Να παρακολουθήσουν μια σημαντική θεατρική παράσταση θα έχουν οι Ανωγειανοί την Πέμπτη 12 Ιουλίου και ώρα 9.30 στο αμφιθέατρο του δημοτικού σχολείου,με το έργο ”Η γυναίκα της Πάτρας” από το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Χρονά,με πρωταγωνίστρια την Ελένη Κοκκίδου σε σκηνοθεσία της Λένας Κουτσοπούλου.

Το έργο που εξιστορεί την αληθινή ιστορία της πόρνης Πανωραίας που έζησε στην Πάτρα τις δεκαετίες 50′ και 60′  έχει κερδίσει το βραβείο ”Κάρολος Κουν”,καθώς και το βραβείο Αθηνοράματος.Η είσοδος θα είναι 12 ευρώ.

 

Λίγα λόγια για το έργο:

Η ηθοποιός Ελένη Κοκκίδου, σε κάποιο σημείο του μονολόγου της, αποχωρεί απο τον σκηνικό αλλά και το θεατρικό χώρο από την πόρτα της εισόδου. Η απουσία της διαρκεί για λίγα λεπτά, μια αναμονή αμήχανη, ταυτόχρονα όμως και ανατρεπτική για το κοινό της παράστασης. Καθώς τα λεπτά κυλούν, κάποιος απο τους θεατές της φωνάζει: ‘Καλέ που πας; Μη φεύγεις…Γύρνα πίσω. Σε χρειαζόμαστε’. Επειτα απο λίγο, η Πανωραία βρίσκεται πάλι μπροστά στα μάτια μας εξομολογώντας τη ζωή της.

Το 1984 ο ποιητής Γιώργος Χρονάς ταξιδεύει για μια λογοτεχνική βραδιά στην Πάτρα. Τότε είναι που πληροφορείται για την ύπαρξη της Πανωραίας, μιας γυναίκας που δούλευε ως  πόρνη στην Πάτρα  τις  δεκαετίες του `50 και του `60. Έκτοτε, ο Χρονάς συναντά την Πανωραία και αρχιζει να μαγνητοφωνεί και να καταγράφει τις συνεντεύξεις της, όπου εξιστορεί τη ζωή της, μια ζωή με πόνο, κακουχίες, βία, αλλά και ασίγαστη δύναμη και δίψα για επιβίωση. Ο ποιητής Χρονάς καταγράφει τα λόγια της Πανωραίας και δημοσιεύει τις ιστορίες της σε συνέχειες στο περιοδικό Οδός Πανός. Λίγα χρόνια μετά, το 1989, «Η γυναίκα της Πάτρας», ένας τίτλος αναφορά στο «Η γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού,  εκδίδεται και δημοσιεύεται ως  αυτοτελές βιβλίο. Η παρέμβαση του Χρονά στο απομαγνητοφωνημένο πρωτογενές υλικό του λόγου της Πανωραίας έγκειται μόνο σε σημεία στίξης και ορθογραφίας. Με αυτόν τον τρόπο, το κείμενο δεν χάνει τα στοιχεία της  προφορικότητας και της αμεσότητας του ζωντανού λόγου της γυναίκας της Πάτρας.

Έτσι, το βιβλίο που εξιστορεί τη ζωή της Πανωραίας μεταφέρει στις σελίδες του την πανταχού παρούσα εκρηκτική, άμεση αφήγηση που αναδύεται μέσα από τα εσώψυχα της ηρωίδας, ένα καθρέφτισμα της γυναίκας που συνάντησε τότε ο Χρονάς. Η Πανωραία δεν παρουσιάζει τον εαυτό της ως θύμα, αντίθετα στηρίζει την επιλογή της να γίνει πόρνη σαν μια ύστατη προσπάθεια όμως να καταφέρει να κυριαρχίσει τη ζωή της και να επιβιώσει. Βιώνει την κακοποίηση από παιδί, τη σωματική και λεκτική βία μέσα στο σπίτι απο τη μητριά της, μένει χήρα στα δεκαέξι, γίνεται μάνα που ζεί για να δει τα παιδιά της να πεθαίνουν, ξαναπαντρεύεται με έναν άντρα τριάντα χρόνια μεγαλύτερό της, νιώθει εγκλωβισμένη στο νεανικό της σώμα και δραπετεύει στην πορνεία για να παίξει με τους δικούς της κανόνες, να γίνει με κάποιο τρόπο παρούσα στην ίδια της την ύπαρξη.

