Το ερχόμενο Σάββατο 27 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου στα Ανώγεια το σαρανταήμερο μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του Γεωργίου Φασουλά ή Τροτσέλη, ενός όμορφου, αυθεντικού και με χιούμορ Ανωγειανού. Η ιστοσελίδα μας είχε πολλά μηνύματα από ανθρώπους που θα ήθελαν να διαβάσουν την νουβέλα που έγραψε ο “Τροτσέλης” και η οποία είχε βραβευτεί το 2014 στον λογοτεχνικό διαγωνισμό “Σικελιανά”.Μετά από αναζήτηση μας και με την βοήθεια των παιδιών του, καταφέραμε να βρούμε τη νουβέλα του με τίτλο “Ο Ξάπλας” την οποία και σας παρουσιάζουμε σήμερα, με σεβασμό και τιμή στη μνήμη του εκλιπόντος. Παράλληλη η ΑΝΩΓΗ, θα ήθελε να ευχαριστήσει θερμά τα παιδιά του Γεωργίου Φασουλά, που προσέφεραν στη μνήμη του πατέρα τους 100 ευρώ για τις ανάγκες της ηλεκτρονικής μας έκδοσης, χρήματα που θα διατεθούν για τις ανάγκες του Εργαστηρίου Γνώσης της ενορίας του  Αγίου Γεωργίου και τα δωρεάν φροντιστήρια Αγγλικών σε μαθητές, ενήλικες και πρόσφυγες. Παράλληλα ευχαριστούμε θερμά τα παιδιά του για την προσφορά ενός αντίτυπου του “Ξάπλα”στην εφημερίδα μας, το έργο ζωής του πατέρα τους, που αν και είχε τελειώσει μόνο το Δημοτικό, είχε τη σκέψη, τον λόγο και το κοφτερό μυαλό ενός πραγματικού συγγραφέα. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.

 

Διαβάστε παρακάτω ολόκληρη τη νουβέλα, “Ο Ξάπλας”:

 

ΣΕΙΡΑ: Ελληνική Λογοτεχνία

ΤΙΤΛΟΣ: O ΞΑΠΛΑΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Γεώργιος Φασουλάς Τροτσέλης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: Φασουλά Ελένη

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Βουλουμπασάκη Φ. Ελένη

Τομπάζη 11, Ρέθυμνο

28310 53311

ΕΚΤΥΠΩΣΗ: ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΗ

Γερακάρη 60-62 Ρέθυμνο

Τηλ. 28310 58800 – Fax 28310 50333

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Η εικόνα στο εξώφυλλο απεικονίζει μια ξυλόγλυπτη κορνίζα φτιαγμένη απ’ τον συγγραφέα, και στην φωτογραφία είναι ο ίδιος στην ηλικία των 27 χρόνων σε μια πλατεία του χωριού.

Πρόλογος

 

Ο Γεώργιος Φασουλάς, Τροτσέλης για τους συγχωριανούς του, γεννήθηκε το 1937 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου. Τη παιδική του ηλικία τη σημαδεύει ο πόλεμος, το ολοκαύτωμα του χωριού από τους Γερμανούς, αλλά και η απώλεια του πατέρα του λίγο μετά τη λήξη του πολέμου. Αναγκάζεται να δουλέψει ως «μαντρατζής» σε ξένα κοπάδια από μικρή ηλικία, ώστε να βοηθήσει την οικογένειά του, η οποία μένει από νωρίς χωρίς τον προστάτη πατέρα και σύζυγο.

Η περιέργειά του για τα πάντα είναι πολύ μεγάλη και η επιθυμία του να μάθει, ακόμα μεγαλύτερη. Δεν καθίσταται όμως δυνατό να ολοκληρώσει ούτε την Τρίτη δημοτικού. Τον βρίσκει ο πόλεμος, το ξεσπίτωμα, η ορφάνια και η επιτακτική ανάγκη να μεγαλώσει πρόωρα και να προσφέρει τα προς το ζειν στην οικογένειά του. Αυτό δεν στέκεται καθόλου εμπόδιο στην επιθυμία του να μάθει. Ακούει τις συζητήσεις των μεγάλων, «κλέβει» γνώσεις από αυτούς, παρατηρεί τη φύση τις ατελείωτες ώρες που βόσκει τα πρόβατα στον Ψηλορείτη, πειραματίζεται μόνος του.

Ασχολείται με την ξυλογλυπτική, με μοναδικό εργαλείο ένα σουγιαδάκι και με ένα πρωτότυπο τρόπο να διαλέγει τα θέματά του. Συνήθως επιλέγει ρίζες σφενδάμου και αφήνει το ξύλο να του μιλήσει. Τις περισσότερες φορές απλά τελειοποιεί την μορφή που ανεπαίσθητα διακρίνει στο ξύλο. Συχνά γύριζε απ’ το βουνό μ’ ένα γλυπτό και μας έβαζε να μαντέψουμε την ιστορία που το ίδιο μας αφηγείται, και με αφορμή αυτό ξεκίναγε μια διήγηση που μπορούσε να κρατήσει μέρες.

Από μικρός είναι παραμυθάς, ταλέντο που διατήρησε και καλλιέργησε μεγαλώνοντας. Από τα χαλάσματα που, μαζί με άλλα παιδιά συγκεντρώνονταν με σκοπό να ψάξουν στα αποκαΐδια για να βρουν κάτι να φάνε, μέχρι τα βράδια στο σπίτι του, μεγάλος πια με παιδιά, προσφέρει με το χάρισμά του και την επιδεξιότητά του στο λόγο, την παραμυθία στο κοινό του. Παραμυθία με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δηλαδή ανακούφιση και παρηγοριά για την δύσκολη πραγματικότητα.

Θυμάμαι να μαζευόμαστε τα βράδια γύρω του, αυτός ξαπλωμένος στο κρεβάτι της κουζίνας, κι εμείς να κρεμόμαστε απ’ τα χείλη του συνεπαρμένοι από τις αφηγήσεις του. Αφηγήσεις που αφορούσαν σε φανταστικούς χώρους και χρόνους, αλλά και αφηγήσεις που μας ταξίδευαν σε πραγματικά μέρη του κόσμου. Ακόμα τώρα, μεγάλη με παιδιά εγώ, έχω έντονα συναισθήματα και εικόνες στο μυαλό μου από σκηνές και τοπία που μας περιέγραφε. Θυμάμαι την αγωνία και την περιέργεια για το άγνωστο, όταν ο ήρωας ενός παραμυθιού του, κατεβασμένος σε ένα πηγάδι, έπρεπε να διαλέξει τον δρόμο που θα του υποδείξει είτε ο μαύρος είτε ο άσπρος τράγος, οι οποίοι μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τοπία της μακρινής Αυστραλίας στην οποία, τάχα, σχεδίαζε να μετοικήσουμε οικογενειακώς, τους απέραντους αγρούς και τις τεράστιες φάρμες, με άλογα και καγκουρό.

Ο ίδιος, πέρα από μια εξορία στην Ελευθερούπολη όταν ήταν 19 χρονών, και την Γερμανία που δούλεψε αργότερα για ένα χρόνο, ώστε να μαζέψει χρήματα και να κάνει το δικό του κοπάδι, δεν είχε πάει πουθενά αλλού. Του άρεσε όμως να μαθαίνει για ξένους τόπους, πληροφορίες τις οποίες μας μετέφερε με γερή δόση φαντασίας. Την Αυστραλία δεν την έχω επισκεφτεί. Έχω δει άπειρες εικόνες κι έχω διαβάσει πολλές περιγραφές της, όμως οι εικόνες που μου αποτυπώθηκαν από τις διηγήσεις του πατέρα μου είναι πολύ πιο έντονες και ζωντανές στη μνήμη μου.

Οι διηγήσεις του ήταν πάντα προφορικές, μέχρι που φεύγει απ’ τα Ανώγεια για να κατοικήσει μόνιμα πια στο χωριό της μητέρας μου. Εκεί έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αλλά και μικρότερο ακροατήριο, καμιά φορά μάλιστα δεν έχει κανέναν για να τον ακούει. Κάπως έτσι στράφηκε στο γράψιμο.

«Ο Ξάπλας» δεν είναι το πρώτο του έργο. Έχει γράψει και άλλα πριν από αυτό, κυρίως διηγήματα με χιουμοριστικό και διδακτικό χαρακτήρα, με έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο, αλλά και πολλά στιχάκια, είτε σε μορφή μαντινάδας είτε σε άλλο μέτρο. «Ο Ξάπλας» περιέχει, επίσης, αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ένας ήρωας της αφήγησης είναι ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο πατέρας είναι απών, ενώ η παρουσία του παππού είναι έντονη. Η νουθεσία του παππού προς τα παιδιά, για την θετική επίδραση της εργασίας σε αντίθεση με τις αρνητικές επιπτώσεις της αεργίας, ίσως να είναι η νουθεσία που ο ίδιος ο συγγραφέας δέχτηκε από έναν γέροντα που έπαιξε τον ρόλο του παππού του, όταν χάθηκε ο πατέρας του και έπρεπε να αφήσει πίσω του τα παιχνίδια και την ανεμελιά, να δουλέψει και να παράγει έργο.

Όλα του τα γραπτά είναι γραμμένα με έναν ιδιόμορφο τρόπο. Γράφει συνεχόμενα χωρίς να χωρίζει προτάσεις, λέξεις και άρθρα. Γράφει αποτυπώνοντας τα φωνήματα, χωρίς ορθογραφία και στίξη. Την, ομολογουμένως, δύσκολη δουλειά της μεταγραφής, την ανέλαβαν και την έφεραν εις πέρας η αδελφή μου Ελένη και ο σύζυγός της Γιώργος Οικονομάκης, με πολύ υπομονή, αγάπη και σεβασμό, αφού δεν ήθελαν να παραποιήσουν το γραπτό. Η μόνη επέμβαση είναι, ίσως, η αφαίρεση μερικών «και» εκεί που ήταν απαραίτητο, ώστε η ροή της ανάγνωσης να είναι πιο ομαλή.

Ο ίδιος, αν και διαλεκτόφωνος, δεν γράφει στο ανωγειανό ιδίωμα. «Διορθώνει» λέξεις και φράσεις σε μια «λόγια» γραφή, πιστεύοντας ότι έτσι το κείμενό του θα είναι πιο προσιτό στον μη διαλεκτόφωνο αναγνώστη. Αυτό δε σημαίνει ότι το κείμενο είναι γραμμένο στην επίσημη νεοελληνική. Η γλώσσα του είναι μια νεοελληνική «στολισμένη» με μεγάλο αριθμό ιδιωματικών λέξεων και με ποικιλία φωνολογικών, μορφολογικών και συντακτικών χαρακτηριστικών του κρητικού ιδιώματος.

Φασουλά Κατερίνα, κόρη του

Ο ΞΑΠΛΑΣ

 

Ήταν και δεν ήτανε οχτώ η ώρα που οι δυνατές βροντές κι αστραπές του βοριά μάς ετρομάξα και μάς ξυπνήσαν όλους, τον πατέρα, τη μάνα μου και τον παππού μου. Και πρώτος ο παππούς μου, άκουσα να λέει.

-Τριανταμιά του Δεκέβρη είναι. Άσκημη πρωτοχρονιά θα έχομε. Όπως βλέπω η χιονιά, που θα κάμει, θα είναι καλά μεγάλη. Βλέπω πως και το κρύο θα φτάσει πολύ κάτω από το μηδέ. Τζάκι χρειάζεται τώρα και μάλλο με πολύ φωθιά, μεζέ στα κάρβουνα, καλό κρασί και μπόλικο για ν’ αντέξουμε τη χιονιά. Όπως ξέρω, τα ’χομε όλα. Και ξύλα και μεζέ και καλό κρασί έχομε. Άρα, λοιπό, έργα και θέληση θέλομε ακόμη. Και άρχισε να κουβαλεί ξύλα.

Ο πατέρας μου έφυγε να πα φιάξει τα ζωντανά στο στάβλο και η μάνα μας έστρωνε τα κρεβάθια μας και συγύριζε το σπίτι. Η γιαγιά εσυνέχισε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γιατί ήτανε κρυωμένη και δε μπόριε να σηκωθεί. Εμείς, ει τα πέντε παιδιά, είμαστε ξετουρτουριασμένα. Χτυπούσα τα δόδια μας από το κρύο το πολύ, που έκανε. Ευτυχώς, όμως, που ο παππούς ήτα γλήγορος. Στο πι-και-φι άναψε τη φωθιά. Αμέσως, άρχισε κιόλας να θερμαίνεται το σπίτι. Εμείς, μόλις είδαμε τη φωθιά, τρέξαμε στο τζάκι με τον παππού.

Εμείς, όμως, τα παιδιά πρέπει να σας πούμε τα ονόματά μας, που να γνωριστούμε. Πιο κάτω μπορεί να χρειαστούμε για κάτι, να τα ξέρετε. Εμένα με λένε Μανώλη. Είμαι ο μεγαλύτερος, γι’ αυτό πήρα και του παππού μου το όνομα. Ύστερα είναι η Ελένη, που της δώσανε τ’ όνομα της γιαγιάς, η Μαρία, ο Κωστής κι η Βαγγελιώ. Πέντε παιδιά, που το μεγαλύτερο ήτα δέκα χρονώ και το μικρότερο τριώ χρονώ.

Ο παππούς, όμως, έφιαξε μια φωθιά τόσο δυνατή, που μας έδιωξε η ζεστασιά από το τζάκι. Πιάσαμε όλα τα παιδιά τους φεγγίτες τω παραθυριώ κοιτάζοντας και χαζεύοντας τις μεγάλες άσπρες νιφάδες του χιονιού, που επέφτα η μια μετά την άλλη σα τροχαλίδες.

Το χιόνι άρχισε να σωριάζεται και να υψώνεται σα να ήθελε να μας-ε κατακλείσει τα πορτοπαράθυρα και να μη μας-ε ξαναφήσει να βγούμε έξω. Εμείς τα παιδιά, όσο το βλέπαμε να πέφτει, μας εξετρέλαινε κι αρχίσαμε να χοροπηδάμε, να γελάμε, να τσακωνόμαστε κιόλας. Κάναμε μια τόσο μεγάλη φασαρία και αναλωμή, που στο τέλος ο παππούς δεν άντεξε. Άρχισε να μας-ε φωνάζει και να μας απειλεί πως, αν δεν εκαθίζαμε φρόνιμα και γύρω από τη φωθιά να πυρωνόμαστε, ει θελα μας-ε δείρει. Εμείς, όμως, που ξέραμε τον παππού πόσο καλός ήτανε, όχι μόνο δεν εσταματούσαμε, μόνο εφωνάζαμε περισσότερο λες και του το κάναμε επίτηδες.

-Παιδιά, μας-ε ξαναείπε ο παππούς, καθίσετε φρόνιμα, γιατί πονεί η κεφαλή μου και δε μπορώ να σας-ε γροικώ να τσακώνεστε.

Πάλι εμείς δεν εσταματήσαμε και συνεχίσαμε τα παιγνίδια με περισσότερη χαρά και ένταση. Για μια στιγμή, είδαμε τον παππού να σηκώνεται απότομα και τρέξαμε όλοι να κρυφτούμε. Αλλά ο καλός παππούς δεν είχε φαίνεται την πρόθεση να μας-ε πειράξει, μόνο εσίμωσε στο παράθυρο και κοιτάζοντας έξω είπε:

-Πω-πω! Πρωτοφανής θα είναι φαίνεται η χιονιά, που θα κάμει! Αφού δεν έχει ακόμη μια ώρα από τότε που άρχισε να χιονίζει και το ’χει κιόλας στοιβιάξει πάνω από εξήντα εκατοστά του μέτρου. Άρα η φωθιά πρέπει να συνεχιστεί για πολύ. Αν είχεν έχω κι εγώ λίγη συντροφιά, καλό θα ’τανε. Μα, όπως βλέπω, τα παιδιά με ξεχάσα και κείνα, λες και έπαψα να είμαι ο καλός παππούς. Αλλά δε βαριέσαι, κάποτε κι αυτά θα γίνουν παππούδες και γιαγιάδες. Τότε θα δουν τι θα πει αμοναξά και θα με θυμηθούνε και θα με συχωρούνε.

Εγώ, σα μεγαλύτερος ’που τ’ άλλα παιδιά, που τον επαρακολουθούσα και άκουσα τα λόγια του, τον εσυμπόνεσα. Γιατί τον αγαπούσα πιο πολύ ακόμη κι από τον εαυτό μου. Σκέφτηκα και είπα: «Δε φερνόμαστε καλά στον παππού, ντροπή μας!» Και σκέφτηκα να μιλήσω και στ’ άλλα τα παιδιά σα μεγαλύτερος α-που ήμουνε. Έτσι έκαμα. Μίλησα στα αδερφάκια μου. Τως είπα ότι δεν-ε φερνόμαστε καλά του παππού, ότι κι αυτός με τη σειράν του δεν ει θελα μας-ε ξαναπεί παραμύθια ούτε ιστορίες, που ξέρει πολλές και που μας είναι πάντα πρόθυμος, όποτε θέλομε, να μας-ε διηγηθεί. Μόλις ακούσα τα λεγόμενά μου, εσταματήσαν όλα τα παιδιά, λες και τα χτύπησε κεραυνός. Σαστίσα και μ’ αποκρίθηκαν με παράπονο:

-Δηλαδή, Μανώλη, ο παππούς τώρα είναι θυμωμένος μαζί μας;

-Δε το πιστεύω, τως απάντησα, γιατί είναι καλός άθρωπος και ο καλύτερος παππούς ει του κόσμου. Αλλά κι εμείς τα παιδιά πρέπει να του το αναγνωρίζομαι και να τον σεβόμαστε.

-Εγώ, επετάχτηκε το μικρότερο το Βαγγελιώ και είπε, τον παππού τον αγαπώ πολύ-πολύ.

-Κι εμείς! είπανε και τα υπόλοιπα παιδιά.

-Ε, τότε ας πάμε να του ζητήσομε συγγνώμη, που δεν ε-σταματήσαμε προηγουμένως, που μας το είπε.

Και συφωνήσαμε όλοι μας να πάμε κοντά του. Αλλά ο παππούς άρχισε να φωνάζει:

-Μανωλιώ! Ε, Μανωλιώ! Πάρε αντράκι μου τα παιδιά κι ελάτε στο τζάκι κοντά να μην κρυώνετε, να ψήσω κι ένα κομμάτι απάκι να το φάμε.

-Ναι παππού, είπαμε όλοι μας, ερχόμαστε! Και τρέξαμε όλοι μας με χαρά δίπλα του.

-Παππού, είπε το Βαγγελιώ, εγώ θέλω λουκάνικα!

-Κι από τα δυο θα ψήσω μαϊμουδίτσα μου, της απάντησε ο παππούς.

