Ακούστε εδώ το podcast:

https://www.youtube.com/watch?v=hDkiuTKs6mg

Μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική έρευνα που αφορά τη ρεθυμνιώτισσα Σουλτάνα Εμετουλάχ Ρεμπιά Γκιουλνούς Βαλιδέ Σουλτάν, η οποία και κατείχε ως βακούφι τα Ανώγεια όπου οι κάτοικοι της είχαν ειδικά προνόμια ιστορεί η φιλόλογος Μαίρη Βαβουράκη. Η κα. Βαβουράκη στο podcast που ακολουθεί ξετυλίγει, την όχι και τόσο γνωστή ιστορική πτυχή δράσης της Κρητικοπούλας Βαλιδέ Σουλτάνας. 

Η Μαίρη Βαβουράκη σπούδασε φιλολογία, στη Φιλοσοφική σχολή Ρεθύμνου. Ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει εκδώσει διηγήματα της με τίτλο «Μονοπάτια του χθες» ενώ ασχολείται και ερευνά την Κρητική ιστορία. 

Ευμενία Βεργίτση – Εμετουλάχ Ρεμπιά Γκιουλνούς Βαλιδέ Σουλτάν: «Μια Ρεθυμνιώτισσα στο χαρέμι του Ιμπραήμ Α΄».

 

Δεν είναι πολύς καιρός που ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο που επιμελήθηκε η δημοσιογράφος Εύα Λαδιά για τα μαρτυρικά χωριά του νομού Ρεθύμνου. Αφού ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του , το ξεκίνησα από την αρχή. Την πρώτη φορά εστίασα κυρίως στο θεματικό του κέντρο. Στη δεύτερη ανάγνωση, όμως, στάθηκα και στις δευτερευούσης σημασίας πληροφορίες.

    Αρχής γενομένης από την κωμόπολη των Ανωγείων, αναφέρει μεταξύ άλλων πως «Κυριεύτηκαν από τους Οθωμανούς το 1648, στους κατοίκους τους όμως παραχωρήθηκαν ειδικά προνόμια, αφού το χωριό αποτέλεσε βακούφι της Βαλιδέ Σουλτάνας».

     «Το βακούφι της Βαλιδέ Σουλτάνας» μου ξεσήκωσε την επιθυμία να αναζητήσω τη σημασία αυτού του ονοματικού συνόλου.

      Κατά το μουσουλμανικό δίκαιο,λοιπόν, το βακούφι είναι μια δικαιοπραξία σύμφωνα με την οποία  ένα φυσικό πρόσωπο παραιτείται από ένα ή περισσότερα αγαθά του και τα θέτει εκτός εμπορικής συναλλαγής, αφιερώνοντάς τα σε κάποιο ιερό, φιλανθρωπικό ή κοινωνικό σκοπό. Το βακούφι αποτελεί τον κατεξοχήν μηχανισμό για την επίτευξη της ελεημοσύνης (sadaka) έναν από τους κυρίως άξονες του Ισλάμ.

      Όταν κατάλαβα τι είναι το βακούφι έπρεπε να αναζητήσω και τη σημασία του τίτλου «βαλιδέ σουλτάνα».

      Κυριολεκτικά, λοιπόν ο τίτλος «βαλιντέ», αραβική λέξη που αποτελεί το θηλυκό της λέξης βαλίντ (=πατέρας), σημαίνει «η μητέρα του σουλτάνου». Ήταν ένας τίτλος που διατηρούσε κάθε μητέρα σουλτάνου που βρισκόταν στην εξουσία. Η λέξη «σουλτανομήτωρ» αποδίδει ακριβέστερα τη μονολεκτική μετάφραση του τίτλου «βαλιδέ – βαλιντέ», από τη λέξη «βασιλομήτωρ», αφού η μητέρα ενός σουλτάνου είχε ιδιαιτερότητες σε σχέση  με την αντίστοιχη θέση στον κόσμο της Δύσης.

    Κάπως έτσι οδηγήθηκα στην Ευμενία Βοριά ή Βεργίτση, αν και δεν ήταν εκείνη η Βαλιδέ Σουλτάν που βακούφι της ήταν τ’ Ανώγεια.

