Ολόκληρη η διάλεξη που έδωσε στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΡΑΤΖΗΣ, καλεσμένος από τον τομέα νεοελληνικών σπουδών του Τμήματος κλασσικής φιλολογίας.

Ο παραδοσιακός-λαϊκός πολιτισμός κάθε τόπου, λέγεται ότι είναι η πραγματική ταυτότητα, ο καθρέπτης του αντίστοιχου λαού, και όσο αυτή η ταυτότητα διατηρείται ζωντανή, τόσο και ο λαός αυτός έχει τη δυνατότητα να υπάρχει  όπως αυτός επιλέγει και όπως ο ίδιος επιθυμεί. Οι διάφορες αξίες ηθικές, πνευματικές, κοινωνικές και άλλες, που έχουν αποθησαυριστεί στην πορεία πολλών χρόνων, και έχουν ενσωματωθεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων, αποτελούν τους κυρίαρχους κώδικες λειτουργίας της κάθε κοινωνίας, και σηματοδοτούν το επίπεδο του πολιτισμού της. Συμβαίνει βέβαια κάποιες φορές, οι κώδικες αυτοί, να περιέχουν αρκετά συντηρητικά στοιχεία, και αρνητικά ακόμη χαρακτηριστικά, ώστε να χρειάζεται σ’αυτή την περίπτωση να καταβάλλει κάποια προσπάθεια η κοινωνία προκειμένου να απαγκιστρωθεί  απ’αυτά. Ωστόσο η ύπαρξη των παραδοσιακών αυτών κωδίκων λειτουργεί κατά το μεγαλύτερο μέρος  ευνοϊκά, και ορίζει με ευκρίνεια και αξιοπιστία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ταυτότητας αυτής της κοινωνίας. Της κάθε κοινωνίας που οφείλει να διατηρεί τα ωφέλιμα χαρακτηριστικά και να απορρίπτει τα αρνητικά που μοιραία συνυπάρχουν μέσα στο πολυσύνθετο σώμα της.

Στον αντίποδα αυτής της πραγματικότητας, υπάρχει σήμερα με μια τάση ραγδαίας εξάπλωσης, η περίφημη παγκοσμιοποίηση που πέρα από τις οικονομικοπολιτικές της διαστάσεις, λειτουργεί καταλυτικά και στο πολιτισμικό επίπεδο, το οποίο και μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα σε αυτή την συζήτηση. Ειδικά μάλιστα στο επίπεδο αυτό, με τα σύνθετα και πολύπλοκα δεδομένα του, η παρουσία και εφαρμογή αυτής της παγκοσμιοποίησης παίρνει χαρακτηριστικά ¨πολιτιστικού ιμπεριαλισμού¨.

Ενός ιμπεριαλισμού που οφείλει τη δύναμή του σε μια τεράστια οικονομική υποδομή, και σε ένα γιγάντιο μηχανισμό επιβολής της μιας και μοναδικής δικής του αλήθειας. Ο πολιτιστικός αυτός ιμπεριαλισμός ταυτίζεται σήμερα με την υπερδύναμη του πλανήτη και τους συνοδοιπόρους της. Επιβάλει ως προϊόντα έτοιμες, τυποποιημένες ηθικές αντιλήψεις, και στο επίπεδο της τέχνης αρκετά ευτελή, και εφήμερα πρότυπα, απαξιώνοντας σταδιακά την αισθητική των κοινωνιών, αισθητική που διαμορφώθηκε μέσα από μακροχρόνιες, φυσικές διαδικασίες. Έτσι η τοπικότητα, η ιδιαιτερότητα στη γλώσσα, στη μουσική, στο χορό, στο τραγούδι, στις τέχνες της ψυχής γενικά, υποχωρεί και τη θέση της παίρνει μια ενιαία, άχρωμη, ψευδεπίγραφη πραγματικότητα. Επιβάλλεται μια παγκόσμια μόδα, και μια παγκόσμια μαζική κουλτούρα Η επικράτηση αυτής της πραγματικότητας καθιστά πιο ευάλωτες, πιο βολικές τις κοινωνίες που επιθυμεί να ελέγξει ο μεγάλος αδελφός. Όλα λοιπόν τα στοιχεία εκείνα  που για χρόνια λειτουργούσαν προσαρμοσμένα στους φυσικούς νόμους των κοινωνιών, και χρωμάτιζαν το γέλιο, το δάκρυ, το τραγούδι ή το μοιρολόϊ, το χορό, και γενικά τις ποικίλες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχής, τείνουν να μετατραπούν σε γραφικές αναμνήσεις. Τη θέση τους παίρνουν έτοιμες συνταγές και ανώδυνα μοντέλα που μοιάζουν με μεταλλαγμένα προϊόντα σε πλαστικές συσκευασίες. Ίσως βέβαια οι διατυπώσεις αυτές να χαρακτηρίζονται από κάποια απολυτότητα, και να είναι αρκετά σχηματικές, αλλά στο πεδίο των διαφόρων εκφράσεων του λαϊκού πολιτισμού και της απειλής που δέχεται καθημερινά, είναι απολύτως ακριβείς. Η επίθεση που δέχονται οι τοπικοί πολιτισμοί σε όλα τα μέρη του κόσμου, είναι έντονη και συνήθως καταλυτική. Τα πρότυπα κάθε τόπου και κάθε ιδιαίτερου πολιτισμού, που χρειάστηκαν εκατοντάδες χρόνια για να διαμορφώσουν το περιεχόμενό τους, μέσα σε λίγο χρόνο εκμηδενίζονται, υποβαθμίζονται, αλλοιώνονται και κάποια στιγμή παύουν να υπάρχουν. Ο ισχυρός άνεμος που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του, είτε λέγεται παγκοσμιοποίηση, είτε πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, είτε όπως αλλοιώς και να λέγεται, είναι μια πραγματικότητα, και πρέπει να προσέξομε την συμπεριφορά και τις διάφορες πρακτικές του, ώστε να αντισταθούμε στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, και κυρίως στο βαθμό που πραγματικά το επιθυμούμε. Όσοι ασφαλώς είναι θιασώτες μιας ομοιόμορφης παγκόσμιας κοινωνίας,  με ενιαία πολιτιστικά χαρακτηριστικά, κάτω από την σκέπη μιας μοναδικής και απόλυτης εξουσίας, ασφαλώς δεν θα συμφωνήσουν με την ανάγκη κανενός είδους  αντίστασης. Παρ’όλα αυτά εμείς τολμούμε να παραθέσομε την αμφισβήτηση μας, και να διατυπώσομε την άποψη ότι το φαινόμενο αυτό, η παγκοσμιοποίηση δηλαδή, οδηγεί στην πολιτιστική πολτοποίηση της παράδοσης των λαών και την μετατροπή των κατοίκων τους σε άβουλα καταναλωτικά ενεργούμενα.

Μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο σε γενικές γραμμές, τοποθετείται το θέμα που θα προσπαθήσω να σας αναπτύξω. Το θέμα αυτό αναφέρεται στην πολιτιστική ζωή, και ιδιαίτερα στις παραδοσιακές εκδηλώσεις της, στην Κρήτη. Ένα νησί που η γεωγραφική του θέση το κατέστησε από τη μια στόχο της κατακτητικής βουλιμίας διαφόρων επιδρομέων, και από την άλλη σταυροδρόμι πολιτισμών, και χώρο ζύμωσης ποικίλων στοιχείων από το ευρύτερο Μεσογειακό περιβάλλον. Εδώ θα μπορούσε τώρα να επισημανθεί η φυσιολογική διαδικασία της ανάμιξης πολιτιστικών στοιχείων, της αλληλεπίδρασης των επί μέρους πολιτισμών, στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολυπολιτισμικής αντίληψης, και μιας ήπιας, φυσιολογικής διαδικασίας, σε αντίθεση με την μονοσήμαντη επιθετική πρακτική της πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης.  Αυτή η Κρήτη λοιπόν που κατέκτησε τελικά τους κατακτητές της, γιατί κυριάρχησε  παρ’όλες τις επιρροές το τοπικό χρώμα και η πολιτιστική της ιδιαιτερότητα, εξακολουθεί σήμερα να παράγει αυτό που ονομάζομε λαϊκό πολιτισμό. Ένα πολιτισμό που έχει τις ρίζες του στις ισχυρές παραδόσεις του Κρητικού λαού, και τροφοδοτείται από μια αδιάσπαστη ιστορική μνήμη σχεδόν με φανατική προσήλωση. Αναφέρομαι για λόγους πρακτικούς, συγκεκριμένα σε δύο περιοχές μόνο του πολιτισμού αυτού, που η μια έχει να κάνει με τη μουσική και η άλλη με την ποίηση.

Ένας λόγος που καθιστά αξιοπρόσεκτο αυτό το φαινόμενο, είναι το γεγονός ότι πουθενά αλλού σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο δεν παρατηρείται ανάλογο φαινόμενο. Όχι δηλαδή απλά να χρησιμοποιείται η παραδοσιακή  μουσική και το τραγούδι, αλλά κυρίως να παράγεται και μάλιστα σε βαθμό πληθωρισμού. Όλες οι περιοχές της Ελλάδας διατηρούν τις μουσικές, χορευτικές, και τραγουδιστικές μνήμες τους, αλλά πάντα σε αναφορά με ότι έχει δημιουργηθεί τα παλαιότερα χρόνια, και έχει φτάσει ως τις μέρες μας. Γίνεται δηλαδή χρήση ενός υλικού που υπάρχει ήδη εδώ και πάρα πολλά χρόνια, και ασφαλώς  εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις ψυχικές διαθέσεις και τις εσωτερικές ανάγκες των σημερινών ανθρώπων. Αλλά με την στατική του αυτή παρουσία, τείνει να αποκτήσει χαρακτήρα κάπως μουσειακό.

