοφόδια. Περί την Τετάρτην ή την Πέμπτην διότι μάλον χανόμεθα. Να μας στείλουν δε 200, έως 300 κάσας και όχι ως άλλοτε 100, άτινες ήρκουν διά μίαν ή δύο μάχας και να είναι και επί αναλογία.
Κόνικα Γαλλικά 7.
Κόνικα Αγγλικά 2.
Σφαρικά 1.
—————–
Σύνολο 10.
Περιτόν νομίζω σπεύσον διά σίτησιν διό και υποδημάτων μας.
Ευσεβαστώς ο υμέτερος Γ. Α. Σ.
(Γεώργιος Αναγνώστου Σκουλάς ή Μπογκιόρνος)
Ανώγεια τη 7. Μαΐου 1867.
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω θέλω να αναφέρω στους αναγνώστες μου, για την καλύτερη κατανόηση των γεγονότων το εξής. Ως πηγές των γεγονότων έχουμε τις εκθέσεις των οπλαρχηγών των τμηματικών επιτροπών, των πολιτικών εκπροσώπων κτλ.. Πολλές φορές θα δούμε, για το ίδιο γεγονός, διαφορές στις υπάρχουσες εκθέσεις όσον αφορά τα νούμερα. Δεν θα πρέπει να στεκόμαστε σε αυτό. Θα δούμε δηλαδή διαφορές στους εμπλεκόμενους στην μάχη, στους σκοτωμένους, στους τραυματίες και τα λοιπά. Δεν είναι όμως αυτό το σημαντικό. Το σημαντικό είναι η είδηση της μάχης, ή ενός συγκεκριμένου γεγονότος. Επίσης, συγκρίνονται π.χ., τρεις εκθέσεις οπλαρχηγών για την ίδια μάχη και γίνεται πάνω κάτω κατανοητό, το τι ακριβώς συμβαίνει. Εάν σταθούμε αυστηρά στα νούμερα, πιθανότατα θα αδικήσουμε ανθρώπους άλλων εποχών. Ας μην ξεχνάμε, ότι βρισκόμαστε στο 1866, εποχή κατά την οποία δεν ήταν εύκολη η διασταύρωση των στοιχείων και η ασφαλής τεκμηρίωσή τους.
Γιατί τώρα γίνονταν για την ίδια μάχη 3 και 4 και 5 εκθέσεις; Και γιατί πολλές φορές υπάρχουν διαφορές από την μία έκθεση στην άλλη, για το ίδιο γεγονός.
Κάθε αρχηγός που λάμβανε μέρος σε μια μάχη σαν επικεφαλής σώματος, ήταν υποχρεωμένος να κάνει την έκθεση μάχης του, σε δύο αντίγραφα. Ένα προς την τμηματική του νομού του προς επικύρωση, και ένα προς τον αρχηγό του νομού, ο οποίος βάσει των εκθέσεων των τοπικών αρχηγών, έφτιαχνε την συνολική έκθεση της μάχης και την απέστελλε προς την Γενική Συνέλευση ή την Κυβέρνηση της Κρήτης. Πολλές φορές λοιπόν οι αρχηγοί βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία της μάχης και με διαφορετικό ρόλο να επιτελέσουν, οπότε είχαν αναπόφευκτα διαφορετική οπτική γωνία των πραγμάτων. Γι’ αυτό λέω, ότι δεν θα πρέπει να στεκόμαστε κατ’ ανάγκη στους αριθμούς που πιθανόν να διαφέρουν από αρχηγό σε αρχηγό, ή σε επιμέρους λεπτομέρειες, αλλά να στεκόμαστε στην συνολική εικόνα που μας δημιουργούν οι εκθέσεις αυτές.
Στην συνέχεια θα δούμε την γιγαντομαχία αυτή του Μυλοποτάμου από τις εκθέσεις των δύο κύριων πρωταγωνιστών της. Του Πάνου Κορωναίου και του Ομέρ πασά. Το κάνω κυρίως για να δει ο αναγνώστης το επικοινωνιακό παιχνίδι που παιζόταν και από τις δύο πλευρές. Π.χ., οι εκθέσεις των επαναστατών ομιλούν για 1.000 νεκρούς Τούρκους, ενώ η έκθεση του Ομέρ, αυτή τουλάχιστον που είδε το φως της δημοσιότητας στην Κωνσταντινούπολη ομιλεί για 12 νεκρούς Τούρκους και 64 τραυματίες. Επίσης θα αντιληφθεί ο αναγνώστης, κάτι που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα τα γεγονότα από τούδε και στο εξής, την διαφορετική φιλοσοφία και στρατηγική των δύο αντιπάλων, ως προς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, όπως αυτό αποτυπώνεται στις εκθέσεις των κυρίως υπευθύνων, Κορωναίου και Ομέρ πασά.
Ο μεν Ομέρ, θεωρεί επιτυχία του ότι κατόρθωσε να εκδιώξει τους επαναστάτες από τα πεδινά του Μυλοποτάμου και να τους περιορίσει στα ορεινά της επαρχίας, ο δε Κορωναίος επίσης, θεωρεί επιτυχία την μεγάλη φθορά που επέφεραν οι επαναστάτες στον Ομέρ, χωρίς αυτός να μπορέσει να δώσει τελειωτικό χτύπημα στην επανάσταση. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με την φιλοσοφία που φαίνεται να επέφερε ο Κορωναίος μετά την έλευσή του στην Κρήτη, τον Οκτώβριο του 1866, στο τι ακριβώς έπρεπε να είναι η επιδίωξη της επανάστασης.
Ο συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού και άριστος αξιωματικός, γνώριζε ότι οι επαναστάτες δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιπαραταθούν σε ένα άριστα εξοπλισμένο τακτικό στρατό. Γνώριζε επίσης, ότι για να υπάρξει πλήρης απελευθέρωση της Κρήτης, βασική προϋπόθεση ήταν η εκπόρθηση των φρουρίων κυρίως Ηρακλείου, Ρεθύμνου, και Χανίων. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει την ύπαρξη υπεροπλίας του επιτιθέμενου σε στρατό αλλά κυρίως προϋπέθετε την ύπαρξη πυροβολικού το οποίο και δεν υπήρχε. Απεναντίας οι Τούρκοι και τακτικό στρατό διέθεταν άρτια εξοπλισμένο, και πυροβολικό διέθεταν, αλλά διέθεταν και πλήρη υπεροπλία στο ναυτικό και μπορούσαν με αυτό να μεταφέρουν όσο στρατό ήθελαν στα μετόπισθεν των επαναστατών και να τους εγκλωβίσουν.
