Τοπικά

Η ηλεκτρονική ΑΝΩΓΗ αναδημοσιεύει τη συνέντευξη – ντοκουμέντο για το Νίκο Ξυλούρη που είχε παραχωρήσει στην έντυπη ΑΝΩΓΗ ο Ζαχαρίας Φασουλάς ο πιο στενός συνεργάτης του.  Μιλάει για όλα όσα έζησε με τον Αρχάγγελο της Κρήτης, από την ημέρα που ο Ψαρονίκος ξεκίνησε τη μεγαλειώδη πορεία του, μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή.

Συνέντευξη στον Γιώργο Καλογεράκη (Δάσκαλο – Ερευνητή)

Ο Ζαχαρίας Φασουλάς, ο πιο στενός συνεργάτης του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη, ο άνθρωπος που πορεύτηκαν μαζί από την πρώτη στιγμή που ο Ψαρονίκος έπιασε τη λύρα στα χέρια του, μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του και περιγράφει όλα όσα έζησε με τον μεγάλο Ανωγειανό δημιουργό. Ο σταθερός «πασαδόρος» του Ξυλούρη, μιλάει για το ξεκίνημα του Νίκου Ξυλούρη στο χώρο της κρητικής μουσικής, για τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και ΄60, τότε που, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «υπήρχε φτώχεια και το περισσότερο που θέλαμε ήταν να βρίσκομε πράμα να τρώμε. Λεφτά βγάζαμε ελάχιστα».

Εξηγεί πως έγιναν τα πρώτα βήματα του Νίκου στην Αθήνα, τονίζοντας ότι αυτός που τους βοήθησε ήταν ο Παύλος Βαρδινογιάννης που τους έφερε σε πρώτη επαφή, με τον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρείας Μίνω Μάτσα, ενώ ταυτόχρονα διηγείται την οδυνηρή εμπειρία που είχαν, όταν πήγαν να δουλέψουν για το μεροκάματο στο εργοστάσιο του Φίξ, κουβαλώντας πάγους. Σύμφωνα με το Ζαχαρία Φασουλά ο άνθρωπος που «γνώρισε» τον Ξυλούρη με τον Μαρκόπουλο, μέσω της… «Ανυφαντούς» ήταν ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος. «Ο Μαρκόπουλος έχει πάει στην Κύπρο κι έχει ακούσει την «Ανυφαντού» ένα τραγούδι σε μικρό δίσκο που είχαμε βγάλει τότε με το Ξυλούρη.

Το δισκάκι το’ χε πάρει ο Μακάριος. Του’ χει πει ο Μακάριος ποιος είναι αυτός ο τραγουδιστής που τραγουδεί αυτό το τραγούδι; Και του βάνει το δίσκο και το ακούει ο Μαρκόπουλος. Μαθαίνει ο Μαρκόπουλος που παίζομε και σηκώνεται κι έρχεται στο Ηράκλειο στην Όαση και μας βρίσκει». Ο Ζαχαρίας Φασουλάς μιλάει ακόμα για τις μεγάλες στιγμές του Ξυλούρη στο Πολυτεχνείο τις ημέρες της αντίστασης κατά της Χούντας, για τη θεατρική επιτυχία το «Μεγάλο μας Τσίρκο», για τα ταξίδια στην Αμερική και βέβαια για όλη την θριαμβευτική πορεία του Ανωγειανού Αρχάγγελου μέχρι την ώρα που τον χτύπησε η επάρατος νόσος.

Λύρα, φτώχεια και φιλότιμο…

Ζαχαρία, με τον Νίκο το Ξυλούρη δεν χωρίσατε ποτέ μουσικά. Πάντα ήσουνα δίπλα του, το λαούτο του Νίκου ήσουν εσύ. Στα πανηγύρια στην αρχή, στην Αθήνα, στους δίσκους που βγάλατε, στις συναυλίες, στο εξωτερικό, παντού μαζί. Θυμάσαι πως ξεκινήσατε;