Στην Κρήτη αντίθετα, εκδηλώνεται μια έντονη δημιουργική δραστηριότητα, με μια τεράστια παραγωγή μουσικών έργων στο χρώμα και στο ήθος των  παραδοσιακών προτύπων, και μια εκρηκτική ποιητική παραγωγή, πάντα στην αυθεντική ιδιωματική τοπική διάλεκτο. Εδώ όμως θα πρέπει να σημειώσομε ότι η πληθωρική αυτή παραγωγή δεν χαρακτηρίζεται στο σύνολό της ως ένα επιτυχές αποτέλεσμα, με βάση πάντα τα ποιοτικά κριτήρια που απαιτούν οι σχετικές προδιαγραφές, και προϋποθέτει η αληθινή και εμπνευσμένη δημιουργία. Παρατηρούνται δυστυχώς φαινόμενα προχειρότητας, αυθαιρεσίας, και κυρίως κακόγουστης αισθητικής. Ως ένα βαθμό μάλιστα σε μιας τέτοιας έκτασης παραγωγική δραστηριότητα, είναι αναμενόμενο να υπάρξουν κρούσματα αρνητικού χαρακτήρα.  Ωστόσο το αξιοπρόσεκτο φαινόμενο της ζωντανής παρουσίας του τοπικού λαϊκού πολιτισμού, δεν αναιρείται με όλες αυτές τις ανορθογραφίες και παραμένει εξαιρετικά πρόσφορο, ως ένα θέμα συζήτησης. Πρίν όμως προχωρήσομε σε πιο αναλυτική προσέγγιση του θέματος, θα ήταν χρήσιμο να κάνομε μια σύντομη αναφορά στη μουσική γεωγραφία του νησιού, και κάποια μνεία στις ποιητικές ρίζες του τόπου, ανιχνεύοντας τις δύο αυτές δραστηριότητες στο πέρασμα του χρόνου.

Η Κρήτη λοιπόν χαρακτηρίζεται από μια πανάρχαια μουσική παράδοση που έχει τις  ρίζες της στις απαρχές της ιστορίας, και πιο πρίν στη γοητευτική σφαίρα της μυθολογίας. Δεν θα σταθούμε όμως ούτε στη γέννηση του Δία που συνδέθηκε με την πρώτη μουσική αναφορά εξαιτίας των Κουρητών και των Ιδαίων δακτύλων που κάλυπταν το κλάμα του μωρού-Δία, με οργιώδη μουσικά και χορευτικά δρώμενα, ούτε στον περίφημο Κρητικό μουσικό Θαλήτα, που κατάφερε με τη μαγική μουσική του τέχνη να θεραπεύσει την επιδημία (λιμό), που μάστιζε τότε την Σπάρτη, και να διδάξει στην συνέχεια τη μουσική σε όλη αυτή την περιοχή. Δε θα αναφερθούμε αναλυτικά λοιπόν, στην μακρότατη αυτή διαδρομή που παρουσιάζει η μουσική τέχνη στην Κρήτη. Θα αναφερθούμε στην πρόσφατη σχετικά ιστορία και θα συνδέσομε τα στοιχεία που έχομε υπόψη μας με την σημερινή μουσική πραγματικότητα. Έτσι γενικά τις απαρχές της σημερινής μουσικής παράδοσης, τις βρίσκομε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που και αυτές έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες περιόδους όπως η Ενετική και η Βυζαντινή περίοδος. Στα χρόνια ωστόσο της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα στα όψιμα χρόνια, δηλαδή τον 18ο αλλά κυρίως τον 19ο αιώνα, διαμορφώνεται πιθανότατα η φυσιογνωμία της Κρητικής μουσικής που φτάνει με τις αναγκαίες αλλαγές και εξελίξεις μέχρι τις μέρες μας. Η χρονική φάση βέβαια που είναι  πιο κοντά με την σημερινή εικόνα, και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια άρρηκτη συνέχεια, είναι ο 20ος αιώνας, και πιο ειδικά οι τρείς πρώτες δεκαετίες του.  Το μουσικό σώμα λοιπόν το οποίο εξετάζομε εδώ και στο οποίο θα αναφερόμαστε στην συνέχεια, χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία μουσικών ιδιωμάτων και παραλλαγών που αντιστοιχούν σε ανάλογα  γεωγραφικά διαμερίσματα. Τα παλιότερα χρόνια μάλιστα υπήρχε τόση ποικιλία και διαφορετικότητα ηχοχρωμάτων, που ακόμη και ανάμεσα σε δύο γειτονικά χωριά, ήταν έντονα αισθητή η διαφορά. Σήμερα βέβαια οι διαφορές αυτές έχουν αμβλυνθεί, ωστόσο διατηρούνται σε κάπως μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες. Ένα είδος τώρα της μουσικής αυτής οικογένειας που διαφοροποιείται ιστορικά, είναι το λεγόμενο ¨ριζίτικο τραγούδι¨, που ευδοκίμησε και συνεχίζει να ανθεί ιδιαίτερα στη Δυτική Κρήτη. Στα ριζίτικα χωριά, αυτά δηλαδή που βρίσκονται στις υπώρειες της οροσειράς των Λευκών ορέων, από όπου και πήρε την ονομασία ριζίτικο. Το είδος αυτό έχει μουσικά τις ρίζες του  στη Βυζαντινή περίοδο έχοντας στενή σχέση και  συγγένεια με το γνωστό από την εκκλησιαστική μουσική, Βυζαντινό μέλος. Συνδέεται και αποτελεί συνέχεια των γνωστών τραγουδιών του ακριτικού κύκλου, του Διγενή, του νεκρού αδελφού, κ.α. Από πλευράς στίχου καλύπτει μια ευρεία θεματολογία που ξεκινά όπως είπαμε ήδη από τον κύκλο και το κλίμα  των ακριτικών τραγουδιών, και φτάνει με ιστορικές, πατριωτικές και ερωτικές εκδοχές μέχρι τις μέρες μας. ( Δείγμα των τραγουδιών αυτών θα ακούσομε στην συνέχεια από το μουσικό μας συγκρότημα.)