Ο Πάνος Κορωναίος, ως άριστος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, γνώριζε τα μειονεκτήματα αυτά της επανάστασης. Έτσι, επέλεξε την τακτική του κτυπώ και φεύγω, δηλαδή του ανταρτοπόλεμου, με απώτερο σκοπό την συνέχιση της επανάστασης, της αναταραχής στην Κρήτη, με αντικειμενικό σκοπό:
1ον Την διαιώνιση της επανάστασης, αναταραχής στην Κρήτη, ώστε ο Σουλτάνος να εξαναγκαστεί να την παραχωρήσει στην Ελλάδα ως ένα σάπιο μέλος της αυτοκρατορίας από όπου δεν έχει πλέον έσοδα αλλά είναι μία ανοικτή πληγή, τόσο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και ανθρώπινο δυναμικό για την αυτοκρατορία, και
2ον στον εξαναγκασμό των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, κάτω από την πίεση των λαών τους, λόγω του κύματος συμπάθειας που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, να επέμβουν στην Κρήτη ώστε να σταματήσουν την αιματοχυσία, εντάσσοντας την Κρήτη στον εθνικό κορμό της Ελλάδος. Αυτή θα είναι από εδώ και πέρα η στρατηγική των επαναστατών, όπως θα την δούμε κατά την διάρκεια της εισβολής του Ομέρ στο Λασίθι αλλά και στα Σφακιά.
Θέλω επίσης να αναφέρω στις φίλες αναγνώστριές μου, από τις οποίες πολλές δεν γνωρίζουν την διαφορά μεταξύ τακτικού και άτακτου στρατού, λόγω του ότι δεν υπηρετούν θητεία. Στον τακτικό στρατό η εντολή είναι υποχρεωτικά εκτελεστέα. Στα άτακτα σώματα, απλώς επαφίεται στο φιλότιμο και την πατριωτική διάθεση του κάθε ενός να την εφαρμόσει. Η διαφορά είναι τεράστια.
ΕΙΣΒΟΛΗ ΟΜΕΡ ΣΤΟ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟ
(ΕΚΘΕΣΗ ΠΑΝΟΥ ΚΟΡΩΝΑΙΟΥ).
-Επταήμερος εκστρατεία εις Μηλοπόταμον.
Μετά την αποτυχίαν του εις Σφακιά ο εχθρός μεταβάλλων σχέδιον, απεφάσισε να συγκεντρώση εις εν τας δυνάμεις του και να εκστρατεύση εις Μηλοπόταμον. Την τρίτην Μαΐου ήτο ήδη εις την επαρχίαν ταύτην και εστρατοπέδευσεν εις Αγγελιανά.
Ο εχθρός αναχωρήσας από Επισκοπήν, εγκατέλειψε μέρος του στρατού του εις την παραλίαν, εις θέσιν καλουμένην Δράμια προς τον σκοπόν να απατήση ημάς περί του σχεδίου του. Εν τούτοις συγκεντρούμενος εις Ρέθυμνον ητοιμάζετο να εισβάλη εις Μηλοπόταμον. Ει και ηγνοούμεν τα σχέδια του, ουχ ήττον εσκέφθημεν, ότι εκ νέου τι διενοείτο, και επομένως αναγκαίον εκρίναμεν να πλησιάσωμεν αυτόν εγκαίρως· διό και μετέβημεν εις το Αμάριον, ετοιμαζόμενοι και ημείς και επιτηρούντες αυτόν.
Αίφνης την τρίτην τρέχοντος μηνός (Μαΐου) ειδοποιήθημεν, ότι ο εχθρός εισέβαλε με πολλάς δυνάμεις εις Μηλοπόταμον και ότι εστρατοπέδευσεν εις Λειβάδια Αγγελιανών. Την τετάρτην πρωΐαν ευρέθημεν μετά των Αμαργιωτών, οδηγουμένων υπό του αρχηγού αυτών Κ. Α. Μοσχοβίτου και των Αγιοβασιλειωτών του Ανατολικού μέρους, υπό τον αρχηγόν Κ. Μαρινάκην, εις τας πέριξ του εχθρού θέσεις. Την επιούσαν ητοιμάσθημεν, συλλέξαντες στρατόν και καταλαβόντες τας αρμοδίους θέσεις. Ο στρατός μας, συγκείμενος εκ 1500 περίπου ανδρών, ετοποθετήθη ούτω πώς: Εις το δεξιόν, έμπροσθεν του Μελιδονίου εις θέσιν Γρίβαλα ετοποθετήθη ο αρχηγός Κ. Σγουρός· εις το κέντρον, Εις Χουμεριανά αμπέλια ετοποθετήθημεν ημείς μετά των πλείστων εθελοντών, των Αγιοβασιλειωτών και Ρεθυμνίων, υπό τον καπετάν Καλλέργην· εις το αριστερόν εις Μαργαρίτας ετοποθετήθη ο αρχηγός Κ. Δ. Μοσχοβίτης, μετά των Αμαργιωτών, και ο καπετάν Λ. Βογιατζόγλους μετά των Μηλοποταμιτών.
Διαταγή είχε δοθεί να αρχίση η μάχη την 2 ώραν μ. μ. το δε σημείον έμελε να δοθεί εκ του κέντρου. Ο καπετάν Κώστας Τσάκωνας, μετά του καπετάν Κωστή Τσελεπάκη του Αγίου Βασιλείου και καπετάν Μαθιού εκ Μηλοποτάμου, ετοποθετήθησαν εις το δεξιόν κέντρον· ο κ. Σμολένσκης μετά του καπετάν Μιχ. Σκουλά, εκ Μηλοποτάμου, ετοποθετήθη εις το αριστερόν κέντρον· ο δε αρχηγός Μαρινάκης εις το κυρίως κέντρον. Διετάχθησαν δε ούτως να πλησιάσωσιν όσον ηδύναντο τον εχθρόν και να αρχίσωσι την μάχην. Ως εκ της θέσεως του ο κ. Σμολένσκης επλησίασε μέχρις ημισείας βολής τον εχθρόν· ούτος δε, καίτοι έχων ημάς τοσούτον εγγύς έμενε ήσυχος, ουδεμίαν είδησιν λαβών περί των κινήσεων μας.
Αίφνης εκρότησαν τα όπλα και πρώτος ο κ. Σμολένσκης μετά των υπ’ αυτόν έπεμψε τας βολάς του εντός των σκηνών του εχθρού· βολαί τινες μάλιστα ερρίφθησαν εντός των σκηνών του ιδίου στρατάρχου Ομέρ, όστις λαβών αυτάς επέδειξεν εις τινας κατοίκους χριστιανούς, ους εκράτει παρ’ αυτώ ως ενέχυρα, και ους την επιούσαν έσφαξεν ανηλεώς. Η σύγχισις του εχθρού εκ της αιφνιδίου ταύτης προσβολής εστάθη μεγάλη· αλλ’ η θέσις του εμπόδισεν ημάς να ωφεληθώμεν όσον ηθέλαμεν εκ της περιστάσεως ταύτης. Η μάχη εγένετο γενική.