-Στα Ανώγεια γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, τι μεγάλωσα δηλαδή, δεκαπέντε χρονών έφυγα. Στη μουσική ξεκινήσαμε μαζί, εγώ, ο Νίκος ο Ξυλούρης και ο Καλομοίρης ο Γιώργης. Εξεκινήσαμε μαζί και παίζαμε κι οι τρεις λύρα. Εν τω μεταξύ λέμε κι οι τρεις θα παίζομε λύρα; Λέμε να πάρει ένας λαούτο να κάνομε συγκρότημα. Και μου ’πεσε ο κλήρος να πάρω εγώ το λαούτο. Ο Καλομοίρης ήταν πιο μεγάλος κι είχε ένα γαμπρό και του είχε δείξει και έπαιζε πιο καλή λύρα από μας. Δε μπορούσε να πάρει το λαούτο αυτός. Το αποτέλεσμα ήταν να μου πέσει ο κλήρος και πήρα ένα λαούτο και κάναμε ζευγάρι με το Νίκο. Στο μεταξύ μπήκαμε στο Ηράκλειο μόλις τελειώσαμε το Δημοτικό. Εμείς γεννηθήκαμε το 1936, το χωριό κάηκε το ΄44 εμείς θα μπήκαμε στο Ηράκλειο το ΄46-47. Είμαστε από φτωχές οικογένειες. Στο σχολειό δεν είμαστε και καλοί μαθητές, στη γυμναστική και στην ωδική είμαστε οι καλύτεροι, στα άλλα μαθήματα δεν είμαστε και τόσο καλοί. Εξεκινήσαμε μετά που εμείναμε στο Ηράκλειο να πάμε να πιάσουμε γλέντια. Και παίρνομε τα όργανα και με τα πόδια πιάναμε τα χωριά από τη μεριά του Μαλεβιζίου. Δεκαπέντε χωριά ήσανε εκεί. Καμάρι, Πυργού Σάρχος, Καλού, Ρουκάνι, Καρκαδιώτισσα, Πλακιώτισσα, Αρκάδι. Στο Αρκάδι είχε ένα μπάρμπα ο Νίκος και ήτανε νοικοκύρης. Επηγαίναμε και μέναμε εκεί, κι από κει γυρίζαμε όλα τ’ άλλα χωριά. Τον μπάρμπα του τον λέγανε Γιάννη Σκουλά ή Πιτοπούλιο. Πρώτος μπάρμπας του ήτανε. Στο σπίτι του Πιτοπούλιου καθόμαστε είκοσι μέρες, ένα μήνα, το καλοκαίρι. Επιάναμε γλέντια κι ύστερα γυρίζαμε στο χωριό. Την εποχή αυτή υπήρχε φτώχεια και το περισσότερο που θέλαμε ήτανε να βρίσκομε πράμα να τρώμε. Λεφτά βγάζαμε ελάχιστα. Δεν υπήρχανε λεφτά τότε. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά αλλά από φαγητό περνούσαμε καλά και εγλεντίζαμε κιόλας. Εμάς το γλέντι ήτανε στο αίμα μας.

Στο Ηράκλειο πότε έρχεστε για μόνιμη εγκατάσταση;

-Μου λέει μια ημέρα ο Νίκος δεν πάμε να μείνουμε στο Ηράκλειο; Στο Ηράκλειο; Ναι στο Ηράκλειο! Πάμε! Το 1947-1948. Και κατεβαίνομε εδώ στο Ηράκλειο και βρίχνομε ένα δωματιάκι, το νοικιάζομε και καθόμαστε οι δυο μας. Στην αρχή πιάσαμε δωμάτιο στη Θέρισσο κι ύστερα στο Καμαράκι. Στο Καμαράκι είχε ένα καφενείο ένας Μανουράς κι εσυχνάζαμε εκεί πέρα. Κι ερχόντανε από κει και μας εγυρεύγανε για τα πανηγύρια. Να μας πούνε στο τάδε χωριό έχομε την τάδε γιορτή. Να πούμε πόσο θα μας δώσεις, να μας πει διακόσες δραχμές. Διακόσες, τρακόσες, πεντακόσες δραχμές, εκεί ήτανε όλο το παζάρι. Πηγαίναμε και κάναμε το γλέντι.