Έκοψε ένα καλό κομμάτι απάκι και ένα ολόκληρο λουκάνικο. Τα έβαλε επάνω στη σκάρα κι έρχισε να τα γυρίζει για να μη καούνε και να ομορφοψηθούνε.

-Μανωλιώ, μου είπε πάλι ο παππούς, μπορείς, αντράκι μου, να φέρεις ένα πιάτο, ένα μαχαίρι κι έξι πιρούνια;

-Μπορώ παππού, του απήντησα.

Έτρεξα, πήρα το πιάτο, τα έξι πιρούνια και το μαχαίρι. Πήρα κι από δικού μου μιαν πετσέτα και τα τοποθέτησα πάνω στο τραπέζι, που ήτανε δίπλα στο παππού. Μετά γύρισα και πήρα το μπουκάλι το κρασί, ένα ποτήρι και έφτασα ξανά στο τραπέζι. Αλλά ξαναγύρισα, πήρα ένα ολόκληρο ψωμί από την ψωμιέρα και γύρισα. Ο παππούς, που αντιλήφτηκε την προθυμία μου, μού είπε χαρούμενος:

-Μπράβο αντράκι μου! Είσαι ο πιο καλός σερβιτόρος που έχω γνωρίσει.

-Γιάϊντα παππού; τον αρώτησα.

-Γιατί, Μανωλιώ, εγώ σου είπα να φέρεις μόνο τα πιρούνια, το μαχαίρι και το πιάτο. Εσύ, όμως, είδες πως ε χρειαζόμαστε και τα υπόλοιπα. Ήσανε μάλιστα και απαραίτητα, και το κρασί και το ψωμί και η πετσέτα, το ποτήρι που το ’φερες κι αυτό. Όλα ήσανε απαραίτητα.

-Και τώρα παιδιά ο μεζές είναι έτοιμος. Το μόνο που θέλει ακόμα είναι το κόψιμο και το φάγωμα. Τίποτε άλλο δε θέλει. Μόνο καθίσετε γύρου-γύρου στο τραπέζι. Πιάσετε τα πιρούνια σας και εγώ θα κόβω το μεζέ, όλο μαζί τ’ απάκι και το λουκάνικο. Ότι αρέσει στο καθένα, να τσιμπά με το πιρούνι του.

Άρχισε να κόβει το μεζέ, αλλά δεν επρολάβαινε να πέσει στο πιάτο. Εγώ κοίταξα τον παππού μου με πόση όρεξη έκοβε το μεζέ, αλλά δεν τον εδοκίμαζε.

Σιγά-σιγά εμείς τα παιδιά εχορτάσαμε κι ερχίσαμε να παρετούμε τα πιρούνια μας και να σερνόμαστε στην άκρη. Χορτάσαμε όλοι. Τότε ο παππούς είπε:

-Και τώρα η σειρά μου. Και άρχισε να τρώει.

Αυτός γέμισε και το ποτήρι κρασί και το ’πιε. Εγώ εσυνέχιζα ακόμη. Έβαλε και δεύτερο ποτήρι, το σήκωσε και μου είπε:

-Μανωλιώ, πού είναι το ποτήρι σου να σκορτίσομε;

Εγώ του είπα:

-Δεν έχω, παππού, ποτήρι.

-Κρίμα και θελα μου ’κανες παρέα.

Εγώ έτρεξα κι έφερα ένα μικρό ποτηράκι.

-Να, παππού, έφερα ποτηράκι.

-Γεια σου, αντράκι μου! Φέρε το να σου το γεμίσω.

Του ’δωσα το ποτηράκι και το γέμισε. Το ’πιασα, το σήκωσα ψηλά και του είπα:

-Στην υγειά σου, παππού!

-Στην υγειά μας, Μανωλιώ, και την ευκή μου να ’χεις!

Συνεχίσαμε. Σιγά-σιγά τέλειωσε ο μεζές και το κρασί και ο παππούς είπε:

-Θε μου, προσκυνώ τη χάρη σου, που και σήμερο εχορτάσαμε και θεραπέψαμε την πείνα μας. Και τώρα παιδιά ετοιμαστείτε να σιμώσομε πιο κοντά εις το τζάκι, να ζεσταθούμε, να μη μας παραξηγήσει κιόλας, γιατί θωρώ και γυρεύει αιτία! Εσύ, αντράκι μου Μανωλιώ, κι εσύ Κωστάκη, που είστε άντρες γενναίοι, αμέτε να φέρετε όσο πιο πολλά ξύλα μπορεί να σηκώσει καθένας σας, να τα βάλομε στο τζάκι να φάει να χορτάσει και κείνο για να μπορέσει να κρατήσει τη ζεστασιά του και να συνεχίσει να μας-ε κάνει συντροφιά.

Εμείς καταενθουσιασμένοι ’που τα λεγόμενά του, που ξέραμε τώρα τι εσημαίνανε, εφέραμε τα ξύλα αμέσως. Ο παππούς τα έβαλε στη φωθιά και την ενίσχυσε, που πήγαινε να σβήσει.

-Τώρα ο παππούς ετοιμάζεται τι θα μας-ε πει, ακούστηκε η Ελένη να λέει.

-Παραμυθάκι θα μας-ε πει! απάντησε η Μαρία.

-Πώς το ξέρεις εσύ; της απάντησε ο Κωστής. Εγώ λέω ότι θα μας-ε πει παραμιές.

-Όχι, παππού, παραμιές! ακούστηκε το μικρό Βαγγελιώ να λέει. Παραμύθι να μας-ε πεις!

Ο παππούς δεν εμίλησε κι εγώ πήρα το λόγο και τους είπα:

-Η πολυψηφία νικά! Όσοι θέλου παραμύθι, να σηκώσου τα χέρια ψηλά.

Με μια σηκώσα τα χέρια κι εγώ μέτρησα:

-Ένα, δυο. Ισοπαλία είστε! Να ξανακάμομε εκλογές!

Και τότε ακούστηκε πάλι η μιλιά του μικρού Βαγγελιού:

-Γιατί, εσύ Μανώλη, δε μπαίνεις στη κλήρωση;

-Όχι, εγώ σα μεγαλύτερος δε ψηφώ.

-E, να ξαναρχίσομε από την αρχή.

Ξαναείπα εγώ:

-Όποιος θέλει παραμιές, να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Κοίταξα για να μετρήσω. Κανένα χέρι δεν είχε σηκωθεί. Άρα λοιπό, είπα, παραμύθι θα μας-ε πει.

Και αρχίσα να τσακώνονται, γιατί οι μισοί δεν εκαταλάβα τι είπα. Ο παππούς άρχισε τα γέλια:

-Μπράβο, Μανωλιώ αντράκι μου! Τους ντολάντισες και τους κατάφερες! Έτσι κέρδισες τη νίκη και σου βάνω άριστα! Σου εύκομε να συνεχίσεις και να γίνεις πολιτικός, ότα μεγαλώσεις.

Τ’ άλλα παιδιά, όμως, συνεχίζα τους τσακωσμούς και δε μου άρεσε ο τρόπος των-ε. Όχι γι’ άλλο πράμα, μόνο επερνούσε η ώρα και εκιντύνευα να χάσω το παραμύθι του παππού, που το ’θελα τόσο πολύ. Γιατί ήξερα ότι ο παππούς μάς έλεγε πάντα ιστορικά και παραδειγματιστά παραμύθια. Εγώ τα ’παιρνα τα ’λεγα και τα ξανάλεγα και τα μάθαινα και τα ’γραφα στο μυαλό μου και δε τα ξεχνούσα ποτέ. Και τώρα ακόμη τα θυμούμαι και θα τα θυμούμαι μέχρι να ζω. Επετάχτηκα, λοιπό, εις τη μέση και των εφώναξα δυνατά:

-Παιδιά, παιδιά! Σταματήσετε και ακούσετε τι θα σας πω.

Τα παιδιά εσταματήσα αμέσως.

-Τι θέλεις; μ’ αρωτήσα.

-Τίποτα δε θέλω εγώ από σας. Μόνο αυτό, που θα σας-ε πω, να μη ξεχάσετε ποτέ: Οι τσακωσμοί δε φέρνουνε ποτέ καλό αποτέλεσμα.

Γυρίσα και καθίσα δίπλα στον παππού. Αυτός με αγκάλιασε στοργικά και με φίλησε:

-Μπράβο αντράκι μου, ξαναείπε.

Τα παιδιά αρχίσα να ψιθιρίζου λίγη ώρα κι έπειτα ετρέξα όλα δίπλα ’που τον παππού.

-Καλώς τα, καλώς τα, τως έλεγε ο παππούς. Καθίσετε να ζεσταθείτε.

-Όχι, παππού. Δεν κρυώνομε, μόνο εμείς θέλομε την συντροφιά σου και γι’ αυτό ήρθαμε κοντά σου.

-Εντάξει παιδιά κι αυτό καλό είναι.

-Ναι παππού, μα θέλομε να μας-ε πεις και παραμύθι, είπε πάλι το μικρό και ο παππούς απήντησε:

-Να κοιτάξω το σακούλι μου κι αν έχει κιανένα μέσα, θα σας το διηγηθώ. Ει δε άλλως θα περιμένω μιαν άλλη μέρα, που να ’ναι γεμάτο.

Ο παππούς άρχισε να ανακατώνει τις ζέπες και τα στήθια του λέγοντας:

-Πού είναι; Τί έγινε; Μα πού το ’βαλα; Μήπως μου ‘πεσε και το ’χασα; Δε με γνοιάζει, μόνο δε θα ξαναπώ στα παιδιά ούτε παραμύθι, ούτε ιστορίες, ούτε παραμιές, ούτε τίποτα. Θα γενώ για τα παιδιά άχρηστος πια και δε θα ξανασιμώσου κοντά μου, να τα χαίρομαι, που τα αγαπώ τόσο πολύ, που δε μπορώ να ζω δίχως των-ε. Α, να το! λέει από τα πολλά. Αυτό είναι! Κι έβγαλε ’που τα στήθια του ένα μαύρο σακουλάκι από ελαφίστικο δέρμα.

Το ξεσούφρωσε και το κοίταξε πολλές φορές και είπε:

-Πρέπει πως έχει μια μικρή αλλά όμορφη και συγκινητική ιστοριούλα.

-Να μας τη διηγηθείς παππού! φωνάξαμε όλοι μας με χαρά.

-Ναι, θα σας το πω, αλλά με μια συφωνία.

-Να την ακούσομε παππού.

-Δεν θα με διακόψει κανείς, όσο εγώ θα διηγούμαι κι άπου έχει αρωτήσεις, θα τις κάνει μετά που θα τελειώσω. Σύφωνοι παιδιά;

-Ναι, παππού, είπαμε όλοι μας.

-Και δεν θα βγάνετε άχνα.

-Εντάξει παππού.

-Και τώρα μπορώ ν’ αρχίσω και να σας διηγηθώ την ιστορία του Ξάπλα. Πρέπει, όμως, να βρούμε τις ρίζες του, από που εκαταγότανε, ποιοι οι γονείς και ποιο ήτα το πραγματικό του όνομα.

«Ο Ξάπλας, λοιπό, εκαταγότανε από το χωριό μας από μητέρα και πατέρα. Φτωχοί, αλλά καλοί και φρόνιμοι αθρώποι για την κοινωνία. Τη μητέρα του τη λέγανε Αθή και τον πατέρα του τον ελέγα Σταύρο. Νέοι, φρόνιμοι και εργατικοί και οι δυο τους ήσανε. Και οι δυο τους ορφανοί, ο Σταύρος από τη μάνα του, που είχε ποθάνει, και η Αθή ’πο το πατέρα της, που είχε ποθάνει κι αυτός. Τον πατέρα του Σταύρο ελέγανε Ανέστη.

Νέοι, ωραίοι και οι δυο τους, κάπου εγνωριστήκανε, αγαπηθήκανε και ερωντευτήκα. Επαντρευτήκα και ζούσα μαζί ευτυχισμένοι, αλλά η μοίρα τους δεν τους άφησε να χαρού τη ζωή για πολύ καιρό μαζί. Γιατί ύστερα από τρεις μήνες, που επαντρευτήκα, εκηρύχτηκε πόλεμος.

Ο Σταύρος ήπρεπε να τρέξει, κι αυτός όπως και τ’ άλλα παλικάρια, κοντά στη μάνα πατρίδα για να την υπερασπίσει. Έτσι ακριβώς έκανε. Πήγε στον πόλεμο και δεν ξαναγύρισε. Η Αθή πήγε να τρελαθεί, ότα το ’μαθε, αλλά στο τέλος έδεσε κόμπο την καρδιά της. Γιατί είχε καταλάβει πως είχε μέσα της μιαν άλλη ζωή, που ήπρεπε να την-ε κρατήσει και να τη γεννήσει και του αγαπημένου της τη μορφή να αναστήσει.

Έτσι, λοιπό, η ’πομονή της και η θέλησή της έγινε βουνό και σιγά-σιγά τα ξεπέρασε όλα. Γιατί πριχού ακόμη προλάβει να φέρει στον κόσμο αυτό το πλάσμα, που είχε μέσα της, πέθανε και η μάνα της και ο πατέρας του Σταύρου. Έτσι έμεινε πεντάρφανη και χωρίς κανέναν άλλο δικό της να της παρασταθεί και να τη βοηθήσει. Ήπρεπε να δουλέψει σκληρά για να ζήσει. Στάθηκε, λοιπό, παλικαρίσια και δούλεψε σκληρά μέχρι που γέννησε το μωρό της.

Γέννησε, λοιπό, ένα αγοράκι, που είχε τη μορφή την ίδια του αγαπημένου της. Χάρηκε πολύ και δόξασε το Θεό, που της έστειλε τέθοιο δώρο. Τώρα, όμως, τα προβλήματά της έγιναν πιο μεγάλα. Γιατί είχε να δουλεύει για δυο. Και πού ν’ αφήσει το παιδί, ποιός να της το κρατήσει για να πάει στη δουλειά; Και ήπρεπε να το βαφτήσει και πού να βρει νονό, που εντρεπότανε να το πει σε κανένα;

Η καλή γειτόνισσα, όμως, που είχε, η κυρά Χαρίκλεια, αγαπούσε πολύ και συμπονούσε την Αθή. Σκέφτηκε να το βαφτήσει, μόλο που ήτανε φτωχιά. Δεν είχε τη δύναμη ούτε ένα κεράκι να ανάψει στην εκκλησιά, έστω την ώρα που θελα γίνεται το μυστήριο της βαφτίσεως. Αλλά πώς να το κάνει, πού να το πει να τη βοηθήσει; Σκέφτηκε πολλούς, αλλά όλοι τής βγαίνανε ακατάλληλοι στο τέλος. Πήγε το μυαλό της και στο παπά Βασίλη. Λέει μέσα της: « Καλή ιδέα, αλλά που; Στο σπίτι του ή στην εκκλησία; Στην εκκλησία θα πάω να τον-ε συβουλευτώ και ότι μου πει θα κάνω.»

Την άλλη μέρα, λοιπόν, πρωί-πρωί την ώρα που εσήμαινε ο παπάς την καμπάνα, η κυρά Χαρίκλεια έφτασε πρώτη στην εκκλησιά και βρήκε το παπά Βασίλη μόνο του. Τον επλησίασε και τον καλημέρησε, αφού πρώτα έκαμε το σταυρό της και προσκύνησε τις εικόνες. Του είπε:

-Σεβασμιότατε, παπά Βασίλη, μπορεί να σε ξάφνιασα που πρώτη φορά έρχομαι τόσο νωρίς στην εκκλησιά, αλλά κάνω μια σκέψη και μου φαίνεται πως μπορεί να μην είναι σωστή. Θέλω τη γνώμη σου και τη βοήθειά σου.

Ο παπα-Βασίλης, που ήτα πολύ καλός και σα παπάς αλλά και σαν άθρωπος, δεν την άφησε να συνεχίσει και την αρώτησε:

-Τί σου τρέχει κυρά Χαρίκλεια; Πες μου και σε ότι μπορώ, θα σε βοηθήσω.

-Θέλω, παπά, να βαφτίσω ένα παιδί, αλλά δεν έχω τα οικονομικά για να κάνω το καθήκο μου όπως πρέπει και θέλω να μου πεις εσύ τί να κάνω.

-Ποιο παιδί θες να βαφτίσεις;

-Το παιδί της γειτόνισσάς μου.

-Της Αθούλας, κυρά Χαρίκλεια;

-Ναι, της Αθούλας, παπά. Μα δεν έχω ούτε ένα κεράκι ν’ ανάψω, που λέει ο λόγος, στην εκκλησά την ώρα που θα γίνεται το μυστήριο. Όσο για το παιδί δεν έχω να του προσφέρω τίποτα.

-Για την εκκλησά, της απάντησε ο παπα-Βασίλης, ναι, το πιστεύω πως δεν έχεις τη δύναμη οικονομικά να προσφέρεις ούτε το κεράκι που λες, αλλά για το παιδί λες ψέματα. Γιατί έχεις και πολλά μάλιστα.

Η κυρά Χαρίκλεια με τα λεγόμενα του παπά τα ’χασε και δεν είχε τι να πει. Ο παπάς, που την πρόσεξε πως τα ’χε ’χάσει, εσυνέχισε να λέει:

-Ναι, κυρά Χαρίκλεια έχεις αυτό που του λείπει αυτουνού του παιδιού. Έχεις τη συμπαράσταση, την αγάπη σου, την ατομική βοήθεια, που μόνο εσύ μπορείς να του δόσεις. Όση ώρα η μάνα του παιδιού, α που λες, είναι στη δουλειά, αυτό είναι στο σπίτι ολομόναχο χωρίς καμιά συντροφιά. Αυτό κυρά Χαρίκλεια λίγο είναι; Να ξέρει και η μάνα του πως κάποιος παραστέκει στο παιδί της να μη τη τρώει η αγωνία.

-Και τι λες παπά Βασίλη να ’κανα με την ανέχεια που έχω;

-Μα δε χρειάζεται τίποτα. Αφού δεν έχεις, να πας στο σπίτι της Αθής να της το πεις. Κι αφού συφωνήσετε, ελάτε ένα βράδυ στην εκκλησά να γίνει το μυστήριο. Αυτό είναι όλο! Δεν είναι ανάγκη να στενοχωριέσαι! Όσο για το κεράκι, εγώ για το χατίρι σου κυρά Χαρίκλεια θ’ ανάψω και τους πολυελαίους!

Η κυρά Χαρίκλεια, ύστερα απ’ αυτά που άκουσε από το στόμα του παπά, έσκυψε και του φίλησε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Τον αποχαιρέτησε κι έφυγε.

Πήγε κατευθεία στο σπίτι της Αθής. Της χτύπησε τη πόρτα και η Αθή, που δεν επερίμενε κανένα, εξαφνιάστηκε. Ωστόσο άνοιξε τη πόρτα και αντίκρισε τη κυρά Χαρίκλεια.