Η γυναίκα της Πάτρας αυτοσαρκάζεται, γελάει η ίδια με τον εαυτό της, όπως και κλαίει με αυτόν, κινείται από το φώς στο σκοτάδι και αντίστροφα, απο τη χαρά στον πόνο, από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση. Μιας τέτοιας ποιότητας «γυναίκα της Πάτρας» παρουσιάζεται στο θέατρο Σοφούλη από την ηθοποιό Ελένη Κοκκίδου, σκηνοθετημένη από τη Λένα Κιτσοπούλου. Από την αρχή της παράστασης, η σκηνοθεσία επιδίδεται σε παιχνιδίσματα με τη θεατρική σύμβαση, γεγονός που εκπλήσσει το θεατή, λειτουργεί ανατρεπτικά και ενίοτε χιουμοριστικά. Τα όρια σκηνικής και εξωσκηνικής δράσης εμπλέκονται και διαλέγονται.

Η Πανωραία ξεκινά τώρα να αφηγείται τη ζωή της επί σκηνής, καθισμένη σε μια καρέκλα με γυρισμένη την πλάτη στους θεατές. Η φωνή της ηθοποιού ακούγεται μέσα από τα ηχεία, καθώς εκείνη μιλά σε ένα μικρόφωνο. Η φωνή φτάνει στους θεατές διαμεσολαβημένα, μέσω του μικροφώνου, ενδεχομένως πρόκειται για μια παραπομπή στη γυναίκα που έζησε στην Πάτρα και μίλησε στο Χρονά, πιθανώς και μια αναφορά στην απόσταση που διανύει κανείς μας για να αγγίξει το ξένο και το άγνωστο. Η ηθοποιός αφήνει το μικρόφωνο, στρέφεται προς του θεατές και τότε είναι που η παράσταση αρχίζει.

Η Ελένη Κοκκίδου γίνεται, για μια ώρα περίπου, η ίδια Πανωραία και μιλά για τη ζωή της. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης υπάρχει η αίσθηση της συντροφιάς, μιας ιδιαίτερης ένωσης θεατών και ηθοποιού που σε ωθεί να επιθυμείς να μείνεις εκεί, να ακούσεις κάθε λέξη και να μη χάσεις τίποτα. Ο ζωντανός λόγος του κειμένου του Χρονά παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την παρουσία και την ευελιξία της Ελένης Κοκκίδου. Η ηθοποιός έχοντας κατακτήσει το λόγο της Πανωραίας αντικρίζει τον θεατή και τον συνεπαίρνει.  Η υποκριτική της κυμαίνεται ανάμεσα στην τραγωδία της ζωής και την ελαφρότητα της αισιόδοξης πλευράς της ηρωίδας της με ρυθμικό τρόπο, δίνοντας χρόνο στο θεατή να ακούσει τα γεγονότα, να τα νιώσει και να τα σκεφτεί. Τα προβλήματα που προκύπτουν από τη δραματοποίηση του κειμένου, τη μεταποίησή του σε θεατρικό μονόλογο, λίγα ασύνδετα σημεία και μερικές παύσεις, σχεδόν εξαφανίζονται από τη μουσικότητα του λόγου της Κοκκίδου. Στην προκειμένη περίπτωση η φωνή της ηθοποιού είναι το εργαλείο της τεχνικής της. Όταν θυμώνει, δυναμιτίζεται και πάλλεται, όταν χαίρεται ρέει σαν γάργαρο νερό, και κάποτε ψιθυρίζει και τραγουδά με πάθος λαϊκά τραγούδια της εποχής του ’50 και του ’60. Μοναδική στιγμή, το τραγούδι της ηθοποιού-Πανωραίας αντικριστά στο θεατές: η ηθοποιός απευθύνεται στο κοινό και τραγουδά με δυνατή φωνή και περήφανη στάση ένα αγαπημένο δημοτικό τραγούδι.

 

Μοιραστείτε το

-

-->