“Είναι τόσο δύσκολο να είναι κανείς Ποιητής όσο δύσκολο και απαιτητικό είναι να κρατηθεί σ’ όλη του τη ζωή άνθρωπος” -Με δυο λέξεις και ένα βλέμμα για τον Μιχάλη Σταυρακάκη ή Νιδιώτη
“Ένα τρυφερό βλέμμα μέσα στο πέτρινο δάσος του προσώπου του. Ένας αληθινός ποιητής που κάθισε ακούραστος και κουρασμένος να φυλάει
Θερμοπύλες”.
Χέρια που δεν αρπάξανε ξένο ψωμί να φάνε..
Αυτά κρατούνε την τιμή όσο βαριά και να ‘ναι..
Ήταν ένας άντρας που ο καθένας θα ήθελε να έχει φίλο. Πορεύθηκε ως οφείλει κάθε καθαρός και ευαίσθητος άνθρωπος με τον “πολιτισμό της δικαιοσύνης” σε όλο του το βίο. Ένας ιδεολόγος αγωνιστής της αριστεράς, παλιάς κοπής. Έβαλε όλη του την ψυχή σε ό,τι αγάπησε.Τα ποιήματά του σε οδηγούν συχνά στα δάκρυα και σε επαναπροσδιορίζουν σαν άνθρωπο..
“Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου. Σκύβω το κεφάλι στα μαρτυρία σου.
Και δοξάζω λαέ μου τα έργα σου..”
Ήταν Ο πρώτος γιος μιας οκταμελούς οικογένειας. Πατέρας του ο Πανιάς, ένας Βοσκός του Ψηλορείτη με αγέρωχη όψη και παράστημα χορευτή. Η μάνα του μια γυναίκα άλλων εποχών! Έλεγε ο πατέρας του: “Έστελνα ένα παιδί και της έλεγε πως θα πάμε κόσμο στο σπίτι και άναφτε τα φώτα τα μέσα και τα όξω και έβαζε μια πετσέτα άσπρη στο ώμο ,Έστεκε στην πόρτα και υποδεχότανε! Καλωσορίσατε καλωσορίσατε..”
Τα πρόβατα του τα είχε στον κάμπο της Νιδας. Και τα πέντε αγόρια της οικογένειας έγιναν βοσκοί. Ο Μανόλης, ο Μιχάλης, ο Χαραλάμπης, ο Γιάννης και ο Στελής. Ο Μιχάλης το Μιτάτο το είχε μετατρέψει σε βιβλιοθήκη. Βιβλία φιλοσοφικά, Ιστορικά ποιητικά σε ράφια πρόχειρα. Κάποτε τον ρώτησαν αν είναι εύκολο να γράφεις ποίηση. “Είναι τόσο δύσκολο να είναι κανείς Ποιητής όσο δύσκολο και απαιτητικό είναι να κρατηθεί σ’ όλη του τη ζωή άνθρωπος” είπε.
Η ποιητική ψυχή του Μιχάλη κόσμησε την έννοια άνθρωπος. Η καταγωγή του τα Ανώγεια αισθάνονται περηφάνια για την πολύτιμη προσφορά του στον πολιτισμό και την κοινωνία. Ερωτικός με τη φύση και τους ανθρώπους..
“Φεγγάρι μου αν τηνέ θεωρείς στους τόπους που γυρίζει..
Ποιος της τα λούζει τα μαλλιά και ποιος της τα χτενίζει.. “
——————————————————————–
Γιάντα Είσαι νύχτα σκοτεινή και μαυροφορεμένη..
Μήπως αγάπησες κι εσύ και σ´έχουν ξεχασμένη.. ;
———————————————————————
Νιδιώτικη μου πέρδικα του Ψηλορείτη αφέντρα..
Από του Ρωμάνου το νερό πιάνεις τσ’αυγής κουβέντα..
———————————————————————-
Ανάθεμά σε κυνηγέ που σκότωσες το αηδόνι..
Και μαυροντύθηκε η Αυγή και αργεί να ξημερώνει..
Ήμουν εννιά χρονών όταν είδα την πιο όμορφη Αυγή της ζωής μου στο περιβόλι μας που πήγα να ποτίσω νύχτα. Στην άκρη του περιβολιού μας υπήρχε πάνω σε ένα σπάρτο μια φωλιά ενός πουλιού .Πέρασαν τα χρόνια και πάντα είχα την ανάγκη εκείνης της αυγής. 54 χρονών είπα θα πάω να δω την “αυγή” των εννιά μου χρόνων. Ξύπνησα νύχτα και Βρέθηκα σε αυτό το μέρος.Η καρδιά μου φτερούγιζε πλησιάζοντας..
Αυγή ξανανταμώσαμε στης φτέρης το μασκάλι..
Και ένα κοπέλι εννιά χρονών θαρρώ πως είμαι πάλι..
Δεν ήταν όμως ίδια η εικόνα. Σαν ξημέρωσε πήγα στο αμπέλι για να δω τη φωλιά του πουλιού πάνω στο σπάρτο..
Ούτε φωλιά, ούτε πουλί και το κλαδί ξερό ‘ναι..
Ό τι κι αν χτίζεις το Χαλάς ανάθεμα σε χρόνε..
“Ένας αϊτός στη θύελλα παλεύει μη πλαντάξει..
Και καρτερεί την ξαστεριά στον ήλιο να πετάξει..”
