Από το Βασίλη Κ. Βουϊδάσκη, Καθηγητή Κοινωνιολογίας Π.Κ.
1. Προλεγόμενα
Ολόκληρη την Ελλάδα συγκλόνισε ο σεισμός της 28ης Οκτώβρη 2010, που είχε επίκεντρο την Κρήτη κι έγινε αισθητός και πέρα από τα σύνορα της χώρας. Ο τελευταίος μινωίτης, ο Γιάννης Σακελλαράκης, αφού έζησε μερικές δεκαετίες, ως κοινός θνητός στο συμβατό χωρόχρονο, κι ενώ βίωνε διαισθητικά αδιαλείπτως ασύλληπτες στιγμές στον αέναο ιστορικό χρόνο, πέρασε οριστικά στον ονειρεμένο του παράδεισο της μινωικής Κρήτης.
Αυτή καθεαυτή η αποδημία του, με ό,τι συνεπάγεται, μέσα στο πλαίσιο του αιώνιου νόμου της ζωής και του θανάτου, αποκτά τεράστια σημασία. Εκείνο όμως, που προσλαμβάνει κοινωνική διάσταση, κι αναδεικνύει την ανθρωπιστική μας συνείδηση, υπήρξε το συμβάν της 29ης Ιουνίου 2014 στο ανακτορικό κτιριακό συγκρότημα, στην Ζώμινθο. Ήταν ένας μετασεισμός, που με ταρακούνησε πολύ και ταυτόχρονα με συγκίνησε βαθύτατα. Αισθάνθηκα την εκτίναξη της ταφόπετρας του μνημείου, που σκέπαζε στοργικά το Γ. Σακελλαράκη στη γενέτειρά του και τον ούριο αιγαιοπελαγίτικο άνεμο να τον μεταφέρει στον τόπο της επιθυμίας του. Αφού τίμησε, για τέσσερα σχεδόν χρόνια τη γη που γεννήθηκε και ανδρώθηκε, εγκατέλειψε την πνικτική ατμόσφαιρα της Πρωτεύουσας, κι επέστρεψε στον καθαρό και γνώριμο αέρα του βουνού, που κυριολεκτικά λάτρευε.
Ολόκληρος ο Ψηλορείτης καλωσόρισε τον υψηλό καλεσμένο, χαρίζοντάς του την πιο περίοπτο θέση στα σπλάγχνα του. Το ίδιο, με ορθάνοικτες και συντετριμμένες καρδιές όλοι οι Κρητικοί, υποδέχτηκαν το δικό τους άνθρωπο, που τόσο είχαν αγαπήσει κι εκείνος αγάπησε. Από εκείνη την ιστορική μέρα οι Κρητικοί και κυρίως οι Ανωγειανοί έχουν για πάντα κοντά τους τον άοκνο σκαπανέα και αιώνιο ταξιδευτή. Κι εκείνος μακάριος αναπαύεται στα ιερά χώματα, που είχε ποτίσει με πολύ ιδρώτα και αίμα, ενώ η ψυχή του ευτυχισμένη ελαφροπετά ελεύθερη πάνω από το Νησί μας και συνομιλεί με τους λατρευτούς του μινωίτες.
Αυτή ακριβώς η σεισμική δόνηση, αυτή η σεπτή μυσταγωγική ιεροτελεστία της μεταφοράς των οστών του στη Ζώμινθο, αυτή η αιώνια αδελφοποίηση ενός διαπρεπή επιστήμονα με τους συγχωριανούς μου, υπήρξε μια πρωτόγνωρη πρόκληση, που δεν μπόρεσα να προσπεράσω. Αυτή μ’ οδήγησε να ξεδιπλώσω τα συναισθήματά μου και να προσεγγίσω τη σημασία αυτής της ατέλειωτης σχέσης, ανθρώπινα αλλά και μέσα στα πλαίσια της κοινωνιολογικής της διάστασης, σύμφωνα μ’ αυτά που άκουσα και διάβασα για τον εκλιπόντα.