-Καλημέρα Αθή, της είπε.

-Καλημέρα, απάντησε και η Αθή. Τί σου τρέχει κυρά Χαρίκλεια; της είπε.

-Τίποτα. Δεν είχα τι να κάνω και είπα να σε γειτονέψω.

-Πέρασε μέσα κυρά Χαρίκλεια. Μη στέκεσαι έξω.

Περάσα και οι δυο τους μέσα και ακούσα το μωρό να γελά και να παίζει στο κρεβατάκι του, λες και ήτανε δυο χρονώ παιδί.

-Άκου το παιδί σου Αθή. Γελά και παίζει! Φτου να μην το θαρμήσω! είπε και πήγαινε κατευθεία στο κρεβατάκι για να το δει. Αλλά πρώτα αρώτησε την Αθή: Μπορώ να το δω Αθή;

-Αν μπορεί λέει! Και να τον-ε πάρεις κιόλας να τον-ε αναθρέψεις, γιατί εγώ δε μπορώ!

-Ε όχι δα πως δε μπορείς, Αθή! Αυτό είναι απίστευτο! Αλλά ξέρεις κάτι; Με τη λέξη που είπες, μού δίνεις την ευκαιρία να σου εξεμυστερευτώ το μυστικό μου. Αθή, καλή μου γειτόνισσα, τώρα και δέκα μέρες δε βγαίνεις από το μυαλό μου ούτε εσύ ούτε το παιδί. Έκανα μια σκέψη και δε μου φαινότανε σωστή. Πήγα σήμερο στην εκκλησά, βρήκα το παπά Βασίλη και του το ’πα. Μου είπε κι εκείνος πως σκέφτομαι σωστά. Έρχομαι τώρα κατευθεία από την εκκλησά.

-Τί σκέφτεσαι κυρά Χαρίκλεια, μπορώ να μάθω κι εγώ;

-Ναι, Αθή, γι’ αυτό ήρθα.

-Για ποιό, δηλαδή, ήρθες;

-Μα για να σου πω και σένα τι σκέφτομαι και να μου πεις κι εσύ τη δικιά σου γνώμη.

-Ε, ’πε μου, κυρά Χαρίκλεια, τη σκέψη σου και θα έχεις τη γνώμη μου, που λες.

-Αμέσως, μα κι α δε πρέπει να το πω; Αν, δηλαδή, δε σου αρέξει εσένα;

-Σε παρακαλώ, της είπε η Αθή, μη με παιδεύεις. Πες μου τι σου τρέχει και θα σε βοηθήσω όσο μπορώ.

-Να σου ’πω Αθή, αλλά μη σε στενοχωρήσω.

-Αν γίνει, εγώ θα το χαρώ κυρά Χαρίκλεια. Εγώ σε ξέρω και είσαι αποφασιστική και ντόμπρα γυναίκα. Τώρα βλέπω κι έχει δεθεί η γλώσσα σου και δε μπορεί να μιλήσεις, λες και θα σε πάνε στη κρεμάλα!

-Έχεις δίκιο Αθή και να με συχωρείς.

Ωστόσο, κουβεδιάζοντας είχε πιάσει το παιδί στα χέρια της και πιάνοντάς το είπε:

-Να, Αθή, αυτό θέλω να το κρεμάσω στο λαιμό μου, να το βαφτίσω δηλαδή.

-Αυτό ήτανε, κυρά Χαρίκλεια; Δε μου το ’λεγες αμέσως, να το χαρώ πιο μπροστά και να μη χάσω τα πέντε λεπτά, που περάσα και μάλιστα με αγωνία!

-Δηλαδή Ανθή δέχεσαι, ε;

-Ναι, κυρά Χαρίκλεια, δέχομαι. Και σε φχαρστώ πολύ που με ‘βγαλες ‘που τις σκέψεις που με τρώγα από την ώρα που το γέννησα. Πού να το πω και πώς να το κάνω να μη μείνει αβάφτιστο; Συγχρόνως την αγκάλιασε και τη φιλούσε. Το ίδιο έκανε και η κυρά Χαρίκλεια.

Αφού τελειώσα τα φιλιά και τ’ αγκαλιάσματα, η Αθή είπε:

-Πώς λες εσύ να το κάνομε; Εσύ, που είσαι πιο παλιά, πες μου, γιατί εγώ είμαι ανίδεη και δε ξέρω τίποτα απ’ αυτά.

-Από ότι μου ’πε ο παπάς, Αθή, δεν χρειάζεται τίποτα, μόνο να τον ειδοποιήσομε ποια μέρα και τι ώρα θα πάμε το παιδί στην εκκλησά να γίνει, λέει, το μυστήριο. Σύφωνοι Αθή;

-Σύφωνοι, απήντησε.

-Και τώρα, ποιά ώρα και μέρα σου ταιριάζει εσένα;

-Αύριο, αν ήτα μπορετό, δεν έχω δουλειά, γιατί μετά μπορεί να περάσει και μήνας για να μου βρεθεί ευκαιρία.

-Ε, τότε πρέπει να πάω εγώ στου παπά το σπίτι και ότι μας-ε πει, θα κάνομε. Α! Κι ένα άλλο έχω να σου πω. Κάτι λίγα χρήματα έχω, αλλά για να τα διαθέσομε σε κάτι, που δεν είναι απαραίτητο, μου φαίνεται δεν είναι σωστό. Λέω εγώ να τα κρατήσομε για το παιδί και για μας. Να τα διαθέσομε εκεί που έχομε απαραίτητη ανάγκη. Εσύ τι λες;

-Ότι πεις εσύ και όπως το θέλεις. Εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα.

-Εντάξει. Πάω τώρα να συνεννοηθώ το παπά, και έφυγε βιαστικά.

Πήγε στου παπά και του είπε όλα τα συβά. Εκείνος είπε να ετοιμάσου το μωρό και το βράδυ κατά τις πέντε να το πάνε στην εκκλησά. Αποχαιρέτησε το παπά.

Γύρισε στο σπίτι της Αθής και της είπε τι έγινε. Αρχίσα να ετοιμάζονται, αφού πρώτα έστρωσε το τραπέζι η Αθή. Έβαλε το φαΐ και φάγα. Έφυγε η κυρά Χαρίκλεια. Πήγε κι άλλαξε κι έβαλε καθαρά ρούχα. Ετοιμάστηκε και πήγε και πήρα το μωρό μαζί και πήγα στην εκκλησά στην ώρα που ’χα συνεννοηθεί.

Μπήκα μέσα στην εκκλησά κι αρχίσα να προσκυνού τις εικόνες. Ο παπάς, που τις περίμενε, μόλις τις είδε, άναψε όλους, όπως είπε στη κυρά Χαρίκλεια, τους πολυελαίους.

-Ελάτε πιο κοντά! τους είπε.

Εσιμώσα κοντά στο παπά κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά τους κι άρχισε το μυστήριο…

-Και το όνομα αυτού…, είπε ο παπάς.

Έδωσε το όνομα η κυρά Χαρίκλεια και τελειώσα. Γυρίσα στο σπίτι της Αθής.

-Να σου ζήσει και να τα χιλιάσεις συντέκνισσα! της είπε η Αθή.

Εξαναστρώσα το τραπέζι και φάγα το βρισκούμενο. Ήπια κι ένα κρασάκι στην υγειά του νεοβάφτιστου. Κουβεδιάσα κιόλας για πολλά ζητήματα, που αφορούσα αυτές και το παιδί. Είπε η κυρά Χαρίκλεια:

-Από σήμερα, απόψε κιόλα, είμαι συγκάτοικός σας, αν είμαι δεχτή.

-«Αυτό έλειπε να μην είναι και δεχτή», συλλογίστηκε μέσα της η Αθή. Αν είσαι δεχτή, είπες συντέκνισσα; Μα είναι δυνατό; Από σήμερα κιόλας είσαι και η μάνα μας κι η νονά μας κι ο πατέρας μας κι ο προστάτης μας. Είσαι για μας ει τα πάντα μας!

-Σε φχαριστώ συντέκνισσα, της είπε η κυρά Χαρίκλεια, πάρα πολύ, που με δέχτηκες να μένω μαζί σας. Να ’χω και εγώ έναν άθρωπο ν’ ακουμπήσω εδά στα γεραθειά μου.

Κι έτσα, συφωνήσα να κοιτάζει η κυρά Χαρίκλεια το παιδί και η Αθή να πιαίνει στη δουλειά όλη μέρα. Η κυρά Χαρίκλεια ήτανε δίπλα στο παιδί, το τάιζε, το χάιδευε και του έλεγε παραμυθάκια και τραγουδάκια. Του έκανε και βόλιτες μέσα κι έξω. Γύριζε η Αθή το βράδυ από τη δουλειά και έβρινε μαγειρεμένα. Έτσι εζούσα μια καλή και όμορφη ζωή, αλλά η μοίρα και πάλι δεν τις άφησε να κρατήσει πολύ και ξαναχτύπησε.

Ένα πρωί η κυρά Χαρίκλεια είπε στην Αθή ότι δεν αιστανότα καλά. Η Αθή αντιλήφτηκε πως η κυρά Χαρίκλεια ήτανε μάλλο πολύ άρρωστη και φώναξε ένα ταξί και την έτρεξε στο νοσοκομείο. Αλλά δεν πρόλαβε να την εξετάσου οι γιατροί και πέθανε.

Η Αθή της έκανε τη κηδεία και την έκλαψε πολύ σα και τη μάνα της. Γιατί δυο χρόνια της συμπαραστάθηκε σα και τη μάνα της.

Έτσι πάλι έμεινε μόνη της η Αθή με το μωρό χωρίς κανένα να της συμπαρασταθεί και να της δώσει τη παραμικρή βοήθεια. Άρχισε πάλι να σηκώνεται πιο νωρίς, να ταΐζει το μωρό και να του λέει:

-Εδώ στο κρεβατάκι σου, μωρό μου, να παίζεις όλη μέρα. Να είσαι φρόνιμο μέχρι το βράδυ που θα γυρίσω από τη δουλειά να σου φέρω και πολλά πράματα και παιγνιδάκια να τα παίζεις. Όλη μέρα, μωρό μου, να είσαι ξάπλα στο κρεβατάκι σου.

Έτσι κι έκανε. Όλη μέρα ήτανε ξάπλα και το βράδυ, που γύριζε η μάνα του, το ’βρισκε στο κρεβάτι του ήρεμο και φρόνιμο. Τα χρόνια εφεύγα και το παιδί εμεγάλωνε. Σιγά- σιγά είχε φτάσει στην ηλικία που ήπρεπε να πάει στο σκολειό. Πήρε λοιπό η Αθή το παιδί από τη χέρα ένα πρωί και του είπε:

-Σήμερο, παιδί μου, θα βγούμε μαζί να κάμομε μια βόλιτα.

-Να πάμε πού, μαμά; της είπε το παιδί.

-Μα δε το ξέρεις πως εμεγάλωσες και πρέπει τώρα να πηγαίνεις στο σκολειό, να μάθεις γράμματα, να γίνεις καλός και εγγράματος άθρωπος;

-Ναι μαμά, της είπε.

-Να πάμε λοιπό.

-Πού;

-Στο σκολειό, που σου λέω.

Ξεκινήσα, αλλά ότα εφτάσα στη πόρτα, το παιδί εκοντοστάθηκε.

-Έλα, πάμε, του λέει. Γιατί σταματάς;

-Γιατί, μαμά, δε μου έλεγες να μη βγαίνω έξω;

-Ναι, αλλά τώρα έχομε δουλειά. Θα πάμε και μαζί.

-Μα εγώ, μαμά, δε θέλω να βγω έξω.

-Και πώς θα πηγαίνεις στο σκολειό;

-Να φέρεις, μαμά, το σκολειό εδώ στο σπίτι μας.

-Μα δε γίνεται αυτό παιδί μου. Τί νομίζεις; Πως είναι κανένα παιδί να το φέρω στο σπίτι μας για να παίζεις; Το σκολειό, παιδί μου, είναι ένα μεγάλο σπίτι, πολύ μεγαλύτερο από το σπίτι μας, και πάνε πολλά παιδάκια ωσάν εσένα. Κι έχει δασκάλους που των-ε μαθαίνουνε γράμματα. Έχει και μιαν αυλή μεγάλη και παίζου τα παιδάκια.

-Εγώ, μαμά, δεν θέλω να πάω στο σκολειό.

-Έλα τώρα παιδί μου, μη με τυραννάς, γιατί θέλω να πάω και στη δουλειά. Έλα να πάμε να δεις και τα παιδιά πώς παίζου και μετά θα γυρίσομε μαζί πάλι στο σπίτι μας.

Από τα πολλά εσυβάστηκε και βγήκα έξω από το σπίτι, αλλά έκανε όπως κάνει ένα αγριμάκι που το φέρνου από τη ζούγκλα. Σιγά-σιγά εφτάσα στο σκολειό. Ότα αντίκρισε τα παιδιά και άκουσε και τις φωνές τως, αντί να χαρεί και να τρέξει να παίξει μαζί τους, αυτός άρχισε να τραβά τη μάνα του και να της λέει:

-Πάμε να φύγομε, μαμά. Πάμε στο σπίτι μας.

-Έλα παιδί μου να πάμε μέσα στο σκολειό να δεις και τους δασκάλους. Να τους γνωρίσεις κιόλα, που αύριο θα σου λένε τραγουδάκια και θα σου μαθαίνουνε γράμματα να γίνεις κι εσύ καλός και χρήσιμος άθρωπος.

-Όχι-όχι! άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Άρχισε να τρέμει κιόλας, λες και το ’χανε σιμώσει σε κανένα κλουβί γεμάτο λιοντάρια και κοιτάζα να το πετάξου μέσα για να τον-ε φάνε.

Τόσο πολύ φοβισμένο εφαινότανε, που η μάνα του τα ’χασε και δεν ήξερε τι να κάνει. Είδα και οι δασκάλοι από μέσα τη γ-κίνηση και ετρέξα για να δου τι τρέχει. Και αφού είδα και εμάθα τι είχε το παιδί κι έκλαιγε, αρχίσα και κείνοι να το συργουλένε με χίλιους δυο τρόπους για να το συβάσου. Αλλά αυτό, όσο του λέγα τόσο και χειροτέρευε. Αφού είδα κι απόδα κι οι δασκάλοι, είπα της μάνας του να τους δώσει τα στοιχεία να το γράψου και να το φέρει πάλι την άλλη μέρα μήπως σιγά-σιγά ηρεμίσει και ν’ αρχίσει να ’ρχεται στο σκολειό.

Γυρίσα στο σπίτι και η μάνα του άρχισε να του λέει πολλά και διάφορα για να το συβάσει, αλλά εκείνο δεν άλλαξε γνώμη όσα κι αν-ε του ’λεγε. Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια. Την από πάνω τα ίδια. Συνέχιζε και χειροτέρευε, κάθε μέρα και χειρότερο. Άρχισε κιόλας και δεν έτρωγε και όλη νύχτα επαραμιλούσε κι έλεγε:

-Εσύ μαμά δεν με θες. Εσύ μαμά δε μ’ αγαπάς και θες να με πας στο σκολειό για να με διώξεις από το σπίτι. Μα δε θα πάω στο σκολειό, γιατί θα πεθάνω.

Αυτά κι άλλα πολλά έλεγε. Η Αθή άρχισε να ανησυχεί και να φοβάται. Πήγε και βρήκε τους δασκάλους και τα εδιηγήθηκε όλα αυτά που είχα δημιουργηθεί στο παιδί. Τους ζήτησε τη δικιά τους γνώμη και να της που τι να κάνει. Εκείνοι τη συβουλέψα να το παρετήσει, να περάσου δυο-τρία χρόνια και αν-ε μπορεί να βρει κανένα άλλο παιδί να πηγαίνει στο σπίτι της να του κάνει συντροφιά. Ν’ αρχίσει να το παίρνει και να το βγάζει έξω, να του κάνει βόλιτα, να γνωρίζει κι άλλα παιδιά και ν’ αρχίσει να γνωρίζει τη ζωή. Μετά θα του ξαναπεί για το σκολειό και δεν πειράζει πως θα χάσει και δυο-τρία χρόνια.

Έτσι η Αθή άλλαξε ταχτική και άρχισε να του λέει:

-Αφού παιδί μου δεν θες να πας στο σκολειό, δεν πειράζει. Δε θα πας, αλλά θα κάμεις όμως ένα άλλο πράμα.

Το παιδί μόλις άκουσε πως δεν θα πήγαινε στο σκολειό, χάρηκε και άλλαξε αμέσως και ήρθε πάλι στο μ-πρώτο παρανομαστή. Είπε κιόλας στη μάνα του:

-Μαμά ότι άλλο κι α μου πεις θα το κάνω, μόνο να μη με πας στο σκολειό.

-Εντάξει παιδί μου, δεν ξαναπάς. Αλλά θα βγαίνεις έξω να παίζεις με τ’ άλλα παιδιά όλη μέρα μέχρι να γυρίζω εγώ από τη δουλειά. Και να’ φήσεις τη ξάπλα, γιατί τώρα εμεγάλωσες. Η ξάπλα δεν είναι καλό ποτέ, μόνο στα καλά μικρά παιδιά. Εσύ τώρα έγινες σωστός άντρας και δε σου πάει να είσαι συνέχεια ξάπλα.

Πες και ξαναπές συβουλές, η Αθή, στο παιδί και φωνάζοντάς του κάθε που ει θελα γυρίσει από τη δουλειά να τον-ε βρει στο κρεβάτι. Τον εμάλωνε κιόλας και φωνάζοντάς τον-ε «Ξάπλα», του ξέπεσε «Ξάπλας» και το πραγματικό του όνομα δεν το είπε ποτέ. Μόνο «Ξάπλα» τον φώναζε, κάθε που τον ήθελε. Έτσι η ζωή περνούσε και ο Ξάπλας εμεγάλωνε, αλλά δεν άλλασε, πάντα κλεισμένος μέσα. Όση ώρα έλειπε η μάνα του, αν χτυπούσε κανείς τη μ-πόρτα, δε του άνοιγε ποτέ. Η Αθή δεν ήξερε τι να κάνει, που να πάει, που να πει το μ-πόνο της που δεν είχε κανένα.

Ο Ξάπλας είχε, τώρα, τα δώδεκά του χρόνια και τον έβλεπες κι είχε γίνει σωστός άντρας. Τον έβλεπε η Αθή και σπάραζε η καρδιά της. Μια μέρα, όμως, ότα εγύρισε στο σπίτι της, είδε να στέκει ένα αγόρι στη μ-πόρτα της και να τη χτυπά. Η Αθή, που το γνώρισε, του είπε:

-Τί θέλεις, Τάσο παιδί μου;

-Ήρθα να βρω το Σταύρο σου και να τον-ε γνωρίσω, να του κάνω παρέα.

