
Στην ιστορία των λαών
σύμβολο θα’ ναι πάντα
οι Έλληνες, το ΟΧΙ τους
κι ο Οκτώβρης του Σαράντα!
Mε σεβασμό και εκτίμηση, οι Ανωγειανοί τίμησαν σήμερα στην πλατεία Αρμί, την επέτειο του “ΟΧΙ” απέναντι στον Φασισμό και την υποδούλωση, 82 χρόνια μετά την 28η Οκτωβρίου 1940!
Πλήθος κόσμου βρέθηκε κάτω από το Ηρώο του Ανωγειανού αγωνιστή, όπου είναι χαραγμένα μεταξύ άλλων και τα ονόματα των προγόνων μας που έχασαν την ζωή τους στο έπος της Αλβανίας, αλλά και σε όλη τη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής μετέπειτα.
Αρχικά τελέστηκε επίσημη δοξολογία στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη στο Αρμί, ενώ στη συνέχεια στο χώρο του αγάλματος, η καθηγήτρια-Φιλόλογος του “Σταυράκειου” Λυκείου Ανωγείων, Δέσποινα Τσακμάκα, ανέπτυξε σε ομιλία της το ιστορικό της επετείου του “ΟΧΙ”
Στεφάνια κατατέθηκαν εκ μέρους του Δήμου Ανωγείων, της Εθνικής Αντίστασης, των σχολείων του τόπου και του αστυνομικού τμήματος.
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με μεγάλη μαθητική παρέλαση από τα παιδιά του Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου, πολλά από αυτά ντυμένα με παραδοσιακές φορεσιές, που καταχειροκροτήθηκαν περνώντας από τον κεντρικό δρόμο των Ανωγείων.
Στην ΑΝΩΓΗ ο δήμαρχος Ανωγείων Σωκράτης Κεφαλογιάννης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
“Χρόνια πολλά σε όλους για τη σημερινή μέρα. Μια ημέρα που ο Ελληνικός λαός ύψωσε το ανάστημα του απέναντι σε κάθε εχθρό που επιβουλεύεται αρχές και αξίες, όπως της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Από αυτό το κάλεσμα και τη μεγάλη αυτή πρόκληση, σαφώς και δε θα μπορούσαν να λείπουν οι συγχωριανοί μας, οι Ανωγειανοί που είναι πάντα εκεί όταν η Πατρίδα τους χρειάζεται. Από την πρώτη μέρα έδωσαν το παρών στο Αλβανικό μέτωπο, με θυσίες με αίμα και απώλειες. Με συμμετοχή αργότερα στην Αντίσταση, με πράξεις ανδρείας όπως η Μάχη στο Σφακάκι, το σαμποτάζ της Δαμάστας , αλλά και η φιλοξενία όλων των αντιστασιακών ομάδων της Κρήτης στον Ψηλορείτη.
Το τίμημα βέβαια πάντα βαρύ. Ολοκαύτωση με σκοπό την ξεθεμελίωση και του χωριού και της ιστορίας. Αυτό όμως οι νεότεροι Ανωγειανοί δεν το επέτρεψαν ποτέ και συνεχίζουν αγέρωχα στη βορινή πλαγιά του Ψηλορείτη.”
Το ιστορικό της ημέρας, ανέπτυξε με ομιλία της, η Φιλόλογος του Λυκείου Ανωγείων, Δέσποινα Τσακμάκα.
“Είναι χρέος του ανθρώπου που θέλει να ζήσει έντιμα, συνειδητά και υπεύθυνα να στοχάζεται πάνω στην ιστορία του έθνους του και να προσπαθεί να αντιληφθεί το νόημα των μεγάλων του επετείων, οι οποίες ανασταίνουν μέσα μας ένα μεγαλείο και μια εθνική υπερηφάνεια γεμάτη πνευματικότητα και σεμνότητα, καθώς αισθανόμαστε ότι το έθνος μας έκανε το χρέος του για την προάσπιση υψηλών ιδανικών, όπως η Ελευθερία και η Δημοκρατία.