 Ποια ήτανε τότε η σχέση του κόσμου με την κρητική μουσική;

-Στο Ηράκλειο δε τα γνωρίζανε τα Κρητικά, δεν εθέλανε τα κρητικά, ήτανε τα ευρωπαϊκά τότε που τα ’θελε ο κόσμος. Στο Καμαράκι ήτανε ένα ξενοδοχείο και το’χε ένας Σκουλάς, το καφενείο δίπλα το’κανε ο Μανουράς και μας έβαζε και παίζαμε στη τζαμαρία Κρητικά και μαζευότανε ο κόσμος και μας έβλεπε και λέγανε τι ’ναι αυτοί; Σε τέτοιο σημείο δεν εγνωρίζανε τα κρητικά. Να ’ρθούνε να μας πάρουνε να πάμε σε κανένα πάρτι. Στο πάρτι τι να παίξομε; Είχαμε μάθει με το Νίκο και παίζαμε τα Ευρωπαϊκά. Ήτανε τέτοια η εποχή. Αρχίσαμε σιγά σιγά και πιάναμε το Μεραμπέλλο, τη Πεδιάδα, τση Αποστόλους, το Καστέλλι τση Πεδιάδας. Στο Καστέλλι μόλις μπαίνομε στο χωριό που κάνει μια πλατεία ήτανε αριστερά ένα καφενείο. Εκεί παίζαμε. Τση Αποστόλους θυμάμαι ένα γλέντι καλό, εβγάλαμε και λεφτά. Στο γλέντι δε παίζαμε πέντε κρητικά όλη νύχτα και ύστερα όλο ευρωπαϊκά. Χόρευε ο κόσμος και λέγανε ντάμα λυράρη ! Και έπαιρνε τη ντάμα του ο καβαλιέρος και ερχότανε και έβαζε στα όργανα ένα πενηνταράκι, ένα φράγκο, ένα δίφραγκο. Το πρωί σηκωνόμαστε, μαζεύαμε τα ψιλά, όλο ψιλά ήσανε, και τα βάζαμε σε μια πετσέτα. Και όλη η είσπραξη δε μας έφτανε στα εισιτήρια να πάμε πάλι στο Ηράκλειο. Έτσι ήτονε η αρχή μας.

 Από την εποχή αυτή, θα έχετε κρατήσει οπωσδήποτε στη μνήμη σας ωραία περιστατικά, που θα σας τύχαιναν στα γλέντια. Ο κόσμος τότε ήταν αγνός. Οι σχέσεις των ανθρώπων ζεστές. Θυμάστε κάποιο περιστατικό;

-Μας καλεί ένας Καράτζης στο Χαράκι, δεκάξι δεκαεφτά χρονών είμαστε, συγγενής μας και του Νίκου και μένα. Παντρευότανε ένας Καράτζης Κώστας ή Καλός. Και σηκωνόμαστε και πάμε στο γάμο. Αλλά έπρεπε να πάμε από τη Πέμπτη για να παίξομε την Παρασκευή στα κουλούρια. Την Παρασκευή κάνανε κουλούρια, το Σαββάτο μαζευότανε από τα χωριά οι συγγενείς και την Κυριακή ήτανε ο γάμος, Έτσι ήτανε η σειρά τότε. Δεν υπήρχανε λεωφορεία μόνο φορτηγά. Το μισό φορτηγό είχε πάγκους και στο υπόλοιπο βάνανε πράματα. Πάμε από τη Καινούρια Πόρτα και παίρνομε ένα φορτηγό και κατεβαίνομε στο Παρθένι, στον Αη Γιώργη τον Απανωσήφη. Εβάλαμε τα όργανα στην πλάτη με τα πόδια και ξετρυπούμε στο Χαράκι. Την ώρα που εβράδιαζε είχαμε φτάσει. Μπήκαμε σ’ένα καφενεδάκι κι είχε βάλει το λουξ ο καφετζής ο Πατραμάνης να τ’ανάψει. Καλώς τση λυράρηδες! Κέρασέ τση! Μαζεύουνται καμιά κοσαριά άτομα. Νεαροί. Λένε μας να βγάλετε να παίξετε να σας ακούσομε. Ήντα να κάνομε. Πήγαμε γι’αυτή τη δουλειά. Βγάνομε τα όργανα κι αρχίζομε να παίζομε. Μαζεύουνται κι άλλοι, φέρε και φέρε λέγανε του καφετζή, πίνουνε και ξαναπίνουνε, μεθούνε, ξημερωνόμαστε. Άμα ξημέρωσε λέει κάποιος, αφήτε τση να πα θέσουνε να κοιμηθούνε, γιατί θα σηκωθούνε σε λίγο να παίξουνε στση κουλουρίστες. Στις γυναίκες που ’θελα κάνουνε τα κουλούρια του γάμου. Μας πάει ο γαμπρός στο σπίτι του σ’ ένα οντά. Μας είχανε στρώσει να κοιμηθούμε. Την ώρα που κάτσαμε να ξεντυθούμε εγλάκα ένας άλλος και λέει να μη κοιμηθούνε οι λυράρηδες γιατί ετελειώσανε τα κουλούρια. Οι γυναίκες εκάνανε όλη τη νύχτα τα κουλούρια και την ώρα που ξημέρωσε ήσανε έτοιμα. Γυρίζομε πίσω και συνεχίζει το γλέντι Παρασκευή όλη μέρα. Στο μεταξύ ήρθανε κι άλλοι, μερικοί πηγαίνανε κι εθέτανε και ξαναγυρίζανε, εμείς με το Ξυλούρη επαίζαμε όλη μέρα. Παίζαμε την Παρασκευή όλη νύχτα το Σαββάτο που ξημέρωσε ήθελα να κοιμηθούμε που ’θελα ’ρθούνε από τα χωριά οι καλεσμένοι; Όλο το Μονοφάτσι είχε έρθει στο γάμο. Ο γαμπρός καλός, είχε καλέσει πολύ κόσμο. Παίζομε τη Κυριακή στο γάμο.