Αυτή χάρηκε. Συγκινήθηκε κιόλας. Του άνοιξε αμέσως και μπήκε μέσα. Είπε στο γιο της:

-Γιατί, βρε, δεν άνοιξες του Τάσο τόση ώρα που σου χτυπούσε;

-Γιατί, μαμά, δεν μου έχεις πει να μην ανοίγω σε κανένα ότα λείπεις εσύ;

-Αυτό σου ’λεγα ότα ήσουν-ε παιδί. Μα τώρα έχεις γίνει κοντώ ίσα μαντράχαλος. Πρέπει να βγαίνεις έξω να κάνεις φίλους, ν’ αρχίσεις να δουλεύεις κιόλας, γιατί εγώ εγέρασα και δε μπορώ πια να δουλέψω. Πώς θα ζήσομε;

-Και τί δουλειά να κάνω, μαμά, που δεν ξέρω;

-Να μάθεις και να πάψεις πια να βρίνεσαι στο κρεβάτι ξάπλα σα τον αρρωστάρη. Μόνο οι αρρωστάρηδες κάνου τη δική σου ζωή. Σήκω ’που το κρεβάτι να κουβεδιάσεις με το Τάσο!»

Εκεί, όμως, εδιέκοψε το μ-παππού το μικρό Βαγγελιώ λέγοντάς του:

-Ε, παππού!

-Τί θέλει το μικρό μας; είπε ο παππούς. Δεν είπαμε να μη με διακόψετε μέχρι να τελειώσει η ιστορία μας;

-Ναι παππού, μα του Τάσο την οικογένεια δε μας είπες, ούτε από πού είναι.

-Ναι μικρό μου, έχεις δίκιο, αλλά θα ’ρθει κι η σειρά του. Ας διηγηθούμε τώρα αμέσως την ιστορία της οικογένειας του Τάσο.

«Χωριανάκι μας είναι κι αυτό, από φτωχή οικογένεια κι αρφανός όπως το Ξάπλα. Το μ-πατέρα του τον ελέγα Ηρακλή και τη μάνα του τη λένε Πόπη. Αγαπημένοι και ευτιχισμένοι εζούσανε μέχρι που ήρθε ο πόλεμος και χάθηκε ο Ηρακλής. Άφησε στη μ-Πόπη τρία ορφανά παιδιά: τη γ-Κλεονίκη, το ν-Τάσο και την Έλλη. Μόνο που αυτά είχα τους παππούδες τους και τις γιαγιάδες τους και βοηθούσαν τη μ-Πόπη σε όλα και δεν εζορίστηκε τόσο πολύ, όπως η Αθή. Η Πόπη έχασε και κείνη τον άντρα της την ίδια εποχή με της Αθής τον άντρα. Στον ίδιο πόλεμο και στην ίδια μάχη χαθήκα, μόνο που της Πόπης τον άντρα δε τον είδε κανείς ούτε σκοτωμένο ούτε αζωντανό. Πάντως την ίδια εποχή χαθήκα κι οι δυο.

Η Πόπη, που είναι πολύ καλός άθρωπος, πάντα ενδιαφερότανε για την Αθή και αρωτούσε συνέχεια. Αλλά ζούσε σε μακρινή γειτονιά και δε μπορούσε να τη βλέπει. Πήγαινε μάλιστα και δυο-τρεις φορές το μήνα για να τη δει, αλλά δε τη συναντούσε ποτέ, γιατί η Αθή βρισκότανε πάντα στη δουλειά. Της κρατούσε μάλιστα κάθε φορά και μια τσάντα με διάφορα πράγματα για βοήθεια. Τη κρεμούσε στο κερκέλι της πόρτας και ότα γύριζε η Αθή την έβρισκε. Αλλά ποτέ δεν έμαθε το πρόβλημα που είχε με το παιδί της.

Έστειλε το γιο της το ν-Τάσο να του κάνει συντροφιά και να τον-ε συβάσει να βγαίνου μαζί για ν’ αρχίσει κι εκείνος να ζει, όπως και τ’ άλλα παιδιά, να μην είναι κλεισμένος μες το σπίτι σα το φυλακισμένο. Άρχισε λοιπό ο Τάσος και πήγαινε κάθε μέρα και του ’κανε συντροφιά. Του ’λεγε παραμύθια κι ιστορίες, που είχε ακούσει από τους παππούδες του. Του ’λεγε, ακόμη, για τους φίλους, που είχε, πως ήσανε καλά παιδιά και ότι παίζανε μαζί διάφορα παιγνίδια και άμα ήθελε κι αυτός να βγούνε μαζί να τα γνωρίσει και να παίξουνε. Ύστερα από πολλές προσπάθειες του Τάσο, τον εσύβασε. Σιγά-σιγά αρχίσα και βγαίνανε μαζί. Γνώρισε τους φίλους του Τάσο κι εκείνοι του φερνόντανε καλά και του άρεσε. Έτσι η ζωή του Ξάπλα άρχισε και άλλασε.

Η Αθή η μάνα του, όσο εμεγάλωνε του έδινε και το χαρτζιλίκι του και τα βόλεβε ο Ξάπλας μια χαρά. Αλλά δουλειά ούτε ν’ ακούσει ήθελε, από τα παιγνίδια στο σπίτι κι από το σπίτι στα παιγνίδια μέχρι που έγινε σωστός άντρας. Πηγαίνανε με το ν-Τάσο μαζί σε κιανένα ταβερνάκι ή σε κανένα καφενείο. Αλλά ο Τάσος εκοίταζε και τη δουλειά του κι έλειπε όλη μέρα. Ο Ξάπλας υποχρεωνότα όλη μέρα να είναι μόνος του χωρίς καμιά συντροφιά και ανησυχούσε μέχρι να έρθει ο Τάσος να βγούνε. Μια μέρα του είπε:

-Βρε Τάσο, πού πας και δε φαίνεσαι όλη μέρα;

-Στη δουλειά, Σταύρο, πάω.

-Σε ποιά δουλειά;

-Στα χτήματά μας πάω και τα καλλιεργώ.

-Δηλαδή τί καλλιέργειες κάνεις;

-Διάφορες. Τώρα φυτεύω στο γ-κήπο μας πατάτες. Την άλλη μέρα θα πηγαίνω και στ’ αμπέλι, ύστερα στις ελιές. Έχω και δυο-τρεις κατσίκες και πρέπει να τις ταΐζω. Έχω και κουνέλια και κότες. Όλα αυτά θένε δουλειά και δε μου μένει ώρα όλη μέρα για βόλιτες μέχρι το βράδυ. Εσύ Σταύρο γιατί δε βρίσκεις μια δουλειά να την-ε κάνεις να βοηθάς και τη μάνα σου;

-Πού θα τη βρώ τη δουλειά εγώ, Τάσο, που δεν ξέρω να κάμω τίποτας;

-Τί λες, Σταύρο; Δε ξέρεις; Κανείς δε ξέρει, την αρχή, αλλά σιγά-σιγά μαθαίνει.

Ο Ξάπλας, που ήθελε να τον αποφύγει, του άλλαξε τη συζήτηση και του είπε:

-Τάσο, πού θα πάμε απόψε να περάσομε την ώρα μας;

-Να πάμε στο γ-κινηματογράφο ή να πάμε στο θέατρο; του αποκρίθηκε ο Τάσος.

-Στο θέατρο θέλω καλύτερα να πάμε, λέει ο Ξάπλας.

Έτσι περνούσα τα χρόνια και ο Ξάπλας έγινε είκοσι χρονώ. Φαντάρος δεν επήγε, γιατί ήτανε θύμα πολέμου ο πατέρας του. Του φιάξα χαρθιά και απόφυγε τη στρατιωτική. Το ίδιο και ο Τάσος. Συνέχισαν την ίδια ζωή, μέχρι που ο Ξάπλας άρχισε να μελαχολεί, να σκέφτεται και να μένει στο σπίτι του, κλεισμένος πάλι, όπως έκανε ότα ήτανε μικρός. Ο Τάσος, αφού επεράσα ένα-δυο μέρες, άρχισε να ανησυχεί. Πήγε στο σπίτι ν-του και τον εβρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, λες και ήτανε αρρωστάρης.

-Βρε Σταύρο, του είπε, τί κάνεις εδώ; Άρρωστος είσαι; Τί έχεις;

-Άρρωστος και πολύ μάλιστα.

Σίμωσε ο Τάσος στο κρεβάτι του, κάθισε δίπλα του και του είπε:

-Δεν είσαι άρρωστος, μόνο κάτι άλλο έχεις και μου το κρύβεις. Δε ντρέπεσαι να μου χώνεις εμένα, του καλύτερού σου φίλου, τα μυστικά σου! Έλα, άνοιξέ μου τη γ-καρδιά σου. Πες μου τι έχεις και ’γω θα σε βοηθήσω σε ότι μπορώ.

-Τί να σου πω, Τάσο; Αυτό, που με τρώει εμένα, δε λέγεται, γιατί δε λέγεται.

-Τί είναι; Μήπως είσαι ερωντεμένος με καμιά κοπελιά;

Ο Ξάπλας χαμογέλασε και του είπε:

-Εύρηκες, ερωντεμένος και τρελά μάλιστα!

-Με ποιά κοπελιά;

-Με την Άννα του μπάρμπα Χαρίλαου.

-Και κείνη ξέρει το, πως είσαι ερωντεμένος μαζί της;

-Ναι, ξέρει το και μάλιστα μου λέει να πάω να τη ζητήσω από το μ-πατέρα της. Μα δε μ-πάω, γιατί ντρέπομαι.

-Ντρέπεσαι; Γιατί ντρέπεσαι;

-Γιατί είμαι άδουλος και δεν είμαι για παντρειά.

-Και θέλεις να πάω εγώ να σου τη ζητήσω;

-Όχι!

-Γιατί;

-Μα σου είπα! Δεν είμαι για παντρειά, γιατί δεν έχω δουλειά. Αλλά και να ’χα, δε ξέρω τίποτα να το κάνω. Πώς θα ζήσομε;

-Μα θ’ αρχίσεις να δουλεύεις!

-Πώς και τί δουλειά θα κάνω;

-Άκου να σου πω, φίλε μου. Ο πατέρας της Άννας, ο μπαρμπα-Χαρίλαος, είναι καλός άθρωπος. Είναι συνταξιούχος, η γυναίκα του έχει πεθάνει και παιδιά άλλα δεν έχει. Έχει και το σπίτι, που είναι της Άννας. Ότα παντρευτείτε, θα καθίσετε όλοι μαζί και θα τα βολεύετε, γιατί δουλεύει και η μάνα σου. Ωστόσο θα βρεις κι εσύ κάποια δουλειά να κάνεις και θα σου πάει καλά! Μόνο σκέψου το και πες μου εμένα κι εγώ θα σου βρω και δουλειά να κάνεις, άμα θες να δουλέψεις.

Ο Ξάπλας έμεινε κάμποση ώρα σκεφτικός και στο τέλος είπε:

-Τάσο, μπορείς πράγματι να μιλήσεις στο μ-πατέρα της Άννας;

-Μπορώ και καλο-μπορώ, μάλιστας. Αρκεί να το θέλεις εσύ και να μου δώσεις την άδεια. Εγώ θα πάω ό,τι ώρα θέλεις.

-Ίδια απόψε θέλω να πας.

-Ναι, αλλά πρέπει πρώτα να το πούμε της μάνας σου να δούμε τι θα μας-ε πει κι εκείνη.

-Κι α δε θέλει Τάσο; Τί θα κάνομε;

-Μα δε μ-πιστεύω πως θα μας-ε φέρει αντίρρηση.

-Ε, τότε να τη μ-περιμένομε να ’ρθει να δούμε τι θα μας-ε πει κι εκείνη. Μετά βλέπομε τι θα κάμομε.

-Τί ώρα σκολά;

-Κατά τις πέντε.

-Και τώρα τι ώρα είναι;

-Πέντε παρά πέντε είναι, δηλαδή πρέπει να ’ρχεται.

Πράγματι κείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε, μπήκε η Αθή μέσα. Πριχού όμως τους πλησιάσει, ο Ξάπλας είπε του Τάσο:

-Εσύ θα της το πεις, που ξέρεις καλύτερα, σε σέβεται κιόλας.

-Εντάξει, είπε ο Τάσος.

Η Αθή, εν τω μεταξύ, τους είχε αντιληφτεί. Τους χαιρέτησε και τους είπε:

-Τί κάνου τα παιδιά; Τα λέτε-τα λέτε;

-Ναι, τα λέμε, κυρά Αθή. Μάλλο έχομε να πούμε και σε σένα πολλά νέα, που μπορεί να μη ν-τα ξέρεις.

-Τί μπορεί, δηλαδή, να μου πείτε, που να μη τα ξέρω; Έχουνε κι εδιαφέρο; Αφορούνε εμάς ή είναι κάποια γεγονότα ’που απ’ έξω, που δε μ’ αφορού;

-Όχι είναι εσωτερικά και μάλιστα καινούρια γεγονότα.

-Τί τρέχει; Πέστε μου! Μη μ’ έχετε σε αγωνία!

-Κάθισε πρώτα, κυρά Αθή, και θα σου διηγηθούμε όλα όσα έχομε κουβεδιάσει εμείς οι δυο όση ώρα έλειπες. Πρώτα-πρώτα έχω να σε ρωτήσω για το Σταύρο. Αυτές τις τρεις μέρες, που δεν έβγαινε, δεν αντιλήφτηκες τίποτα;

-Πως δεν αντιλήφτηκα! Που μόνο που δεν επιαστήκαμε, που άρχισε πάλι τα παλιά και δεν θέλει να βγαίνει έξω, τάξε πως είναι πάλι το μικρό παιδί, που ήτανε άλλοτε και φοβούντονε να βγαίνει, γιατί ενόμιζε πως θελα τον-ε φάνε οι αθρώποι!

-Και δεν τον αρώτησες να σου πει τι έχει;

-Πως δε τον αρώτησα! Που εκαθόμου όλη νύχτα στο κρεβάτι του και τον αρωτούσα να μου πει τι έχει κι εκείνος μου έλεγε: «Άφησέ με, γιατί θέλω να κοιμηθώ.» Εγώ, όμως, σα μάνα δε το πίστευα πως ήτα για τον ύπνο. Αλλά και τι είχε δε μου ’λεγε. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι να σκέφτομαι για να βρω τι έχει. Το πρωί, που έφυγα, τον εύρηκα ξυπνητό, αλλά δε ν-του μίλησα. Όλη μέρα μ’ έτρωγε η σκέψη η δικιά του. Έλεγα: «Τί να έχει άραγες; Τί τον-ε τρώει και είναι θλιμμένος και στενοχωρημένος;» Αυτά εσκεφτόμουνε και η ώρα δεν επερνούσε που εβιαζόμουνε να έρθω να τον-ε παρακαλέσω πάλι μήπως μου πει το μ-πόνο του να τον-ε μοιραστόμενε να τον ελαφρώσω λιγάκι μήπως του περάσει. Γιατί δε μπορώ να τον-ε βλέπω στο κρεβάτι ξαπλωμένο, λυπημένο σα να είναι άρρωστος. Πες μου, Τάσο παιδί μου. Εσύ, που μ’ έχεις βοηθήσει πολλές φορές, βοήθησέ με πάλι, γιατί αυτό το παιδί θα με ποθάνει έτσι που μου φέρεται. Αρώτησέ τον-ε, Τάσο, να σου πει εσένα τα μυστικά του να τον-ε βοηθήσομε όσο μπορούμε να τον-ε δω να βγαίνει πάλι έξω, ν’ αφήσει το κρεβάτι. Γιατί ότα τον-ε βλέπω ξάπλα, νομίζω πως είναι ανάπηρος.

-Μη στενοχωριέσαι, κυρά Αθή, και ο Σταύρος δεν έχει τίποτα το σπουδαίο. Αυτό, που το γ-κάνει να δείχνει θλιμμένος και σκεφτικός, είναι συνηθισμένο, που το περνού όλοι στην ηλικία του!

-Τί έχει, δηλαδή, Τάσο παιδί μου; Τί είναι αυτό το συνηθισμένο, που λες; Μήπως αγαπά και είναι ερωντεμένος;

-Ναι, αυτό είναι, κυρά Αθή! Έπεσες διάνα!

-Ποιά είναι; Αυτή το ξέρει; Δηλαδή, της το ‘χει πει;

-Ναι! της λέει ο Τάσος. Τον αγαπά κι εκείνη, όπως μου λέει ο Σταύρος. Του λέει, κιόλας, να το πει στο μ-πατέρα της για να παντρευτούνε. Αλλά αυτός δεν δέχεται, γιατί, λέει, δεν έχει δουλειά και γι’ αυτό δεν είναι για παντρειά. Αυτές, κυρά Αθή, είναι οι σκέψεις και οι μελαχολίες, που τον-ε τρώνε.

-Και ποιά είναι η κοπελιά, Τάσο;

-Η Άννα του μπάρμπα Χαρίλαου.

-Και τί λέτε τώρα να γίνει; Ποιά απόφαση έχετε πάρει;

-Μα δε μ-πήραμε καμιά απόφαση, γιατί σε περιμέναμε να έρθεις κι εσύ να πεις τη γνώμη σου.

-Εμένα η γνώμη μου θα είναι σύφωνη με όποια απόφαση πάρετε εσείς.

-Ωστόσο όμως, κυρά Αθή, είσαι η μάνα και ο κηδεμόνας του Σταύρο. Έχομε την υποχρέωση ν’ ακούσομε τη γνώμη τη δικιά σου και ό,τι μας-ε πεις εσύ θα κάνομε.

-Αφού θέλετε τη γνώμη μου, είναι ως εξής: Πρώτο, να μου υποσχεθεί ο Σταύρος ότι θα αλλάξει τρόπο ζωής. Δηλαδή, θα βρει δουλειά να δουλεύει, όποια δουλειά και να ’ναι, γιατί η παντρειά δημιουργεί οικογένεια και έχει έξοδα. Για να ζήσει μια οικογένεια χρειάζεται θέληση και πολλή δουλειά. Αν μου υποσχεθεί αυτά, με την ευκή μου, ει δε άλλως να κάθεται στο κρεβάτι να κλαίει τη μοίρα του και να τον-ε τρώνε οι μύγες!

-Καλά λες, κυρά Αθή, αλλά αυτά τα ’χομε κουβεδιάσει με το Σταύρο.

-Τάσο, ο Σταύρος, παιδί μου, δεν αλλάσει ποτέ. Αυτός μια ζωή βρίνεται ξάπλα στο κρεβάτι. Δεν του αρέσει η δουλειά. Δεν θέλει να δουλέψει. Δεν ξέρει ακόμη τι θα πει ζωή και δε τον-ε γνοιάζει για τίποτα, μόνο να βρει να φάει και να ξαπλώσει. Αυτό έμαθε από μωρό, γιατί εγώ ήπρεπε να δουλέψω. Δεν είχα που να τον αφήσω και υποχρεωνόμουνε να του λέω να μην έβγαινε έξω, γιατί ήτα μωρό και φοβούμουνε να μη πάθει τίποτα. Τώρα, όμως, είναι άντρας. Ήπρεπε να το δει μόνος του και ν’ αρχίσει να δουλεύει, αλλά δε θέλει. Πώς να το κάνομε; Δε θέλει!