Η υπόλοιπη μουσική φυσιογνωμία όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια, έχει με σχηματικό τρόπο την παρακάτω κατανομή και παρουσία. -Την κατηγορία των ¨συρτών¨ σκοπών που αποτελούνται από μελωδίες αργές, συρτές κατά κανόνα χορευτικές, και με ένα τεράστιο εύρος παραλλαγών. Το μεγαλύτερο μάλιστα ποσοστό της μουσικής δραστηριότητας του νησιού, καλύπτεται από αυτή την κατηγορία.

-Τις κοντυλιές, ζωηρά και χαριτωμένα  μουσικά κομμάτια που τραγουδιούνται με πιο γρήγορο ρυθμό και που χορεύονται επίσης. Εδώ θα κατατάξομε και τα κυρίως χορευτικά είδη όπως είναι ο πεντοζάλης, η σούστα, ο πηδηχτός κ.α.

-Οι αμανέδες ή οι σταφιδιανοί σκοποί, που με μια άλλη διατύπωση χαρακτηρίζονται ως αστικά Κρητικά τραγούδια,  είναι πιο μακρόσυρτες μελωδίες, έχουν ρίζες ανατολίτικες, μικρασιάτικες, και συνήθως δεν χορεύνται. Χαρακτηρίζονται από υψηλών απαιτήσεων μελωδικά και τραγουδιστικά στοιχεία.

Η σύγχρονη μουσική παραγωγή περιέχει ακόμη κάποιες παραλλαγές νησιώτικων, κυκλαδίτικων και Δωδεκανησιακών μελωδιών, ενώ και τα μουσικά μοτίβα που ονομάζομε Καλαματιανά και είναι δημοφιλή χορευτικά και τραγουδιστικά είδη, έχουν επίσης έντονη παρουσία στην σύγχρονη μουσική δραστηριότητα. Αυτές με λίγα λόγια και εντελώς σχηματικά είναι οι βασικές μορφές της παλαιότερης και σύγχρονης Κρητικής μουσικής.