Την 15η Οκτωβρίου 1940 συγκλήθηκε στη Ρώμη μυστικό πολεμικό συμβούλιο υπό τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι στο οποίο μετείχαν μεταξύ άλλων ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο και ο Τοποτηρητής της Αλβανίας Τζακομόνι. Σκοπός του συμβουλίου ήταν να σχεδιαστεί η επίθεση κατά της Ελλάδας και ο Ντούτσε, ύστερα από μία σχετική με το ζήτημα αυτό εισαγωγή, ζητά να πληροφορηθεί “ποια είναι η ψυχική κατάσταση του ελληνικού πληθυσμού”. Ο Τζακομόνι σπεύδει να του απαντήσει: “Φαίνεται σοβαρώς αποκαρδιωμένος”, ενώ ο Τσιάνο προσθέτει: “Υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ του πληθυσμού και μιας ιθύνουσας τάξεως, πολιτικής και πλουτοκρατικής, η οποία εμπνέει την αντίστασιν και καλλιεργεί το αγγλόφιλον πνεύμα. Ο λοιπός πληθυσμός είναι αδιάφορος προς όλα τα γεγονότα συμπεριλαμβανομένης και της εισβολής μας”.
Ο ελληνικός λαός, όμως, και το περήφανο και βροντερό “ΟΧΙ” της 28ης Οκτωβρίου διά στόματος του τότε Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά θα διαψεύσουν οικτρά τους δύο αξιωματούχους. Από εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα δονείται από έναν πάνδημο ενθουσιασμό, από μια ζητωκραυγή, από ορμή και πάθος για το χρέος και για το δικαίωμα της ελευθερίας. Οι Έλληνες στρατιώτες οδηγούμενοι από τις παρούσες την ώρα του αγώνα ψυχές όλων των υπερασπιστών της ελευθερίας διαχρονικά θυσιάζουν τα πάντα: την οικογενειακή θαλπωρή, την ιδιωτική γαλήνη, τα προσωπικά όνειρα, μα κυρίως τη ζωή τους, για να διαφυλάξουν την ακεραιότητα του τόπου και για να ζήσουν ελεύθερες οι επερχόμενες γενιές. Το κάλεσμα της 28ης Οκτωβρίου, που βρήκε όλους τους Έλληνες πρόθυμους να αγωνιστούν μέχρι θανάτου, σήμανε τη θραύση του ατομισμού και της ιδιοτέλειας και συγχρόνως την ανύψωση ιδεών, όπως η αυταπάρνηση, ο ηρωισμός και η πίστη σε διαχρονικά ιδανικά με τα οποία ανέκαθεν ήταν διαποτισμένο το έθνος μας και κατέκλυζαν την ελληνική ψυχή, όποτε το καλούσε η ανάγκη.
Ο ενθουσιασμός και ο ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο απωθούν τους Ιταλούς και ο στρατός μας απελευθερώνει τη μια μετά την άλλη τις ελληνικές πόλεις της Βόρειας Ηπείρου: Ιβάν, Μόραβα, Κλεισούρα, Τεπελένι, Πρεμετή, Αργυρόκαστρο, Κορυτσά. Οι γυναίκες της Πίνδου, που εύστοχα χαρακτηρίστηκαν “της λευτεριάς μανάδες”, γράφουν τη δική τους χρυσή σελίδα στην ιστορία, καθώς αψηφώντας τις κακουχίες ανεβαίνουν στο βουνό μεταφέροντας τρόφιμα, ρούχα και πολεμικό υλικό στον ελληνικό στρατό. Στα μετόπισθεν η πολεμική ατμόσφαιρα τρέπεται σε πανηγυρική και οι ελληνικές εφημερίδες κυκλοφορούν με πηχυαίους, διθυραμβικούς τίτλους για την ελληνική προέλαση.
Εξάλλου, η ψυχή του κάθε γνήσιου πατριώτη γεμίζει απύθμενη υπερηφάνεια, όταν διαβάσει τα λόγια συμμάχων, αλλά και εχθρών για την ελληνική αντίσταση ενάντια στον φασισμό. Συγκεκριμένα, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν δηλώνει: “Οι ήρωες που έχουν βάψει με το αίμα τους την ιερή γη της Βόρειας Ηπείρου και οι μαχητές της Πίνδου θα είναι οδηγοί μας μαζί με τους Μαραθωνομάχους και θα φωτίζουν εις το διηνεκές την οικουμένη”, ενώ από τον ραδιοσταθμό της Μόσχας εκπέμπεται το μήνυμα: “Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και νικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν είναι δυνατόν να γίνει άλλως, διότι είσθε Έλληνες. […] Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμεν.” Μουσολίνι και Χίτλερ παραδέχονται ότι οι Έλληνες ήταν οι μόνοι από τους αντιπάλους τους που αγωνίστηκαν περιφρονώντας τον θάνατο.