Αναζητώντας στοιχεία στο διαδίκτυο, διαβάζεις πως σύμφωνα με τον ιστορικό Ναϊμά, μετά την άλωση του Ρεθύμνου το 1648 από τον Χουσεΐν Πασά, εστάλησαν μεταξύ άλλων και δέκα κορίτσια ως σκλάβες για το χαρέμι του στον σουλτάνο Ιμπραήμ Α’. Μέσα σε αυτά τα 10 κορίτσια εικάζεται πως ήταν και η Ευμενία Βεργίτση κόρη του Παπα-Βοργιά, πράγμα για το οποίο διατηρεί τις αμφιβολίες του ο Ν.Σταυρινίδης που υποστηρίζει πως δεν αποδεικνύεται αυτό και ότι στα επόμενα χρόνια έγιναν κι άλλες απαγωγές κοριτσιών κι επομένως, δεν είναι σίγουρο πως η Ευμενία μπήκε στο σουλτανικό χαρέμι τη χρονιά της άλωσης.

Το επώνυμό της, «Βεργίτση», παραπέμπει στην περιοχή του Μυλοποτάμου. Υποστηρίζεται πως ο πατέρας της, γνωστός ως παπα-Βοριάς, ήταν ιερέας  στους Ασυρώτους , το σημερινό Κρυονέρι Μυλοποτάμου.

    Η οικογένεια των Βεργίτσηδων πάντως όχι μόνο υπάρχει αλλά είναι και αρχοντική. Αν δεν ήταν αρχοντική δε θα είχε διασωθεί το όνομα αυτό μέχρι και σήμερα. Οι Τούρκοι σκόπιμα διέσωσαν το ονοματεπώνυμο της Ευμενίας , γιατί ήταν από σημαντική οικογένεια που πρόσθεσε αίμα Κρητών Ευγενών στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

 

 

 

     Η χριστιανή λοιπόν, Ρεθυμνιώτισσα Ευμενία Βεργίτση, οδηγήθηκε σε πολύ μικρή ηλικία στο χαρέμι του Τοπ Καπί Σεράι, αφού πήρε το όνομα Εμετουλάχ Ρεμπιά Γκιουλνούς, τουρκική και μουσουλμανική εκπαίδευση και εξισλαμίστηκε.  Όταν μπήκε στο χαρέμι, σίγουρα ήταν κάτω από 6 ετών. Άλλωστε υπήρχε διάταξη που δεν επέτρεπε την είσοδο κοριτσιών που είχαν ξεπεράσει αυτή την ηλικία σε σουλτανικό χαρέμι.

 

 

 

     Για 17 χρόνια, όσα δηλαδή βρισκόταν στο χαρέμι δεν έχουμε γραπτές πληροφορίες για κείνη. Ήταν γνωστή σαν «Γκιριτλή» (Κρητικιά) ή «γκιρίτ τσαπουλού» (= το κρητικό λάφυρο). Το όνομα Ρεμπιά Γκιουλνούς της το έδωσαν όταν έγινε «Γκιοζντέ», δηλαδή, όταν την ξεχώρισε ο Σουλτάνος και «ιγκμπάλ», δηλαδή ευνοούμενή του. Το όνομα σημαίνει «αυτή που πίνει τη δροσιά από τα ρόδα της Άνοιξης».

 

    Η νεαρή χριστιανή Ρεθυμνιώτισσα αναρριχήθηκε, με ευκολία, βασισμένη στην ομορφιά και την εξυπνάδα της, από την ανωνυμία των χαρεμιών στο υψηλότερο γυναικείο αξίωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διαδραμάτισε ξεχωριστό ρόλο στη διοίκηση της αυτοκρατορίας επηρεάζοντας τρεις Σουλτάνους, τον σύζυγό της ως χασεκί και τους  δύο γιους της, ως βαλιδέ σουλτάν.

 

     Ο Μεχμέτ Δ΄ ξεχώρισε αμέσως και ερωτεύτηκε σφοδρά τη χανούμισσα από το Ρέθυμνο. Την έκανε χασικέ σουλτάνα , δηλαδή την πρώτη  και μόνη αγαπημένη του νόμιμη σύζυγο. Ο Τούρκος ιστορικός Adnan Giz υποστηρίζει πως το ζευγάρι δεν είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας και πως η Γκιουλνούς ήταν 21 ετών , όταν παντρεύτηκαν. Στα 22 της του χάρισε τον πρώτο τους γιο, τον Μουσταφά Β’ (1664-1703) ενώ στα 31 της χρόνια, γεννά τον δεύτερο γιο της, Αχμέτ Γ’ (1673 -1736). Μαζί του έκανε και μια κόρη, τη Χατιτζέ Σουλτάν για την οποία δε βρήκα περισσότερες πληροφορίες.