Είπαμε προηγουμένως ότι με εξαίρεση τα ριζίτικα τραγούδια, οι άλλες μορφές της μουσικής έκφρασης, έχουν αναφορά στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ρίζες τους δεν φτάνουν πολύ πιο πίσω στο χρόνο, κι ότι δεν αντλούν στοιχεία μέσα από την μακραίωνη και περιπετειώδη διαδρομή της Κρητικής κοινωνίας. Απλώς  μνημονεύομε την περίοδο αυτή ως σχετικά πιο πρόσφατη και σαν ένα ιστορικό ορόσημο με προϋποθέσεις μιας ευρύτερης προσέγγισης του θέματος. Κι εδώ χρειάζεται να ανοίξομε μια παρένθεση για να πούμε ότι αυτή ( η Τουρκοκρατία), είναι η περίοδος που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί τα σύγχρονα εθνικά κράτη, είτε στα Βαλκάνια, είτε στη Μέση και Εγγύς Ανατολή. Η Οθωμανική αυτοκρατορία ως κρατική υπόσταση εξαπλούμενη σε ένα τεράστιο γεωγραφικό χώρο, υπήρξε η σκέπη κάτω από την οποία ζούσαν διάφοροι λαοί, με διάφορες παραδόσεις, γλώσσες, ήθη και έθιμα. Μέσα σ’αυτό το περιβάλλον διασταυρώθηκαν διάφορα μουσικά, γλωσσικά και άλλα πολιτιστικά στοιχεία, δημιουργώντας μια παραγωγική όσμωση που γέννησε στην συνέχεια πιο εξειδικευμένες μορφές πολιτιστικών προϊόντων, που πήραν κατόπιν το χρώμα και το ύφος του αποθησαυρισμένου μακροχρόνια τοπικού πολιτισμικού κεφαλαίου. Έτσι στην Κρήτη έχομε Τούρκους μουσικούς που διαπρέπουν στο παίξιμο της λύρας και του βιολιού, αναμιγνύοντας μουσικές πληροφορίες από άλλα μέρη της Οθωμανικής επικράτειας, αλλά σφραγίζοντάς τα στο τέλος με το χρώμα,  τις ιδιαιτερότητες, και τις ειδικότερες απαιτήσεις του τόπου στον οποίο ζούσαν. Οι περισσότεροι απ’αυτούς δεν γνώριζαν καθόλου Τούρκικα και ήσαν στην πραγματικότητα απόγονοι παλιότερων εξομωτών Κρητικών, που θεωρούνταν κατά παράδοση και θρησκεία μόνο Τούρκοι. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι: Μεχμέτ μπέης Σταφιδάκης, ο Μουσταφά Κραγκιουλές, ο Χασάν αγάς και άλλοι, κομμάτια των οποίων θα ακούσομε στην συνέχεια από τους μουσικούς μας. Η κρητική μουσική λοιπόν πέραν από τον κεντρικό της κορμό που διατρέχει γόνιμα τους αιώνες, είναι το αποτέλεσμα της διασταύρωσης μουσικών στοιχείων από τη Μεσόγειο, την Ανατολή, τα Βαλκάνια, αλλά με πρωτεύοντα και αποφασιστικό ρόλο του ντόπιου διάσπαρτου υλικού που έδωσε και το τελικό χρώμα, κάνοντας την Κ.Μ. να είναι απ’όλα αυτά, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με   τίποτε απ’αυτά. Αυτό είναι ίσως ένα χαρακτηριστικό επιχείρημα σε σχέση με την αρχική μας αναφορά περί παγκοσμιοποίησης, το οποίο δείχνει κατά κάποιο τρόπο ότι, κοινωνίες, λαοί, ανθρώπινες ομάδες, που διατηρούν τις παραδόσεις και τις αξίες μιας σταθερής πολιτιστικής συνείδησης, δεν απειλούνται από καμιά αλλοτρίωση. Κυρίως όμως  δεν χάνουν την ουσιαστική τους ταυτότητα έστω και αν την εμπλουτίζουν κατά περίπτωση με τρίτα στοιχεία δικής τους ωστόσο επιλογής. Κλείνοντας τώρα το κεφάλαιο αυτό, να κάνομε μια σχηματική κατάταξη των διαφόρων αυτών μουσικών ειδών σε γεωγραφικό επίπεδο, στην Κρήτη.

Το ριζίτικο λοιπόν όπως είπαμε ήδη, ευδοκιμεί στο νομό Χανίων κυρίως, και ειδικότερα στα ορεινά χωριά, όπου αποτελεί και το κυρίαρχο είδος τραγουδιστικής έκφρασης. Στην ίδια περιοχή ακόμη και πιο ειδικά στην επαρχία Κισσάμου, αναπτύχθηκε και εξακολουθεί να καλλιεργείται με ζήλο, το είδος του συρτού σκοπού, το οποίο καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού Κρητικού μουσικού ρεπερτορίου.

Οι κοντυλιές αντίθετα, το άλλο μουσικό είδος με πιο ζωηρή και παιγνιώδη διάθεση, καλλιεργήθηκαν και συνεχίζουν να κυριαρχούν στην ανατολική Κρήτη, και πιο ειδικά στην επαρχία Σητείας. Στους δύο ενδιάμεσους νομούς, Ηρακλείου και Ρεθύμνου, αναπτύχθηκαν συγκερασμένα τα δύο αυτά είδη όπου και εξακολουθούν να έχουν τη μεγαλύτερη διάδοση, ενώ ειδικά η περιοχή του Ρεθύμνου γέννησε τους πιο σημαντικούς μουσικούς που καθιέρωσαν τους συρτούς σκοπούς σε όλο το νησί. Τα κυρίαρχα μουσικά όργανα είναι η λύρα, το λαγούτο, το μαντολίνο, και σε μικρότερο βαθμό η ασκομπαντούρα και το σφυροχάμπιολο. Το βιολί επίσης για πολλά χρόνια κυριάρχησε κυρίως στους νομούς Χανίων και Λασιθίου, όπου εξακολουθεί να έχει έντονη παρουσία, ενώ τα τελευταία χρόνια η λύρα επιβάλλεται όλο και πιο πολύ σε όλη την έκταση του νησιού, εμπεδώνοντας έτσι την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της.