Τση δέκα η ώρα το βράδυ έχουνε τρυπήσει δυο νύχια του Νίκου από τση χορδές τση λύρας, από το κούρντισμα. Αν ακούσεις τση δίσκους που’χομε βγάλει με το Νίκο είναι τρεις τόνους από το διαπασών και πάνω. Εμένα έχουνε τρυπήσει τα χέρια μου και τρέχουνε αίμα. Κι είναι ένας Καράτζης, Πατρώνη τονε λέγανε κι έχει μεθύσει κι έχει κόψει ολονών τση φούσκες από τση κυλόττες και τονε έχει σκίσει τα ποκάμισα και μας ε βάνει ρακί και μας ε τρίβει στο κεφάλι και μας ε λέει λιποτάκτες, νεκροθάφτες του Αγίου Κωνσταντίνου. Εμείς είχαμε πεθάνει από την κούραση και την αϋπνία. Ξημερώνει η Δευτέρα. Δευτέρα ήθελε να θέσομε; Τη Δευτέρα λέει ήπρεπε να γυρίσομε το χωριό τση συγγενείς όλους. Παίζομε Δευτέρα όλη μέρα από το ένα σπίτι στ’ άλλο. Σ’ όλο το χωριό. Τα ξημερώματα την Τρίτη λέει ένας αφήτε τση να πάνε να θέσουνε για θα πεθάνουνε. Εμείς επαίζαμε από τη Πέμπτη το βράδυ μέχρι τα ξημερώματα τση Τρίτης χωρίς διακοπή. Και μας παίρνει πάλι ο γαμπρός και μας πάει στο ίδιο μέρος στον οντά. Μόλις φεύγει ο γαμπρός λέω του Νίκο πάμε να φύγομε γιατί επαδέ θα πεθάνομε. Κι έχει μια πόρτα από την οπίσω μεριά και χωράφια. Ανοίγομε τη πόρτα και φεύγομε και φτάνομε στο Τεφέλι.