-Εγώ, κυρά Αθή, πιστεύω πως τώρα που θα παντρευτεί, θέλει δε θέλει θα αλλάξει. Γιατί, όπως είπες κι εσύ: Οικογένεια θέλει; Να δουλέψει για να βγάλει τα απαιτούμενα. Αλλιώς θα δυστυχήσει.

Ο Σταύρος, που μέχρι τώρα δεν είχε μιλήσει και έβλεπε, άκουγε μα δεν έβγανε λέξη, δεν άντεξε και είπε με αγανάχτηση και πείσμα:

-Εγώ, μάνα, σου ορκίζομαι πως, άμα παντρευτώ, θα βρω δουλειά οπωσδήποτε να δουλέψω.

-Αν είναι έτσι παιδί μου, με την ευκή μου να γίνει η παντρειά σου να χαρώ κι εγώ.

-Βλέπεις τώρα; είπε ο Τάσος. Τί έχεις να πεις, κυρά Αθή;

-Ό,τι είχα να πω, το ’πα.

-Ε, να πάω, λοιπό, να το πω του μπάρμπα Χαρίλαου να δούμε τι θα μας-ε πει κι εκείνος.

-Να πας, παιδί μου, και η ώρα η καλή. Καλοστραθιά να ’χεις!

Έφυγε ο Τάσος και πήγε κατευθεία στο σπίτι του μπάρμπα-Χαρίλαου. Χτύπησε τη μ-πόρτα. Η Άννα άνοιξε και αντίκρισε το ν-Τάσο.

-Καλησπέρα Άννα.

-Καλησπέρα, του απάντησε κι εκείνη. Πέρασε μέσα, του είπε και πέρασε. Η Άννα του πρόσφερε καρέκλα και κάθισε. Τί σου τρέχει Τάσο; τον αρώτησε.

-Τίποτα, μόνο ήθελα το πατέρα σου, που είχα να του πω μια παραγγελιά που μου είχα αναθέσει.

-Μόλις έφυγε να πα καθίσει, λέει, στο καφενείο λίγο για να περάσει η ώρα ν-του. Αλλά αυτό γοργογυρίζει. Αλλά αν βιάζεσαι, να πα του φωνάξω.

-Μπα, όχι άστον-ε. Μα ξέρω εγώ πως δε μ-πολυκαθίζει. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι ιδιαιτέρως, πριχού κουβεδιάσω με το πατέρα σου.

-Τί τρέχει Τάσο; Τί θα με ρωτήσεις;

-Εδώ μ’ έστειλε ένας φίλος μου να κάνω το προξενητή και μου ’πε πως αγαπιέστε. Είναι αλήθεια;

-Ο Σταύρος σ’ έστειλε;

-Ναι, Άννα, ο Σταύρος.

-Αλήθεια είναι Τάσο. Τώρα κι ένα χρόνο αγαπιόμαστε. Ένα χρόνο του λέω και του ξαναλέω να το πει του πατέρα μου να τελειώνομε, αλλά μου λέει και μου ξαναλέει πως δεν είναι για παντρειά, γιατί δεν έχει δουλειά και πώς θα παντρευτούμε;

Ωστόσο άνοιξε η πόρτα και ο μπάρμπα-Χαρίλαος έφτασε.

-Καλησπέρα, Τάσο, του είπε.

-Καλησπέρα, του απήντησε.

Κάθισε ο μπάρμπας Χαρίλαος.

-Τί σου τρέχει Τάσο; Πώς βρέθηκες στο φτωχικό μας;

-Αποσταλμένος από άλλο είμαι, μπαρμπα-Χαρίλαε.

-Από ποιο, Τάσο;

-Από το φίλο μου το Σταύρο.

-Επιτέλους! Αποφάσισε πρέπει!

Είπε και ο Τάσος:

-Λοιπό τί λέτε εσείς; Όπως βλέπω ξέρετε πριχού να σας αναγγείλω τι θέλω να σας πω!

-Τί να σου πω, παιδί μου; Αφού αγαπιούνται, να παντρευτούνε να ξεγνοιάσουνε! Τί θα περιμένουνε, να πλουτίσουνε μήπως;

-Και τώρα, πώς θέλετε να γίνει; Να το κρατήσομε κρυφό μέχρι να δείτε τι θα κάνετε ή να το ξεφανέρωσομε αμέσως ν’ ακουστεί;

-Από ’δω, που θα φύγεις παιδί μου Τάσο, όποιος κι α σου παντήξει, λέγε του το! Και να πάρεις αύριο το Σταύρο να ’ρθείτε στο σπίτι μας. Αύριο βράδυ, που θα είστε εδώ, θα δούμε πως θα το κάνομε. Να πάρετε και τη μάνα του να είναι κι εκείνη εδώ να συζητήσουμε. Γιατί έχομε να πούμε πολλά, να βρούμε και τον άνθρωπο που θα τους στεφανώσει.

-Αυτός, που θα τους στεφανώσει, θα είμαι εγώ, αν το θέλετε βέβαια κι εσείς!

-Μετά χαράς, Τάσο παιδί μου!

-Ε, και στα στέφανα με καλό! είπε ο Τάσος σηκώνοντας το ποτήρι, που τους είχε γεμώσει η Άννα.

-Και στα δικά σου! του αποκριθήκα κι οι δυο τους.

Ο Τάσος εκαληνύχτισε κι έφυγε βιαστικός για να πα να αναγγείλει τα γεγονότα του Σταύρο και της Αθής, που τον επεριμένα με αγωνία πότε να επιστρέψει. Στο δρόμο, όπως του παραγγείλα, έτσι έκανε. Όποιος του πάντηχνε του το έλεγε και μέχρι να φτάσει στο σπίτι του Σταύρο το ’μαθε όλο το χωριό. Έφτασε στο σπίτι. Άνοιξε τη μ-πόρτα φωνάζοντας:

-Να σου ζήσει τ’ αντρόγυνο κυρά Αθή! Τα συχαρητήριά μου Σταύρο! Και στα στέφανα με καλό!

Τους είπε ότι θέλει να είναι ο κουμπάρος αυτός, ότι το ’πε και της Άννας και δέχεται. Του απαντήσα κείνοι πως είναι δεχτός και του ευκηθήκα και στα δικά του. Έτσι τέλειωσε κι αυτή η βραδιά μέχρι την άλλη μέρα, που είχα συνεννοηθεί να μονιάσουνε στου μπάρμπα Χαρίλαου το σπίτι.

Έτσι έγινε. Νωρίς-νωρίς μονιάσα και οι τρεις των-ε. Πήγα στο σπίτι του Χαρίλαου κι αυτό είχε ετοιμάσει λίγο-πολύ ό,τι είχε και τους περίμενε. Εφτάσα. Τους καλωσορίσα με χαρές, γέλια και πειράγματα. Είπε καθένας τις ευκές του, καθίσα. Εστρώσα το τραπέζι, εφάγα, ήπια και συζητήσα. Είπε καθένας τα δικά του, εβγάλα το πόρισμα. Εκόψα τους γάμους για τη γ-Κυριακή να γίνου και ότι θα κατοικήσουνε όλοι μαζί στο σπίτι της Άννας, που είναι πιο βολικό και θα έχουνε περισσότερη άνεση. Συφωνήσανε σε όλα. Για το θέλημα είπανε ότι ο μπάρμπα Χαρίλαος θα το αναλάβει να το βγάλει με τη συνεννόηση και του παπά Γληγόρη. Αφού τελειώσα ότι είχα να που, καληνυχτίσα και φύγα για το δικό τους σπίτι καθένας.

Από τότες μέχρι το γάμο, ο Σταύρος ήτα κάθε μέρα με την Άννα και άρχισε τις ξάπλες. Ήρθε η Κυριακή, εγίνα τα στέφανα και οι γάμοι ν-των-ε. Όπως είπα, καθίσα όλοι μαζί στο σπίτι της Άννας. Με τη μικρή συνταξούλα, που έπαιρνε ο Χαρίλαος, και με τη δουλειά της Αθής τα βολέβα. Ο Σταύρος άρχισε πάλι τις συνηθισμένες ξάπλες του. Η μάνα του, που εντρεπότανε το συμπέθερό της, του ’ρμήνευε και τον εμάλωνε, αλλά αυτός δεν της έδινε σημασία.

Έτσι περάσα δυο χρόνια, που εσυνέχισε της ξάπλες του. Ωστόσο η Άννα γέννησε ένα κοριτσάκι, που το βάφτισε η κυρά Πόπη και του έδωσε της γιαγιάς του το όνομα, Αθή. Στο ν-τρίτο χρόνο ξαναγέννησε ένα αγοράκι. Χαρήκα όλοι τους, έχουνε τώρα το ζευγαράκι, και ο Χαρίλαος περισσότερο. Αλλά στάθηκε άτυχος, γιατί καλά-καλά δε μ-πρόλαβε να το γνωρίσει και πέθανε. Πέθανε πριχού ακόμη σαραντίσει η Άννα.

Τώρα η ’κογένεια έχει μεγαλώσει και περιμένουνε όλοι από τη δουλειά της Αθής, αλλά πού να φτάσει να ταΐσει τόσα στόματα; Έτσι άρχισε η ζωή του Ξάπλα να γίνεται κάθε μέρα και πιο μαύρη. Κάθε μέρα, όλη μέρα, και οι δυο γυναίκες ήσαν-ε αποφασισμένες να τον-ε βάλουνε να δουλέψει.

-Σήκω απάνω, Ξάπλα ν-τεμπέλη! Σήκω να βρεις δουλειά να κάμεις, γιατί θ’ αποθάνομε της πείνας!

Αλλά ο Σταύρος δεν έκανε την απόφαση. Έβγαινε λίγο, άμα θελα του γρινιάζου και μετά από λίγη ώρα ξαναγύριζε και γύρευε φαΐ. Οι δυο γυναίκες ήρθα σε απόγνωση και εσκεφτότανε τι να του βρούνε να κάνει, έστω και λίγο να προσφέρνει στο σπίτι. Στο τέλος η Άννα είπε:

-Μητέρα, ξέρεις τί σκέφτομαι;

-Τί παιδί μου; της είπε η Αθή.

-Να πάρομε του Σταύρο ένα γαϊδουράκι και μια κατσίκα να καταγίνεται, μήπως και συνηθίσει στη δουλειά. Κάθε μέρα, που θα τα βγάζει έξω τα ζωντανά για να τα βόσκει, θα φορτώνει και μερικά ξύλα να τα ’χομε το χειμώνα να μην τ’ αγοράζομε. Ν’ αρμέμε και τη γ-κατσίκα να πίνου τα παιδιά το γάλα να το γλιτώνομε κι εκείνο.

-Να ’σαι καλά, παιδί μου, της είπε η Αθή. Καλά λες! Από ’κει μπορεί και ν’ αρχίσει να μάθει τη δουλειά.

Αγοράσα, λοιπό, το γαϊδουράκι και τη κατσίκα και είπα στο Σταύρο:

-Να, τη δουλειά που θα κάνεις!

Τί να κάνει ο Ξάπλας; Δέχτηκε και κάθε πρωί του εστρώνα το γάιδαρο κι εδένα τη γ-κατσίκα στο σομάρι. Καβαλίκευε ο Σταύρος και πήγαινε έξω σε κάποια αγριάδα, έδενε τη γ-κατσίκα και το γάιδαρο και μετά το ’ριχνε στη ξάπλα. Το βράδυ τα ’παιρνε και τα γύριζε στο σπίτι. Οι γυναίκες τον-ε καλωσορίζα με χαρά για να του δώσουνε θάρρος και θέληση. Ξύλα, όμως, δεν έφερνε. Του ελέγα και του ξαναλέγα να βρίσκει και ξύλα να τα ’χου το χειμώνα.

Ο Σταύρος, όμως, εσυνέχισε τη ξάπλα. Κάθε μέρα έδενε τα ζωντανά στο ίδιο σημείο και σιγά-σιγά αρχίσα να λιώνου από τη πείνα. Μετά από δέκα μέρες ο Σταύρος άρχισε να πιαίνει με τα πόδια του λόγω του ότι ο γάιδαρος δε μπορούσε να τον-ε σηκώσει.

-Δεν έφερες πάλι ξύλα; του ξαναείπα μετά από δέκα μέρες. Κι αυτός τους απήντησε:

-Πώς θελα τα φέρω; Να τα σηκώνω;

-Βρε ν-τεμπέλη, το γάιδαρο γιάιντα σου τον έχομε;

Για να καβαλικεύεις;

-Αφού πήγατε κι αγοράσατε τον άρρωστο γάιδαρο. Δε το ξέρατε πως δεν ει θελα μπορεί να σηκώσει ξύλα;

-Μα τί λέει, παιδί μου, αυτός; Τί λέει; Γέρικα και άρρωστα ζωντανά του πήραμε;

-Έτσι λέει, μητέρα. Για, να πα να δούμε τα ζωντανά.

Πήγανε οι δυο γυναίκες και τι να δούνε! Και τα δυο, ο γάιδαρος και η κατσίκα, ήσανε σε άθλια κατάσταση. Η Αθή τα ’χασε και άρχισε να λέει:

-Γιεεε, το Ξάπλα! Γιεε, τον άχρηστο, τον άναντρο, τον απατάριστο άθρωπο της κενωνίας! Γιεε, τίνος ει θελα θαρρευτώ! Γιάε, πως επόδωκε τα ζωντανά!

-Τί να κάνομε τώρα, μητέρα; είπε η Άννα.

-Δεν ξέρω, παιδί μου. Να πάω θελω να φέρω το χτηνίατρο κι ότι μας-ε πει θα κάνουμε.

Έφυγε. Πήγε κι έφερε το χτηνίατρο. Κοίταξε τα ζωντανά και τους είπε:

-Πόσες μέρες έχετε να τα ταΐσετε;

-Μα ο Σταύρος τα ’βγαζε κάθε μέρα σε βοσκή. Κάθε βράδυ μας έλεγε πως τα βόσκησε.

-Τα ζωντανά, ξαναείπε ο χτηνίατρος, έχονε πάθει από την αφαγία αφυδάτωση. Θένε ενέσεις βιταμίνες κι α γλιτώσου.

-Να τις κάνεις γιατρέ, είπε η Αθή.

Έκαμε ο χτηνίατρος τις ενέσεις και τους είπε να τα ταΐσου, να των-ε βάλουνε σανό και καρπό κι αν-ε φάνε, μπορεί να τους περάσει. Αλλά να συνεχίσου να τα ταϊζου. Τί να κάνει η Αθή; Πήγε κι αγόρασε διάφορες τροφές απ’ αυτές που τις υπόδειξε ο γιατρός. Γύρισε. Των έβαλε, αλλά τα ζωντανά δεν εφάγα. Την άλλη μέρα η Αθή ξαναπήγε στο γιατρό και του είπε πως δεν εφάγα. Τον-ε παρακάλεσε και ξαναπήγε. Τα είδε και της είπε:

-Κυρά Αθή, αφού τα ζωντανά δεν αναπήρα και δεν εκαλυτερέψα μετά τις ενέσεις που τως έκανα, δε γλιτώνου. Αν-ε των-ε κάνομε κι άλλη ένεση, μόνο πως θα τη χάσομε. Μόνο, ξέρεις τί θα κάνεις;

-Τί;

-Αν μπορείς, να τα πας σε κανένα χωράφι, που να ’χει χλωρό χόρτο, να τα αφήσεις. Μπορεί ν’ αρχίσουνε μοναχά τους να τσιμπήσου χορτάρι και ίσως να τη βγάλου. Αλλιώς δεν υπάρχει άλλη λύση. Αν-ε ψοφήσου, να ψοφήσου έξω. Να μη θέλει μετά ολόκληρη ιστορία για να τα μεταφέρεις.

Τί να κάμει η Αθή; Πήγε και το ’πε στο ν-Τάσο. Ο Τάσος βρήκε μεταφορικά μέσα και τα μετάφερε μακριά σ’ ένα λιβάδι και τα παραίτησε στη τύχη τους. Την άλλη μέρα, πήγε πάλι να δει τι κάνα και είχα ψοφήσει. Γύρισε και τους είπε πως εψοφήσα και εστενοχωρηθήκα πολύ. Αλλά τί εμπορούσα να κάνουνε; Εκάνα η μια της άλλης κοράγιο.

-Δεν πειράζει, ελέγα, ας κάνομε υπομονή κι οχιάλος.

Ο Σταύρος, που τα είχε μάθει όλα, εκαθότανε στο καφενείο και δεν έκανε την απόφαση να γυρίσει στο σπίτι. Από το πρωί, που είχε φύγει, δε γύρισε. Μέσα στο γ-καημό, που είχα για τα ζωντανά, εθυμηθήκα και το Σταύρο πως αργούσε και αρχίσα να ανησυχού. Γι’ αυτό βγήκε έξω η Αθή και πήγε στο καφενείο. Τον είδε και καθόντανε και κρατούσε τη γ-κεφαλή του. Τί να κάνει η Αθή; Παιδί της ήτανε και είχε και την ευθύνη αυτή, που τον έμαθε να ζει μ’ αυτό τον τρόπο. Το μ-πόνεσε η ψυχή της στη κατάσταση, που τον είδε, και του φώναξε:

-Σταύρο παιδί μου, έλα να σου πω!

Ο Σταύρος έτρεξε αμέσως και ντροπαλά την επλησίασε και της είπε:

-Τί θέλεις μητέρα;

-Έλα στο σπίτι, γιατί ανησυχεί η γυναίκα σου. Τί έκανες όλη μέρα και δε μ-πρόβαλες να δεις τι κάνομε;

Ο Σταύρος δεν έβγαλε λέξη. Ακουλούθησε τη μάνα του και γυρίσα.