Οι Ιταλοί όμως δεν πολεμούν μόνοι τους. Πίσω τους βρίσκεται η χιτλερική πολεμική μηχανή, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να επέμβει, αν και αιφνιδιασμένη που η σύμμαχός της δεν μπόρεσε να υπερπηδήσει το φαινομενικά εύκολο εμπόδιο που προέταξε η Ελλάδα. Ο στρατός μας αγωνίζεται και πάλι με περισσή ανδρεία και ανεξάντλητα αποθέματα ψυχής υπερασπιζόμενος τα βόρεια σύνορα της χώρας. Οι υπερασπιστές του οχυρού Ρούπελ, οι οποίοι ταλαιπωρούν επί μέρες τον κατακτητή, δεν παραδίδονται παρά μόνο μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης στη Θεσσαλονίκη κερδίζοντας μάλιστα τον θαυμασμό και την εκτίμηση του επικεφαλής Γερμανού συνταγματάρχη, ο οποίος, αφού τους συγχαίρει, τους επιτρέπει να αποχωρήσουν αλώβητοι. Η υπεροπλία του εχθρού αυτή τη φορά αποδείχθηκε καθοριστική. Οι Γερμανοί επελαύνουν στην Ελλάδα και ταυτόχρονα εκκινεί στη χώρα η μαύρη περίοδος της Κατοχής: πείνα, στερήσεις, τάγματα ασφαλείας, εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο λαός ωστόσο δε λυγά. Τα υπομένει όλα με θαυμαστή καρτερία προτιμώντας να πεθάνει ηρωικά με το κεφάλι ψηλά, παρά χορτασμένος και ασφαλής έχοντας το στίγμα του καταδότη.
Η Κρήτη, πάντα παρούσα στους εθνικούς αγώνες, συνέδεσε αυτή τη φορά το όνομά της με το τελευταίο στάδιο της αντίστασης απέναντι στους Ναζί εισβολείς, όταν η υπόλοιπη Ελλάδα στέναζε ήδη κάτω από την πίεση και τον καταναγκασμό των κατακτητών. Η Μάχη της Κρήτης ξεκίνησε από το πρωινό της 20ης Μαΐου 1941, όταν άρχισε η από αέρος απόβαση Γερμανών αλεξιπτωτιστών στο νησί με την κωδική ονομασία “Επιχείρηση Ερμής”, και ολοκληρώθηκε την 1η Μαΐου 1941. Επί δέκα μέρες οι Κρήτες και οι λοιποί Έλληνες αγωνιστές με τη συνδρομή και των συμμάχων Άγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών πρόβαλαν γενναία και μέχρις εσχάτων αντίσταση στους Γερμανοϊταλούς κατακτητές και, μολονότι τελικά έχασαν τη μάχη, κατάφεραν να τους προκαλέσουν βαριά πλήγματα στο πολεμικό τους υλικό και σοβαρές απώλειες στο έμψυχο δυναμικό, για τις οποίες δεν ήταν προετοιμασμένοι.