Περνά ένα φορτηγό και μπαίνομε μέσα κι ερχόμαστε στο Ηράκλειο. Φτάνομε στο Καμαράκι κι είναι ένα ξενοδοχείο που το’χε ένας Μελιδονιώτης, ακόμη υπάρχει. Του λέμε δώσε μας ένα κρεβάτι να κοιμηθούμε. Λεφτά στο γάμο στο Χαράκι μας είχαμε βάλει που δεν τα’χαμε δει ποτέ μας όσο καιρό παίζαμε μέχρι τότε. Μας λέει πάρτε τούτο το κλειδί και το δωμάτιο είναι στον πρώτο όροφο να πα θέσετε. Πάμε και κοιμούμαστε. Τρίτη όλη μέρα. Τετάρτη όλη μέρα. Την Πέμπτη το απόγευμα μας έκοψε η πείνα και σηκωνόμαστε. Εμείς νομίζομε ότι είναι η ίδια μέρα που έχομε θέσει. Ακριβώς απέναντι ήτανε ένα μαγειρείο και κατεβαίνομε και πάμε και τρώμε. Και μετά λέμε πού να πάμε ; Να πάμε να θέσομε πάλι. Γυρίζομε πάλι στο ξενοδοχείο και κοιμούμαστε. Την άλλη μέρα σηκωνόμαστε κι είχαμε χορτάσει ύπνο. Λέμε στο ξενοδόχο ήντα χρωστούμε. Λέει εβδομήντα πέντε φράγκα έκαστος. Εβδομήντα πέντε φράγκα; Μα που είμαστε στο Χίλτον; Ξέρετε μας λέει πόσες μέρες κοιμάστε; Τρεις μέρες κοιμάστε! μα τρελός του λέμε είσαι; Μας λέει πηγαίνετε κάτω να ρωτήξετε ήντα μέρα είναι και μετά να ρθείτε. Πάμε και ρωτούμε και μας λένε πως ήτανε Παρασκευή.

 

Μια σπάνια φωτό από την ΑΝΩΓΗ: Ο Νίκος Ξυλόυρης αριστερά και ο Ζαχάρης Φασουλάς δίπλα του

Τότε είναι που γίνεστε πλέον γνωστοί στον κόσμο, αρχίζετε και αποκτάτε όνομα;

-Αρχίσαμε τα γλέντια στο Μονοφάτσι και παντού. Ακουστήκαμε τ’ Ανωγειανάκια, τ’ Ανωγειανάκια ελέγανε, είχαμε φήμη δυνατή. Πάμε στσ ’Αρχάνες, Απόκριες ήτανε. Τότε οι Απόκριες γινότανε οι περισσότερες στσ’Αρχάνες. Έφευγε όλο το Ηράκλειο κάθε βράδυ και πήγαινε στσ’Αρχάνες. Μια φορά επήγαμε και παίζαμε δώδεκα μέρες. Θυμάμαι που είχανε φέρει μπουζούκια σε μια αποθήκη δίπλα μας και δεν έπαινε μπάζα καθόλου.

Ο Μακάριος… γνωρίζει τον Ξυλούρη στον Μαρκόπουλο!
Στην Αθήνα πότε πηγαίνετε;

-Λέει ο Νίκος να σηκωθούμε να πάμε στην Αθήνα. Τι να πα κάνομε στην Αθήνα; Να πάμε να γράψομε δίσκο. Να πάμε. Σηκωνόμαστε και πάμε στην Αθήνα. Πάμε στου Παύλου του Βαρδινογιάννη, βουλευτής ήτανε, μας ήξερε. Ξωμέναμε στο σπίτι του. Μας γνωρίζει ένα Μάτσα που’χε μια εταιρεία, την Οντεόν. Λέει ο Μάτσας να πάτε να περάσετε από ακρόαση και αν σας εγκρίνουνε θα βγάλετε το δίσκο. Αυτοί δεν τα θέλανε τα Κρητικά. Αναβολή τσ’αναβολής λέμε ήντα θα γίνομε επαδέ, πώς θα ζήσομε; Μας λένε δεν έχει τώρα η εταιρεία για να βγάλετε δίσκο μόνο θα ξαναρθείτε άλλη φορά. Στο μεταξύ δεν είχαμε ήντα γενούμε και πάμε και πιάνομε δουλειά στου Φιξ. Εργάτες στση μπύρες. Και τόνε βάνουνε το Νίκο στο πάγο και μένα εκεί που κατεβαίνανε τα τελάρα με τση μπύρες. Κατεβαίνει η πρώτη παγοκολώνα του παίζει και τονε πετά πέρα. Σηκωνόμαστε και φεύγομε και κατεβαίνομε πάλι στη Κρήτη.

 Η επιστροφή σας στην Κρήτη μετά την πρώτη ατυχία που συναντήσατε στην Αθήνα πώς είναι;

-Πάμε στα Πρωτόρια για ένα πανηγύρι. Εμείς τώρα οργανοπαίχτες. Τσ’οργανοπαίχτες τότες δε θέλανε να τση βλέπουνε. Στο μεταξύ το Ηράκλειο το’χαμε κάνει χωριό. Ήτονε ένας Κεφαλογιάννης Βαγγέλης, ένας Μανουράς, εμείς οι δυο, ένας Χαιρέτης κι ένας Τζαμπουράκης. Κάθε βράδυ καντάδα στο Ηράκλειο. Στση γειτονιές. Κάθε βράδυ αυτή η δουλειά. Να περνούμε από τα σοκάκια να ανοίγουνε τα παραθύρια να μας πετούνε βιόλες. Ένα κακό στο Ηράκλειο και δεν μας ενοχλούσε η αστυνομία. Να μας κλουθά η αστυνομία από απόσταση και να μας ακούνε κι αυτοί. Το Ηράκλειο το’χαμε κάνει χωριό. Αν περνούσε μια βραδιά, δυο να μη πάμε, μας παίρνανε τηλέφωνο στο καφενείο και μας ρωτούσανε γιατί δεν περάσετε, τι συμβαίνει; Πάμε στο Βενεράτο που ήτανε το χωριό τση γυναίκας του και παίζομε δώδεκα μέρες σε ένα πανηγύρι, Απόκριες ήτανε. Εκεί γνωρίζει ο Νίκος τη γυναίκα του την Ουρανία. Αυτή ήτανε μαθήτρια, επήγαινε στο Ηράκλειο στο σχολειό. Είχαμε γίνει γνωστοί και μας καλούσανε συνέχεια στα γλέντια. Μετά ο Ξυλούρης έκλεψε τη γυναίκα του και τη παντρεύτηκε.

Νομίζω ότι εκείνη την εποχή δεν είναι που γνωρίζεστε με το Γιάννη Μαρκόπουλο;

-Επαίζαμε στο Ηράκλειο το χειμώνα στο κέντρο Ερωτόκριτος. Το καλοκαίρι επαίζαμε στην Όαση. Είχε κάνει εκεί ένας Κακουδόκωστας μια πίστα. Επαίζαμε εμείς όλη νύχτα, ερχότανε ο κόσμος και διασκέδαζε κι έπινε πιοτά. Ο Μαρκόπουλος έχει πάει στην Κύπρο κι έχει ακούσει την «ανυφαντού» ένα τραγούδι σε μικρό δίσκο που είχαμε βγάλει τότε με το Ξυλούρη. Το δισκάκι το ’χε πάρει ο Μακάριος. Του ’χει πει ο Μακάριος ποιος είναι αυτός ο τραγουδιστής που τραγουδεί αυτό το τραγούδι; Και του βάνει το δίσκο και το ακούει ο Μαρκόπουλος. Μαθαίνει ο Μαρκόπουλος που παίζομε και σηκώνεται κι έρχεται στο Ηράκλειο στην Όαση και μας βρίχνει.

Μόλις σκολούμε έρχεται και λέει του Ξυλούρη:

-Να σε πάρω να σου κάνω ένα δίσκο;
-Ήντα δίσκο να μου κάνεις;
-Να σου δώσω τραγούδια να τα τραγουδήσεις.
-Δε ξέρω τέτοια τραγούδια. του λέει ο Ξυλούρης.

Τότε ανοίγει ο Θανάσης Σταυρακάκης ένα μαγαζί στην Αθήνα, «Κονάκι» το λέγανε. Μας καλεί να πάμε να παίξομε στο «Κονάκι». Το μαγαζί ήτανε υπόγειο και είχε σαράντα σκαλοπάτια να κατεβείς. Στα Πατήσια. Ο Μαρκόπουλος ήρθε στο μαγαζί και μας ξαναβρήκε. Και πάμε να γράψομε το «Χρονικό». Γράφομε το «Χρονικό» στο στούντιο στην Οντεόν και μετά λέει ο Μαρκόπουλος πρέπει να το κάνομε δοκιμαστικό να δούμε αν πιάνει στο κόσμο. Να πάμε το καλοκαίρι όταν κλείσουνε τα μαγαζιά στη Πλάκα σε μια μπουάτ να το τραγουδήσομε στο κόσμο. Το κάναμε πραγματικά στην Πλάκα και γινότανε χαμός. Κόσμο να δούνε τα μάτια σου. Τη Μπουάτ τη λέγανε «Αρχόντισσα». Το μαγαζί κάθε βράδυ εγέμιζε. Μετά καθιερώθηκε ο Ξυλούρης λαϊκός τραγουδιστής. Ο Νίκος ήτανε στην Κολούμπια. Και λέει η εταιρεία στο Μαρκόπουλο θα σου δώσω το τραγουδιστή να τραγουδήσει στην Οντεόν το «Χρονικό» αλλά θα μου κάνεις ένα δίσκο, τα «Ριζίτικα» στη Κολούμπια. Τέτοια ήτανε η συμφωνία. Και έκανε μετά ο Μαρκόπουλος με το Ξυλούρη τα «Ριζίτικα» στη Κολούμπια. Τότε εκάναμε και τη κουμπαριά με το Βασιλέα στα Ανώγεια. Ο Λαμπρόπουλος που’χε τη Κολούμπια έγινε κουμπάρος στο χωριό και πάντρεψε το Ξυλούρη με τη κόρη του Βασιλέα Σταυρακάκη.

 

«Μήλον της Έριδος» για τις δισκογραφικές εταιρείες

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τις φωνογραφικές εταιρείες τότε;
Γυρίζομε στην Αθήνα μετά τη κουμπαριά και έρχεται ένας Μακράκης που ήτανε στην Οντεόν και λέει του Νίκου να σπάσεις το συμβόλαιό σου να’ρθεις στην Οντεόν. Λέει ο Νίκος γιατί να το σπάσω; Εμένα δεν έχει λήξει ακόμη. Τι συμβόλαιο τώρα; Ενάμιση χιλιάρικο του δίνανε στο δίσκο. Του λέει ότι άμα θες εσύ, εμείς θα το σπάσομε. Θα βάλομε δικηγόρους. Λέει ο Νίκος όχι, εμείς είμαστε κουμπάροι με το Λαμπρόπουλο. Ο Λαμπρόπουλος είχε την εταιρεία. Ο Νίκος ήτανε τίμιος άνθρωπος, φιλότιμος. Είχε κάνει και τη κουμπαριά με το Λαμπρόπουλο, δεν ήθελε. Του λέει θα σου δώσουμε εφτακόσες πενήντα χιλιάδες ή δυο διαμερίσματα. Να σου σπάσομε το συμβόλαιο να’ρθεις στην Οντεόν. Δεν μπορώ έλεγε ο Νίκος. Στο μεταξύ τον επήρα εγώ από πίσω και του λέω δεν έχεις σπίτι να μείνεις, σου δίνουνε δυο διαμερίσματα ή εφτακόσες πενήντα χιλιάδες και κάθεσαι και το σκέφτεσαι; Δε το σπω δε θέλω να γελάσω το κουμπάρο μου, αυτό έλεγε ο Ξυλούρης. Και πάω στα Πατήσια μια βραδιά και βρίσκω μέσα το Λαμπρόπουλο και καθότανε στο κρεβάτι απάνω σταυροπόδι και το Γιάννη τον αδερφό του. Τση χαιρέτισα γιατί τση γνώριζα από το γάμο. Βλέπω και βαστούνε ένα μάτσο χαρτιά. Λέω τι’ναι τα χαρτιά; Λένε να κάνομε συμβόλαιο του Νίκου. Τι συμβόλαιο να του κάνετε, αφού δεν έχει λήξει το συμβόλαιό του; Λένε εμείς θέμε να του ανανεώσομε το συμβόλαιο. Είχανε μάθει ότι του’δινε εφτακόσες πενήντα χιλιάδες η Οντεόν. Τι του δίνετε; ρωτώ. Λοιπόν είπανε αυτοί αυτός πρέπει να φύγει, είναι φιλιπσικός δεν μπορούμε να συζητήσομε. Είμαι δηλαδή της εταιρείας Φίλιπς. Φεύγω και του λέω μην υπογράψεις. Εσείς τι του δίνετε; Εμείς θα του δώσομε εκατόν πενήντα χιλιάδες και εκατόν πενήντα χιλιάδες δάνειο και θα του κάνομε συμβόλαιο για πέντε χρόνια και θα του δώσομε χίλια πεντακόσα φράγκα στο δίσκο. Σηκώνομαι και φεύγω και του λέω μην υπογράψεις. Ο Νίκος υπόγραψε. Ύστερα κανονίστηκε και πήγε κι ο Μαρκόπουλος στη Κολούμπια. Αρχίσαμε μετά, κάναμε την Ιθαγένεια, κάναμε κι άλλους δίσκους με το Μαρκόπουλο. Μια στιγμή του λέει ο Μαρκόπουλος, ε ότι ήτανε να δώσεις το’δωσες. Να πας τώρα να παίζεις λύρα στα πανεγύρια. Εγώ θα παίζω λύρα στα πενεγύρια; Ποιος σε ξέρει; του λέει. Εγώ σ’έκαμα Μαρκόπουλο. Να μη τα πολυλογώ τσακωθήκαμε. Έρχεται ο Ξαρχάκος και μας παίρνει.