 

Ο Adnan Giz εκφράζει επίσης, με σιγουριά, την άποψη πως, αν υπήρχε ποτέ μια ευτυχισμένη γυναίκα στο σουλτανικό χαρέμι, αυτή ήταν η Ρεμπιά Γκιουλνούς  Από τη στιγμή που έγινε νόμιμη σύζυγος του σουλτάνου μέχρι το θάνατο της, δεν επέτρεψε σε κανέναν να κλονίσει τη θέση της.

 

     Πρώτη την ξεχώρισε η Χατιτζέ Τουρχάν Βαλιδέ Σουλτάν, η μητέρα δηλαδή του Σουλτάνου κι εκείνη φρόντισε να τη γνωρίσει στο γιο της, ο οποίος την ερωτεύτηκε απόλυτα. Όταν όμως έγινε σύζυγος του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ , νύφη και πεθερά συγκρούστηκαν. Έτσι, όταν ο Σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ πέθανε, η Ρεμπιά Γκιουλνούς διώχτηκε από το Τοπ Καπί, για να επιστρέψει θριαμβευτικά ως Βαλιδέ Σουλτάν , όταν ο μεγαλύτερος γιος της Μουσταφά Β’ έγινε Σουλτάνος. Το 1703 της ζητήθηκε να εγκρίνει τη διαδοχή του δεύτερου γιου της, Αχμέτ Γ’, εφόσον ο πρώτος ήταν νεκρός και το έκανε. Έμεινε Βαλιδέ Σουλτάν για 20 χρόνια, κατά τη διάρκεια της βασιλείας και των δύο της γιων από 6 Φεβρουαρίου 1695 έως 6 Νοεμβρίου 1715, όταν πέθανε  στο ανάκτορο της Ανδριανούπολης σε ηλικία 73 ετών.

 

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολύ λίγες γυναίκες έμεινα στην ιστορία, αλλά και γι’ αυτές λίγα πράγματα είναι γνωστά καθώς δεν επιτρέπονταν οι αναφορές στις χανούμισσες των σουλτανικών χαρεμιών. Κάτι ανάλογο με αυτό που γνωρίζουμε ότι γινόταν στην Αρχαία Αθήνα και τους γυναικωνίτες της. Φτάνει να θυμηθούμε τον Επιτάφιο του Περικλή όπου ο σπουδαίος εκείνος άντρας και Πολιτικός της Αθήνας συμβούλευε τις χήρες των νεκρών του πρώτου έτους του πολέμου να κλειστούν στους γυναικωνίτες και να μη δώσουν ποτέ αφορμή ούτε για κακά ούτε για καλά σχόλια.

 

Η ρεθυμνιώτισσα Ευμενία Βεργίτση , γόνος αρχοντικής οικογένειας Κρητών και αργότερα Εμετουλάχ Ρεμπιά Γκιουλνούς Βαλιδέ Σουλτάν δεν ανήκε στις γυναίκες των οποίων η φήμη καλύφθηκε από το σκοτάδι του χαρεμιού και των κοινωνικών περιορισμών. Έμεινε στην ιστορία με κάθε τίμημα. Μέχρι και σήμερα γίνονται μελέτες και διεξάγονται έρευνες για όλες τις εκφάνσεις του πολυτάραχου βίου της Ελληνίδας Σουλτάνας.

 

Πριν από την Γκιουλνούς υπήρξε κι άλλη Ελληνίδα Βαλιδέ Σουλτάν  στο Τοπ Καπί. Η χριστιανή Αναστασία από την Χίο ή την Τήνο , Κιοσέμ Βαλιδέ Σουλτάν, σύζυγος του Αχμέτ Α’ και μητέρα των σουλτάνων Μουράτ Δ’ και Ιμπραήμ Δ, υπήρξε η πιο ισχυρή σουλτάνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά στραγγαλίστηκε το 1651 και στη δολοφονία της συμμετείχε η Χατιτζέ Τουρχάν της οποίας η Κιοσέμ ήταν πεθερά. Την στραγγάλισε για να προστατέψει τους γιους της.

 

      Η Ρεμπιά Γκιουλνούς προφανώς δε χρειάστηκε να στραγγαλίσει την Χατιτζέ Τουρχάν που ήταν δική της πεθερά, αλλά δε δίστασε να το κάνει σε όποιον άλλον θεωρούσε εμπόδιο,  σκορπίζοντας απλόχερα τον θάνατο. Με αφορμή το παράδειγμα της Κιοσέμ, γίνεται αντιληπτό ότι μέσα στα χαρέμια του Τοπ Καπί ή σκότωνες αθόρυβα τους εχθρούς σου ή κατέληγες στα βάθη των μελανών νερών του Βοσπόρου. Έτσι, η Ρεμπιά Γκιουλνούς περπάτησε πάνω σε πτώματα, για να γράψει το όνομά της στα κιτάπια της ιστορίας και να μην το ξεχάσει ποτέ κανείς.

 

Όλοι οι βιογράφοι της την χαρακτηρίζουν αδίσταχτη και αναφέρονται σε σειρά εγκλημάτων στα οποία προέβη προκειμένου να διαφυλάξει τη δική της θέση και να παραμείνει τόσα χρόνια στην εξουσία.

 

      Λένε  γι’ αυτή την αδίσταχτη γυναίκα πως οργάνωσε τη δολοφονία, με στραγγαλισμό, των αδερφών του συζύγου της από άλλες μανάδες, Σουλεϊμάν Β’ και Αχμέτ Β’, όταν γέννησε τον πρώτο της γιο Μουσταφά Β’ , υποθέτω από φόβο μην κάνουν κακό στο παιδί της για χάρη της διαδοχής. Την τελευταία στιγμή όμως,η πεθερά της, Τουρχάν Χατιτζέ, ματαίωσε το συγκεκριμένο σχέδιό της. Μα κι αν αυτό το σχέδιο απέτυχε, τα περισσότερα από τα σχέδιά της στέφθηκαν από επιτυχία.

 

      Από τη στιγμή που έγινε η πρώτη Χασεκί Σουλτάν, η νόμιμη και αγαπημένη σύζυγος του Μεχμέτ Δ’ στραγγάλισε, δηλητηρίασε μέσα στο χαρέμι, δολοφόνησε κι έστειλε στα βάθη του Βοσπόρου όποια προσπάθησε να πλησιάσει τον Σουλτάνο ή προσείλκυσε την προσοχή του. Με αυτή την τακτική, έμεινε ως το τέλος η πρώτη και η μόνη νόμιμη σύζυγος.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν αυτό της Γκιουλμεγιάζ, μιας παλλακίδας του Μεχμέτ Δ’ που η άφιξη της στο χαρέμι, κλόνισε τον απόλυτο έρωτα που αισθανόταν ο Σουλτάνος για τη Ρεμπιά Γκιουλνούς βαλιδέ σουλτάν. Λένε πως μια μέρα που η παλλακίδα ατένιζε τη θάλασσα, καθισμένη σ’ ένα βράχο, η Βαλιδέ Σουλτάν την έσπρωξε με τα ίδια της τα χέρια στο κενό. Μια άλλη εκδοχή του θανάτου της ήταν ότι στραγγαλίστηκε από κωφάλαλους ευνούχους κατόπιν εντολής της νόμιμης συζύγου του Σουλτάνου.

 

     Άλλο παράδειγμα ήταν αυτό μιας Τσερτσέζας χορεύτριας που με τον χορό της γοήτευσε τον Μεχμέτ Δ’. Όταν το αντιλήφθηκε η Ρεμπιά Γκιουλνούς πρότεινε στον σουλτάνο να χορέψει η κοπέλα μ’ έναν Μαυριτανό ευνούχο, υπηρέτη της σουλτάνας, ώστε να γίνει ο χορός της πιο ελκυστικός και ο ανυποψίαστος Σουλτάνος δέχτηκε. Μετά από ρητές οδηγίες, τα χορευτικά βήματα του Μαυριτανού ευνούχου οδήγησαν  την χορεύτρια κοντά στο μπαλκόνι κι από κει μ’ ένα χορευτικό τίναγμα στο κενό. Η προσγείωση της στα βράχια προκάλεσε το θάνατό της ο οποίος θεωρήθηκε ατύχημα.