Επειδή η θέσις, ην κατείχον οι ημετέροι εις το αριστερόν, εκείτο αρκούντως μακράν του εχθρού, ενόμισεν ούτος να μας τυλίξη (έκφρασις εντοπία σημαίνουσα να περικυκλώση) εκ του αριστερού· διό και έπεμψε πολλάς δυνάμεις εις το πλευρόν ημών τούτο· αλλ’ άμα έφθασαν εκεί προσεβλήθησαν γενναίως υπό των ημετέρων, και ούτω μετά δύορον μάχην ηναγκάσθη να υποχωρήση.
Κατ’ αρχάς το κέντρον και το δεξιόν ημών ενέδωκεν ολίγον· αλλ’ όταν ίδωμεν τον εχθρόν αποκρουόμενον εκ του αριστερού επροχωρήσαμεν. Εις το αριστερόν κέντρον όμως υπήρχε θέσις τις οχυρά, ήν καταλαβόντες οι εχθροί εμπόδιζον τους ημετέρους να προχωρήσωσι· τότε έπεμψα τον καπετάν Καλλέργη άνωθεν και δεξιά αυτών· η άφιξις αυτού ηνάγκασεν αμέσως τους εχθρούς να εγκαταλείψωσι την θέσιν ταύτην. Έκτοτε ο εχθρός ηναγκάσθη να υποχωρήση πανταχόθεν και να επανέλθη εις τας πρώτας του θέσεις. Η μάχη εξηκολούθησε μέχρι της 7 ώρας μ. μ.
Εις την μάχην ταύτην εφονεύθησαν εκ των ημετέρων δύω, μεταξύ των οποίων ο σημαιοφόρος του καπετάν Λ. Μπογιατζόγλου Ν. Ραδινός, επληγώθησαν δε τέσσαρες, αυτός ούτος ο άξιος και γενναίος καπετάν Λ. Μπογιαντζόγλους και τρεις έτεροι. Εκ των εχθρών αγνοείται ο αριθμός· αλλά βεβαίως οι φονευθέντες και πληγωθέντες αριθμούνται περί τους 200.
Εν τούτοις εις άλλο πεδίον παριστάτο άλλο δράμα, δι’ ημάς μεν πανηγυρικόν, διά δε τους εχθρούς αγωνιώδες. Το σχέδιον του εχθρού ήτο να μας θέση μεταξύ δύω στρατών και δύω πυρών. Ο στρατάρχης διέταξε τον Ρεσίτ – πασάν να βαδίση καθ’ ημών εκ του όπισθεν, εισβάλλων εις Μηλοπόταμον, εξ Ηρακλείου διά του Στρούμπουλου. O Ρεσίτ, εκτελέσας την διαταγήν του ανωτέρους του, εισέβαλε την Πέμπτην εις Μηλοπόταμον και την έκτην εβάδιζε καθ ημών. Ας ίδωμεν, τι εγένετο.
Άμα αφίχθην εις Μηλοπόταμον, σκοπός μου ήτο να προλάβω τον εχθρόν, όπως μη δυνηθή να εκτελέση τα σχέδια του, τα οποία δεν ήτο δύσκολον να μαντεύση τις. Διό θελήσας να συλλέξω το ταχύτερον τας πλείστας δυνάμεις μας, διέταξα και τον αρχηγόν του Άνω Μηλοποτάμου Κ. Σκουλά να έλθη εις βοήθειαν μας, ή, εάν δεν έκρινε τούτο ορθόν, να πέμψη προς ημάς επικουρίαν. Ο Κ. Σκουλάς ήρχετο ο ίδιος μετά 500 ανδρών εις βοήθειαν μας· αλλ’ άμα έφθασεν εις Γαράζο, επληροφορήθη, αλλ’ ουχί μετά βεβαιόητος, την εισβολήν του Ρεσίτ πασά εις Μυλοπόταμον· εισδοποιήσας με τούτο προσέθετεν, ότι δεν ήρχετο προς ημάς, εάν εβεβαιούτο περί της εισβολής του Ρεσίτ και ότι έμελλε να βαδίση κατ’ αυτού· εις τούτο άφισα αυτώ πλήρη ελευθερίαν να ενεργήση· αλλ’ εντούτοις έμεινεν άπασαν την ημέραν εκείνην εις Γαράζο, και την επιούσαν μ’ ειδοποίησε θετικώς, ότι ο Ρεσίτ εισέβαλε και ότι εβάδιζε κατ’ αυτού.
Επειδή την ημέραν εκείνην εμέλλομεν να δώσωμεν την μάχην, και τα πάντα είχον διαταχθή και η θέσις αυτού του ιδίου ορισθή, διέταξα αυτόν να έλθη εις μάχην και να καταλάβη την θέσιν του, εν πάση περιπτώσει, είτε εισέβαλε τουτέστιν ο Ρεσίτ, είτε μη· εσκεπτόμην, ότι, ως είχον τα πράγματα και ο χρόνος, ηδυνάμεθα να νικήσωμεν τον εχθρόν, να επιστρέψωμεν ακολούθως οι πλείστοι κατά του Ρεσίτ, και να καταστρέψωμεν αυτόν εντελώς. Και τωόντι, εάν με τας δυνάμεις, ας είχομεν, ηναγκάσαμεν τον Ομέρ να μη εξέλθη του στρατοπέδου του, βεβαίως ηθέλομεν στενοχωρήσει πολύ αυτόν, εάν προσετίθεντο εις την μάχην και οι 500 άνδρες του Κ. Σκουλά. Και επειδή η μάχη ετελείωσε περί την 7 ώραν, ήμεθα εις καιρόν, αφίνοντες μικρόν μέρος των δυνάμεων μας ενώπιον του Ομέρ κατά την νύκτα, να βαδίσωμεν με το πλείστον κατά του Ρεσίτ, όστις μόλις περί τας δύω μετά το μεσονύκτιον εσώθη εις το στρατόπεδον του Ομέρ. Αι δε κατάλλοιλοι θέσεις ας έπρεπε να καταλάβωμεν κατά την δίοδον του Ρεσίτ, δεν απήχον πλέον των τριών ωρών των θέσεων μας. Ο αρχηγός ούτος όθεν εβάδισε κατά του Ρεσίτ, αλλά μόλις περί το εσπέρας συνήντησεν αυτόν και συνεκρούσθη μετ’ αυτού, νυκτός δε επελθούσης, ο Ρεσίτ διέφυγε, σπεύδων να ενωθή μετά του Ομέρ· εκτός δε τούτου ουδείς ειδοποίησεν ημάς περί της πορείας του εχθρού και περί των θέσεων και των εργασιών των ημετέρων. Μολαταύτα ο εχθρός δεν έφυγε σώος, διότι οι κάτοικοι και το σώμα των αδελφών Σγουρών, πληροφορούμενοι διαδοχικώς, καθόσον προέβαινεν ο Ρεσίτ, και ακούντες τους τουφεκισμούς, έτρεχον εις την διάβασιν του εχθρού· ώστε καθ’ άπασαν την πορείαν του απήντα τους ημετέρους που μεν έμπροσθεν, που δε όπισθεν, που δε εις τα πλευρά. Και ούτος μεν έφευγε, παραιτών πληγωμένους και ζώντας, οίτινες επλανώντο κατά την νύκτα διά της καταδιώξεως.