Αντίκρισε το βλέμμα της Άννας κι ήτα λυπημένο σαν ότα έχασε το πατέρα της. Άρχισε να αιστάνεται μηδαμινός, ανυπολόγιστος κι ανάξιος για να είναι άντρας της: «Εμένα δε μου έπρεπε, όχι η Άννα, αλλά καμιά γυναίκα στο γ-κόσμο. Κανείς άθρωπος να ζήσει, έστω και για λίγα λεφτά της ώρας, μαζί μου. Τί την ήθελα τη μ-παντρειά, αφού δεν είμαι για τίποτα; Τίποτα δεν είμαι ικανός να εξεπηρετήσω. Μόνο το κρεβάτι, εκεί δε με περνά κανείς, είμαι ο πρώτος από τους υγιείς. Γιατί μπορεί να βρίνεται κι άλλος συνεχώς στο κρεβάτι, αλλά άρρωστος. Μα τί λέω; Με τους υγιείς βάνω και τον εαυτό μου, που είμαι ο πιο άρρωστος του κόσμου στο μυαλό, στη θέληση και στην απόφαση; Αν είχα τα λογικά μου και αιστανόμουνε σαν άθρωπος, θα ήπρεπε αυτή τη στιγμή να με κλαίνε και όχι να με βλέπουνε από τη μια, να με λυπούνται κι από την άλλη. Να με αντιπαθού και να με συχαίνονται. Δε πάει άλλο, Σταύρο, είπε μέσα του. Ή γίνεσαι άθρωπος φυσιολογικός ή να το πάρεις απόφαση να πεθάνεις να μη γίνεσαι πια η αφορμή να στενοχωρείς και τους άλλους.»

Οι γυναίκες είχα γ-κουβεδιάσει πιο μπροστά και είχα πει να μη ν-του κακομιλήσου και να τον αφήσου να περάσου κάμποσες μέρες να ηρεμήσει και μετά να του μιλήσου και να το συβουλέψου και έτσι δεν του βγάλα λέξη. Η ΄Αννα ετοίμασε το τραπέζι και είπε:

-Ελάτε να δειπνήσομε.

Καθίσα όλοι τους και αρχίσα και τρώγα, αλλά τα παιδιά αρχίσα να κλαίνε.

-Τί έχου άραγες; είπε η Αθή.

-Τί να έχου, μητέρα; Δεν είχα γάλα να τα ταΐσω και πεινάνε.

-Δεν έχομε και χρήματα για να τους αγοράσουμε, εσυμπλήρωσε η Αθή. Πρέπει να ζητήσω ’πο κανένα δανεικά να μη τα αφήσομε να πεθάνου της πείνας.

Ο Σταύρος, που τους άκουγε τι ελέγα, δεν έβγανε λέξη, αλλά μέσα του ένιωθε ένα βάρος σα το βράχο ασήκωτο. Ένιωθε υπεύθυνος και άρχισε πάλι να συλλογίζεται και να τα ‘χει με τον εαυτό του. Είπε μέσα του: «Τί κάθομαι και δε δίνω των α-μαθιώ μου; Να βρω ένα γκρεμνό να πέσω, μα δεν είμαι για άλλο τίποτα. Να μην γίνομαι εμπόδιο, να πεινού τα παιδιά μου και να βασανίζω τις γυναίκες.»

Άφησε το πιρούνι, που κρατούσε, στο τραπέζι και σηκώθηκε τρεκλίζοντας να πέσει. Οι γυναίκες, που αντιληφθήκανε τη κατάστασή του, προλάβα και τον επιάσα, ειδάλλως θα σωριαζότανε.

-Τί έχεις, Σταύρο παιδί μου; εξεφώνησε η μάνα του.

-Τί έχεις, Σταύρο; είπε και η Άννα και άρχισε να κλαίει.

-Τί έπαθες, γιέ μου; ξαναείπε η μάνα του. Έλα, παιδί μου, κάθισε, ησύχασε και όλα θα διορθωθού. Μη στενοχωράσε.

-Έλα, αγάπη μου, έλα, καλέ μου, κάθισε.

Του βρέξα λίγο νερό στο πρόσωπο και συνήλθε. Αλλά ήθελε να βγει έξω και τους έλεγε:

-Αφήτε με να κάνω μια βόλιτα, να μου χτυπήσει αέρας, να μου περάσει.

-Όχι, γιε μου, δε θα πας πουθενά. Εδώ θα σου περάσει καλύτερα.

Με χίλια-δυο συργούλια τον εμαλακώσα, τον εβάλα στο κρεβάτι και ξάπλωσε. Αλλά κι εκεί εχειρωτέρεψε, γιατί ήρθε στη σκέψη ότι δεν ήτα για τίποτε άλλο παρά μόνο για το κρεβάτι. Ξανασηκώθηκε και στάθηκε όρθιος, αλλά ένιωθε τον εαυτό του αδύναμο και ζαλιζότανε. Ξανατρέκλιζε να πέσει. Πρόλαβε και κάθισε στη καρέκλα.

-Γιατί, παιδί μου, εσηκώθηκες και δεν έμεινες στο κρεβάτι να σου περάσει;

Αλλά ο Σταύρος και πάλι δεν έβγαλε λέξη. Είχε θολώσει το μυαλό του και είχε απογοητευτεί. Του φαινότανε πως είχε χάσει το φως του και δεν έβλεπε τίποτα. Ζούσε κείνες τις στιγμές μέσα σε μαύρη κόλαση. Έκανε όπως κάνει ο μεθυσμένος. Το σώμα του έγερνε πότε τη μια μεριά και πότε την άλλη. Η Αθή δεν άντεξε άλλο, έτρεξε και του έφερε το γιατρό. Τον είδε και του είπε πως περνά κρίση από στενοχώρια. Του έκανε μια ένεση για να κοιμηθεί, να ηρεμήσει. Τις καθησύχασε ότι δεν έχει τίποτα και ότι το πρωί που θα ξυπνήσει θα είναι ήρεμος όπως και πρι. Έτσι ησυχάσα, αλλά εμείνα κι οι δυο δίπλα του όλη τη νύχτα.

Το πρωί ο Σταύρος δεν είχε τίποτα. Ξύπνησε ήρεμος. Πήρε το πρωινό, που του είχε ετοιμάσει η Άννα, γιατί η μάνα του είχε φύγει για τη δουλειά, και μετά βγήκε έξω για να περάσει η ώρα του. Φεύγοντας η Άννα του είπε:

-Σταύρο, να γοργογυρίσεις και μη ξεχνάς πως έχομε δυο παιδιά. Άκουσες, αγάπη μου; Μη μ’ αφήσεις να σε περιμένω πολύ, να με κάνεις να ανησυχώ.

-Καλά, είπε ο Σταύρος. Έφυγε με προορισμό να βρει το γκρεμνό και να δώσει τέρμα στη ζωή του.

Βγήκε έξω από το χωριό. Βάδισε κανένα χιλιόμετρο, αλλά ένιωσε τα πόδια του να πονούν και να τρέμουν από κούραση, λες και βάδιζε δέκα μέρες χωρίς να σταματήσει. Κάθισε στην άκρη του δρόμου σε μια μ-πέτρα και άρχισε να σκέφτεται όσα είχε περάσει και σε όσα ήταν υπεύθυνος. Κουβεντιάζοντας με τον εαυτό του λέει:

-Για όλα είμαι υπεύθυνος: που ψόφησα τα ζωντανά και σήμερο και χθες και αύριο θα πεινάνε τα παιδιά μου.

-Ναι, είσαι υπεύθυνος, αλλά μπορείς να διορθωθείς. Μπορείς να δουλέψεις. Μπορείς να βοηθήσεις την οικογένειά σου και να τους κάνεις ευτυχισμένους. Τί σου φταίει η Άννα να την αφήσεις χήρα με δυο παιδιά, να βασανίζεται σ’ όλη τη ζωή της; Δε βλέπεις τη μάνα; Τί ετράβηξε για να σ’ αναθρέψει; Τί τραβά ακόμα για χάρη σου; Έλα, Σταύρο, στα λογικά σου και βρε μιαν άλλη λύση. Αυτό, που σκέφτεσαι, μόνο οι δειλοί, οι ξοφλημένοι, οι απογοητεμένοι το σκέφτονται. Εσύ δεν εξόφλησες, γιατί έχεις παιδιά, οικογένεια και πρέπει να τους συμπαρασταθείς. Ακόμη κι ανίκανος να ‘σουνε, όταν είσαι δίπλα τους, θα σ’ έχουνε θάρρος.

Εκείνη την ώρα, που έκανε τις σκέψεις αυτές, ερχότανε ο κουμπάρος του ο Τάσος. Τον εδιέκοψε λέγοντας του:

-Γεια σου, κουμπάρε Σταύρο. Τί σου τρέχει και φαίνεσαι σκεφτικός και στενοχωρημένος; Τί έχεις;

Εσταμάτησε τη σκαφτικιά μηχανή, που οδηγούσε. Εκατέβηκε και κάθισε δίπλα του.

-Έλα, κουμπάρε, πες μου το πόνο σου να τον-ε μοιραστούμενε να λαφρώσεις λιγάκι.

-Τί να σου πω, κουμπάρε; Να σου πω πάλι πως είμαι άδουλος, πως είμαι ανίκανος; Αυτά πια τα ‘χεις συνηθίσει και θα πρέπει και συ να με βαριέσαι.

-Ποιος, κουμπάρε, σου ‘πε ότι ο Τάσος ο κουμπάρος σου σε βαριέται; Ίσα-ίσα, που εγώ τώρα και πολύ καιρό, αναζητώ τη συντροφιά σου, τη φιλία μας. Αλλά δε φταίω εγώ. Φταις εσύ που δε βγαίνεις έξω και δε σμίγομε να μου πεις τα δικά σου. Να σου πω και γω τα δικά μου. Να δώσομε ο γ-είς τ’ αλλού θάρρος. Τώρα, όμως, που εμονιάσαμε, δε σ’ αφήνω, α δε μου πεις τι σου τρέχει.

-Τί να σου πω; του ξαναείπε ο Σταύρος.

-Το μυστικό που σε τρώει.

-Μα δεν είναι μυστικό, γιατί το ξέρει όλο το χωριό. Συ πρέπει να το ‘χεις μάθει.

-Ποιό πρέπει να έχω μάθει;

-Μα για τα ζωντανά, κουμπάρε, που εγώ ο ανίκανος άθρωπος τα φόψησα.

-Ναι, κουμπάρε. Αυτό το ‘μαθα. Λογάριαζα, απόψε κιόλας, να σε βρω να σε ρωτήσω να δω πως έγινε. Αλλά μια και σμίξαμε εδώ, πες μου. Γιατί εφοψήσα τα ζωντανά;

-Γιατί, κουμπάρε, τα ‘παιρνα και πήγαινα και τα ‘δενα κάθε μέρα στο ίδιο κλαρί, στο ίδιο σημείο κάθε μέρα. Δεν ευρίσκα τίποτα να φάνε και φοψήσα από τη πείνα.

-Για το Θεό, κουμπάρε, τόσον αφελής ήσουνε και άφησες τα ζωντανά να φοψήσουν από πείνα;

-Τόσον-α ξέρω, τόσον-α κάνω. Ύστερα θέλω και να βρω δουλειά. Αφού δε ξέρω να δουλέψω, τί τη θέλω τη δουλειά;

-Τελοσπάντω, κουμπάρε, αυτό έγινε που έγινε και δεν ξεγίνεται. Μόνο μην το σκέφτεσαι και να κοιτάξεις να βρεις δουλειά να κάνεις. Να βοηθάς την οικογένειά σου και να μη πεινού τα παιδιά σου.

-Τα παιδιά μου, κουμπάρε, σκέφτομαι συνέχεια, μα δε μπορώ να τους προσφέρω τίποτα. Μόνο κακό των-ε κάνω με τις αναποδιές μου. Γίνομαι η αιτία εγώ και στερούνται το γάλα τους. Πήρα την απόφαση να πα να βρω ένα γκρεμνό να δώσω τέρμα στη ζωή μου, να μη των-ε γίνομαι εμπόδιο και βάρος στη ζωή των-ε.

-Μα τί λες, κουμπάρε; Είσαι με τα καλά σου; Τί είναι αυτά, που μου λες; Δε ντρέπεσαι; Εσύ, που έχεις τη υγειά σου και μπορείς με τη δύναμη σου να μετακινήσεις ολόκληρο βουνό σπρώχνοντας το; Άφησέ τις αυτές τις κακές σκέψεις κι άκουσέ με τι θα κάνεις για να προσφέρεις πολλά στην οικογένεια.

-Τί θα κάνω, κουμπάρε;

-Κτηματάκια έχεις κάμποσα από τη μάνα σου, τον πατέρα σου και από το πεθερό σου. Ν’ αρχίσεις να τα καλλιεργείς.

-Μα δε ξέρω, σου λέω, πως θα τα καλλιεργώ.

-Άκου να δεις: Συνορόμιλο με το δικό μου κήπο, έχεις ένα χωραφάκι, που έχει τρεχάμενο νερό, όπως και το δικό μας. Έλα να σου το δείξω, αν δε ξέρεις. Να σου δείξω πως θα το δουλέψεις, να το σπείρεις απ’ όλα τα κηπευτικά, να δεις πόσο εισόδημα θα βγάνεις.

– Μα δε ξέρω σου λέω. Δε ξέρω! Πώς το λένε;

– Εγώ θα σου μάθω.

Ύστερα από τα πολλά παρακάλια του Τάσο, εσυβάστηκε ο Σταύρος, αφού του ‘πε πως θα τον-ε βοηθήσει κιόλας. Συφωνήσα να πάνε το πρωί ν’ αρχίσουνε να το καλλιεργούνε. Αφού τέλειωσε η συζήτηση τους, βγήκα στη μηχανή. Έβαλε μπροστά ο Τάσος, επιστρέψα στο χωριό και πήγε ο καθένας στο δικό του σπίτι.

Το πρωί ξανασμίξα και ξανακουβεδιάσα. Το πρωί, πήρε τα απαιτούμενα εργαλεία ο Τάσος. Τα ‘ριξε στη καρότσα της μηχανής, έβαλε και τη σκαφτικιά απάνω και περίμενε το Σταύρο να πάει να φύγου. Αυτός, πάλι, δεν άργησε. Έφτασε μόλις είχε ‘ποφορτώσει τα πράματα που των-ε χρειαζότανε. «Καλημέρα, κουμπάρε» ανταλλάξα και οι δυο τους, βάλανε μπροστά κι εφύγα.

Εφτάσα στο χτήμα και αρχίσα να δουλεύου, ο Τάσος τη μηχανή και ο Σταύρος τη σκαλίδα και έβγανε κλαδιά. Για να μη σας τα πολυλογώ, εκαλλιέργησε ο Τάσος το χτήμα, το ‘σπειρε και ο Σταύρος όλο «Ναι, ξέρω.» έλεγε. Κάθε λίγο και λιγάκι ο Σταύρος έπεφτε ξάπλα και κοιμότανε. Ο Τάσος εντρεπότανε και δεν ήθελε να το στενοχωρέσει και συνέχιζε τις ξάπλες. Αφού έκανε ότι ήθελε ο κήπος, του είπε:

-Τώρα, κουμπάρε, είν’ έτοιμος ο κήπος. Θέλει μόνο κάθε δυο φορές την εβδομάδα πότισμα μέχρι να τελειώσει η σοδειά. Ότι να θέλουνε μάζωμα, θα σου δείξω εγώ πως θα τα μαζεύεις. Και θα πιαίνεις στο σπίτι σου και θα πουλούμε στο μανάβη.

-Μα πώς θα τον-ε ποτίζω, που δεν ξέρω;

-Έλα να σου δείξω.

Άνοιξε ο Τάσος το νερό κι έτρεχε. Το ‘βαλε στ’ αυλάκι κι αφού εγέμισε, το ‘κοψε και το βαλε σε άλλο.

-Αυτό είναι όλο, κουμπάρε. Εύκολη δουλειά. Για πάρε κι εσύ τη σκαλίδα.

Έπιασε κι αυτός τη σκαλίδα και τη κράθιε και ότα γέμισε το αυλάκι, εκατέβασε τη σκαλίδα ανάποδα. Με λίγα λόγια όπως άρχισε έτσι τελείωσε. Μέχρι που του μάζεψε όλη τη σοδειά ο Τάσος. Μόνο που τον ακολουθούσε, αλλά δουλειά δεν επρόσφερε τίποτα. Κάθε μέρα τον έπαιρνε, τον πήγαινε στον κήπο και τον γιάγερνε στο χωριό το βράδυ. Έβγαλε πολλή σοδειά πατάτες. Εγέμισε το σπίτι του ο Σταύρος και είχε όλο το χρόνο. Πούλησε κιόλας κάμποσα. Έπιασε και κάμποσα χρήματα. Η χρονιά, όμως, πέρασε και ο Τάσος του είπε:

-Κουμπάρε, τώρα έμαθες τη δουλειά. Κοίταξε να τα βολέψεις μόνος σου, γιατί εγώ έχω πολλές δουλειές και δε μπορώ να σε βοηθήσω οφέτος.

-Μα δεν ξέρω, κουμπάρε, πως να το κάνω.

-Να μάθεις, κουμπάρε. Μα κανείς από την κοιλιά της μάνας του δε ξέρει, αλλά σιγά-σιγά μαθαίνει έτσα λογιώς.

Πάλι, ο Σταύρος έγινε ξάπλα και συνέχισε τα παλιά. Άρχισε και δεν έβγαινε απ’ το σπίτι ούτε για ένα λεπτό, έστω να του χτυπήσει αέρας. Τις περισσότερες ώρες τις έβγαζε στο κρεβάτι. Δεν αντέξα άλλο οι γυναίκες. Αρπάξα τις παντόφλες και όπως ήτανε ξαπλωμένος στο κρεβάτι τον αρχίσα να τον χτυπούν και να του λένε:

-Σήκω απάνω, Ξάπλα! Σήκω, τεμπέλη! Πήγαινε να βρεις δουλειά να κάνεις, γιατί θα σε σκοτώσουμε στο ξύλο!

Τον εβρίζα τόσο πολύ, που ξαναβρήκε πάλι τις παλιές σκέψεις. Βγήκε πάλι έξω απού το χωριό, κάθισε και τα ‘χε πάλι με τον εαυτό του. Ύστερα από πολλή ώρα εσκέφτηκε να πα να βρει το μανάβη να του δώσει μερικά χρήματα. Αλλά από πού ει θελα του τα ξεπληρώσει μετά; Αφού δεν εκαλλιέργησε οφέτος το κήπο.

-Ει να πάω θελω εγώ κι αν-ε μου τα δώσει, του χρόνου μπορεί να καλλιεργήσω να πάρει τα χρήματά του.

Πήρε, λοιπό, το πρωί, το λεωφορείο και πήγε στην πόλη. Πήγε στο μανάβικο, που τον έπαιρνε ο Τάσος για συντροφιά και πουλούσε τα μαναβικά.

-Γεια σου, Θωμά, του είπε. Τί κάνεις;

-Καλά, Σταύρο. Εσύ τί κάνεις;

-Καλά είμαι κι εγώ.

-Πώς πάνε οι καλλιέργειες οφέτο, Σταύρο; Πότες θα αρχίσετε να κόβετε;

-Όπου να ‘ναι, Θωμά, θ’ αρχίσουμε. Μόνο οφέτος είπαμε να καλλιεργήσομε ακόμη άλλο ένα κομμάτι για να αυξήσομε τη σοδειά και μας-ε λείπουνε μερικά χρήματα. Με ‘στειλε ο κουμπάρος μου ο Τάσος να σου πω, αν ευκολύνεσαι, να μας τα δανείσεις και την άλλη μέρα τα κρατίζεις από τη σοδειά μας.