Έγραψε μέσα στην δικτατορία αυτή τη μαντινάδα που την τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης και έγινε το σύνθημα της Ελευθερίας και της καρτερικότητας.Αριστερός με Εκείνο τον ρομαντισμό που προσδίδει ομορφιά στις ιδέες. Τιμημένος με πολλές διακρίσεις στους αγώνες του. Οργανωμένος στο ΚΚΕ στρατευμένος προσκυνητής για τη χάρη του λαού.
Ένα ποίημα του, “Η Χαιμαλίνα” δείχνει την παγκοσμιότητα της σκέψης του και την αλληλεγγύη για όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν από το άδικο ..
Γράμμα σε μια Αφρικάνα τη Χαιμαλίνα..
“Τώρα που σου γράφω Χαιμαλίνα από το πιο ψηλό βουνό της Κρήτης ροβολώ τα πρόβατα μου στον ίσκιο ενός ασφένδαμου.
Έχω πρόβατα λευκά σαν το λευκό μου χρώμα έχω πρόβατα μαύρα σαν το μαύρο χρώμα σου Χαιμαλινα.
Το αίμα τους είναι ίδιο κόκκινο σαν το δικό μας αίμα Χαιμαλινα.
Ρωτάω τα πρόβατα μου πως μοιράζονται στα ίσα τον ίσκιο του ασφεντάμου.
Και έχουν λευκά και μαύρα τα ίδια δικαιώματα ενώ οι άνθρωποι σκοτώνονται μοιράζοντας μια πήχη γης.
Αρμέγω τα πρόβατα μου και φτιάχνω το γάλα τους τυρί.
Μια φορά το χρόνο κουρεύω τα πρόβατα κι η γυναίκα μου στο τελάρο Ολημερίς φτιάχνει ρούχα μαύρα και λευκά.
Εσύ Χαιμαλινα δε γνωρίζεις εμάς τους λευκούς που φτιάχνουμε το τυρί.
Τις γυναίκες μας που φτιάχνουν τα ρούχα στο τελάρο ολημερίς.
Εσύ γνωρίζεις τους άγριους λευκούς που ήρθαν στην πατρίδα σου και σκοτώνουν τα αδέρφια σου και κλέβουν το βιός σου.
Αυτοί που κλέβουν το βιός σου Χαιμαλινα κλέβουν και το δικό μου τυρί…’
Έγραψε αρκετά βιβλία παρότι δεν μπόρεσε να τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Η φωνή του ήταν βαθιά, σπηλαιώδης, μιλούσε αργά και είχε ένα ηχόχρωμα που σε μάγευε όταν μιλούσε! Οι λέξεις που χρησιμοποιούσε, ήταν καθημερινές, ταπεινές, εύστοχες, διαυγείς..
Ο έρωτας ήταν ,ηθελημένα η όχι, στο κέντρο των ποιημάτων του. Ένας έρωτας σε όλες του τις μορφές. Άλλοτε ήταν γυναίκα, άλλοτε ήταν ιδέα και πάντοτε το δίκαιο.Η γυναίκα του η Μαρία με την αριστοκρατική σιωπή της έμοιαζε με αρχαίο κομμάτι μάρμαρο που διηγείται σιωπηλά. Καλή σύντροφος.Παντρεύτηκαν και έκαναν ένα γιο το Γιώργη γνωστό μουσικό στην Κρήτη. Ο ίδιος ο Νιδιώτης, έλεγε για τη Μαρία:
Μελαχρινή μου κοπελιά απλή καλοσυνάτη..
ποιος θιός σε όμορφόπλασε κι είσαι αρετές γεμάτη..
———————————————————–
Μελαχρινή μου κοπελιά σαν δέσεις τα μαλλιά σου..
Στεφανωτά στην κεφαλή πληθαίνει η αρχοντιά σου..
Εδώ θα διηγηθώ μια ιστορία που μου είχε πει παλαιότερα: “Το 1954 με κατηγόρησαν ότι έγραψα συνθήματα στους τοίχους του σχολείου και με έκαναν εξορία δυο χρόνια στο Γύθειο .Η Φαίδρα ήταν μια όμορφη κοπέλα συντρόφισσα. Εγώ δούλευα στα περιβόλια του πατέρα της .Μια μέρα πήγαμε να κόψουμε τα πορτοκάλια Όμως εγώ δεν ήξερα και τα τραβούσα ! Μου λέει “Μιχάλη δεν τα κόβουμε έτσι τα πορτοκάλια έλα να σου δείξω -πιάσε αυτό το πορτοκάλι..”. Το πιάνω εγώ, βάζει το χέρι της από κάτω και πιάνει το δικό μου χέρι,και το κράτησε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε!
Έτσι κατάλαβα πως είχε αισθήματα για μένα !Μετά την έστειλαν και εκείνη εξορία. Όταν έφευγε πήγα να την αποχαιρετήσω στο λεωφορείο και της είπα κοιτάζοντας την από το παράθυρο:
Φεύγεις μου μήλο κόκκινο κι εμένα που μ’ αφήνεις;
Πάρε με δροσερό νερό στο δρόμο να με πίνεις…
Τη Φαίδρα δεν την ξανάδα…”
Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους. Και πολεμούσε τις ιδέες που ταπεινώνουν και αδικούν. Έφυγε στα 72 του χρόνια. Ο ποιητής με το διαυγές βλέμμα και την καθαρή καρδιά
που τίμησε την έννοια άνθρωπος..
“Αυτός που ξέρει να αγαπά και να ελπίζει ξέρει..
Μέσα στη νύχτα πολεμά ξημέρωμα να φέρει..”
—Από την στήλη του Λουδοβίκου των Ανωγείων με τίτλο “Με δυο λέξεις και ένα βλέμμα” της εφημερίδας “Έθνος της Κυριακής”