2. Η προσωπική σχέση και γνωριμία μου με το Γ. Σακελλαράκη
Ατυχώς, η άρνηση της τύχης να κοσμεί με την παρουσία του το Πανεπιστήμιο Κρήτης, οι διαφορετικοί δρόμοι και χώροι εργασίας, δεν επέτρεψαν να έλθομε πολύ πιο κοντά, όσο θα θέλαμε. Όμως από την πρώτη μας γνωριμία διαπιστώσαμε τα κοινά σημεία της ζεύξης κι επικοινωνίας, τόσο στο ανθρώπινο όσο και το επιστημονικό επίπεδο. Βρεθήκαμε ομογάλακτοι και περήφανοι κάτοχοι εκείνης της ανεπανάληπτης κλασικής παιδείας, που βυζάξαμε κυριολεκτικά σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με αποκορύφωμα στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Διαπιστώσαμε ότι ήμαστε κι οι δυο γερμανομαθείς και σύν-τροφοι, αφού κάναμε μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο, της Χαϊδελβέργης κι εκτός των άλλων, βιώσαμε την ίδια τιμή να διδάξομε σε Γερμανικά Πανεπιστήμια. Γι αυτό ακριβώς και στις κατά καιρούς συναντήσεις μας, η συναδελφικότητα κι η αμοιβαιότητα της απεριόριστης εκτίμησης, μας είχε φέρει στα όρια μιας πραγματικής, αλλά δυστυχώς ανεκπλήρωτης φιλίας.
Περιγράφοντάς μου με γλαφυρότητα τ’ ανεκτίμητα ευρήματα της πολύχρονης και επίπονης αρχαιολογικής του σκαπάνης, με συνέπαιρνε. Εγκατέλειπα τον πεπερασμένο χωρόχρονο και γοητευμένος τον συνόδευα στα μεγάλα ταξίδια της διαχρονικότητας και ‘του αέναου χρόνου’. Κι όλα αυτά είχαν πάντα αφετηρία και τέρμα τη λατρεμένη του μινωική Κρήτη και τους ανθρώπους της. Εκείνους που, από το βαθύ ύπνο πολλών χιλιετηρίδων, με την απίστευτη ερευνητική του διαίσθηση και δεινότητα, ‘ξύπνησε!’. Κι εγώ, συγκινημένος εκδήλωνα το θαυμασμό και την ανυπόκριτη ευγνωμοσύνη μου, για την τεράστια προσφορά του στην χώρα, την Κρήτη και το χωριό μας!
Άλλωστε, στα πλαίσια των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, διαπιστώναμε τη στενή σχέση και συγγένεια των γνωστικών μας αντικειμένων και τις δυνατότητες για συνεργασία. Ο απίστευτα ανθρωποκεντρικός τρόπος προσέγγισης κι επιστημονικής μελέτης όλων των αρχαιολογικών του ευρημάτων, με οδήγησε να διακρίνω σ’ αυτόν τον οξυδερκή αρχαιολόγο, τη διάθεση του κοινωνικού και πολιτιστικού ανθρωπολόγου.
Αποστολή του ερευνητή είναι η αναζήτηση της αλήθειας, η προαγωγή της επιστήμης και της γνώσης και κυρίως η υπηρεσία της στον άνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο. Κι αυτές τις κλασικές αρχές κι επιστημονικές νόρμες τις γνώριζε και τις εφάρμοζε με θρησκευτική ευλάβεια ο Γ. Σακελλαράκης. Έσκαβε με πάθος, με νύχια και με δόντια, κι έμπαινε στα έγκατα της γης και των αιώνων όχι απλά για να προσθέσει κι άλλα ακόμα καινούργια στοιχεία στην τεράστια λίστα των ερευνητικών του ευρημάτων.
Ασφαλώς τα τοποθετούσε ιεραρχικά στην αξιολογική κλίμακα, συνεκτιμώντας και την τελευταία λεπτομέρεια. Όμως πόθος του ήταν να συνθέσει αυτά τα ατέλειωτα στοιχεία σ’ ένα αρμονικό σύνολο, με μοναδικό σκοπό ν’ αναπαραστήσει το κοινωνικό σκηνικό των ανθρώπων, που είχαν ζήσει σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Από τα κτερίσματα και τα παραστατικά στοιχεία των ανασκαφών του, προσπαθούσε ν’ ακτινογραφήσει τους δημιουργούς τους. Να διαγνώσει, τον πλούτο και την εναλλαγή των συναισθημάτων της ψυχής τους, τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της καθημερινότητας και γενικότερα την κοινωνική συγκρότηση της συλλογικής τους ζωής!