-Πόσα θέλετε, Σταύρο; Να δω αν τα ‘χω.

-Πενήντα χιλιάδες θέλομε.

-Έχω τα, Σταύρο. Με τα χαράς να σας τα δώσω.

Έβγαλε ο μανάβης τα χρήματα από το συρτάρι και του τα ‘δωσε λέγοντάς του:

-Αν-ε σας-ε κάνουνε κι άλλα ανάγκη, έχω ακόμη μερικά.

-Όχι, Θωμά. Αυτά φτάνου και περισεύου. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.

Τον αποχαιρέτισε κι έφυγε.

Το βράδυ γύρισε στο σπίτι του χαρούμενος και μόλις τον είδα οι γυναίκες ξαφνιαστήκα.

-Τί σου τρέχει, Σταύρο, και σε βλέπομε χαρούμενο;

-Ευρήκα δουλειά και μου δώσα προκαταβολή.

-Τί δουλειά εύρηκες, Σταύρο; Τί, δηλαδή, θα κάνεις;

-Δεν ξέρω ακόμη τι θα κάνω. Μα ότα μάθω, θα σας-ε πω.

Έβγαλε τα λεφτά, τους τα ‘δωκε και κράτησε κάτι λίγα για καφέ. Άρχισε πάλι τις ξάπλες του κάμποσες μέρες. Οι γυναίκες, όμως, αρχίσα ν’ ανησυχού. Το συχνορωτούσα που τα βρήκε, ποιος του τα ‘δωσε και πότε θα τον-ε πάρει στη δουλειά του. Μια μέρα κι αυτός τους είπε πως εμετάνιωσε και δε τον-ε παίρνει στη δουλειά που του είχε τάξει. Και ότι τα χρήματα, που του ‘δωσε, δε τα ήθελε να του τα επιστρέψει. Οι γυναίκες δεν τον επιστέψα. Αλλά και τί να κάνου;

Περάσα πάλι τέσσερις μήνες και δεν άλλαξε τίποτα. Ωστόσο, όμως, ο Τάσος, που του είχε τελειώσει η σοδειά του, πήγε και έκανε λογαριασμό με το μανάβη, όπως έκανε κάθε χρόνο. Αφού ετελείωσε ο λογαριασμός και του ‘δωσε το χαρτί, είδε να γράφει τις πενήντα χιλιάδες. Εξαφνιάστηκε, γιατί δεν τις θυμότανε. Ύστερα δεν είχε πάρει ποτέ προκαταβολή. Του λέει με τρόπο:

-Θωμά, εδώ βλέπω και γράφει πενήντα χιλιάδες προκαταβολή. Μήπως κάνεις λάθος;

-Περίμενε ένα λεφτό. Άνοιξε ο Θωμάς το βιβλίο του και του είπε: Θυμάσαι που μου ‘στειλες το Σταύρο να σου στείλω τις πενήντα χιλιάδες πως ει θελα καλλιεργήσετε ένα κομμάτι ακόμη χωραφάκι για να αυξήσετε τη σοδειά σας;

-Α ναι, συγγνώμη Θωμά, επέρασε από το μυαλό μου. Χίλιες φορές συγνώμη.

-Δεν πειράζει, Τάσο. Τα λάθη τα κάνου οι αθρώποι.

Αφού αποχαιρετιστήκανε, έφυγε ο Τάσος. Σ’ όλο το δρόμο τα ‘χε με τον κουμπάρο του και έλεγε:

-Γιάε τι μου ‘κανε! Το ξέρω πως έχει ανάγκη. Αλλά γιατί δεν τα ζήτησε εμένα να του τα δώσω να μη με ξευτελίσει στο μανάβη.

Σ’ όλο το δρόμο το σκεφτότανε. Όσο επερνούσε η ώρα τόσο πιο βαρύ του φαινότανε. Μόλις έφτασε στο χωριό, τον έψαξε στο συνηθισμένο καφενείο που σύχναζε. Πέρασε μέσα και πήγε κατευθεία στο τραπέζι που καθότανε. Τον-ε καλησπέρισε και κείνος του ανταπέδωσε. Κάθισε ο Τάσος και άρχισε με αυτό τον τρόπο:

-Πες μου, βρε κουμπάρε, πότες θα βάλεις μυαλό; Πότες θα γίνεις άθρωπος; Πότε θα μάθεις να σέβεσαι και να εχτιμάς το συνάθρωπό σου, όπως σε σέβουνται και σε εχτιμούνε εκείνοι; Δε ντρέπεσαι εσύ; Δε κοκκινίζεις; Δεν έχεις αίμα στις φλέγες σου;

Ο Σταύρος, που αντιλήφτηκε τι είχε συβεί, δεν έβγανε λέξη από το στόμα του. Ο Τάσος συνέχισε, αλλά πολύ προσεχτικά να μη τον-ε πάρου είδηση οι υπόλοιποι στο καφενείο.

-Τί είναι αυτά τα καμώματα σου, κουμπάρε; Με ήντα θάρρος, με ήντα τρόπο, κουμπάρε, επήγες στου μανάβη και πήρες τα χρήματα που πήρες κι έβαλες το όνομα μου; Πήγα κι έκαμα λογαριασμό και μ’ εξευτέλισες. Γιατί δε μου τα ζήτησες, μα να στα δώσω ήθελα και χωρίς επιστροφή; Γιατί, κουμπάρε μ’ εξευτέλισες;

Ο Τάσος εσυνέχισε και του ‘πε πολλά. Στο τέλος, όμως, σα καλός και λογικός άθρωπος που ήτα, το συμπόνεσε και του είπε:

-Να με συχωρείς, κουμπάρε, για όσα σου είπα, αλλά είχα θυμώσει τόσο πολύ που δεν ήξερα τι έλεγα. Για τα χρήματα, όμως, μη σκεφτείς καμιά φορά να μου τα επιστρέψεις, γιατί δεν τα κρατίζω. Και να μη νομίζεις πως θα σου κρατήσω κακία. Θέλω, πάλι, να συνεχίσομε τη φιλία μας σα και πρώτα. Αν καμιά φορά με ‘χεις ανάγκη, θα είμαι πρόθυμος να σ’ εξυπηρετήσω. Αλλά, σε θερμοπαρακαλώ κουμπάρε, άλλαξε τρόπο ζωής. Εύρε καμιά δουλειά να κάνεις, να καλυτερέψεις τη ζωή σου και τω παιδιώ σου.

Ο Σταύρος δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει σα μικρό παιδί όταν το μαλώνου. Ο Τάσος, ότα είδε τα δάκρυά του να τρέχου, εστεναχωρήθηκε πολύ που τον-ε πίκρανε τόσο πολύ. Τον-ε λυπήθηκε και κάθισε μαζί του πολλή ώρα. Του ‘κανε συντροφιά μέχρι που ηρέμησε. Ύστερα του είπε:

-Έλα, κουμπάρε, να πάμε στο σπίτι σου, που θέλω να δω και τα παιδιά σου, που έχω καιρό να τα δω. Σιγά-σιγά τον εσύβασε και κουβεδιάζοντας έφτασαν στο σπίτι του Σταύρου.

Ο Τάσος όταν έφτασαν είπε μέσα του: «Μεγάλη η χάρη σου Θεέ μου, που με βοήθησες και τον έφερα στο σπίτι του και πάλι. Εσύ Θεέ μου, που μπορείς, βοήθησέ τον-ε. Δώσε του φώτιση, άλλαξέ του μυαλά, εύρε του δουλειά να κάνει, να πάψει να ζει δυστυχισμένος.» Αυτά και άλλα πολλά έλεγε από μέσα του ο Τάσος, αλλά, ωστόσο, η Άννα τους είχε αντιληφτεί και του καλωσόριζε:

-Καλωσόρισες, κουμπάρε Τάσο, στο σπιτικό μας! Περάστε, κουμπάρε, καθίσετε. Καιρό έχομε να σε δούμε και σ’ είχαμε λαχταρίσει.

-Τί να κάνω, κουμπάρα; Δε μπορώ να ανασάνω από τη δουλειά. Τρέχω πάνω-κάτω και δεν τη προλαβαίνω.

-Του κουμπάρου σου, όμως, οι δουλειές έχου τελειώσει από καιρό.

Ο Τάσος είδε το λάθος του, στεναχωρήθηκε και άλλαξε τη συζήτηση λέγοντας:

-Κουμπάρα, εγώ ήρθα να δω τα παιδιά, γιατί έχω πολύ καιρό να τα δω και πιο πολύ το μικρό, που δεν το ‘χω δει ακόμα. Πού είναι, κοιμούνται;

-Όχι στα κρεβάθια τους τα ‘χω, γιατί είχε κάποια δουλειά η πεθερά μου και λείπει και ‘γω ήθελα να μαγειρέψω και δε μ’ αφήνα.

-Τότε να πάω να τα δω.

-Έλα, κουμπάρε, πάμε μαζί.

Περάσα στη κρεβατοκάμαρα και αντίκρισε δυο χαριτωμένα μωρά, που μόλις τους είδα αρχίσα να γελού. Το πιο μεγάλο μάλιστα έλεγε και διάφορες λεξούλες, αλλά ο Τάσος δεν τις καταλάβαινε. Ωστόσο όμως τα χάρηκε πολύ, τα θαύμασε και είπε του Σταύρο:

-Μπράβο, κουμπάρε, τα παιδιά σου είναι θαύμα. Ο Θεός να σου τα χαρίνει και να τα ‘χει καλά.

Σίμωσε στο κρεβατάκι του μικρού, που δεν το ‘χε δει άλλη φορά. Το πήρε στα χέρια ν-του, το χάιδευε και του έβαλε στη ποδιά ένα μασουράκι χρήματα κρυφά ‘που του κουμπάρου του. Κουβεδιάσα, παίξα λίγο με τα παιδιά και ξαναβγήκα έξω που είχε έρθει και η Αθή. Χαιρετηθήκα με τον Τάσο. Ετοιμαζότανε να φύγει ο Τάσος, αλλά οι γυναίκες δεν τον αφήσα.

-Μα τι λες, κουμπάρε, πως θα φύγεις!

-Ναι, κουμπάρα, πρέπει, γιατί στο σπίτι μας θα με περιμένουνε, θα ανησυχούνε.

-Μια και ήρθες στο σπιτικό μας, ύστερα από τόσο διάστημα που είχες να ‘ρθεις, δε σ’ αφήνομε ’μείς να φύγεις. Μονό μην το ξαναπείς, γιατί θα σε μαλώσω, κουμπάρε, του είπε η Αθή. Κάθισε να δειπνήσομε και μετά φύγε επιτέλους.

-Μα θ’ αργήσω, ξαναείπε εκείνος.

-Δεν αργείς, γιατί η Άννα έχει ετοιμάσει κιόλας το φαΐ.

Και άρχισε να φωνάζει:

-Άννα, τί έγινε, εψήθηκε το φαΐ;

-Ναι, μητέρα, απήντησε εκείνη. Έτοιμο είναι κι αν σου μένει καιρός, έλα να βοηθήσεις.

Η Αθή έτρεξε και άρχισε να κουβαλεί τα κουταλοπήρουνα, ψωμί, κρασί, πετσέτες. Σιγά-σιγά σερβίρα τα φαγιά, που είχε η Άννα ετοιμάσει. Καθίσα όλοι μαζί.

-Καλωσόρισες κουμπάρε, είπα.

-Καλώς σας εύρηκα, απήντησε κείνος και αρχίσα να τρώνε.

Ήπια κιόλας κι ευχηθήκα:

-Να μας έχει ο Θιος καλά, είπα όλοι τους.

Ο Σταύρος, όμως, πήγαινε-γιάγερνε το πιρούνι στο στόμα του, αλλά ‘εν εμπορούσε να κάνει μπουκιά κάτω. Έβαζε το φαί στο στόμα του και το γύριζε, το μασούσε, αλλά δεν πήγαινε κάτω. Σα να είχε φράξει ο λαιμός του. Ο Τάσος, που τον παρακολουθούσε τον-ε πρόσεξε. Σίμωσε πιο κοντά και του είπε σιγανά στ’ αυτί:

-Τί έχεις, κουμπάρε; Δεν είπαμε να τα ξεχάσουμε όλα και να μη στενοχωράσαι; Έλα, πιάσε το ποτήρι σου να σκορτίξομε και άσπρο πάτο.

-Ε, άσπρο πάτο! του ξαναείπε.

Έπιασε ο Σταύρος το ποτήρι και με μεγάλη προσπάθεια το ‘καμε, όπως του είπε: άσπρο πάτο.

-Απόψε, κουμπάρε, θα μεθύσομε!

-Γιάιντα, κουμπάρε, του είπε η Άννα που άκουσε, θα μεθύσετε και με ένα κρασί μάλιστα;

-Γιάιντα ένα κρασί; Δεν έχομε άλλο να πάρομε;

-Εγώ, κουμπάρε, είπα ένα, γιατί ένα ποτήρι έχετε πιει. Όσο αν έχομε, έχομε πολύ. Το βαρέλι είναι γεμάτο.

-Ε τότε, κουμπάρα, να συνεχίσομε να πίνομε μέχρι να το ‘δειάσομε!

Ξαναγέμισε τα ποτήρια, ξανασκουρτίσα και το ‘πια. Συνεχίσα και σιγά-σιγά ο Σταύρος έλλαξε ύφος. ‘Αρχισε να πίνει, να τρώει και να μιλά, που μέχρι τότες δεν είχε βγάλει από το στόμα του λέξη. Μ’ αυτό τον τρόπο εκατάφερε ο Τάσος να διώξει τη μελαγχολία του κουμπάρου του και να τον-ε βγάλει στην όρεξη. Μόνο και μόνο να μπορεί να πει πως ο κουμπάρος του, φεύγοντας από το σπίτι, θα ησυχάσει και θα κοιμηθεί, να μη κάμει καμιά τρέλα. Τόσο πολύ είχε φοβηθεί. Αφού είδε και βεβαιώθηκε ότι δεν κιντυνεύει, είχε περάσει και τις δύο η ώρα, εσηκώθηκε και είπε:

-Και τώρα, με την άδεια σου, μπορώ να φύγω, γιατί θα ανησυχού στο σπίτι μας.

-Για μένα ξάσου, κουμπάρε. Εμείς δε σε διώχνουμε, δικαίωμά σου είναι. Και αρχίσα τα γέλια.

-Και τι λένε τώρα: καληνύχτα ή καλημέρα; Ποιό προτιμάτε;

-Ότι πεις εσύ, κουμπάρε, θα σου ανταποδώσομε.

-Ε τότε, καλή μέρα να μας εύρει ξημερώνοντας!

-Καλημέρα, του είπα και αυτοί και έφυγε ο Τάσος.

Αυτοί με τη σειρά τους ετρέξα στα κρεβάθια τους. Η Άννα, όμως, πήγε πρώτα στα παιδιά, γιατί το αγοράκι της έκλαιγε και έπρεπε να το είχε αλλάξει. Όπως το άλλασε, βρήκε το μασούρι τα δεκαχίλιαρα και άρχισε να φωνάζει:

-Μητέρα! Ε, μητέρα! Έλα να δεις!

-Τί τρέχει παιδί μου, Άννα; Τί έχου τα παιδιά;

-Τίποτα, μητέρα. Καλά είναι τα παιδιά, μόνο έλα να δεις τι εύρηκα.

-Τί εύρηκες, παιδί μου; της είπε φτάνοντας κοντά της.

-Εύρηκα στη ποδιά του μωρού ένα μασουράκι χρήματα.

Αρχίσα να τα ξετυλίσσου και τα μετρήσα.

-Πέντε δεκαχίλιαρα, πενήντα χιλιάρικα, είπε η Άννα. Μπράβο κουμπάρε!

-Ο κουμπάρος του τα ‘βαλε; είπε η Αθή.

-Ναι, μητέρα. Αυτός ήθελε, λέει, να δει τα παιδιά και μπήκε μέσα και τα χάιδευενε και τα ‘βαλε στη ποδιά του μωρού. Καλή χειρονομία του κουμπάρου. Ο Θεός να τον έχει καλά και να του τ’ ανταποδώσει.

Άλλαξε το μωρό η Άννα και πλαγιάσα όλοι τους χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.

Το πρωί που ξυπνήσα, ο Σταύρος δεν εσταμάτησε ούτε πρωινό να πάρει, μόνο έφυγε. Βγήκε έξω συλλογισμένος και αποφασισμένος να βρει οπωσδήποτε δουλειά και είπε μέσα του:

-Όλους θα τους πιάσω από σειρά να τους ρωτήσω.

Άρχισε, λοιπόν, όσο πιο εύπορος ήτονε πως πρέπει να έχει εργασία και τον αρωτούσε. Αλλά άλλοι του λέγα πως δεν έχου και άλλοι τον ειρωνευότανε λέγοντας του:

-Τί δουλειά μπορείς εσύ να κάνεις, Ξάπλα; Εσύ μόνο τις ξάπλες ξέρεις, από δουλειά είσαι ακάτεχος.

Αυτός, όμως, εσυνέχιζε και αρωτούσε. Πήγε και στο πρόεδρο του χωριού και τον αρώτησε και του ‘πε:

-Τώρα, παιδί μου, δεν έχομε δουλειές. Αλλά, όταν θα ‘χομε, θα σε φωνάξομε να δουλέψεις, αν-ε θέλεις.

Αρώτησε και το δάσκαλο, αλλά ούτε κι αυτός είχε. Έτσι σκέφτηκε να πάει και στου παπα-Γληγόρη να τον αρωτήσει και περίμενε να τον-ε δει να περάσει. Ύστερα από λίγη ώρα τον είδε να πιαίνει στην εκκλησία. Έτρεξε, μπήκε μέσα στην εκκλησία και αφού πρώτα έκανε το σταυρό του και προσκύνησε τις εικόνες, επλησίασε το παπα- Γληγόρη. Τον καλημέρισε κι ο παπάς του είπε:

-Καλωσόρισες, Σταύρο, στον οίκο του Θεού. Πώς έγινε αυτό; Μήπως είναι θαύμα;

-Όχι παπα-Γληγόρη, του είπε ο Σταύρος, δεν είναι θαύμα. Μόνο θέλω δουλειά και είπα να σε ρωτήσω μήπως έχεις εσύ να μου δώσεις να δουλέψω.

Του είπε κι αυτός πως δεν έχει, αλλά αν το χρειαστεί κάποτε, θα του φωνάξει. Τί να κάνει ο Σταύρος, αποχαιρέτησε κι έφυγε.