Την επιούσαν όλη η οδός ήτο κεκαλυμμένη εκ των λειψάνων τούτων· μόνον δε όταν έφθασεν εις το Μελιδόνι, ημίσεις ώραν απέχον του στρατοπέδου του Ομέρ, εξήλθεν ούτος εις προϋπάντησιν του, ακούων τους τουφεκισμούς. Εγίγνωσκε μεν ούτος την πορείαν του Ρεσίτ, αλλά εκ του αποτελέσματος της μάχης της ημέρας δεν ετόλμα να εξέλθη και απομακρυνθή των θέσεων του, μάλιστα εν ώρα νυκτός. Ο Ρεσίτ έφερε μεθ’ εαυτού σώμα εκ 1.500 ανδρών περίπου· απώλεσε περί τους 200 και 40 φορτηγά· πολλοί των στρατιωτών του παρήτων τα όπλα των διά να σωθώσιν ευκολώτερον· κατά την καταδίωξιν τούτων εφονεύθησαν δύο Ανωγειανοί, εκ των γενναιοτέρων. Το δράμα αρκούντως περιεπλέχθη μέχρι τούδε· και μολαταύτα έμελλεν ακολούθως να περιπλεχθή έτι μάλλον.
Την επιούσαν, 7 τρέχοντος, ο εχθρός έμεινεν εις τας θέσεις του, περιμένων νέας επικουρίας εκ Ρεθύμνου, ας και έλαβε περί το εσπέρας· αλλά και ημείς δεν εμένομεν αργοί· εγράψαμεν απανταχόσε, ζητούντες βοήθειαν και πολεμοφόδια· εκ τούτων επανειλημένως εζητήσαμεν και από την Κυβέρνησιν, και από τας επαρχίας, και οι πλείστοι των στρατιωτών μας ήσαν εστερημένοι αυτών· η αγωνία ημών εκ τούτου ήτο μεγάλη, όσον μεγάλη ήτο και η ελπίς προς την επιτυχίαν και το θάρρος των ανδρών μας.
Την 8 τρέχοντος περί την 8 ώραν της πρωΐας ο εχθρός εξεκίνησε κατά του Μηλοποτάμου. Ημείς μεν εκρατήσαμεν τας υπερείας του Ψηλωρίτου και τα χωρία Άγιον Μάμαντα και Άγιον Ιωάννην, ο δε εχθρός εβάδιζε προς το εσωτερικόν, αποφεύγων να μας πλησιάση και περιοριζόμενος να πυρπολή και λεηλατή τα πεδινά χωρία· η βραδύτης των κινήσεων του προέδιδε τους δισταγμούς και τους φόβους του· αλλ’ επειδή τα άνω δύω χωρία ήτο το κέντρον των εργασιών μας και η θέσις αυτών ουχί αρκούντως οχυρά, δεν ηδύναντο ο εχθρός να τα διέλθη άνευ μάχης· διό και περί την 10 ώραν προσέβαλεν αυτά, κρατούμενα υπό των αδελφών Σγουρών.
Εφ’ ικανήν ώραν αντέστησαν τον εχθρόν· αλλ’ αι πολύ ανώτεραι δυνάμεις αυτού ηνάγκασαν τους ημετέρους να εγκαταλείψωσιν αυτά και αποσυρθώσιν εις τα ορεινότερα. Αλλ’ η μικρά επιτυχία αύτη του εχθρού έφερεν την ήτταν του· ενθαρρυνθείς, ο εχθρός εξ αυτής προχώρησεν εις τας υπωρείας του Ψηλορίτου εις την στιγμήν κάθ’ ην εφθάσαμεν και ημείς μετά των Αμαριωτών και Αγιοβασιλειωτών υπό τους οπλαρχηγούς Δ. Μοσχοβίτην και Λ. Μαρινάκην. Τότε η μάχη κατέστη γενική· αλλ’ εν τούτοις ο εχθρός εδείκνυεν, ότι εσκόπει να διέλθη τας στενωπούς του Ψηλωρίτου, Αραβάνες και Τηγάνια καλούμενα, τας αγούσας από Μηλοποτάμου εις Αμάριον, όπερ, εάν κατώρθου, ήτο η χειροτέρα δι’ ημάς περίστασις· και ήδη ο φόβος ούτος εκλόνισε τους ημετέρους.
Διά να εκτελέση τις σπουδαίον τι κίνημα ή πράξιν μετά βεβαιότητος εις τας περιστάσεις ημών, πρέπει να ενεργήσει ο ίδιος· διό έδραμον ο ίδιος εις τον τόπον, συνέλεξα τους απαντωμένους άνδρας και άφησα την φύλαξιν της κυριωτέρας στενωπού εις τον καπετάν Καπελάκη εκ Σελίνου, ον απήντησα καθ’ οδόν πεμπόμενον δι’ υπηρεσίαν υπό της Κυβερνήσεως και πληρεξούσιον όντα παρά τη Συνελεύσει.
Αμέσως κατόπιν έδραμον προς την ετέραν δίοδον, την προς το χωρίον Κάλυβον, άφησα και εκεί φυλακήν, και περί την 1ην ώραν ευρισκόμην προς τας υπωρείας του Ψηλωρίτου, τας απέναντι των πρώτων θέσεων ημών· ήτοι ευρέθημεν εις την ανάγκην να αναβώμεν και κατεβώμεν τον Ψηλωρίτην και να κάμωμεν δρόμον τεσσάρων ωρών εις τα πλέον δύσβατα μέρη εν μία και ημισεία· ούτω δε ευρέθημεν από του αριστερού ημών εις το δεξιόν. Ασφαλίσαντες τας διόδους ταύτας ερρίφθημεν μετά μείζονος αποφάσεως εις την μάχην. Ευτυχώς κατά την αυτήν ώραν έφθασαν εις ημάς τέσσαρα κιβώτια πολεμοφοδίων· εις μεν το αριστερόν ευρίσκοντο οι Αμαριώται και οι Αγιοβασιλειώται υπό τους αρχηγούς των και οι πλείστοι των εθελοντών υπό τον Κ. Σμολένσκην· εις δε το αριστερόν οι Μηλοποταμίται, εγώ μετά τινών εθελοντών και τίνες άλλοι εκ διαφόρων επαρχιών και μέρος του σώματος του Κ. Πετροπουλάκου.
Καθόσον προέβαινεν η ημέρα, καθίστατο ζωηρότερος και ο πόλεμος και νέοι επίκουροι προσήρχοντο εις ημάς. Είπομεν, ότι ο εχθρός, ενθαρρυνθείς εκ της επιτυχίας του εις τον Άγιον Ιωάννην, επροχώρησεν απερισκέπτως· και τωόντι τότε εθέσαμεν αυτόν μεταξύ δύω πυρών, και προχωρούντες οι ημέτεροι , αυτόν εκ τε της δεξιάς και της αριστεράς πλευράς του. Εις την ταυτόχρονον ταύτην και έντονον προσβολήν των ημετέρων ο εχθρός δεν ηδύνατο να ανθέξη· αλλ’ ήτο πλεόν αργά διά να υποχωρήση εν τάξει. Διό η υποχώρησις του ετράπη εις φυγήν, των δε ημετέρων ακολουθούντων αυτού, ουχί μόνον δεν ηδυνήθη να κρατήση τα χωρία Μάμα και Άγιον Ιωάννην, αλλά άφησε τους πληγωμένους του, τα κτήνη του και τα λάφυρα, α έφερεν εκ των πυρποληθέντων χωρίων.
Η καταδίωξις εστάθη πανηγυρική διό τους ημετέρους· αλλά δυστυχώς τα πολεμοφόδια εξέλιπον εκ νέου· ήτο ήδη 7 ώρα Μ.Μ. Ο εχθρός, βλέπων τον κίνδυνον, ον έτρεχεν, εσταμάτησεν εις λόφον μεμονωμένον και κύκλω αυτού αναπτύξας όλον τον τακτικόν στρατόν του εμάχετο απηλπισμένος· επί του λόφου τούτου ευρέθη ως πολιωρκημένος, αλλά και εκεί δεν ήτο ησφαλισμένος· διότι οι ημέτεροι τρέχοντες κατόπι, παρηκολούθουν αυτόν πλησιέστατα. Και ήδη παρήτει και την θέσιν ταύτην, ότε η σώζουσα αυτόν πάντοτε μοίρα, η έλλειψις των πολεμοφοδίων, και η παύσις κατά συνέπειαν εκ μέρους ημών του πυρός, έδειξεν αυτώ την σωτηρίαν του. Τους πυροβολισμούς εξηκολούθει ούτος μέχρι της 8 εκ του φόβου του, και τοι ημείς δεν ανταπεκρινόμεθα, εκ της ελλείψεως των πολεμοφοδίων.
Την νύκτα διήλθομεν κατέναντι ο εις του άλλου· ο μεν σύννους και σκεπτόμενος περί της αμφιβόλου σωτηρίας του, ο δε γελών και πέζων διά τα τα της ημέρας εκείνης ευτυχή συμβάντα, και διά τα έτι ευτυχέστερα οιωνιζόμενα την επαύριον. Αλλά συνάμα ο κακός δαίμων ημών, η έλλειψις των πολεμοφοδίων διέκοπτον την χαράν ημών.
Ήδη ο ήλιος της 9 ανέτειλλον και συν αυτώ έδυον αι ελπίδες μας· διότι εξ ουδενός μέρους ανέτελλον πολεμοφόδια. Ο εχθρός εξεκίνησε περί την 7· σπεύδων μεν κατ’αρχάς, βραδυπορών όμως ακολούθως, θεωρών ημάς απρακτούντας. Εφαινόμεθα μεν διά να εκφοβίζωμεν αυτόν, και πού πυροβολούντες· αλλ’ η αδυναμία ημών ήτο καταφανής. Εκ τούτου ο εχθρός ενθαρρυνθείς, επυρπόλησε τα χωρία Κάλυβον, Αξιό και δύο άλλα, ευρισκόμενα κατά την δίοδον του· αλλά και τούτο έπραξε μετά πολλής σπουδής και φόβου, διότι μόνον ολίγας οικίας εξ εκάστου χωρίου έκαυσεν. Ευτυχώς περί την μεσημβρίαν έφθασε τρέχων ο άξιος και γενναίος οπλαρχηγός του Δυτικού τμήματος του Αγίου Βασιλείου κ. Πώλος Σαββάκης μετά 250 περίπου ανδρών· αμέσως οι άνδρες τούτοι έδραμον εις συνάντησιν του εχθρού· μετ’ αυτών ηνώθησαν και πολλοί άλλοι, έχοντες και μη πολεμοφόδια, και ούτω εκ νέου ήρξατο μάχη άνωθεν του χωρίου Ζου των Λάκκων· δεν εβράδυναν δε να τρέψωσιν εις φυγήν τους εχθρούς, οίτινες έφθασαν την εσπέραν εις Αξόν, όπου και διήλθον την νύκτα.
Εις μάτην περιεμέναμεν κατά την νύκτα εκείνην πολεμοφόδια, και η ημέρα της 10 ανέτειλεν άγονος δι’ ημάς· τουλάχιστον ηλπίζαμεν, ότι οι ημέτεροι του Άνω Μηλοποτάμου ήθελον αποκρούσει τους εχθρούς εις το χωρίον Ανώγεια και ότι επόμενοι και ημείς, μετ’ αυτών, και τοι εστερημένοι πολεμοφοδίων, ηδυνάμεθα να πράξωμεν τι κατά του εχθρού. Εκεί αφιχθέντες, αυτούς μεν δεν εύρομεν, απομακρυθέντας του πεδίου της μάχης διά την έλλεειψιν των πολεμοφοδίων, τον δε εχθρόν είδομεν φεύγοντα, αφού επυρπόλησε μέρος του χωρίου. Διά να φθάσωμεν ταχύτερον εις Ανώγεια, ελάβομεν την ορεινήν οδόν. Τοιουτοτρόπως ο εχθρός έχασεν ημάς από των οφθαλμών του, και φοβηθείς στρατήγημα τι εκ μέρους ημών, τοσούτον έσπευσε να εξέλθη του Μηλοποτάμου, ώστε την εσπέραν ήτο εις Τύλισσον, τουτέστι εις τας πεδιάδας του Ηρακλείου, τουτέστιν εις ασφαλές μέρος.