Με βαθειά επίγνωση της εξελικτικής δυναμικής κάθε ανθρώπινης κοινωνίας, που οδηγεί στη διαρκή πολυπλοκότητα των δομών της, δεν παραβλέπω το γεγονός ότι η οποιαδήποτε διαμόρφωσή της στην αλληλουχία των συγκεκριμένων ιστορικών στιγμών, αποτελεί νομοτελειακά κάθε μια ξεχωριστά, ένα κρίκο στην ατέρμονη αλυσίδα στη διαχρονική της διάσταση. Ως βαθυστόχαστες και πολύ κολακευτικές αποδεχόταν ο αείμνηστος Γ. Σακελλαράκης αυτές μου τις σκέψεις, που μας έφερναν πιο κοντά ανθρώπινα κι επιστημονικά. Όμως η χαρά του γιγάντωνε, όταν του αποκάλυπτα ότι με τις κοινωνιολογικές μου έρευνες κι αναλύσεις διαπίστωνα πως κάποιες κοινωνικές παραδόσεις του Νησιού μας, φέρουν ακόμα έντονο το άρωμα των μινωικών χρόνων, όπως κι εκείνος από τη σκοπιά του διέβλεπε.
Εκεί όμως όπου οι συναντήσεις μας έπαιρναν τη διάσταση πλατωνικού συμποσίου κι η συζήτηση ιεροτελεστίας ήταν οι στιγμές, που κάναμε λόγο για τους κοινούς λατρευτούς μας τόπους, την Κρήτη και τ’ Ανώγεια! Απαριθμούσαμε με περηφάνια, τις απαράμιλλες αρετές των ανθρώπων μας, αναζητώντας ταυτόχρονα νέους τρόπους για τη μεγιστοποίηση της αξιοποίησής τους. Δεν διστάζαμε ωστόσο ως επιστήμονες, να παίρνομε τις ανάλογες αποστάσεις στην εκτίμηση των δυσλειτουργικών παραδοσιακών κοινωνικών δομών, που προκαλούν συμπεριφορές, που δε συνάδουν με το ένδοξο παρελθόν, το ευοίωνο παρόν και μέλλον των Κρητικών και των Ανωγειανών.
3. Η κατάληξη του επιθέτου του σημάδεψε την ιστορία της Κρήτης και τη δική του
Με συγκινούσε η αγάπη του Γ. Σακελλαράκη για την Κρήτη, κατά την πολυετή παραμονή του και δεν εκδήλωνε την παραμικρή πικρία για κανέναν, αλλά μόνο εκτίμηση κι ευγνωμοσύνη για όλους. Είχε απωθήσει στα βάθη του υποσυνείδητου ακόμα κι εκείνη την αφιλόξενη και σχεδόν απορριπτική στάση, που του επιφύλαξαν οι Ηρακλειώτες κατά την πρώτη εμφάνισή του στην πόλη τους, στη δεκαετία του 1960. Ο ίδιος την διηγούνταν συχνά με το ιδιόρρυθμο χιούμορ του, απλά για ν’ αποτυπώσει εκείνον τον ‘τυπικό τοπικισμό’ των Κρητικών, για τους ‘ξένους!’, τους μη Κρητικούς. Ήθελε ακόμα να δείξει πως γνώριζε καλά τους ‘κουζουλούς’, που είχε ν’ αντιμετωπίσει, καθώς και να σκιαγραφήσει τους αγώνες, που έκανε για να ‘κατακτήσει’ την Κρήτη, αποκαλύπτοντας τον απαράμιλλο πολιτισμό των νεκρών της, στους κάμπους και τα βουνά.
Ο νεαρός τότε Αθηναίος, διορισμένος επιμελητής στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, είχε την ατυχία και ταυτόχρονα την απίστευτη τύχη να φέρει ένα επίθετο με την κατάληξη σε -άκης, Αυτό και μόνο ήταν ικανό να διεγείρει την καχυποψία και τον προβληματισμό πολλών, αναφορικά με την κοινωνική του προέλευση, αφού, ενώ είχε κρητικό όνομα, αδυνατούσαν να διαπιστώσουν και κάποια ‘κρητική χάρη!’
Όπως ο ίδιος αναφέρει, ο Ηρακλειώτης διανοούμενος Σταυρινίδης τον πληροφόρησε ότι κατάγεται από το Σακελλοχώρι Λασιθίου, απ’ όπου είχε γίνει μετοίκιση κατοίκων στην Κυνουρία της Αρκαδίας, ξυπνώντας έτσι στη μνήμη του την αναφορά του πατέρα του, σχετική μ’ αυτήν την περιοχή της καταγωγής τους. Όμως, σε μια επίσκεψή του στα Σφακιά, ένας παπάς από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, τον διαβεβαίωσε ότι καταγόταν από τους Σακελλάριους, κατοίκους της περιοχής του. Κι ήταν τόσο πιστικός από τη λεπτομερή περιγραφή όλων των ψυχοσωματικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων αυτής της οικογένειας, που όπως διαπίστωσε, είχε κι ό ίδιος σε απίστευτα μεγάλο βαθμό.
