Άρθρο του Γεωργίου Σκουλά- Ο Γεώργιος Σκουλάς είναι ο συγγραφέας του βιβλίου ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΣ Α΄. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΣΤΙΣ 

ΜΙΑ ΒΑΡΥΣΗΜΑΝΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Β. ΣΚΟΥΛΑ ΤΟ 1903  ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαθητής στη Σύρο

……Ο Βασίλειος Σκουλάς κατέβαλε και περαιτέρω προσπαθείαι να πείση τόν Ελευθέριον Βενιζέλον περί της ανάγκης της επαναστάσεως και περί της επιτυχίας της, αλλά δεν τό επέτυχεν. Και όταν αντελήφθη ότι ο Βενιζέλος ήτο αποφασισμένος να πραγματοποιήση τήν υπόσχεσίν του προς τούς φίλους του περί αμέσου αναχωρήσεως του διά τήν Αίγυπτον ηγέρθη από τό κάθισμά του και με οργήν και θυμόν του είπε: Χαράμι σου η αγάπη μου. Κρίμα διότι επίστευσα ότι είχα αρχηγό όχι μόνον έξυπνον αλλά και γενναίον. Κρίμα. Τι κρίμα! Και έφυγεν από τό δωμάτιον του Προέδρου ο Β. Σκουλάς χωρίς να τόν αποχαιρετήση.
Ήτο μία μετά το μεσημέρι και ο Β. Σκουλάς πήγε στό ξενοδοχείον του δια ν’ αναπαυθή ολίγον, αν μπορούσε φυσικά ν’ αναπαυθή. Τό απόγευμα, στις 4 ακριβώς έφθασε εις τό ξενοδοχείον του Σκουλά ο ιδιαίτερος γραμματεύς του Προέδρου μ’ ένα γράμμα προς αυτόν εις τό οποίον έγραφε τα εξής:
Φίλτατε Βασιλάκη.
Η φύσις δεν μου έδωκε αδελφόν. Ο Θεός όμως μου εχάρισε τοιούτον. Εμελέτησα τάς σκέψεις σου……. Η συνέχεια επί του κειμένου.

……Ελευθερίου Βενιζέλου και από τότε ήρχισε να τραγουδιέται εις τάς διασκεδάσεις και τάς συγκεντρώσεις των η μαντινάδα:
Aν εβαπτίσω και παιδί, Λευτέρη θα τό βγάλω
θα βάλω και σαντόλους του Φούμη, Σκουλά και Μάνο…… Η συνέχεια επί του κειμένου.

Οι εκλογές στις 17 Μαρτίου 1903, υπήρξαν καταστροφικές για την παράταξη του Ελ. Βενιζέλου, καθώς από την παράταξή του εκλέχτηκαν μόνο 5 βουλευτές. Ήταν οι εκλογές, που όπως έχουμε δει, ο Χαιρέτης αποκάλεσε τον Β. Σκουλά κατά την επιστροφή του στα Ανώγεια, «Μουτζούρη».
Η εκλογική αυτή νίκη των οπαδών του Γεωργίου, φαίνεται ότι εξήψε ακόμα περισσότερο τον αντιβενιζελισμό του και οι διώξεις των οπαδών του Βενιζέλου, συνεχίστηκαν αμείωτες.
Ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος, φαίνεται ότι πέρασε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα απομόνωσης, περισυλλογής αλλά και προβληματισμού το κατά πόσον τελικά είχαν απήχηση οι θέσεις και απόψεις του, στον κρητικό λαό. Επιπλέον, με την απομόνωση και σιωπή του, φαίνεται ότι άρχισε να μετρά πραγματικούς και μη φίλους. Θέλοντας να μετρήσει τις «αντοχές» τους απέφευγε να απαντά και στις επιστολές που του έστελναν.
Το ίδιο φαίνεται ότι έπραττε και στις επιστολές που του έστελνε ο Β. Σκουλάς, ο οποίος στις 10 Νοεμβρίου 1903, του στέλνει εκ νέου επιστολή. Ο Ελ. Βενιζέλος, έχοντας ίσως κατασταλάξει στις αποφάσεις του, ανταπαντάει με μία βαρυσήμαντη επιστολή του στον Β. Σκουλά. Όπως αναφέρει ο δικηγόρος Μιχ. Γ. Σκουλάς ή Καπετανομιχάλης, που έχει στο βιβλίο του την επιστολή αυτή, που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟΝ» 1955, Σελ. 57.

ΕΝ ΧΑΝΙΟΙΣ ΤΗ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1903
Φίλτατε Βασίλειε,
Ταύτην τήν στιγμήν έλαβα τήν από 11ης μεσούντος επιστολήν, ήν μου έγραψες εκ Ρεθύμνης. Να σου είπω ότι η ανάγνωσις αυτής μου παρέσχε μίαν από τάς μεγαλυτέρας ηθικάς απολαύσεις, άς εδοκίμασα εν τω βίω μου; Ότι θα επεθύμουν να σ’ είχα παρόντα, διά να σε περιπτυχθώ και να σε ασπασθώ; Μη θεωρήσεις ως υβριστικήν διά σε τήν έκρηξιν της χαράς αυτής. Δεν είναι αποτέλεσμα διαψεύσεως φόβων, τούς οποίους τυχόν εθεώρουν βασίμους. Αλλά μου επιβάλλεται μία ειλικρινής εξήγησις και εις ταύτην προβαίνω. Μετά τήν ήτταν – ομιλώ περί ήττης και όχι πανωλεθρίας, διότι πανωλεθρία βεβαίως δεν ήτο η συγκέντρωσις 15 χιλιάδων ψήφων, του ¼ ακριβώς των ψηφισάντων, μετά τόν διαξαχθέντα διά της προσωπικής περιοδείας του Υπάτου Αρμοστού πόλεμον – μετά τήν ήτταν, λέγω, εν ταις τελευταίαις εκλογές, εγώ ουδ’ επί στιγμήν απώλεσα τό θάρρος μου, αλλ’ ήρχισα έχων ενδοιασμούς περί του μέλλοντος, ότε πολλαχόθεν μου συνιστάτο υπό αρίστων φίλων, να μη μεταβώ εις τήν Βουλήν και ν’ απόσχω προσωρινώς της πολιτικής. Εθεώρησα καθήκον μου, να συμμορφωθώ προς τήν γνώμην ταύτην, αφού υπεστηρίζετο υπό των αρίστων εκ των φίλων μας.
Είχα και μίαν ελπίδα, αλλά πολύ αμυδράν, ότι η αποχώρησίς μου εκ της πολιτικής σκηνής ηδύνατο να χρησιμεύση ως εξιλασμός της προσωπικής εχθρότητος του Υπάτου Αρμοστού, ότι ούτος, συνετιζόμενος εκ της ισχυράς αντιδράσεως, ήν είχομεν κατορθώσει ν’ αντιτάξωμεν εις τά βουλεύματά του, θα συνησθάνετο τό αδύνατον και όχι ακίνδυνον της πραγματοποιήσεως αυτών, και ότι θα εγκατέλειπε μεν ταύτα, ή τουλάχιστον θα εφαίνετο εγκαταλείπων αυτά, θα προσεπάθη δε να αρυσθή ωφελήματα εκ της καλής διοικήσεως, εις ήν ηδύνατο να στρέψη τήν δράσιν του κατά τό παράδειγμα της πρώτης διετίας, ότι αν τούτο κατωρθούτο, μέγα θα ήτο τό κέρδος, ανακοπτομένης της ενσκηψάσης φαυλοκρατίας και της παραλυσίας πάντων των κλάδων της υπηρεσίας, ως εκ των οποίων εκινδύνευε να διαφθαρή μεν ηθικώς, να καταστραφή δε οικονομικώς ο τόπος μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε κατά τήν ημέραν της Ενώσεως, αντί «να καταστή μείζων», κατά τό πρόγραμμά μας, η εκ της Ενώσεως μέλλουσα να επέλθη αύξησις της δυνάμεως του Ελληνισμού, να γίνη επί μακρόν χρόνον αφορμή εξουθενώσεως μάλλον των εθνικών δυνάμεων η Κρήτη. Ότι επί τέλους όσον αφορά τήν οριστικήν λύσιν του ζητήματός μας, ηδυνάμεθα ν’ αντιταχθώμεν και διά της βίας, ότε θα εβλέπαμεν τελεσφορούντα τυχόν τά γνωστά ημίν βουλεύματα της δυναστείας. Ατυχώς, τά πράγματα απέδειξαν άλλως, αι δε συλληφθείσαι και υπ’ εμού πρός στιγμήν ελπίδες υπήρξαν όλως ασύστατοι. Αντί η ήττα ημών, ικανοποιούσα τήν κακώς εννοουμένην προσωπικήν φιλοτιμίαν, να φέρη συνετισμόν, εξήψε τουναντίον τόν Τύπον, και αφού επιστεύθη ότι εξηφανίσθη παν πρόσκομμα, ο δεσποτισμός ήγειρεν άνευ πλέον προσχημάτων θρασυτέραν τήν κεφαλήν.