 

      Μόνο μια χριστιανή από τον θεσσαλικό κάμπο, την οποία ο Μεχμετ Δ’ συναντούσε κρυφά, όταν πήγαινε για κυνήγι, γλίτωσε το θάνατο όταν το έμαθε η Γκιουλνούς. Την απομάκρυνε από τον σουλτάνο, αφού την πάντρεψε, με συνοπτικές διαδικασίες, με κάποιον αξιωματικό της.

 

      Προσωπικά, δε θεωρώ υπαίτια την ερωτική ζήλεια για τις εγκληματικές ενέργειες της Σουλτάνας. Σίγουρα, θα ζήλεψε σαν γυναίκα , παρακολουθώντας τον Μεχμέτ Δ’ και σύζυγό της να προσελκύεται από την παρουσία μιας άλλης γυναίκας, μα δε νομίζω πως θα την σκότωνε, αν δεν χρειαζόταν να προστατεύσει τον εαυτό της και τα παιδιά της. Δεν πρόκειται, λοιπόν, τόσο για ερωτική ζήλεια όσο για τακτική επιβίωσης.  Όλες εκείνες που θα κέρδιζαν την καρδιά του Μεχμέτ Δ’ , θα επιθυμούσαν στο άμεσο μέλλον τη θέση της σουλτάνας και με τη βοήθεια άλλων γυναικών από το χαρέμι που θα την αντιπαθούσαν, πιθανόν να την σκότωναν όπως έγινε με την Κιοσέμ και όχι μόνο. Επιπλέον, ακόμα κι αν δεν την σκότωναν, ακόμα κι αν δεν κατάφερναν οι ίδιες να γίνουν νόμιμες σύζυγοι του σουλτάνου, τα παιδιά τους θα  ήταν νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου και επομένως επικίνδυνα για τους γιους της Ρεμπιά Γκιουλνούς. Ο θάνατος τους λοιπόν φάνταζε ως η μόνη και αδιαπραγμάτευτη λύση.  

 

     Το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είσαι ενταγμένος καθορίζει τις πράξεις και το χαρακτήρα σου. Ζώντας παρέα με τον θάνατο ή πεθαίνεις ή μαθαίνεις να του ξεφεύγεις. Η Χατιτζέ Τουρχάν και πεθερά της Ρεμπιά Γκιουλνούς την ξεχώρισε για την ομορφιά και την καλοσύνη της και γι’ αυτό την έφερε κοντά στο γιό της Μεχμέτ Δ’ για να την ερωτευτεί όπως κι έγινε. Όσο η Γκιουλνούς ήταν η Χασικέ του σουλτάνου αλλά και μετά, έκανε πολλές φιλανθρωπίες κι ήταν πολύ αγαπητή στο λαό, πράγμα που δείχνει πως είχε καλοσύνη μέσα της. Ακόμα όμως και οι πιο καλοί άνθρωποι, όταν μπουν σε λυκοφωλιά, ακονίζουν τα δόντια τους, αν θέλουν να βγουν ζωντανοί από κει και η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.                                                     

 

Μαίρη Βαβουράκη

 

ΣΗΜΕΊΩΣΗ 1: Μητέρα του Ιμπραήμ Α’ στον οποίο το 1948 δόθηκαν ως δώρο τα οι 10 Κρητικοπούλες ήταν η Ελληνίδα Κιοσέμ Σουλτάν από τη Χίο η την Τήνο. Αυτή, λοιπόν, ήταν η Βαλιδέ Σουλτάν βακούφι της οποίας ήταν τ’ Ανώγεια.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Υλικό αντλημένο από το διαδίκτυο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου ανατύπωσε το βιβλίο του Νικόλαου Σταυρινίδη, «Ρεμπιά η Ρεθύμνια Χριστιανή Σουλτάνα».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 4: Στις 5 Νοεμβρίου συμπληρώνονται 309 χρόνια από τον θάνατό της.

Δημοσιεύθηκε στο www.newshub.gr

 

 

Μοιραστείτε το

-

-->