Δυστυχώς όμως με τις συχνές τοπικιστικές αντιπαραθέσεις οι Ηρακλειώτες απέρριψαν κάθε πιθανή εκδοχή κι ο νέος αρχαιολόγος παρέμεινε το αμφιλεγόμενο πρόσωπο, σχετικά με την τοπική του ταυτότητα. Και το πιο λυπηρό ήταν το γεγονός ότι η γνωστή ‘κρητική φιλοξενία΄ πήρε στο πρόσωπό του τη μορφή της απόρριψης και του κοινωνικού ρατσισμού. Πολλοί τον προσφωνούσαν σκόπιμα, κύριο Σακελλαρίου, αφαιρώντας την κατάληξη –άκης, ταυτόχρονα και το δικαίωμα να θεωρείται Κρητικός! Κι όπως ήταν φυσικό, αυτή η αμφισβήτηση της τοπικής του προέλευσης τον ενοχλούσε πολύ. ΟΙ Κρητικοί δεν τον ήθελαν για ‘δικό τους’, αλλά και οι μη Κρητικοί, που τον θεωρούσαν Κρητικό, τον απέφευγαν, κι ο ίδιος ένιωθε ‘άπατρις’ και χωροταξικά αποκλεισμένος.
Κάτω απ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες ο Γ. Σακελλαράκης οπλισμένος με πείσμα κι επιστημονικά εφόδια, ακολούθησε τα χνάρια των αρχαιολόγων Σ. Ξανθουδίδη και Ar. Evans κι οδηγήθηκε στην αναζήτηση του πιθανού θερινού ανακτόρου του βασιλιά της Κνωσού, στις Αρχάνες. Πριν ακόμα λήξει η πρώτη του πενταετία στην Κρήτη, η αρχαιολογική του σκαπάνη εντόπισε το σημαντικό νεκροταφείο στο Φουρνί και το διάσημο λατρευτικό κέντρο στα Ανεμόσπηλια του Γιούχτα. Κι αυτά ήταν μόνο η αρχή, αφού για τα επόμενα τριάντα χρόνια, μετά από σκληρή έρευνα και πρωτοφανείς αποκαλύψεις, καταξιώθηκε επιστημονικά διεθνώς και κοινωνικά από τους Κρητικούς, που τον αγάπησαν και τον έκαναν αργότερα κι ‘επίτιμο δημότη!’ των Αχαρνών.
Ο Γ. Σακελλαράκης επανήλθε στην Κρήτη στη δεκαετία του 1980, με άλλο αέρα και με μόνιμο σύντροφο και συνεργάτη τη σύζυγό του Έφη, διαπρεπή αρχαιολόγο, για την οποία εκδήλωνε πάντα τον απίστευτο σεβασμό και την εκτίμησή του. Έφτανε μάλιστα σε σημείο να θέτει υπό αμφισβήτηση ακόμα την κοινωνική και επιστημονική του καταξίωση, χωρίς τη δική της συνεργασία και συμπαράσταση. Ως Δ/ντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου κι Έφορος Αρχαιοτήτων προχώρησε στην εκπλήρωση μεγαλεπήβολων σχεδίων, που περιείχαν πραγματικά μια δόση του αντιφατικού και του παράλογου. Από τα Κύθηρα, όπου έκανε μια σημαντική ανασκαφή, άφησε την ψυχή και το μυαλό του να πετάξει στο ιερό σπήλαιο του Ψηλορείτη. Λαχτάρισε να συναντήσει εκείνον τον παράξενο, τον ‘Κρηταγενή Δία’, ο οποίος αντίθετα με τον ‘Ολύμπιο’, δεν ήταν αθάνατος αλλά πέθαινε και τον διαδεχόταν ο νεαρός θεός της Βλάστησης, μιας προϊστορικής θεάς της Κρήτης.