Το απολυτήριο του από το Γυμνάσιο της Σύρου

Ούτω δε επείδομεν αυτήν τήν αντιπροσωπείαν του τόπου καταλύουσαν τάς τε δημοκρατικάς ελευθερίας και αυτό τό Σύνταγμα, εν οις τούτο προνοεί περί του πολυτιμοτέρου των εμφύτων δικαιωμάτων, του ασφαλίζοντος τήν ελευθέραν εκδήλωσιν της σκέψεως διά παντός άλλου τε μέσου και διά του Τύπου. Ούτως, η εκ της Βουλής απομάκρυνσίς μου, μακράν του να φέρη ανακοπήν του κακού, επεδείνωσεν αυτό. Δεν ισχυρίζομαι, ότι αν ήμην εις τήν Βουλήν θα προελαμβάνετο η κατάλυσις των δημοκρατικών ελευθεριών και της ελευθερίας του Τύπου. Και τούτο ακόμη ηδύνατό τις να ελπίση, αλλά πάντως η κατάλυσις αυτών, δεν θα εγίνετο ως εγένετο άνευ διαμαρτυρίας και τυπικώς μάλιστα επιδοκιμάζοντος του τόπου διά της αντιπροσωπείας αυτού. Αι συζητήσεις, άς θα προεκαλούμεν εν τη Βουλή, εν σχέσει προς τα ζητήματα ταύτα, θα εκορύφωνον τό κοινόν ενδιαφέρον και τήν κοινήν αγανάκτησιν, ηττώμενοι δε κατά τήν ψηφοφορίαν, θα εξηρχόμεθα της πάλης νικώντες ηθικώς, και η νίκη του δεσποτισμού θα ήτο καδμεία. Αντί τούτου, διά της αποχής μου εκ της Βουλής, η νίκη της απολυταρχίας επήλθεν άνευ αγώνος, συνεπώς άνευ αμέσων απωλειών δι’ αυτήν. Τουναντίον αι ιδέαι ημών απώλεσαν αμαχητί έδαφος, όπερ ήτο ήκιστα πολιτικόν, επί πλέον δε εκλονίσθη τό θάρρος των πεποιθότως προσδοκώντων τήν τελικήν νίκην των αρχών μας και ενισχύθη κατ’ αντίστροφον λόγον ο δεσποτισμός.
Του αποτελέσματος τούτου τάς συνεπείας ήρχισα βλέπων εν τη καταπτώσει του θάρρους ενίων εκ των πρωτοστατούντων εν ταις τάξεσι των φίλων μας. Ο κ. Φουνταλίδης και ο κ. Σφακιανάκης, διαρκούσης ακόμη της Βουλής, απετάχθησαν, άν όχι επισήμως, πολύ όμως καταδήλως από τάς αρχάς μας και προσήλθον εις τήν αυλικήν ποίμνην, ολίγον δε ύστερον, μετά τήν λήξιν των εργασιών της Βουλής, ήρχισεν εν Ηρακλείω παρά των φίλων μας κίνησις, σκοπόν έχουσα τήν προσέγγισιν αυτών προς την περί τον Κούντουρον ετέραν αυλικήν ομάδα. Συμπτώματά τινα ομοίων διαθέσεων ήρχισαν εκδηλούμενα, ασθενέστερον όμως, και εν τω νομώ Ρεθύμνης, μόνον δε ο νομός Χανίων και ο των Σφακίων έμειναν ανεπηρέαστοι όλως από του ηθικού κλονισμού.
Ότε αντελήφθην, ότι τά πράγματα έφθασαν εις τό σημείον τούτο, εννοείς πόσον δύσκολος ήτο η θέσις μου, ως προς τήν πορείαν ήν ώφειλα να τηρήσω απέναντι της τάσεως ταύτης ενίων εκ των φίλων μας.
Εξ Ηρακλείου πολλοί φίλοι μου έγραψαν κοινήν επιστολήν, αποδοκιμάζοντες τάς εκδηλουμένας ροπάς και ζητούντες οδηγίας εκ μέρους μου, μετά της δηλώσεως, ότι θα συνεμορφούντο προς αυτάς καθ’ ολοκληρίαν.
Εκ του νομού σας ο Κυριάκος Μπιράκης, όστις διά των επιστολών άς είχεν τήν καλωσύνην, (2 επανειλημμένως), να μου στείλη, μου παρείχεν ανυπολόγιστον ηθικήν ενίσχυσιν, εζήτει και αυτός οδηγίας περί του πρακτέου. Ο δικηγόρος Σεργάκης εκ Μεραμβέλλου, ήλθε μέχρι Χανίων, διά να αντιληφθή προσωπικώς τάς σκέψεις μου επί του ζητήματος τούτου.
Της ελεύσεως ταύτης του Σεργάκη επωφελήθην, όπως συγκαλέσω εις συνεδρίασιν τούς ενταύθα φίλους, εις ούς ανεκοίνωσα τά της καταστάσεως και τούς εδήλωσα, ότι εν τω γενικώ συμφέροντι και προς ασφαλεστέραν επιτυχίαν του κοινού αγώνος, εθεώρουν αναγκαίον να προτείνωμεν εις τόν Κούντουρον, ότι είμεθα πρόθυμοι πάντες οι φίλοι, μηδ’ εμού αυτού εξαιρουμένου, να ταχθώμεν υπ’ αυτόν και να του ασφαλίσωμεν ούτω τήν ηγεσίαν της ισχυροτέρας και μάλλον επιλέκτου μοίρας του Κρητικού λαού, υπό μόνον τόν όρον, ότι θα εδέχετο να διατυπώση, ως πρόγραμμα της πολιτικής του, τήν ακριβή εφαρμογήν του Συντάγματος και ειδικώτερον τήν εξασφάλισιν των δημοκρατικών ελευθεριών και της ελευθερίας του Τύπου. Εάν τούτο και μόνον τό τόσον ανώδυνον πρόγραμμα εδέχετο να διατυπώση ο Κούντουρος, ενόμιζα ότι ηδυνάμεθα να ταχθώμεν υπ’ αυτόν. Διότι, διατυπών άπαξ τοιούτον πρόγραμμα, θα ήρχετο ούτος εις ριζικήν σύγκρουσιν προς τήν Αυλήν, και τά λοιπά – μέχρι πλήρους αποδοχής του προγράμματός μας και ό,τι αφορά, τό δικαίωμα του λαού να έχη γνώμην και δή κυρίαν επί του εθνικού αυτού μέλλοντος – θ’ απετέλουν φυσικήν πλέον εξέλιξιν του διατυπωθέντος συνταγματικού προγράμματος. Εγώ μόνον γνωρίζω ποίαν εδοκίμασα δυσκολίαν, ίνα πείσω τούς ενταύθα φίλους να μ’ εξουσιοδοτήσουν, όπως επιδιώξω τήν εφαρμογήν των σκέψεων τούτων.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντάρτης κατά την περίοδο της Χαλέπας

Αλλά τό επεισόδιον του Πολογεώργη είχε διδάξει, πόσο επικίνδυνον εκμεταλλεύσεως ηδύνατο να γίνη πάσης, και της αθωοτέρας συνδιαλέξεως προς τούς αντιπάλους ημών. Ένεκα τούτου απεφασίσθη ν’ ανατεθή εις τόν Σεργάκην να επισκεφθή τόν Κούντουρον και δηλώση ότι, καθ’ ό αντελήφθη, θα ήτο δυνατόν όλοι οι φίλοι της μερίδος μας, από του ενός άκρου της Κρήτης μέχρι του άλλου να ταχθώσιν υπ’ αυτόν, άν μόνον εδέχετο να διατυπώση τό πρόγραμμα εκείνο, αλλά να του είπη πάντα ταύτα ως ιδίαν γνώμην και αντίληψιν και του συστήση, άν κατ’ αρχήν απεδέχετο τοιαύτην τινά γνώμην, να καλέση τόν φίλον Γεώργιον Πλουμίδην, μεθ’ ού ηδύνατο να συνομιλήση ευρύτερον περί τούτου.