Η άλλη περιοχή της σύγχρονης πολιτιστικής δραστηριότητας του νησιού, που αναφέραμε στην αρχή, είναι η ποίηση. Και για να έρθωμε στον ακριβέστερο προσδιορισμό αυτής της δραστηριότητας, θα πρέπει να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής αυτής παρουσίας, έχει να κάνει με την μαντινάδα. (Η λέξη προέρχεται μάλλον από το ιταλικό ματινάτα που σημαίνει πρωϊνό τραγούδι)  Η μαντινάδα είναι ένα ενδημικό θα λέγαμε ποιητικό είδος της Κρήτης και παρουσιάζει εξαιρετικό φιλολογικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Η μαντινάδα για να δώσομε και τα τεχνικά της χαρακτηριστικά είναι ένα δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο, ομοιοκατάληκτο, που περιέχει πάντα ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα. Έλκει την καταγωγή της από την περίοδο της Ενετοκρατίας, ενώ συναντούμε σε μικρότερο βαθμό κάποια ανάλογα δείγματα και στην Βυζαντινή περίοδο. Αναφερόμαστε στην Ενετοκρατία γιατί εκείνη την περίοδο 13ος -17ος αιώνας, και ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα παρουσιάζεται  στην Κρήτη  άνθηση της λογοτεχνικής παραγωγής, με τη δημιουργία κορυφαίων ποιητικών έργων, που θα ορίσουν στην συνέχεια αυτό που ονομάζομε Κρητική Λογοτεχνία. Η λογοτεχνία αυτή είναι κατά κανόνα γραμμένη στην τοπική Κρητική διάλεκτο, και πάντα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στο μέτρο του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου. Στο ίδιο μέτρο είναι και η μαντινάδα και η διαφορά της με την πολύστιχη ρίμα, έγκειται στο γεγονός ότι η μαντινάδα οφείλει μέσα σε δύο στίχους να εκφράσει ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα. Ξεκινά λοιπόν από εκείνη την περίοδο όπου ο  στίχος αυτός ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ,βρίσκεται σε μεγάλη ακμή, και σταδιακά δημιουργεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο επίδοξος στιχουργός καλείται να δώσει την προσωπική του δημιουργία. Διαμορφώνεται ένα υψηλό κριτήριο αισθητικής, που συνδέεται με τον υψηλό επίσης βαθμό λογοτεχνικής αρετής που διαθέτουν τα έργα – πρότυπα της εποχής. Το όλο κλίμα γενικά είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για να αναπτυχθεί η μαντινάδα που εξαιτίας της περιορισμένης της έκτασης απαιτεί εξαιρετική ποιητική ικανότητα, και αυξημένη αισθητική αντίληψη. Το κορυφαίο έργο–πρότυπο της περιόδου εκείνης είναι αναμφισβήτητα ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Ένα επικό- ερωτικό τραγούδι, ιπποτικής πλοκής και ατμόσφαιρας, με 10.000 περίπου στίχους, γραμμένο στην τοπική Κρητική διάλεκτο. Το πιο αγαπημένο ανάγνωσμα των Κρητών, και το έργο που διαμόρφωσε χαρακτήρες, θέσπισε ηθικούς κανόνες, καλλιέργησε κοινωνικά πρότυπα, και γενικά σημάδεψε διαχρονικά και με έντονο τρόπο την κοινωνία της Κρήτης. Αλλά και πέραν της Κρήτης σε άλλες περιοχές του Ελλαδικού χώρου, όπως είναι τα Επτάνησα, η Αθήνα, τα νησιά του Αιγαίου, και αλλού, είχε μεγάλη απήχηση και διαβάστηκε με μεγάλη ευχαρίστηση.

Εντυπωσιακή είναι όμως ακόμη η μεγάλη διάδοση που είχε το παραπάνω έργο, και στα Βαλκάνια, και πιο συγκεκριμένα στις ¨παραδουνάβιες ηγεμονίες¨ όπου είχε ως γνωστό σημαντική παρουσία ο Φαναριώτικος ελληνισμός. Ανάμεσα στα πιο γνωστά βιβλία στη Ρουμανία του 18ου αιώνα υπήρξε και ο Ερωτόκριτος, που έγινε προσφιλές ανάγνωσμα και γνώρισε αρκετές μεταφράσεις και διασκευές. Μια απ’αυτές είναι η μνημειώδης μετάφραση στο περίφημο χειρόγραφο του 1787, που εικονογράφησε ο σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος, λογοθέτης Πετράκης, με 154 χρωματιστές εικόνες εξαιρετικής τέχνης, και το οποίο φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας, ενώ και άλλα χειρόγραφα βρίσκονται  σε άλλες βιβλιοθήκες της Ρουμανίας, πράγμα που μαρτυρεί την ευρεία εξάπλωση του έργου στην ευρύτερη αυτή περιοχή Το χειρόγραφο αυτό μάλιστα του 1787, εκδόθηκε πρίν από λίγα χρόνια, και στην Ελληνική και στη Ρουμάνικη γλώσσα, σε μια πολύ καλαίσθητη έκδοση, με όλες τις εκπληκτικές εικόνες του λογοθέτη Πετράκη, και είναι ασφαλώς στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου.