Ενταύθα τελειώνει η επταήμερος αντεκστρατεία ημών κατά του Ομέρ. Ο στρατός ημών συνέκειτο κατ’ αρχάς μεν εκ 1500 ανδρών, περί δε τα τέλη εκ 3.000 περίπου, εκείνος δε του εχθρού εκ 10.000 περίπου· εφονεύθησαν καθ’ όλας αυτάς τας μάχας εκ μεν των εχθρών περί τους 1000, εκ δε των ημετέρων 8 και επληγώθησαν 15· οι πληγωθέντες εκ των εχθρών είναι άγνωστοι εις ημάς· αλλά γινώσκομεν, ότι κατά τας δύο πρώτας μάχας ο εχθρός πολλάκις επλήρωσε τα ατμόπλοια του εκ πληγωμένων· διότι η θέσις ην κατείχεν έκειτο πλησιέστερον της παραλίας ή του Ρεθύμνου και πολλάκις εταξείδευσαν ταύτα εις Ρέθυμνον και εις Ηράκλειον, αποβιβάζοντα πληγωμένους.
Η στρατιωτική κριτική θέλει θεωρήσει τον Ομέρ πασά απολεσθέντα, διότι και αυτός ούτος θέλει ομολογήσει, πιστεύομεν, ότι δεν εσώθη ή εκ της ελλείψεως των πολεμοφοδίων εκ μέρους ημών· η θέσις του την εσπέραν της 8 ήτο απελπιστική. Οι οθωμανοί στρατηγοί μέρος του τακτικού στρατού θέτουν εις μάχην, διότι γινώσκουν, ότι άνευ της υποστήρίξεως ταύτης ούτε μάχην συγκροτούν οι άτακτοι, ούτε σώζεται ο στρατός των εν ώρα υποχωρήσεως αν έλειπεν η υποστήριξις αύτη, πάντοτε η υποχώρησις αυτών ήθελε τραπή εις φυγήν. Την εσπέραν ταύτην άπαντα τον τακτικόν στρατόν του έθεσεν εις μάχην ο εχθρός, έσωσε δε την σκεύην του, αν και μέρος εξ’ αυτής συνελάβομεν, εκ μόνης της στερήσεως των πολεμοφοδίων· διότι ενώ αυτή έμενε πολύ όπισθεν του στρατού και ηδυνάμεθα να την συλλάβωμεν, δεν το κατωρθώσαμεν , μη έχοντες πολεμοφόδια, όπως αντικρούσωμεν τους υπερασπιζομένους αυτήν.
Τας ακολούθους ημέρας μένεα έπνεον οι ημέτεροι εναντίον της κακής τύχης των· διότι εθεώρουν βεβαίαν την παντελή καταστροφήν του εχθρού. Και τω όντι, εάν την 6 ηναγκάσαμεν αυτόν να περιορισθή εντός του στρατοπέδου του, εάν την 8 κατεδιώχθη ο εχθρός κατά πόδας και εγκατέλειπεν εις ημάς τους πληγωμένους του, τους ζώντας και πολλά των σκευών του εις θέσιν ουχί τοσούτον ορεινήν και δύσβατον, υπάρχει αμφιβολία, ότι ήθελε νικηθή εις τας πολύ πλέον ανωμάλους και ορεινάς θέσεις, ως την της Αξού, των Ανωγείων, του Καμαριώτου, του Αστεράκη και τέλος του βραχώδους Στρουμπούλου, και μάλιστα μετά μίαν ήτταν και δύω φυγάς, ως εκείνην της νυκτός της 6 προς 7, αν και δεν εγένετο κατ’ αυτήν ό,τι ήτο κατάλληλον και δέον να γείνη και εκείνην της ημέρας της 8;
Προ είκοσιν ημερών περίπου το στρατόπεδον ημών ήτο επί ποδός· δις κατά το διάστημα τούτο διετρέξαμεν τας επαρχίας Άγιον Βασίλειον, Αμάριον και Μηλοπόταμον, και οι άνδρες ήσαν επομένως κεκμηκότες και έχοντας πολλάς ελείψεις κατά τε την υποδημασίαν και ενδυμασίαν των· διό δεν εδύνατο ν’ αναλάβωσι νέαν εκστρατείαν, πριν ή λάβωσιν άνεσιν τινά, και πριν ή επανορθώσωσι τας ελλείψεις των. Αν δε αναγκαίως έμελε να διαλυθή το στρατόπεδον ημών προς ώραν, ηδυνάμεθα να τύχωμεν και εκ της διαλύσεως ταύτης ωφέλειαν τινα. Προς τούτο εσκέφθημεν, ότι, διερχόμενοι διά του Μαλεβυζίου και Μεσαράς, ηθέλομεν ίσως διά της παρουσίας μας και τους μεν ημετέρους εμψυχώσωσι, τους δε εχθρούς αποσοβήσει. Και τωόντι, άμα εφάνημεν εις τα μέρη ταύτα, ο εχθρός, αναλογιζόμενος την αποτυχίαν της εκστρατείας του Μηλοποτάμου, και τας εκ ταύτης ζημίας του, δεν ενόμισεν εαυτόν αρκούντως ισχυρόν, όπως διατηρήση τας θέσεις του Αγίου Μύρωνος και Τυμπακίου, και την 15 εγκατέλειψεν αυτάς.·
Αι συνέπειαι, ως βλέπει τις εκ των άνω, της εκστρατείας ημών ταύτης κατά του Ομέρ πασσά υπήρξαν λίαν σπουδαίαι και ωφέλιμοι δι’ ημάς. Και πρώτον μεν ο εχθρός απώλεσε περί τα 3 τάγματα του στρατού του, τακτικού και ατάκτου, και επομένως ηλαττώθησαν αι υλικαί δυνάμεις του αρκούντως· δεύτερον, εγκαταλείψας τον Άγιο Μύρωνα και Τυμπάκιον επεξέτεινα την επανάστασιν εις περισσοτέρας επαρχίας, και, το λίαν ουσιώδες, άφησεν ελευθέραν την συγκοινωνίαν ημών μετά των ανατολικών επαρχιών· τρίτον τέλος, ουχί μικρόν, εξέπεσεν η ηθική δύναμις του εχθρού και ιδία του φοβερού και ως σωτήρος της Τουρκίας θεωρουμένου στρατάρχου Ομέρ.