Ο Κούντουρος εδήλωσεν εις τόν Σεργάκην, ότι θα εκάλει τόν Πλουμίδην. Αλλά ο Σεργάκης, επιστρέψας εκ της συνεντεύξεως, μας είπε συγχρόνως, ότι, κατά τήν αντίληψίν του, τίποτε δεν ημπορούμεν να περιμένωμεν από τόν Κούντουρον, ο οποίος δεν τολμά να έλθη εις σύγκρουσιν προς τήν Αυλήν. Περιττόν να σου είπω, ότι και εγώ απ’ αρχής του διαβήματος τούτου, ολίγας έτρεφον ελπίδας περί τελεσφορήσεως αυτού. Ατυχώς οι φόβοι ούτοι επαληθεύθησαν, του Κουντούρου μη προσκαλέσαντος τόν Πλουμίδην. Ότε και τό διάβημα τούτο εναυάγησε, ετέθη πάλιν προ εμού τό ερώτημα, τί έπρεπε να πράξω. Να προέλθω δημοσία αποκηρύττων τάς εκδηλουμένας παρά τινων εκ των τέως φίλων μας τάσεις όπως προσέλθωσιν εις τόν Κούντουρον, εγκαταλείποντες όλας των τάς αρχάς, μόνον διά να επιτύχουν τήν υποστήριξιν κανενός Δημάρχου ή τήν επιτυχίαν άλλου τινός παραπλησίου ωφελήματος, ή να εξακολουθήσω σιωπών; Επροτίμησα μετά ώριμον σκέψιν τό δεύτερον. Εσκέφθην δηλαδή, ότι έπρεπε ν’ αφήσω ανεπηρέαστους τούς φίλους μας, όπως λάβουν τήν απόφασιν, ήν η ιδία αυτών συνείδησις θα τούς υπηγόρευεν. Ήθελα να δοκιμάσω επί τέλους, άν αι αρχαί τάς οποίας υποστηρίζω έχουν αληθές και εδραίον έρεισμα εν αυτώ τω χαρακτήρι και τη συνειδήσει των φίλων μου, ή υπεστήριζον ούτοι μέχρι τινός αυτάς, απλώς και μόνον διότι εγώ, ως υψούμενος της πολιτικής, ημών μερίδος, είχα διατυπώσει ταύτας, αλλά κατά βάθος ήσαν διατεθειμένοι να τάς θυσιάσουν, όταν έβλεπαν ότι αύται δεν ήσαν, αμέσως τουλάχιστον, χρήσιμοι εις εξυπηρέτησιν των μικροπολιτικών συμφερόντων.
Η εξακρίβωσις τούτου μου ήτο απαραιτήτως αναγκαία, διά να φωτισθώ άν ηδυνάμην τω όντι να συνεχίσω και εν τω μέλλοντι τόν αγώνα μετ’ ελπίδων επιτυχίας ή άν έπρεπε να εγκαταλείψω οριστικώς αυτόν, ελλείψει επαρκούς ερείσματος, εφ’ ου ηδυνάμην να στηριχθώ προς τελεσφόρον μέχρι τέλους διεξαγωγήν αυτού. Εκ της σκέψεως ταύτης αγόμενος, εις ουδένα έγραψα από της Βουλής και εντεύθεν περί των πολιτικών πραγμάτων. Και εις όσους, ακόμη μου έγραψαν, ζητούντες τήν γνώμην μου, δεν απήντησα και ιδικάς σου επιστολάς άφησα αναπαντήτους και εις τόν Κυριάκον Μπιράκην, επανειλημμένως γράψαντα, δεν απήντησα, ειμή άπαξ μόνον κατά τάς παραμονάς του διαβήματος προς τόν Κούντουρον, ότε του έγραψα δύο λέξεις, διά να του είπω, ότι προσεχώς θα λάβη απαντήσίν μου, ήν όμως ουδέποτε έστειλα, διότι εν τω μεταξύ, ματαιωθέντος του διαβήματος εκείνου, είχα λάβει τήν απόφασιν να μη γράψω εις κανένα φίλο μου, αφήνων αυτούς ελευθέρους, να κανονίσουν τήν πορείαν των κατά τάς ιδίας αυτών εμπνεύσεις. Εννοείς, υπό τοιούτους όρους, πόσον θεσπεσία υπήρξεν η τελευταία επιστολή σου. Εξήλθεν ηθικώς θριαμβευτής από όλας τάς παγίδας, όσας σου έστησεν και ο δεσποτισμός και η επιπολαιότης – ίνα μη τι άλλο είπω – τινών φίλων μας, εν μέρει δε και η απόφασίς μου αυτή, όπως αφήσω αβοηθήτους τούς φίλους μου, να λάβουν μόνοι των τήν απόφασιν ήν ήθελε τούς υπαγορεύση η συνείδησίς των.
Αλλά μετά τήν ηθικήν αυτήν κρίσιν, έχω ήδη τόσον σαφώς δεδηλωμένη τήν γνώμην σου και του Μπιράκη, ως μανθάνων εκ της επιστολής σου ποία γίνεται κατάχρησις της αποχής μου – ερμηνευομένης ως δηλούσης συναίνεσίν μου όπως εγκαταλείψουν οι φίλοι μας τάς αρχάς των – νομίζω ότι μου επιβάλλεται ως καθήκον, να εξέλθω της πλήρους αφανείας, εις ήν κατεδίκασα εμαυτόν, όχι διά να παραστώ αμέσως δρων, αφού τήν μόνην δυνατήν εν τω παρόντι τοιαύτην δράσιν, τήν διά του Τύπου, κατέστησεν αδύνατον η κατάργησις της ελευθεροτυπίας, αλλά διά να προέλθω εις τάς αναγκαίας μετά των φίλων συνεννοήσεις προς καθορισμόν της εν τω μέλλοντι πορείας μας. Περί της πορείας ταύτης έχω ήδη διαγεγραμμένον πλήρες σχέδιον, όπως τό υποβάλω εις τήν έγκρισίν σας. Αλλά προς τοιαύτην συνεννόησιν ήκιστα ενδείκνυται η αλληλογραφία. Η προφορική και άμεσος συνεννόησις είναι επιβεβλημένη. Προς τούτο νομίζω καλόν, ν’ αφήσωμεν να γίνουν πρώτον οι διορισμοί των Δημάρχων, κατά δε τάς εορτάς των Χριστουγέννων και επί τη προφάσει αυτών, κατόπιν προηγουμένης συνεννοήσεως, να συνέλθουν εις Χανιά καμιά 20/ριά εκ των διαλεκτών φίλων μας, όπως αποφασίσωμεν περί της μελλούσης πορείας μας.
Τό επ’ εμοί, διατηρώ αμείωτον τό θάρρος μου και τήν πεποίθησίν μου επί τήν τελικήν νίκην. Εμπνέομαι ιδία εκ της βαθείας συναισθήσεως ότι διεξάγομεν εδώ αγώνα εθνικώτατον. Αγώνα εκ της επιτυχίας του οποίου μέλλει να εξαρτηθή, όχι απλώς η αισία κατά τούς εθνικούς πόθους λύσις του Κρητικού ζητήματος, αλλά γενικώτερον αυτό τό μέλλον της Εθνότητος ημών.
Διότι τυφλοί μόνον δύνανται να μη βλέπουν ότι τό μέλλον αυτό διαφαίνεται σκοτεινόν, ένεκα αιτιών, αίτινες και εν Κρήτη δρώσαι, περιήγαγον εντός τόσον βραχέος χρονικού διαστήματος τά πράγματα εις ό έφθασαν σήμερον σημείον. Αλλά περί τούτων πάντων, κατά τήν προσωρινήν μας συνάντησιν θα ομιλήσωμεν εκτενέστερον.
Αναμένων επιστολήν σου περί της κατ’ αρχήν αποδοχής της ιδέας ταύτης της εν Χανίοις συναντήσεως των φίλων μας.
Σε ασπάζομαι αδελφικώς
Ελευθέριος