Πήρε επομένως τα βουνά, κι εγκαταστάθηκε στο Ιδαίον Άντρον στα 1500 μέτρα,φέρνοντας στο φως πολλά ευρήματα ανεκτίμητης αρχαιολογικής αξίας. Και το κυριότερο, εκεί ανακάλυψε τον αληθινό Κρητικό, τον ‘Ξένιο Δία’, στα πρόσωπα και στις καρδιές όλων των Ανωγειανών. Τον υποδέχτηκαν ως ειδικό ερμηνευτή των ονείρων τους, που θα τους έδινε απαντήσεις, σχετικά με τους θρύλους του τόπου τους, με τη μακραίωνη ιστορική του παράδοση. Συναδελφώθηκαν με τις σταγόνες αίματος, που περιείχαν το κοινό γονίδιο της τόλμης, της μινωικής μνήμης, του τολμηρού και του παράλογου. Κι εκείνος αποδέχτηκε την τιμητική πρόκληση να είναι και να λέγεται Ανωγειανός κι ‘επίτιμος δημότης’ των Ανωγείων, κι όπως ο ίδιος έλεγε, του Οικισμού του Χριστού στο Οροπέδιο της Νίδας, μαζί με τους Ανωγειανούς βοσκούς, έχοντας πάντα μαζί του και την κατσούνα που του δώρισαν!
Κι εκείνοι με ιδιαίτερη χαρά ακολούθησαν το ερευνητικό δαιμόνιο του Γ. Σακελλαράκη, που δεν τον άφηνε ήσυχο, κι από τη Σπηλιάρα κατέβηκαν χαμηλότερα στα 1200 μέτρα, στη Ζώμινθο. Μετά από μακροχρόνιες ανασκαφές, στον τόπο που του είχε υποδείξει η ερευνητική του διαίσθηση, αποκάλυψε μια μικρή, αλλά μεγάλης σημασίας μινωική πόλη. Στάθηκε απίστευτα τυχερός, επειδή υπήρξε ο μοναδικός αρχαιολόγος, που πρώτος αφαίρεσε τον παρθενικό της πέπλο και την έφερε στο φως του ήλιου μαζί με ανεκτίμητης αξίας ευρήματα, που προστέθηκαν στα επιτεύγματα της παγκόσμιας αρχαιολογικής επιστήμης κι ιστορίας. Η επιστήμη, η Ελλάδα, η Κρήτη και τ’ Ανώγεια θα τον ευγνωμονούν πάντα. Κι εκείνος, που ένιωθε ‘άπατρις’, κατά την πρώτη του εμφάνιση στο Νησί, θα είναι μακάριος, αφού κοιμάται στην καρδιά του Ψηλορείτη, που ο ίδιος για αιώνια κατοικία επέλεξε. Κοιμάται ακόμα αμέριμνος, επειδή άφησε άξιους συνεχιστές του έργου του, με πρωτομάστορα τη λατρεμένη του Έφη, την οποία η ψυχή του θα συντροφεύει αδιαλείπτως παντού όπως πριν, στα όνειρα και τις έρευνές της.
Χαίρομαι και συγχαίρω όλους τους συγχωριανούς μας, που πάντα γνωρίζουν ν’ αποδίδουν την πρέπουσα τιμή στα άξια τέκνα του τόπου μας. Αυτή τη φορά όμως τους ευχαριστώ ιδιαίτερα, επειδή έκαναν την υπέρβαση. Περιφρονώντας τα τοπικιστικά στερεότυπα λειτούργησαν με κριτήριο την ανθρωπιά και την αξιοσύνη. Αγνόησαν τις παράλογες ερμηνείες στις καταλήξεις των επιθέτων και τη χωροταξική προέλευση των ανθρώπων και τίμησαν ένα διάσημο επιστήμονα και κοσμοπολίτη. Μ’ αυτό έδειξαν ότι αποδέχονται τη ρήση του Περικλή στον Επιτάφιο: ‘Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος!’. Ασφαλώς κανείς δε θα λησμονήσει εκείνη τη μοιραία λαθεμένη εκτίμηση του Εφόρου Αρχαιοτήτων της Θεσ/νίκης, ο οποίος, εξαιτίας της κατάληξης του επιθέτου σε –άκης, διόρισε το νεαρό αρχαιολόγο στο…‘Νησί του!’. Ήταν θεόσταλτη αυτή η στιγμή, που προκάλεσε την απίστευτη κοσμογονική ανατροπή: Ο αείμνηστος Γ. Σακελλαράκης γνώρισε τους Κρητικούς κι οι Κρητικοί εκείνον, κι ολόκληρη η οικουμένη ακόμα ένα σημαντικό κομμάτι του Πρώτου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού!