1 1ΘΟΔΩΡΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ 1922-2016
(Καλού, 25 Φεβρουαρίου 2016)

 

Ένας μεγάλος στοχαστής γράφει σ’ένα βιβλίο του:

«Ο θάνατος κάθε ανθρώπου λιγοστεύει εσένα τον ίδιο, γιατί είσαι ένα με την ανθρωπότητα. Γι’αυτό αν ακούσεις καμπάνα να χτυπά, ποτέ σου μη στείλεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά. Για σένα χτυπάει»

Αυτή τη φορά η καμπάνα του χωριού χτύπησε για το Θόδωρο Ξυλούρη, ένα από τα οχτώ παιδιά, (τα πέντε αγόρια), του Γεωργίου Ξυλούρη του Κωνσταντίνου. Ο Ξυλουρογιώργης, πατριάρχης της οικογένειας με 8 παιδιά και 30 εγγόνια, εγκαταστάθηκε εδώ στο χωριό Καλού. Η δημιουργική του προσπάθεια, το θάρρος και η θέληση, γαλούχησαν τα παιδιά του στο δύσκολο δρόμο της ζωής, μαθαίνοντάς τα να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις.

Στη ζωή οι άνθρωποι δεν πρέπει να περιορίζονται στην απόκτηση υλικών αγαθών. Πρέπει να εκπληρώνουν το χρέος τους και στον τομέα της Εθνικής και κοινωνικής ζωής. Έτσι, όταν πριν από 76 χρόνια, τον Οκτώβρη του 1940 χτύπησαν και πάλι οι καμπάνες των εκκλησιών μ’ένα διαφορετικό ήχο, ο Ξυλουρογιώργης έστειλε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο τους τρεις από τους πέντε γιους του. Το Μανόλη, το Νίκο και το Γιάννη. Τους άλλους δυο, το Θόδωρο και τον Αντρέα, τους κράτησε μαζί του στα Πετροδολάκια, τον ιερό τόπο της οικογένειας των Ξυλούρηδων, που είχε τα χίλια του πρόβατα. Και διηγείται ο Θόδωρος Ξυλούρης, (γεννήθηκε το 1922), για την οικογένειά του :

«…στην Αλβανία είχανε πάει τρεις αδερφοί μου. Κι είχε ο πατέρας μου πέντε γιους. Ο Μανόλης ο πρώτος, ο Νικόλας ο δεύτερος και ο Γιάννης, ο τρίτος μου αδερφός, επολεμούσανε στην Αλβανία. Εγώ και ο Αντρέας είμαστε κοντά στον κύρη μου και βοηθούσαμε στα οζά τσι μέρες του πολέμου με τσι Ιταλούς. Και ελέγανε τον παππού μου Κωστή. Και ο πατέρας μου δεν έβγαλε κανένα από τσι πέντε γιους Κωστή γιατί ήτανε μέχρι το κόκαλο Βεντζελικός. Και επειδή το βασιλιά τόνε λέγανε Κωνσταντίνο δεν ήβγαλε αυτό το όνομα.…».

Στα χρόνια της κατοχής η οικογένεια του Ξυλουρογιώργη μπήκε στο αντάρτικο. Εντάχθηκε στην Ανεξάρτητη ομάδα Ανωγείων. Και συνεχίζει τη διήγησή του ο Θόδωρος :

«…και την Κατοχή εμπήκε ο πατέρας μου στο αντάρτικο. Και επήγαινε πολλές φορές από του Καλού με το μουλάρι στα Πετροδολάκια τροφή, στην ομάδα του Στεφανογιάννη και του Καπετάν Μιχάλη. Εμείς εκατοικίσαμε εδώ από πριν τη κατοχή πολλά χρόνια. Γιατί ο πεθερός του ο Κάβος ήτανε εδώ στου Καλού. Όχι ο αξιωματικός αλλά ο πατέρας του αξιωματικού ήτονε με τη μάνα μου αδέρφια. Και ήρθε ο πατέρας μου εδώ γαμπρός στου Καλού και έμεινε. Τα τέσσερα από τα έξε παιδιά εγεννηθήκαμε εδώ στο χωριό.

Ο Στεφανογιάννης ήτονε πολύ δυναμικός και πολύ έξυπνος. Παρόλο που ήτονε βοσκός, ήτονε πάρα πολύ έξυπνος και είχε και το κύρος, τον αγαπούσανε όλοι οι αθρώποι, πως να το κάνομε ; Και εγίνηκε Αρχηγός.

Μετά που σκοτώθηκε, επήρε την ομάδα ο Χριστομιχάλης. Ξαδέρφια με τον πατέρα μου ήτανε. Του Χριστομιχάλη του άρεσε η αλήθεια, του άρεσε η τιμιότητα, δεν έδιδε καμιά σημασία στα χρήματα. Όλη μας η οικογένεια επροσκυνούσαμε στο όνομα του Χριστομιχάλη. Γιατί τόνε εσεβούμαστενε όλοι.

Στο Καμαράκι έκανε κασαπιό. Κι άμα ήθελα πάω στο Ηράκλειο να με δει με ρώτανε πότε θα φύγεις. Ήντα δουλειά έχεις. Έπρεπε να τα μάθει όλα. Εγώ ήμουνε τότε δεκάξι χρονών. Αυτός ήτανε ο αρχηγός μας μετά που εσκοτώθηκε ο Στεφανογιάννης από τσι Γερμανούς…».

Στη διάρκεια της κατοχής, ο εικοσιδυάχρονος Θοδωρής, με τον πιο μικρό του αδερφό Αντρέα, συλλαμβάνονται από τους γερμανούς. Φυλακίζονται στο Ηράκλειο, στο τμήμα του Δασκαλάκη. Ο Θοδωρής καθημερινά γίνεται μάρτυρας της κακοποίησης του αδερφού του Αντρέα από έναν γερμανόφιλο. Γι’αυτόν, ο Θοδωρής θυμάται :

«…να’ρθει στο παραθυράκι τση φυλακής να μου λέει ξάνοιγε τον αδερφό σου όξω ήντα του κάνομε. Και να βλέπω τον αδερφό μου να τόνε δέρνουνε αλύπητα. Όταν εγίνηκε η κατάρρευση, τόνε πήρανε οι κουμουνιστές, δεν κατέχω ήντα τόνε ποκάμανε, επήγα μα δε μου τόνε δώκανε. Ήθελα να τον εκδικηθώ. Για τσι ξυλιές που έπαιξε του αδερφού μου…».

Με τη μεσολάβηση ενός πατριώτη οι γερμανοί ελευθερώσανε το Θοδωρή και τον αδερφό του Αντρέα. Καθ’όλη τη διάρκεια της κατοχής, ο Θοδωρής μετείχε στην αντίσταση υπακούοντας πάντοτε στις εντολές του πατέρα του Ξυλουρογιώργη. Μεταφορέας μηνυμάτων και τροφίμων από το Καλού στα Πετροδολάκια, απόκρυψη όπλων και εφοδίων, ήταν η καθημερινότητα του Θοδωρή αλλά και της οικογένειας του Ξυλουρογιώργη στο σύνολό της. Και δεν απέμεινε ούτε ένα πρόβατο στην οικογένεια ως το τέλος της κατοχής. Ο Ξυλουρογιώργης τα διέθεσε στον αγώνα. Στο Καλού βίωσε ο Θοδωρής την καταστροφή και το κάψιμο των Ανωγείων.

«…όντεν εκάψανε οι Γερμανοί τ’Ανώγεια εμείς είμαστε εδώ. Και βλέπαμε τον καπνό να βγαίνει από το Κουδούνι κι απάνω. Και ήρθανε μετά το κάψιμο του χωριού από τ’Ανώγεια πολλές οικογένειες από τσι Ξυλούρηδες και τσι φιλοξενήσαμε εδώ…».

Μετά την κατοχή, ξεκίνησε ένας ακόμη αγώνας για την οικογένεια του Ξυλουρογιώργη,. Από την αρχή. Έπρεπε να σταθούν στα πόδια τους, να συσφίξουν περισσότερο τους οικογενειακούς δεσμούς, να δημιουργήσουν και πάλι το κοπάδι τους, να ανασυντάξουν την κοινωνική τους δομή. Τα κατάφεραν.

Το 1954 πεθαίνει ο πατέρας του Θοδωρή. Την ημέρα του θανάτου του πατέρα του Ξυλουρογιώργη, ο Θοδωρής ήταν δώδεκα ημερών γαμπρός. Με τη γυναίκα του απέκτησε πέντε παιδιά, τρεις κόρες και δυο γιους.

Σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι η ελευθερία μας είναι δεδομένη. Άλλοι ισχυρίζονται ότι δεν έπρεπε να ορθώσουμε το ανάστημά μας στους κατακτητές γερμανούς αλλά να κρατούσαμε μια ουδέτερη στάση. Γερμανοί πανεπιστημιακοί ισχυρίζονται ότι οι Γερμανοί όχι μόνο δεν έκαναν κακό στην Κρήτη, αλλά οι κρητικοί είναι αυτοί που προκάλεσαν με τη στάση τους τους κατακτητές σε εκτελέσεις και αντίποινα. Γι’αυτές τις απόψεις μάλιστα τιμούνται από Σχολή του Πανεπιστημίου της Κρήτης. Γίνονται δικαστήρια γι’αυτές τις απόψεις τους και αθωώνονται.

Σήμερα εδώ στο Καλού αποχαιρετούμε έναν από τους τελευταίους αντάρτες της Ανωγειανής ομάδας. Σ’έναν αντάρτη που στάθηκε με τα γυμνά του στήθη απέναντι έναν βάρβαρο λαό. Σε έναν λαό που πίστευε και υπηρετούσε το δόγμα της ομαδικής ευθύνης, το δόγμα του ναζισμού και φασισμού. Σε ένα βάρβαρο λαό που έστηνε στα εκτελεστικά αποσπάσματα εκτός από τους άντρες, γυναίκες και παιδιά, ηλικιωμένους και άρρωστους.

Η ελευθερία θέλει αγώνες και αίμα. Και ανθρώπους πρόθυμους. Μπροστάρηδες και οδηγούς. Χωρίς φόβο. Η Ελλάδα, η χώρα μας, αν υπάρχει σήμερα εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια, το οφείλει σε ανθρώπους και οικογένειες που δεν υπέκυψαν, που δεν προσκύνησαν, που δεν υποτάχτηκαν. Ο Θοδωρής και η οικογένεια των Ξυλούρηδων ανήκουν σ’αυτούς τους ανθρώπους. Εμείς οφείλουμε να γνωρίζουμε, να

ακολουθούμε και να τιμούμε. Και να μην ξεχνούμε. Γιατί ο αγώνας τώρα, όσο ποτέ άλλοτε, συνεχίζεται. Και είναι πιο δύσκολος.

…………………………………………………………..

Δανείζομαι τα τελευταία λόγια αποχαιρετισμού στο Θόδωρο Ξυλούρη από ένα τραγούδι μιας φυλής που ζει στα βάθη της Αφρικής.

…όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο έφτιαξε πρώτα τον ήλιο.

Και ο ήλιος βγαίνει και χάνεται μα πάντα γυρίζει.

Ύστερα έφτιαξε το φεγγάρι.

Και το φεγγάρι βγαίνει και χάνεται μα πάντα γυρίζει.

Μετά δημιούργησε τον άνθρωπο.

Κι ο άνθρωπος έφτιαξε τον άνθρωπο.

Και ο άνθρωπος βγαίνει και χάνεται μα ποτέ δε γυρίζει…

 

Γιώργος Καλογεράκης
Δ/ντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου
υποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Μοιραστείτε το:
  • Print
  • PDF
  • Twitter
  • Facebook

-

-->