Όλη μέρα παίδευε το μυαλό του για να βρει μια λύση, αλλά τίποτα δεν εύρισκε. Αλλά αυτή τη φορά είχε ορκιστεί να βρει δουλειά, ό,τι δουλειά κι αν είναι και με ό,τι τρόπο μπορέσει. Στο τέλος του ήρθε μια σκέψη, να ξεγελάσει το παπα-Γληγόρη, αλλά πώς; Θυμήθηκε μια εικόνα και άρχισε να καταστρώνει το σκέδιό του. Όλη νύχτα αυτό σκεφτότανε.

Το πρωί καρτερούσε το παπά να πάει στην εκκλησία. Μόλις τον είδε και άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα, τον ακολούθησε από πίσω. Πέρασε μέσα και αυτός και αφού προσκύνησε πάλι, καλημέρισε το παπά. Εκείνος τον καλωσόρισε και του είπε:

-Μπα, όπως βλέπω θα σ’ έχομε, Σταύρο, ταχτικό πελάτη στην εκκλησία!

-Ναι, παπα- Γληγόρη, θα μ’ έχετε. Αλλά έλα πρώτα να μου πεις ποιανού Αγίου είναι η εικόνα τούτην-ε και μετά θα σου πω γιατί ήρθα σήμερο στην εκκλησία.

-Ο Άγιος Ονούφριος είναι, Σταύρο. Τι θέλεις;

-Αυτός, παπα- Γληγόρη, ήρθε στο σπίτι μου απόψε, κάθισε στο κρεβάτι μου και δε μ’ άφησε όλη νύχτα να ησυχάσω.

-Τί λες, βρε Σταύρο, κοροϊδεύεις με; Δε ντρέπεσαι;

-Όχι, παπά, δε σε κοροϊδεύω. Αλήθεια σου λέω. Ήρθε και μου είπε πως εσύ όταν θέλεις, έχεις δουλειά να μου δώσεις. Του είπα πως σε βρήκα και μου είπε να ξανάρθω και να σου πω λέει πως μ’ έστειλε αυτός.

-Τί λες, Σταύρο παιδί μου; Στα όνειρα πιστεύεις; Αυτό είχες στο μυαλό σου, αυτό έβλεπες.

-Εμένα μ’ έστειλε. Μου ‘πε ακόμη ότι και δουλειά να μην έχεις, μπορείς να μου βρεις δυο-τρεις κατσίκες κι άλλα τόσα πρόβατα να τα βόσκω εγώ, να τα έχομε συμισακά.

-Άσε με, Σταύρο, ήσυχο. Εγώ σου είπα δεν έχω δουλειά, ούτε και λεφτά μου περισσένε. Μόνο άφησέ με ήσυχο.

Αφού είδε και απόειδε, εξεκίνησε να φύγει. Αλλά ο παπάς του φώναξε, αφού πρώτα είχε κάνει τη σκέψη και είπε: «Μωρέ δεν του παίρνω πεντ’ έξε κατσίκες να καταγίνεται; Κι ένα κατσικάκι να μου δίνει κάθε χρόνο το Πάσχα, καλό είναι.»

-Γύρισε πίσω, Σταύρο, του είπε. Εγώ θα βρω να σου αγοράσω πεντ’-έξι κατσίκες να κάνεις τη δουλειά τους και θα μοιραζόμαστε το εισόδημα τους. Σύφωνοι Σταύρο;

-Σύφωνοι, παπα-Γληγόρη!

-Πήγαινε τώρα και αύριο θα σε ειδοποιήσω να ‘ρθεις να παραλάβεις τις κατσίκες.

Έφυγε ο Σταύρος χαρούμενος. Δεν είπε σε κανένα τίποτα και περίμενε να τον ειδοποιήσει. Ο παπα- Γληγόρης έψαξε και βρήκε τρεις κατσίκες και δυο πρόβατα καλά. Τα αγόρασε και την άλλη μέρα ειδοποίησε το Σταύρο και πήγε και τα παράλαβε. Όταν τα παράλαβε είπε του παπά:

-Πώς θα είναι η συφωνία, παπά, που θέλω να ξέρω;

-Εγώ, Σταύρο, του λέει, αγόρασα τα ζώα και ‘συ θα κάνεις τη δουλειά τους. Θα μοιραζόμαστε τα κατσικάκια και τα αρνιά που θα κάνου.

-Το γάλα, τις κατσίκες και τα πρόβατα, παπά, δε θα τα ‘χομε μαζί;

-Βεβαίως, μαζί θα τα ‘χομε κι αυτά.

-Δηλαδή, παπά, ένα πρόβατο και μιάμιση είναι εδικά μου.

-Ε ναι, Σταύρο, εδικά σου είναι τα μισά. Μόνο να τα προσέχεις να τα βόσκεις καλά.

-Εντάξει, παπά.

Πήρε ο Σταύρος και πήγε τα ζώα στο σπίτι, τα ‘δεσε και μετά σκέφτηκε: «Αφού είναι τα μισά εμένα, γιάιντα να τα ‘φήσω να ψοφήσουνε πάλι σα και τα προχθεσινά; Να πάω θέλω να βρω τον κασάπη να σφάξει τα δικά μου και τε θα πω του παπά να ‘ρθει να πάρει τα δικά του κι ότι θέλει ας τα κάμει.

Εύρηκε το κασάπη. Έσφαξε ένα πρόβατο και δυο κατσίκες και είπε του κασάπη ότι τη μισή κατσίκα τη θέλει για δικού ντου. Έσφαξε ο κασάπης τα ζώα και του ‘δωσε τα χρήματα. Πήρε τη μισή κατσίκα και πήγε στην εκκλησία που είχε δει το παπά και είχε πάει προ λίγη ώρα. Πέρασε μέσα και ως τον είδε ο παπάς με το κρέας που κρατούσε εξαφνιάστηκε και τον αρώτησε:

-Σταύρο, τί κρέας είναι που κρατάς; Πού το πας;

-Εσένα το φέρνω, παπα-Γληγόρη.

-Και τι κρέας είναι;

-Εγώ, παπα-Γληγόρη, τη μ-πάρτη μου τα ζωντανά τα ‘σφαξα. Ένα πρόβατο και μιάμιση κατσίκα δεν μου ‘πες πως είναι αδικά μου; Έσφαξά τα και σου ‘φερα τη μισή κατσίκα τη δική σου. Τ’ άλλα παπά να ‘ρθεις να τα πάρεις κι ότι θες τα κάμε.

Ο παπα-Γληγόρης τα ‘χασε, έμεινε άφωνος. Ό,τι έλεγε πια ο Σταύρος δεν τ’ άκουγε κι ο θυμός και η ταραχή του ανάψα κεριά και πολυέλαιους και άρχισε:

-Έσφαξες τα ζώα; Ζώο! Βρε απατεώνα, βρε απάθρωπε! Δεν επρόλαβες να τα πας στο σπίτι σου και τα ‘σφαξες; Εγώ, βρε, σε λυπήθηκα κι έκαμα την προσπάθεια μήπως και βάλεις μυαλό. Μα ‘συ, βρε, σε λένε Ξάπλα, μα είσαι πραγματικά ξάπλας και απατεώνας. Σιγά-σιγά θα γίνεις και κλέφτης και παγαπόντης. Φύγε, βρε, από μπροστά μου να μη σε βλέπω, γιατί σε σιχαίνομαι!

Τον έπιασε από το σβέρκο και τον έβγαλε έξω.

-Φύγε, βρε απατεώνα, και άμε σφάξε και τ’ άλλα.

Ο Σταύρος ένιωσε ντροπή, αλλά και πάλι είπε:

-Δε βαριέσαι! Αφού δε βρίσκω δουλειά, τί να κάνω; Να πόθαινα;

Ο παπα-Γληγόρης, αφού ηρέμησε, σκέφτηκε και είπε: «Πρέπει να τον-ε τιμωρήσω, αλλά πώς; Να μη βλάψω και την οικογένεια του.»

Σιγά-σιγά του ήρθε μια ιδέα και λέει: «Καλή είναι. Έτσι θα κάνω να τον-ε τιμωρήσω.»

Αφού εύρηκε αυτά που χρειαζότανε, εφώναξε ένα παιδί και του είπε:

-Πήγαινε να βρεις το Σταύρο το Ξάπλα και να του πεις να ‘ρθει το πρωί-πρωί στην εκκλησία που τον-ε θέλω. Αλλά, α δε ‘ρθει, πες του πως θα πάω στην αστυνομία να τον-ε κλείσω φυλακή.

Πήγε το παιδί, του το ‘πε και ο Σταύρος διαρωτήθηκε: «Τί με θέλει άραγες; Μήπως θέλει να μου πει πως θέλει να μου αγοράσει κι άλλα ζώα;»

Το πρωί ο Σταύρος πήγε στη εκκλησία, πέρασε μέσα, κοίταξε αριστερά-δεξιά, δεν είδε το παπά και είπε:

-Παπα- Γληγόρη, εδώ είσαι;

Αλλά δεν απάντησε. Μετά λίγη ώρα ξαναείπε πάλι:

-Παπα- Γληγόρη, εδώ είσαι;

Δεν άκουσε τίποτα και πάλι. Ετοιμαζότανε να φύγει, αλλά μια φωνή διαφορετική ‘που του παπα-Γληγόρη τον-ε σταμάτησε. Η φωνή η ίδια ξανακούστηκε και έλεγε:

-Τί το θέλεις το παπα- Γληγόρη; Απατεώνα, ψεύτη! Γιατί βρε είπες του παπά πως εγώ σου είπα να πας να σου βρει δουλειά; Ψεύτη, απατεώνα! Δε ντρέπεσαι βρε;

Ο Σταύρος τα ‘χασε κι έμεινε ακίνητος. Ο παπάς βγήκε απ’ το ιερό μεταφιεσμένος ίδιος ο Άγιος ‘Νούφριος. Ως τον αντίκρισε ο Σταύρος, παραλίγο να πεθάνει από το φόβο του. Τον-ε πλησίασε ο Άγιος ‘Νούφριος και του άστραψε ένα χαστούκι ‘που τη μια μεριά και άλλο ένα από τη άλλη. Και φωνάζοντάς τον-ε «ψεύτη», τον έκανε καροτσάκι και το πέταξε σα σκουπίδι έξω.

-Φύγε, ψεύτη! Έξω από τον οίκο του Θεού! Και μη ξαναπατήσεις τα πόδια σου εδώ, α δε κάνεις με τα δυο αζωντανά, που σου τα ‘φηκε ο παπάς, εκατό και να ξεπληρώσεις τις βρωμιές που έχεις κάμει! Να το ξέρεις πως αν πάθου τίποτα τα ζώα, που σ’ άφησε ο παπάς, του ξαναείπε, θα πάρω τη ψυχή σου να τη πάω στη κόλαση!

Ο Σταύρος, με πόδια που ετρέμα από το φόβο που επήρε, έτρεξε και πήγε στο σπίτι. Έλυσε τα ζώα και τα πήγε έξω. Όπου ήτανε καλό κλαδί και χόρτα τα πήγαινε και τα βόσκισε. Το βράδυ εκρατούσε ένα δεμάτι χόρτα και κλαδιά και τρώγα τα ζώα όλη νύχτα. Ο Σταύρος ο Ξάπλας πέθανε, δεν υπάρχει πια, γιατί έγινε ένας άλλος άθρωπος, τέλειος και εργατικός. Τα λόγια του Αγίου ‘Νούφριου δεν εβγαίνα ‘που το μυαλό του: «Α δε τα κάμεις εκατό κι α δε καθαρίσεις τις βρωμιές σου, δεν είσαι δεκτός στον οίκο του Θεού».

Άρχισε να καλλιεργεί τα κτήματα, που είχε. Κράτιζε και κάθε χρονιά τα αθηλυκά μικρά ζώα και κάθε χρόνο τα διπλασίαζε. Αγόρασε και κείνος κάμποσα. Έκανε σιγά-σιγά και αγοριδάκια κάτι χέρσα χαλέπια, που του κάνα ανάγκη για τα ζώα. Σιγά-σιγά μέσα σε μια δεκαετία, ο Σταύρος δεν είχε μόνο εκατό, αλλά πάνω από διακόσια, με φράματα, με υπόστεγα, με χτήματα τετραπλάσια απ’ ότι είχε. Ήταν από τους πρώτους νοικοκυραίους του χωριού. Είχε αποχτήσει και άλλα δυο αγόρια. Είχε τώρα τέσσερα παιδιά, α-που επηγαίνανε στο σκολειό όλα. Η Αθή, η μάνα του, είχε μπει στη σύνταξη και πήγαινε καμιά φορά στο μαντρί και τον-ε βοηθούσε.

Με λίγα λόγια ο Σταύρος τώρα ζούσε ευτυχισμένος και είχε ξεχάσει τα παλιά, γιατί είχε πολλές φροντίδες. Αλλά όλα τα ξεπερνούσε, ότι κι α του τύχαινε. Μια μέρα, όμως, εκεί που εκαθότανε, μια προβατίνα γριούλα το πλησίασε. Τον-ε μυριζότανε για να της δώσει τίποτα να φάει, γιατί είχα τα δόδια της πέσει και δε μπορούσε να κόψει το χορτάρι και πεινούσε. Ο Σταύρος τη κοίταξε και έβγαλε ‘που τη σακούλα του ένα κομμάτι ψωμί, της το ‘κοψε μικρά κομματάκια και το ‘τρωγε. Τότε εθυμήθηκε πως ήτανε το πρόβατο που του είχε δώσει ο παπα-Γληγόρης και είπε: «Σταύρο, οι βρωμιές σου συνεχίζου και ήπρεπε να τις είχες ξεπλύνει, να ‘χουνε φύγει και να μπορείς να πηγαίνεις και στον οίκο του Θεού. Από σήμερο κιόλας πρέπει να αρχίσω.»

Έφιαξε τις δουλειές του νωρίς-νωρίς. Πήγε στο χωριό και βρήκε το κουμπάρο του, που είχε από τότε να ειδωθούνε. Ο Τάσος μόλις τον είδε χάρηκε πολύ, τον-ε χαιρέτησε και τον αγκάλιασε. Ο Σταύρος, όμως, ήταν πολύ σοβαρός και σκεφτικός. Ο Τάσος τον εψυχολόγησε πως κάτι θέλει να του πει.

-Τί σου τρέχει κουμπάρε; Τι έχεις; Τώρα πια οι δουλειές σου πάνε καλά. Τι σκέφτεσαι; Πες μου.

-Οι δουλειές μου, κουμπάρε, πάνε καλά μα εγώ δεν πάω καλά.

-Γιατί, κουμπάρε;

-Γιατί, κουμπάρε, έχω κάνει βρωμιές, που δε ξεπλένονται και ντρέπομαι. Γι’ αυτό απόψε ήρθα εδώ για να σε βρω, να ξεπλύνω τη βρωμιά, που σου έχω κάνει, μα δεν ξεπλύνεται. Αλλά όταν μ’ ακούσεις και δεχτείς αυτό, που θα σου πω, μπορεί να με βοηθήσεις.

-Για πες μου και αν μπορώ, θα σε βοηθήσω με όλη μου τη θέληση.

-Να κρατήσεις, κουμπάρε, τα χρήματα που σου καταχράστηκα.

-Όχι, κουμπάρε. Τί είναι πάλι τουτανά που λες; Αν-ε μ’ αγαπάς και με σέβεσαι, πρέπει να τα κρατήσεις, ειδάλλως δε μ’ αγαπάς.

Αφού είδε και από ‘δε ο Τάσος πως ήταν ακλόνητος, τα πήρε. Ο Σταύρος τον αγκάλιασε, τον εφίλησε και του είπε:

-Ήσουνε και θα είσαι προστάτης μου και ο φίλος μου ο παντοτινός. Να με συχωρείς, κουμπάρε, που θα φύγω βιαστικός, αλλά έχω κι άλλη βρωμιά και θέλω να τη καθαρίσω απόψε, που είναι για μένα η κατάλληλη ώρα.

Έφυγε, γιατί είδε το παπα- Γληγόρη και πήγαινε στην εκκλησία. Έτρεξε, τον-ε πρόλαβε και πρι μπει μέσα, του λέει:

-Γεια σου, παπα- Γληγόρη. Τί κάνεις;

-Καλά. Συ πώς τα πας; Καλά, Σταύρο; Τί καιρός σ’ έφερε στην εκκλησία;

-Η βρωμιά, παπα- Γληγόρη.

-Ποιά βρωμιά μου λες; Δε σε καταλαβαίνω.

-Η βρωμιά, που σου ‘κανα πρι δέκα ολόκληρα χρόνια.

-Δέκα χρόνια δουλειές κάθεσαι και σκέφτεσαι, Σταύρο; Περασμένα ξεχασμένα!

-Όχι, παπά, δεν είναι όπως τα λες. Εγώ θέλω να ξεβρωμέσω, να μπορώ να πιαίνω στον οίκο του Θεού καθαρός, να προσκυνώ την εικόνα του Αγίου ‘Νούφριου και να τον-ε φιλήσω με χείλη καθαρά. Γι’ αυτό ακριβώς κι εσύ πρέπει να με βοηθήσεις και να με οδηγήσεις σαν αντιπρόσωπος, που είσαι, του Θεού στο δρόμο του, γιατί, παπά, πρι δέκα χρόνια είχα παραστρατήσει.

Και έβγαλε από τη τσέπη του ένα φάκελο και του τον έδωσε.

-Τί είναι, Σταύρο, αυτό που μου δίδεις;

-Το χρέος μου.

-Βρε Σταύρο, σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό. Κράτα το φάκελο, γιατί θα με στεναχωρήσεις.

-Όχι, παπά, αν τον κρατήσεις, με σώνεις, ειδάλλως με σκοτώνεις.

Κι ανοίγει τη πόρτα μόνος του, μπαίνει μέσα και του λέει:

-Έλα, παπά, να με ξαγορέψεις, να ‘ρθω αύριο να με μεταλάβεις.

Ο παπάς, αφού είδε πως δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς, τον ακολούθησε. Ο Σταύρος του είπε όσα ενόμιζε πως είχε πράξει κακώς. Και του είπε ο παπάς:

-Συχωρεμένος να ‘σαι και τελείωσε.

Το πρωί επήγε και εμετάλαβε. Αφού εμετάλαβε, επήγε στην εικόνα του Αγίου ‘Νούφριου. Έκαμε το σταυρό του και του είπε:

-Άγιε ‘Νούφριε, πιστεύω πως εξέπλυνα τις βρωμιές μου. Πες μου, είμαι δεχτός να σε προσκυνήσω;

Η εικόνα βέβαια δεν εμίλησε και έτσι δεν επήρε ο Σταύρος καμιά απάντηση. Αφού δεν άκουσε καμιά μιλιά, του ξαναείπε:

-Εγώ θα σε προσκυνώ και θα σε φιλήσω. Κάνε τα παράπονα σου στο Θεό, μα καθαρός είμαι.»

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

Μοιραστείτε το

-

-->