Ο Ερωτόκριτος λοιπόν, αυτό το κορυφαίο έργο της Κρητικής λογοτεχνίας, υπήρξε μαζί βέβαια και με τα άλλα λιγότερο ίσως γνωστά έργα της .περιόδου εκείνης, οι πρώτες πηγές, το γενεσιουργό υπόστρωμα της μαντινάδας. Της λαϊκής αυτής ποίησης, που κατέκλυσε την Κρήτη, και συνεχίζει και σήμερα να παράγεται με εντυπωσιακούς  ρυθμούς, αλλά κυρίως να συγκινεί και να γοητεύει όχι μόνο τον απλό κόσμο, αλλά και τους  ανθρώπους με ανώτερο και ανώτατο μορφωτικό επίπεδο. Δεκάδες βιβλία με μαντινάδες, και πολλοί περισσότεροι δίσκοι με παραδοσιακή μουσική, που χρησιμοποιούν επίσης μαντινάδες, κυκλοφορούν σήμερα στην Κρήτη, και εκδίδονται συνεχώς καινούργια. Υπάρχουν αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί σε όλες τις πόλεις της Κρήτης που μεταδίδουν αποκλειστικά Κρητική μουσική, ενώ οι μαντινάδες είναι το αγαπημένο τους θέμα στην επικοινωνία τους με το κοινό. Ποτέ άλλοτε στην σύγχρονη ιστορία της Κρήτης δεν παρουσιάστηκε παρόμοιο φαινόμενο. Δεν υπήρξε τέτοια διάδοση και τόση εμμονή, στην καθημερινή χρήση της μαντινάδας, και ποτέ άλλοτε τόσοι νέοι άνθρωποι δεν αγκάλιασαν και μάλιστα αυτόβουλα και αυθόρμητα,  με τόση ζέση ένα στοιχείο του παραδοσιακού πολιτισμού, στοιχείο που τυπικά μοιάζει να ανήκει σε ένα κλίμα εκτός εποχής. Υποστηρίζεται μάλιστα με τόσο ενθουσιασμό αυτό το φαινόμενο, που τείνει να πάρει χαρακτηριστικά κινήματος. Οι νέοι μας ερωτεύονται και εκφράζουν τα αισθήματά τους με μαντινάδες, αστειεύονται με μαντινάδες, σχολιάζουν την πολιτική επικαιρότητα με μαντινάδες, και γενικά επικοινωνούν σε όλα τα επίπεδα των καθημερινών σχέσεων με μαντινάδες. Θα πρέπει ωστόσο και σ’αυτήν την περίπτωση να παρατηρήσομε όπως κάναμε και για τη μουσική, ότι και στη μαντινάδα παρατηρούνται αθρόα κρούσματα κακοποίησης και της τεχνικής και της ουσιαστικότερης ποιότητας της. Δεν πληρούνται πάντα οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας καλής μαντινάδας, και δεν ικανοποιούνται οι όροι της υψηλής αισθητικής που απαιτεί, καθώς και του ήθους που οφείλει να εκφράζει. Υποθέτω πως ο μεγάλος δάσκαλος ο Βιτσέντζος Κορνάρος, καθώς και  άλλοι μεγάλοι πρωτοπόροι του είδους, θα δυσφορούν ασφαλώς με τα αρνητικά αυτά δεδομένα, αλλά επειδή σε ένα  μεγάλο ποσοστό της σύγχρονης μαντινάδας, επικρατεί η ποιότητα και υπερτερεί η θετική της πλευρά, ελπίζω να δείξουν στο τέλος την αναγκαία κατανόηση.