Η γενναιότης του εχθρού εδείχθη εις τας πυρπολήσεις και δηώσεις των χωρίων, εις τας σφαγάς και διαμελισμούς των γερόντων ανδρών τε και γυναικών, εις τας ατιμώσεις και διαφόρους άλλας βιαιοπραγίας κατά τε των γυναικών και των παίδων. Το χωρίον Μαργαρίταις εκήρυξεν υποταγήν, ότε ενεφανίσθη ο Ομέρ μετά του στρατού του και εγένετο δεκτή παρ’ αυτού· ενώ δεν έμενον ήσυχοι οι κάτοικοι, κατά παραγγελίαν αυτού του ιδίου στρατάρχου, την επιούσαν της μάχης αυτός ούτος διέταξεν την πυρπόλησιν και λεηλασίαν του χωρίου· ακολούθως έσυρεν εις την οικίαν του ιερέως την οικογένειαν αυτού και άλλους, και αφού διαφόρους έπραξε βιαιοπραγίας κατά των γυναικών και των παίδων, τους μεν γέροντας διαμέλισε, τους δε νέους έρριψεν εις την πυράν, μίαν των γυναικών τούτων, η σύζυγος του Νικιάρη, διαφυγούσα ως εκ θαύματος των κακών τούτων, ενώ οι εμμανείς στρατιώται του πασσά συνερίζοντο, ποίος ν’ αρπάση την ευειδεστέραν, κατέφυγεν εις το στρατόπεδον μας, εκτός φρενός σχεδόν, και διηγήθη εις ημάς τα άνω. Ημείς αυτά είδομεν μετέπειτα τα λείψανα της θηριωδίας ταύτης και ιδίως ένα γέροντα, εκ γεννετής τυφλόν και μη δυνάμενον επομένως να φύγη, διαμελισμένον.
Εν Μέλαμπαις τη 23 Μαΐου 1867.
Π. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ.
(Εκθεση Ομέρ Πασά προς τον Σουλτάνον, για τις μάχες σε Χανιά και Ρέθυμνο).
ΕΚΘΕΣΗ ΟΜΕΡ ΠΑΣΑ
Εξοχώτατε!
Πληροφορηθείς, ότι αι ελληνικαί εφημερίδες εδημοσίευσαν σειρά αντιφασκουσών ειδήσεων επί των ημετέρων επιχειρημάτων από της εις την νήσον ταύτην αφίξεώς μου, εθεώρησα καθήκον μου όπως απευθύνω υμίν την παρούσαν αληθή έκθεσιν.
Επειδή η ταχύτης του Αρκαδίου υπερβαίνει την ταχύτητα απάντων των του στόλου ημών σκαφών, ο της νήσου αποκλεισμός αποκαθίσταται δυσχερής, όπως δ’ απομονώσω και διακόψω απάσας τας δια θαλάσσης συγκοινωνίας μετά των Σφακίων, έδρας της επαναστάσεως, σχεδιάζω ίνα δι’ επαρκών δυνάμεων καταλάβω άπασας τας περιστοιχούσας τα Σφακιά επαρχίας, και προσβάλω αυτά, κατόπιν, εν καιρώ τω δέοντι, από πολλών μερών.
Επί τούτου εσχημάτισα κινητόν τι τάγμα ενώπιον των Χανίων, όπερ επιχειρεί τας εαυτού εκδρομάς προς το μέρος της Κεραμιάς και των Λάκκων. Ετέρα δε μοίρα στρατιωτική κατέχει την επαρχίαν των Αποκορώνων, επιτηρούσα τας κλεισωρίας του Ασκύφου, και η Τρίτη, ενώπιον του Ρεθύμνου, ενεργεί τας εαυτής εκδρομάς εν ταις επαρχίαις του Ρεθύμνου και Μυλοποτάμου. Διαρκουσών δε των προπαρασκευαστικών τούτων επιδρομών, ο στρατός ημών επάλαισε μετά σημαντικής γενναιότητος εναντίον απασών των δυνάμεων των επαναστατών, αίτινες παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού. Η δε μοίρα, η συγκειμένη υπό οκτώ ταγμάτων πεζικού, η παρακολουθούσα το εμόν γενικόν στρατόπεδον, διήλθεν απάσαι τας επαρχίας ταύτας, άνευ συμπλοκής τινός, μέχρι της επαρχίας Μυλοποτάμου, όπου οι επαναστάται ηθέλησαν να διακόψωσι την ημετέραν συνένωσιν μετά της εν τη επαρχία Ηρακλείου στρατιωτικής μοίρας∙ αλλ’ ηπατήθησαν μεγάλως, διότι κατεπολεμήθησαν κατά τε την πρώτην και την δευτέραν ημέραν της ημετέρας πορείας∙ και μολονότι το έδαφος ήν υπέρ αυτών αρκούντως τη Τρίτη ημέρα εν τοσούτω δεν ετόλμησαν όπως εμφανισθώσι.
Μετά την συνένωσι ταύτην, επειδή η επαρχία αύτη υπάρχει επαναστατημένη επίσης και επειδή συγχρόνως ο Κορωναίος μετά των εαυτού Ελλήνων εθελοντών ευρίσκεται επί των ορέων του Λασιθίου, πάσα μετακόμισις προμηθειών προς κατάρτησιν των ημετέρων αποθηκών δέον να προστατεύηται υπό ισχυρών αποσπασμάτων, η επιχείρησις, αύτη απεπερατώθη εντός τριών ημερών. Ήδη δ’ ο Κορωναίος θέλει προσβληθή μεθ’ όλων των υπ’ αυτόν δυνάμεων των επαναστατών των επί του όρους του Λασιθίου και του Μιραβέλου.
Συνεπεία δε τω προηγουμένων λεπτομερειών έκαστος βλέπει, ότι οι επαναστάται καταπολεμήθησαν και κατεδιώχθησαν μέχρι των υψηλών ορέων καθ’ όλας τας γενομένας συναντήσεις. Προς πλείονας δε πληροφορίας, λαμβάνω την τιμήν όπως κοινοποιήσω επισυνημμένας κατωτέρω ονομαστικώς τας συναφθείσας μάχας:
Κατά την πρώτην φοράν εις τα χωρία Σπηλιανά, Μετόχιον και Πλαγιβόλια (της επαρχίας Κεραμιάς) όπου κατεπολεμήθησαν υπό του κινητού τάγματος, όπερ επιχειρίζεται τας εαυτού επιδρομάς προς την Κεραμιάν∙ απώλεσαν υπέρ τους 80 νεκρούς.
Δεύτερον, υπό της μοίρας των Αποκορώνων επί των ορέων των κειμένων μεταξύ των χωρίων Προσνέρου και Αληκάμπου, όπου εγκατέλιπον επί του πεδίου της μάχης περί τους 70 φονευθέντας. Εις αμφοτέρας δε τους δύω ταύτας υπήρχον παρόντες ο Ζυμβρακάκης και λοιποί αρχηγοί.
Τρίτον, εις την Επισκοπήν, Πλάτην, Καστέλλι, Κούρναν και Αργυρούπολιν ή Σταμπόλ-Κίοϊ.
Άπαντα τα χωρία ταύτα εκυριεύθησαν εξ εφόδου υπό της του Ρεθύμνου μοίρας. Κατά την φοράν δε ταύτην οι επαναστάται απώλεσαν 42 άνδρας, ο δε εν ταις τρισί ταύτας μάχας αριθμός των τραυματισθέντων υπάρχει άγνωστος.