Θέλω στο σημείο αυτό να σταθώ σε μια περικοπή της επιστολής η οποία θεωρώ ότι καταδεικνύει το γιατί πράγματι ο Ελ. Βενιζέλος υπήρξε μεγάλος.
«… ως εκ των οποίων εκινδύνευε να διαφθαρή μεν ηθικώς, να καταστραφή δε οικονομικώς ο τόπος μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε κατά τήν ημέραν της Ενώσεως, αντί «να καταστή μείζων» κατά το πρόγραμμά μας, η εκ της Ενώσεως μέλλουσα να επέλθη αύξησις της δυνάμεως του Ελληνισμού, να γίνη επί μακρόν χρόνον αφορμή εξουθενώσεως μάλλον των εθνικών δυνάμεων η Κρήτη».
Η αγωνία δηλαδή του Βενιζέλου, όπως αποτυπώνεται παραπάνω, δεν ήταν μόνο για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα αλλά στο πώς η Κρήτη συνενώνοντας τις δυνάμεις της με την Ελλάδα, θα συνέβαλε τα μέγιστα στην επερχόμενη μεγέθυνση του Ελληνισμού. Οι ιδέες αυτές του Βενιζέλου φαίνεται ότι τελικά τελεσφόρησαν και η Κρήτη κατά την κρίσιμη περίοδο των Βαλκανικών πολέμων παρέδωσε έτοιμες δυνάμεις στο έθνος και στον Ελληνισμό. Δυνάμεις πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές, επιστημονικές! Δεν υπήρξε για την τότε Ελλάδα, αλλά και το έθνος ένα «ερειπωμένο» οίκημα που έχριζε ανακαίνισης, αλλά μια έτοιμη πολιτεία με την οργάνωση, το στρατό της, την χωροφυλακή της, τις υποδομές της, τις υπηρεσίες της, το εμπόριο, τα λιμάνια της, τους δρόμους της, τα σχολεία της, τα νοσοκομεία της, τα λεπροκομεία της κτλ.!
Ο Ελ. Βενιζέλος δεν υπήρξε ένας «μαθητευόμενος Μάγος» αλλά ανδρώθηκε πολιτικά στο «καμίνι» της Κρητικής Βουλής, ήρθε σε επαφή κυρίως με τον διεθνή παράγοντα και κατενόησε όσο κανείς άλλος τα παιχνίδια της διεθνούς διπλωματίας της εποχής. Και όταν ο Ελληνισμός παρέδωσε τις τύχες του στα χέρια του, έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμος από καιρό.
Οι Κρήτες, μετά την αποχώρηση των Μεγάλων Δυνάμεων κάλεσαν Έλληνες αξιωματικούς και οργάνωσαν στρατό στα ευρωπαϊκά πρότυπα καλόντας Έλληνες αξιωματικούς για την εκπαίδευση του. Εναλλάσσοντας δε τις ηλικίες, κατέστησαν ετοιμοπόλεμο το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού.
Το 1910 δε, με τις υπογραφές του Β. Σκουλά και Γ. Μυλονογιαννάκη, στους οποίους είχε παραδώσει ο Βενιζέλος την διοίκηση της Κρήτης κατά την μετάβαση του στην Αθήνα, και πιθανότατα με δική του προτροπή «γέμισαν» την Κρήτη με κατ’ όνομα «σκοπευτικούς» συλλόγους, εξοπλίζοντας και τα «μωρά κοπέλια» όπως λέμε στην Κρήτη. Με τον τρόπο αυτό, δημιούργησαν επί τις ουσίας, νομιμοφανώς πολιτοφυλακή, και καθυπέταξαν εκ των έσω το μουσουλμανικό στοιχείο καθιστώντας το ανίκανο για κάποιας μορφής αντίδραση, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, απελευθερώνοντας έτσι περισσότερες δυνάμεις οι οποίες στη συνέχεια τέθηκαν στη διάθεση του έθνους.
Γνωρίζουμε επίσης, από έκθεση του διευθυντή Δημοσίων Έργων επί Κρητικής Πολιτείας, πολιτικού μηχανικού Μιχ. Σαββάκη, ότι η Κρήτη παρέδωσε στο Εθνικό Ταμείο 10.000 χρυσές λίρες, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για τους αγώνες που ακολούθησαν. Δείγμα και αυτό της ανθηρής οικονομίας της, εν αντιθέσει με την σε οικονομική κηδεμονία Ελλάδα, λόγω του ταπεινωτικού ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, όπου την είχαν οδηγήσει το σάπιο πολιτικό κατεστημένο της εποχής.
Η Κρήτη το 1912-13 συνένωσε το ορμητικό ποτάμι της με τα στάσιμα και λιμνάζοντα ύδατα του τότε ελληνικού κράτους συμπαρασύροντας το στην μεγέθυνση και στο μεγαλείο του Ελληνισμού. Ήταν ο κρυφός «άσσος» για τον Ελληνισμό, τον οποίον δεν υπολόγισαν σωστά εχθροί και φίλοι όταν έκαναν συμφωνίες για το μοίρασμα των εδαφών με τον Ελ. Βενιζέλο πριν την έναρξη του πολέμου. Είναι πολύ αμφίβολο για εμένα, εάν το τότε χρεωκοπημένο ελληνικό κράτος, χωρίς τις έτοιμες αυτές δυνάμεις της Κρήτης, θα μπορούσε να φθάσει στη σημερινή του μεγέθυνση. Πολύ, μα πάρα πολύ αμφιβάλω εάν χωρίς τη συνδρωμή αυτή της Κρήτης η Θεσσαλονίκη θα ήταν ελληνική σήμερα…