Εκτός τώρα από τη μαντινάδα που είναι όντως το κυρίαρχο στοιχείο στην  σύγχρονη ζωντανή έκφραση του λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης, καλλιεργούνται και άλλες μορφές τέχνης και αναπτύσσονται ποικίλες δραστηριότητες σε σχέση με το αίτημα του ανθρώπου να δημιουργήσει και να εκφραστεί. Κυκλοφορούν και συνεχίζουν διαρκώς να εκδίδονται βιβλία όχι μόνο με μαντινάδες, αλλά και με πεζό καθώς και έμμετρο λόγο, πάντα στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Υπάρχουν αρκετοί λαϊκοί ζωγράφοι, καθώς και γλύπτες, συνήθως βοσκοί και γενικά κάτοικοι των ορεινών κυρίως περιοχών, με θαυμάσια έργα, από τα Χανιά μέχρι την Σητεία. Ένας δημιουργικός οργασμός φαίνεται να επικρατεί σε όλο το νησί, πάντα στα πλαίσια της έννοιας παραδοσιακός πολιτισμός. Μουσική, ποίηση, χορός, ήθη και έθιμα, ολοζώντανα. Συχνά βέβαια επιβιώνουν και εντελώς αρνητικά  χαρακτηριστικά αυτής της παράδοσης, όπως είναι η βεντέτα, και διάφορα άλλα, ωστόσο το ισοζύγιο εξακολουθεί να είναι θετικό και η Κρητική κοινωνία μπορεί ανεπιφύλακτα να χαρακτηριστεί ως παραδοσιακή. Και χαρακτηρίζεται ως τέτοια την στιγμή που η Κρήτη είναι μια από τις πιο ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές της Ελλάδας, και ένας από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς της Ευρώπης. Θα περίμενε λοιπόν κανείς σε ένα μέρος  όπου συνωθούνται χιλιάδες επισκέπτες, που μεταφέρουν διάφορες αντιλήψεις, συμπεριφορές και πρακτικές ξένες προς την τοπική πραγματικότητα, όπου ένας μεγάλος αριθμός του ντόπιου εργατικού δυναμικού απασχολείται στην τουριστική βιομηχανία, θα περίμενε να δει μια φυσιολογική εξασθένηση των παραδοσιακών χαρακτηριστικών των κατοίκων, και μια άμβλυνση της όλης παραδοσιακής ιδεολογίας. Ε, λοιπόν δεν συμβαίνει αυτό παρά το γεγονός ότι μπορεί κανείς να εντοπίσει μικρές νησίδες όπου η αλλοτρίωση, η ξενομανία, ο εκμαυλισμός των ηθών, έχει έντονη παρουσία. Η συντριπτική ωστόσο πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος διατηρεί με ευλάβεια θα’λεγε κανείς την προσήλωσή της στις αρχές και τις αξίες που περιέχει η πλούσια παρακαταθήκη των επί μέρους τοπικών, λαϊκών, παραδόσεων. Αυτή η προσήλωση στις δοκιμασμένες αυτές  αξίες, είναι ακριβώς το μυστικό της αποτελεσματικής άμυνας που προβάλλει η Κρητική κοινωνία απέναντι στην σαρωτική λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης. Δεν στερείται η Κρήτη προόδου και εξέλιξης. Δεν υπολείπεται στην γνώση και την επαφή με όλα τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης και τις διανόησης. Διαθέτει μάλιστα αξιόλογα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως είναι το Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο Κρήτης, καθώς επίσης και το περίφημο Ι.Τ.Ε. Ίδρυμα Τεχνολογίας Έρευνας, που χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στο χώρο της διεθνούς εκπαιδευτικής κοινότητας. Ωστόσο η Κρήτη διατηρεί ακόμη την φυσιογνωμία της, και κρατεί ολοζώντανη την πολιτιστική της ιδιαιτερότητα. Αυτό το οφείλει ακριβώς στην ζωντανή επαφή που έχει με τις ρίζες του τόπου, και την απόλυτα λειτουργική σχέση με τις εκδηλώσεις ενός παμπάλαιου τοπικού πολιτισμού. Καθώς αυτή η σχέση δεν την εμποδίζει να έρθει σε επαφή με την πρόοδο  και την εξέλιξη, ενώ μπορεί να έχει και γόνιμη επικοινωνία με τα δρώμενα του παγκόσμιου πολιτισμού, προκύπτει αβίαστα η θετική λειτουργία και αποτελεσματικότητα, αυτού του φαινομένου, και μπορεί να χαρακτηριστεί βάσιμα ως αποφασιστικός αντίλογος στην όποια απειλή περιέχει η αδιαμαρτύρητη αποδοχή της παγκοσμιοποίησης. Η μάχη βέβαια συνεχίζεται, κι αυτός ο πανίσχυρος μηχανισμός διαθέτει πολλά και κυρίως ύπουλα όπλα, ώστε να είμαστε υποχρεωμένοι σε μια διαρκή εγρήγορση. Εμείς όσοι πιστεύομε στην ανάγκη της πολυχρωμίας των κοινωνιών, της επιβίωσης των ανθρωποκεντρικών αξιών που επικράτησαν με διαλεκτική διαδικασία στο χρόνο, δεν έχομε παρά να αντιπαραθέσομε το οπλοστάσιο του παραδοσιακού μας πολιτισμού. Και κάποια από τα ισχυρά μέσα αυτού του οπλοστασίου, είναι η μουσική το τραγούδι, ο χορός, η ποίηση, και γενικά όλα τα ξόμπλια της ψυχής κι όσα η συλλογική συνείδηση κάθε λαού διαμόρφωσε σε όλο το μάκρος του χρόνου.

Τελειώνοντας αγαπητοί φίλοι θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παρουσία και την προσοχή σας, ενώ στην συνέχεια θα ακολουθήσει ένα μουσικό πρόγραμμα που έστω δειγματοληπτικά αντιπροσωπεύει όλο το εύρος της παραδοσιακής μουσικής της Κρήτης. Να σας παρουσιάσω λοιπόν τους καλλιτέχνες: Στη λύρα και το τραγούδι είναι ο Νικόλας Καράτζης, στο λαγούτο και το τραγούδι ο Γιώργης Ξυλούρης, και στην ασκομπαντούρα και το θιαμπόλι, όπως και στο λαγούτο,  ο Χαράλαμπος Παρασκάκης.

Μοιραστείτε το

-

-->