Κατά την τετάρτην φοράν, υπό της παρακολουθούσης το γενικόν στρατόπεδον μου μοίρας, εις Πέραμα, Μαργαρίτας, οπόθεν κατεδιώχθησαν μέχρι των πρινών, και κατέφυγον προς τα υψηλότατα όρη, αφού εκ των εαυτών ετραυματίσθησαν δύο. Το δε μέρος, εφ’ ού εγένετο η τετάρτη συμπλοκή, επειδή ήτο δύσβατον, πλήρες ελαιών, αγρίων δένδρων και δυσπρόσιτον, προυχωρήσαμεν προς τα εμπρός, χωρίς να φροντίσωμεν όπως, πληροφορηθώμεν ακριβώς περί του αριθμού των εξ αυτών φονευθέντων.
Την πέμπτην φοράν, εις Γαράζον, Αξόν και Ανώγεια. Καθ’ όλας δε τας συμπλοκάς ταύτας, απωλέσαμεν δώδεκα φονευθέντας και έσχομεν εξήκοντα και τέσσαρας τραυματισμένους, αι δε απώλειαι του εχθρού υπάρχουσιν εξαπλάσιαι.
Παν δ’ ό,τι επί του αντικειμένου τούτου έγραψεν ο ελληνικός τύπος στερείται υποστάσεως. Ιδού, Εξοχώτατε, η επίσημος έκθεσις των γεγονότων∙ ευαρεστήθητε δ’ όπως ποιήσητε χρήσιν, όπου αν εγκρίνη τε αναγκαίον.
Ευαρεστήθητε Εξοχώτατε, όπως παραδεχθήτε τας διαβεβαιώσεις της εμής διακεκριμένης υπολήψεως.
ΟΜΕΡ
Εκ του ενώπιον του Ηρακλείου στρατοπέδου, τη 28 Μουχαρρέμ 1284 (20 Μαϊου 1867).
19 ΜΑΪΟΥ 1867
Σύντομον ημερολόγιον του πλοιάρχου Κιοσέ κατά τον 12ον πλούν του Αρκαδίου.
Ανεχωρήσαμεν εκ Σύρου την 15 Μαϊου ώραν 10 ½ μ.μ. ημέραν Δευτέραν. Μαϊου 16 (Τρίτη) ώρα 6μ.μ. εφθάσαμεν εις Ψαρή Φοράδα Ρίζου της Κρήτης. Απεβιβάσαμεν τον οπλαρχηγόν Γ. Κουρμούλην μετά 150 ανδρών, πολεμοφοδίων και τροφών. Διεμείναμεν εκεί μίαν ώραν. Ανεχωρήσαμεν εκείθεν την 7 ώραν μ.μ. Το μεσονύκτιον της Τρίτης προς την Τετάρτην εφθάσαμεν εις Πρέβελι (επαρχίαν αγίου Βασιλείου)∙ απεβιβάσαμεν τον οπλαρχηγόν Σαπουντζάκην μετά 100 ανδρών, ολόκληρον το φορτίον τροφών, πολεμοφοδίων και λοιπών επιτηδείων και ελάβομεν γυναικόπαιδα περί τα 400.
Μαϊου 17 (Τετάρτη) ώρα 4π.μ. ανεχωρήσαμεν εκείθεν και εφθάσαμεν εις Ροδάκινον μετά ½ ώραν. Παρελάβομεν γυναικόπαιδα έτι περί τα 400. Απέναντι δε εις απόστασιν δύω μιλίων εις Φραγκοκάστελον εναυλούχες φρεγάτα Οθωμανική. Διεμείναμεν εις Ροδάκινον 2 ώρας. Ώρα 6π.μ. αναχωρήσαντες από Ροδάκινον εφθάσαμεν εις Δαμνώνα. Εκεί δεν εύρομεν οικογενείας. Επανήλθομεν εις Πρέβελι, ώραν 6 ½ π.μ. όπως λάβωμεν και άλλα γυναικόπαιδα, αλλά δεν εύρομεν. Εκεί είχε καταβή ο αρχηγός Κορωναίος μετ’ απείρου πλήθους. Ανηγγείλαμεν τους αρραβώνας του Γεωργίου και αυθωρεί αντήχησαν οι βράχοι της ηρωϊκής Κρήτης∙ Ζήτω ο βασιλεύς μας Γεώργιος! Ζήτω η βασίλισσά μας Όλγα! Ημείς δε σημαιοστόλιστον έχοντες το Αρκάδι εχαιρετήσαμεν δια κανονιοβολισμών.
Ανεχωρήσαμεν την 7 ½ ώραν π.μ. της Τετάρτης, ότε ενεφανίσθη η εν Φραγκοκάστελω φρεγάτα και εν τροχοφόρον, ατμόπλοιον τα οποία επί ολοκλήρας ώρας μας εκυνήγησαν. Ετέρα φρεγάτα εφάνη έξωθεν της Ιεράπετρας, ήτις επίσης μας εκυνήγησε μέχρι της νυκτός.
Εφθάσαμεν εις Σύρον την 18 Μαϊου (Πέμπτην) ώραν 5π.μ. και αποβιβάσαντες 200 γυναικόπαιδα, απεπλεύσαμεν εις Πειραιά, όπου εφθάσαμεν την 3 ½ μ.μ. της αυτής ημέρας.
Εις Πρέβελι μας επληροφόρησαν θετικώς ότι ο Μεχμέτ πασάς πολιορκείται στενώς υπό των Ελλήνων, αρχηγούντος του ανεψιού του Χ. Μιχάλη και άλλων οπλαρχηγών εν επαρχία Αποκορώνων∙ του έκοψαν το νερόν και ευρίσκετο εις μεγάλην στενοχωρίαν ήν επληροφορήθησαν υπό του απεσταλμένου, όν συνέλαβον οι ημέτεροι.
Εβεβαιούτο ότι εν τη μάχη Μυλοποτάμου (άγιος Ιωάννης) μεταξύ Κορωναίου και Ομέρ πασά, ο τελευταίος ήθελε υποστή καταστροφήν αν δεν ετελείωνον τα πολεμοφόδια των ημετέρων.
Ο εν Τυμπακίω οθωμανικός στρατός, ο εμποδίζων την συγκοινωνίαν των ανατολικών με τας δυτικάς επαρχίας εγκατέλειψε τας θέσεις του, αποσυρθείς προς το φρούριον του Ηρακλείου, όπου και ο Ομέρ διαμένει. Τας θέσεις δε ταύτας κατέλαβον οι ημέτεροι.
Εις Πρέβελι απεβιβάσαμεν και έναν ΄Αγγλον λόρδον.
Ο Γεώργιος Σκουλάς είναι ο συγγραφέας του βιβλίου ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΣ Α΄. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΣΤΙΣ ΤΗΛ: 281034645