 

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
Οι πιέσεις όμως, οι διωγμοί και οι κατατρεγμοί των Βενιζελικών, δεν σταμάτησαν από τον πρίγκιπα Γεώργιο, σε σημείο που άρχισε να προβληματίζεται ο Ελευθέριος Βενιζέλος για το τι μέλλει γενέσθαι παρόλη την στήριξη του Β. Σκουλά και ορισμένων άλλων φίλων του, φαίνεται ότι στο τέλος άρχισε να κλονίζεται από τους διωγμούς των οπαδών του. Ορισμένοι δε φίλοι του άρχισαν να του συστήνουν να αναχωρήσει για ένα εξάμηνο στην Αίγυπτο με την ελπίδα ότι θα εκτονωνόταν η κατάσταση. Ο Μιχ. Σκουλάς στο βιβλίο του, βάσει των διηγήσεων του Β. Σκουλά, αναφέρει για την περίοδο εκείνη (σελ. 16 έως 18).
«…Τότε πολλοί φίλοι βουλευταί και πολιτευταί του Ελευθερίου Βενιζέλου, του συνέστησαν να φύγη 6 μήνες διά τήν Αίγυπτον με τήν ελπίδα της χαλαρώσεως της διώξεως των βενιζελικών εκ μέρους των κατευθυνομένων οργάνων του ηγεμόνος.
Ταύτα συμβαίνουν περί το τέλος του 1904. Ο Βενιζέλος ευρήκε σωστή τήν σύστασιν των φίλων και την απεδέχθη. Ο Β. Σκουλάς ευρίσκετο εις τό Γαράζο και δεν εγνώριζε τήν σκέψιν του Βενιζέλου επί των συστάσεων των φίλων του αίτινες μάλιστα εξελήχθησαν εις πιέσεις, ούτε και τήν αποδοχήν του εκ μέρους του προέδρου. Ο Βενιζέλος έκρινε αναγκαίον να ειδοποιήση τόν Βασίλειον Σκουλάν να έλθη στα Χανιά δια να του ανακοινώση τά όσα συνέβαιναν πέριξ των φίλων του. Και ο Σκουλάς έφθασε κατόπιν προσκλήσεως στο σπίτι του στην Χαλέπα. Ο Βενιζέλος τότε είχε χηρέψει και ο Β. Σκουλάς ήτο αρραβωνιασμένος.
Κατά τήν συνάντησιν εκείνην, αρχάς του 1905, ο Βενιζέλος ανεκοίνωσε εις τόν Σκουλάν τάς συστάσεις και τάς πιέσεις των φίλων του διά μίαν άμεσον αναχώρησίν του διά ταήν Αίγυπτον με παραμονήν εκεί επί εξάμηνον, τήν αποδοχήν των συστάσεων αυτών και τήν απόφασίν του ν’ αναχωρήση αμέσως ικανοποιώντας ούτω τό αίτημα των φίλων του, με τήν κρυφήν ελπίδα ότι όντως θα επήρχετο δια της αναχωρήσεώς του χαλάρωσις της απηνούς διώξεως των από τά όργανα της Αρμοστείας.
Ο Βασίλειος Σκουλάς ήκουσε με κατάπληξιν τήν απόφασιν του προέδρου δια τήν αναχώρησίν του και προσεπάθησε επί δίωρον να τόν μεταπείση. Και εις ερώτησιν του προέδρου πώς ήτο δυνατόν να βαστάξουν εις περαιτέρω δίωξιν και τυραννίαν των διευθυνομένων οργάνων της Αρμοστείας οι φίλοι του, ο ιατρός Βασίλειος Σκουλάς του απήντησεν: «Θα κάμωμεν επανάστασιν, ν’ ανατρέψωμεν τόν ηγεμόνα. Είναι απαράδεκτον να βλέπωμεν με σταυρομένα τά χέρια να καταδιώκωνται, να κατατυρανούνται οι αγωνισταί των εθνικών επαναστάσεων της Κρήτης και τά παιδιά των, μόνον και μόνον διότι είναι φίλοι της Ενώσεως της Κρήτης μετά της Ελλάδος, μόνον και μόνον διότι είναι αντίθετοι της παρατάξεως του καθεστώτος της Ηγεμονίας εις τήν Κρήτην. Είσαι μεγάλος πολιτικός ηγέτης κ. Πρόεδρε, πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Θα κυβερνήσεις και τήν Ελλάδα ολόκληρον διότι είσαι αφαντάστως καλύτερος από όσους ευρίσκονται σήμερον εις τήν πολιτικήν σκηνήν της Ελλάδος, ως αρχηγοί κομμάτων ή ως κυβερνήται. Κανείς δεν σου φτάνει ούτε μέχρι γονάτων.
Και εδώ τόν διακόπτει ο Πρόεδρος διά να παρατηρήση εις τόν Β. Σκουλάν.
Βασιλάκη – έτσι τόν αποκαλούσε – δεν σ’ αφήνει η μεγάλη σου αγάπη προς εμέ να κρίνης αντικειμενικά. Ποίαν απήχησιν θα εύρη εις τόν Κρητικόν λαόν μια επανάστασις κατ’ αυτού αφού, εις τήν ψυχήν του, ο πρίγκιψ Γεώργιος θεωρείται συνώνυμος του Βασιλέως των Ελλήνων και η Βασιλεία λατρεύεται από τόν Λαόν μας ολόκληρον ως θεότης;