Το ηρωικό χώμα στο οποίο πατάμε σήμερα, αυτό των Ανωγείων, γνώρισε από πρώτο χέρι την αγριότητα των κατακτητών. Τα Ανώγεια, έχοντας ήδη στη βαριά τους ιστορία την τραγική εμπειρία δύο ολοκαυτωμάτων το 1822 και το 1867, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουν και ένα τρίτο. Πριν την Μάχη της Κρήτης οι κάτοικοι των Ανωγείων έστησαν πέτρες στο οροπέδιο της Νίδας για να εμποδίσουν γερμανικά αεροπλάνα και αλεξιπτωτιστές να προσγειωθούν, ενώ ένοπλες ομάδες Ανωγειανών ανταρτών συμμετείχαν στην μάχη, πολεμώντας στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο. Μετά την πτώση της Κρήτης, τα Ανώγεια έγιναν οχυρό της τοπικής αντίστασης με τους κατοίκους να φιλοξενούν Βρετανούς, Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς στρατιώτες των συμμάχων και να τους βοηθούν να διαφύγουν στην Αίγυπτο. Το αποκορύφωμα της ανωγειανής αντίστασης ήρθε στις 7 Αυγούστου 1944 με τη Μάχη στο Σφακάκι όπου οι Ανωγειανοί απελευθέρωσαν 98 γυναικόπαιδα σε μια από τις αρτιότερες επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και στις 8 Αυγούστου του 1944 όταν ομάδα ανδρών προέβη στο σαμποτάζ της Δαμάστας σκοτώνοντας περίπου 35 Γερμανούς στρατιώτες και καταστρέφοντας ένα τεθωρακισμένο όχημα. Όταν ο Γερμανός διοικητής της Κρήτης Μύλλερ, ο οποίος πρωτύτερα είχε διατάξει και το ολοκαύτωμα της Βιάννου, πληροφορήθηκε τα συμβάντα, αντέδρασε με την αναμενόμενη αγριότητα. Στις 13 Αυγούστου 1944, Γερμανοί στρατιώτες περικύκλωσαν τα Ανώγεια. Οι μάχιμοι άνδρες, ειδοποιημένοι εγκαίρως, κατάφεραν να γλιτώσουν καταφεύγοντας στις βουνοκορφές του Ψηλορείτη, αλλά περίπου 2500 γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν σε γειτονικές περιοχές, 25 άτομα, μεταξύ των οποίων ασθενείς, ηλικιωμένοι και ανάπηροι, που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εκτελέστηκαν, ενώ από τα 940 περίπου σπίτια του χωριού δε σώθηκε ακέραιο ούτε ένα. Επιπλέον, καταστράφηκε το καινούργιο σχολείο, οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε στάβλους, τα μιτάτα ισοπεδώθηκαν και όλα τα υπάρχοντα των Ανωγειανών κατασχέθηκαν σε μια λεηλασία που διήρκεσε συνολικά 23 μέρες μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη. Παρόλη την καταστροφή, το ηθικό των ανθρώπων δεν κάμφθηκε. Μετά τον πρώτο καιρό, κατά τον οποίο οι Ανωγειανοί επιβίωσαν χάρη στην αλληλεγγύη των γειτονικών περιοχών, επέστρεψαν στον τόπο τους και ανέστησαν το χωριό τους από την αρχή για άλλη μια φορά.
Ο ηρωικός τρόπος με τον οποίο οι πρόγονοί μας αντιμετώπισαν τους πολλαπλούς κινδύνους φέρνουν μπροστά μας μια σημαντική υποχρέωση την οποία καλούμαστε να φέρουμε εις πέρας εμείς οι Νεοέλληνες. “Όταν αλύπητη, βαριά ξεσπά η ανάγκη και προστάζει, ανάξιος είναι όποιος διστάζει”, γράφει ο μεγάλος μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς. Εκείνοι οι Έλληνες δε δίστασαν. Αποδείχθηκαν άξιοι της τιμής να φέρουν την ονομασία “Έλληνας”, που οι πρόγονοί μας δόξασαν ανυπέρβλητα. Κι εμείς; Εμείς οφείλουμε να αποδειχθούμε αντάξιοι εκείνων που δόξασαν την Ελλάδα πάνω στα αλβανικά βουνά. Σήμερα, που ο πόλεμος βρίσκεται για άλλη μια φορά στη γειτονιά μας, που η τουρκική πολιτική ηγεσία εκτοξεύει βαριές απειλές, είναι επιτακτική η ανάγκη να αντιτάξουμε, πέρα από τον αυτονόητο ηρωισμό, αξίες όπως ο διάλογος, η ανεκτικότητα, η αλληλεγγύη, ο αλληλοσεβασμός.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν η λήθη δεν πρόκειται να υπερκαλύψει τη δόξα και το λαμπρό μεγαλείο των πεσόντων, γιατί πλέον έχουν περάσει στο πάνθεον των αθανάτων. Άλλωστε, στο χέρι μας είναι να μην τους ξεχάσουμε ποτέ βοηθούμενοι και από τη φημισμένη ρήση του Άγγλου πρωθυπουργού Τσώρτσιλ που αποτελεί γι’ αυτούς αιώνιο μνημείο και φόρο τιμής: “Μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Από εδώ και στο εξής πρέπει να λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες”.