Ο Βασίλειος Σκουλάς κατέβαλε και περαιτέρω προσπαθείαι να πείση τόν Ελευθέριον Βενιζέλον περί της ανάγκης της επαναστάσεως και περί της επιτυχίας της, αλλά δεν τό επέτυχεν. Και όταν αντελήφθη ότι ο Βενιζέλος ήτο αποφασισμένος να πραγματοποιήση τήν υπόσχεσίν του προς τούς φίλους του περί αμέσου αναχωρήσεως του διά τήν Αίγυπτον ηγέρθη από τό κάθισμά του και με οργήν και θυμόν του είπε: Χαράμι σου η αγάπη μου. Κρίμα διότι επίστευσα ότι είχα αρχηγό όχι μόνον έξυπνον αλλά και γενναίον. Κρίμα. Τι κρίμα! Και έφυγεν από τό δωμάτιον του Προέδρου ο Β. Σκουλάς χωρίς να τόν αποχαιρετήση.
Ήτο μία μετά το μεσημέρι και ο Β. Σκουλάς πήγε στό ξενοδοχείον του δια ν’ αναπαυθή ολίγον, αν μπορούσε φυσικά ν’ αναπαυθή. Τό απόγευμα, στις 4 ακριβώς έφθασε εις τό ξενοδοχείον του Σκουλά ο ιδιαίτερος γραμματεύς του Προέδρου μ’ ένα γράμμα προς αυτόν εις τό οποίον έγραφε τα εξής:
Φίλτατε Βασιλάκη.
Η φύσις δεν μου έδωκε αδελφόν. Ο Θεός όμως μου εχάρισε τοιούτον. Εμελέτησα τάς σκέψεις σου. Νομίζω ότι μπορούμε να τίς ξανασυζητήσωμεν. Έλα στό σπίτι. Σε περιμένω. Σε ασπάζομαι.
Ελευθέριος Βενιζέλος.
Γεμάτος χαρά έφθασε αμέσως ο Β. Σκουλάς στό σπίτι του Βενιζέλου και ήρχισεν εκ νέου η συζήτησις. Κατ’ αυτήν ελήφθη η απόφασις της επαναστάσεως του Θερίσσου. Ο Β. Σκουλάς διά να δώση ένα νέον δείγμα της αφομιώσεως του τότε εις τόν Ελευθέριον Βενιζέλον και μίαν απόδειξιν της αυταπαρνήσεως του εις τούς αγώνας που ανελάμβανε, του έδωκε τόν λόγον της τιμής του ότι χάριν Εκείνου και εκείνων, «δεν θα επαντρεύετο εις όλη του τήν ζωήν». Και τήν επομένην ακριβώς διέλυε τόν αρραβώνα του. Και ο Βενιζέλος απαντών εις τήν θυσίαν αυτήν εβεβαίωσε τόν Σκουλάν ότι και εκείνος δεν θα επαντρεύετο ποτέ χάριν των νέων αγώνων εις τούς οποίους απεδύετο. Εις τήν συνέχειαν θα ίδωμεν πώς και διατί ο Βενιζέλος ξαναπαντρεύτηκε.
Μόλις έληξε η συνομιλία, η πρώτη σκέψις του Βενιζέλου ήτο πώς θα αντιμετώπιζε τούς φίλους του. Ο Σκουλάς βρήκε τήν λύσιν. Όχι έναν-έναν, αλλά όλους μαζί. Όσοι εξ’ αυτών ευρίσκοντο εις τά Χανιά ειδοποιήθηκαν να έλθουν εις τήν πλατεία, στό Συντριβάνι των Χανίων στας 6 η ώρα μ.μ. όπου ήθελε να τούς δη ο Βενιζέλος. Και πράγματι εκεί συγκεντρώθησαν όλοι. Και η συγκέντρωσις αυτή, κατά τήν οποίαν ουδέν περί επαναστάσεως ελέχθη, απετέλεσεν αφορμήν αναπτερώσεως του ηθικού όλων και όλοι υποπτεύθησαν ότι κάτι τό έκτακτον είχε συμβή με τήν εμφάνισιν του Β. Σκουλά εις τά Χανιά. Αμέσως τήν επομένην της ως άνω δημοσίας εμφανίσεως των φίλων του Βενιζέλου μ’ επικεφαλής τόν ίδιον, ήρχισεν και κατ’ ιδίαν η μύησις εις τό επαναστατικόν κίνημα του Θερίσσου και η αναχώρησις των βουλευτών και πολιτευτών της Βενιζελικής πλέον παρατάξεως εις τάς επαρχίας της Κρήτης διά τήν δημιουργίαν της επαναστατικής ατμόσφαιρας και τήν οργάνωσιν του αγώνος.
Ο Β. Σκουλάς, εκάλεσε μια μέρα στ’ Ανώγεια τούς φίλους του και τούς εμύησεν εις τήν Επανάστασιν αφού τούς όρκισεν ότι ουδείς θα επρόδιδε τό μυστικό έστω και αν δεν εδέχετο να λάβη μέρος στήν επανάστασι. Η ορκωμοσία έγινε εις ένα εξοχικό μέρος των Ανωγείων, στα Δανούζα και ύστερα από καλό φαγοπότι».
Και συνεχίζει ο Μιχ. Σκουλάς (σελ. 19 και 20)
«Από τήν ημέρα εκείνη ο άνεμος της Επαναστάσεως του Θερίσσου ήρχισε να πνέη ζωογόνος και θερμός εις όλα τά διαμερίσματα της Κρήτης που ευρίσκοντο φίλοι, συνεργάτες και οπαδοί του Ελευθερίου Βενιζέλου και από τότε ήρχισε να τραγουδιέται εις τάς διασκεδάσεις και τάς συγκεντρώσεις των η μαντινάδα:
Aν εβαπτίσω και παιδί, Λευτέρη θα τό βγάλω
θα βάλω και σαντόλους του Φούμη, Σκουλά και Μάνο.
Αυτοί εθεωρούντο οι στενότεροι συνεργάται του Ελ. Βενιζέλου τόσον κατά τήν διακυβέρνησιν της Κρητικής Πολιτείας παρ’ αυτού, όσον και κατά τήν κατάστασιν του Θερίσσου του 1905.
Ας σημειωθή ενταύθα ότι μόλις απεφασίσθη, ως άνω η κήρυξις της Επαναστάσεως του Θερίσσου ο Β. Σκουλάς κατόπιν εντολής του Ελ. Βενιζέλου ανεχώρησε δι’ Αθήνας προς τόν σκοπόν όπως εκδώσει εις Αθήνας ταχυδρομικά γραμματόσημα της επαναστάσεως και τά μεταφέρει εις Κρήτην για να χρησιμοποιηθούν ως τοιαύτα στήν Κρήτη από της κηρύξεως της επαναστάσεως. Ο Β. Σκουλάς ελθών εις Αθήνας επραγματοποίησε τήν αποστολήν αυτήν χωρίς να λάβη γνώσιν κανένα όργανο ή Αρχή των Αθηνών ή του πρίγκιπα.
Μάλιστα μόλις τυπώθηκαν τά γραμματόσημα αυτά – που σήμερον έχουν τεράστιαν φιλοτελικήν αξίαν – οι πλάκες των κατεστράφησαν υπό των εκδοτών ενώπιον του γιατρού. Για να εξασφαλισθή η μεταφορά των εις Κρήτην με απόλυτον μυστικότητα, ο γιατρός τά παρέδωσε εις τήν συνοδεύουσα αυτόν εις Αθήνας, κατ’ εντολήν του Βενιζέλου κυρίαν Μπλούμ η οποία εν συνεχεία τά έκρυψε κατάσαρκα εις όλο τό σώμα της και τά εκάλυψε με τά φορέματά της. Έτσι έφθασαν εις φύλλα τά γραμματόσημα αυτά εις Κρήτην και εκεί ήρχισαν να παραδίδωνται εις τά Ταχυδρομεία.
Νομίζω ότι τά εκδοθέντα γραμματόσημα ήσαν του ενός λεπτού, των δύο λεπτών, των πέντε λεπτών, των δέκα και είκοσι λεπτών και πενήντα λεπτών, της μια δραχμής, των δύο δραχμών, των πέντε δραχμών και των δέκα δραχμών.
Όλοι πλέον οι Κρήτες, φίλοι του Βενιζέλου εγνώριζον ότι τήν 5 Μαρτίου έπρεπε να ευρίσκονται ένοπλοι εις τό ιστορικόν Θέρισσον τό οποίον ως γνωστόν αποτελεί έκτοτε τήν αφετηρίαν των μεγάλων πτήσεων, τάς οποίας επραγματοποίησε τό Ελληνικόν ‘Εθνος υπό τήν αδάμαστον θέλησιν και πίστιν του Ελ. Βενιζέλου».
΄Όπως είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση ο Β. Σκουλάς κατά τα γεγονότα του Θερίσσου ήταν ο βασικός διαμεσολαβητής μεταξύ Βενιζέλου και του πρίγκιπα Γεωργίου. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις τους ο πρίγκιπας έθιξε τόσο πολύ τον Βενιζέλο ώστε ο Β. Σκουλάς σηκώθηκε και έφυγε πάρα πολύ θυμωμένος. Οι οπαδοί τους άρχισαν να τραγουδούν για το γεγονός.
‘Εφυγε αδιάλλακτος
με μάνιτα στο τέλος
Μάνος και Φούμης και Σκουλάς
και Μέγα Βενιζέλος.
Εσυνδεθήκανε μαζί
να επαναστατήσου
για κείνο και το κοίνημα
εκάμα του Θερίσου.
Και οι οπαδοί τους συνεπαρμένοι από χαρά όλο αυτό το διάστημα άρχισαν να συνθέτουν διάφορα ποιηματάκια υμνώντας την επανάσταση και τους πρωταγωνιστές της (Πρακτικά συνεδρίου: Χανιά 2009, σελ. 395).
Και σεις Μουντάκη και Σκουλά, πού ‘σθε γιατροί ντετόροι
γραυτό σας ήτανε κι αυτό να γίνετε μαστόροι
υπομονή να κάνετε και τούτο θα περάση,
στον κόσμον όποιος εργάζεται τίποτα δε θα χάσει.
Και σαν τα τελειώσετε να στείλετε μια μόστρα
Να την τοποθετήσετε εις των Χανιώ την Πόρτα.
Και οι εμπόροι των Χανιώ πολύ τα εκτιμήσαν
Σαν και τα γραμματόσημα όταν κυκλοφορήσαν.
Σε άλλο επίσης ποίημα του Ιωάννη Παντελάκη, δημοσιευμένο στο ίδιο βιβλίο, σελ. 336, αναφέρει:
«Ο Βενιζέλος κι ο Σκουλάς, ο Μάνος και ο Φούμης
Μουντράκης και Παπαδερός και Γεώργιος ο Φούμης.
Κακούρης και Κολοκυθάς, Νικόλας Μπιστολάκης
Παπαδογιάννης άγριος, π΄εύκολα δε μερώνει.
Πλουμίδης, Φιώτης κι ήρωας Μανώλης Μαρκαντώνης.
Συνεισφορές μαζεύουνε κάνουνε κομιτάτο
Σκέπτονται το Δεσποτισμό να κάμουν άνω κάτω
χρήματα μας εστείλανε στο κόμμα όσοι ανήκαν
γιατί ’σαν φιλελεύθεροι και δεν τα λυπηθήκαν».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….

 

Μοιραστείτε το

-

-->