 Με τον Ξαρχάκο δεν κάνατε το Μεγάλο μας Τσίρκο;

-Είναι ο Ξαρχάκος και είναι ο Μπουρνέλης και κάνουνε «Το Μεγάλο Τσίρκο». Εκεί έγινε το μεγάλο στραπάτσο. Μέσα στη δικτατορία γινότανε χαμός. Κάθε βράδυ δυο παραστάσεις. Για να μπεις μέσα έπρεπε να κόψεις εισιτήριο ένα μήνα πιο μπροστά. Στην οδό Ιπποκράτους. Και να’ναι τριάντα ηθοποιοί. Η Καρέζη, ο Καζάκος, ο Κολοβός, ο Τερλέγκας, δεν θυμούμαι, κι ήτανε όλο το έργο τραγούδι. Κάθε βράδυ είχαμε τ’αμάξι απ’ έξω και του βάνανε απάνω οι χωροφυλάκοι δέκα κλήσεις. Δεν μας πειράζανε όμως. Τον καλέσανε το Νίκο ένα δυο φορές στην ασφάλεια, δεν μπορούσανε να του κάνουνε τίποτα. Φοβούντανε. Το «Τσίρκο» χάλαγε κόσμο. Θυμάμαι που επαίρναμε εμείς οι μουσικοί τετρακόσες δραχμές μεροκάματο τη βραδιά. Το μεγαλύτερο μεροκάματο το ’παιρνε ο Νίκος ενάμιση χιλιάρικο τη βραδιά. Οι ηθοποιοί ήτανε με μηνιάτικο. Αφεντικά ήτανε η Καρέζη με τον Καζάκο. Μετά που τελείωνε και η δεύτερη παράσταση φεύγαμε με το Νίκο και πηγαίναμε στη Πλάκα στην Αρχόντισσα. Έλεγε δέκα – δεκαπέντε τραγούδια κι έπαιρνε δεκαπέντε χιλιάδες τη βραδιά. Ύστερα επαίξαμε στο «Θεμέλιο» στην Πλάκα, επαίξαμε στο Θέατρο Παπά στη Σίνα, ξαναγυρίσαμε στο Θεμέλιο. Στην Αθήνα δε μέναμε πλέον μαζί. Είχαμε παντρευτεί κι έμενε αυτός στο Γαλάτσι κι εγώ στο Νέο Κόσμο.

Πάντα είμαστε μαζί. Αυτός τραγούδι εγώ λαούτο αλλά ήτανε και η ορχήστρα. Στο τέλος του προγράμματος έπαιζε ο Νίκος λύρα και γινότανε χαμός. Κατεβαίναμε και στην Κρήτη και κάναμε συναυλίες. Μια φορά σε μια συναυλία, στου Εργοτέλη το Γήπεδο, εγκρέμισε ο κόσμος τση πόρτες. Συναυλίες εκάναμε πολλές. Με το Ξαρχάκο, με το Λεοντή, γράψαμε τότε και το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τα «Αντιπολεμικά» με το Κόκοτο, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» με το Μαρκόπουλο, γράψαμε πολλούς δίσκους. Εκάναμε είκοσι χρόνια μαζί. Εκάναμε και μια καλοκαιριά με την Κωχ, τον Ανδρεάδη και ο Νίκος στην Πλάκα σ’ένα οικόπεδο. Σε μια μάντρα ρημαγμένη, την καθαρίσανε και παίζαμε μέσα. Εκεί ήτανε που έγινε το σώσε. Μέσα στη δικτατορία κι αυτό. Το’χε ένας Ζαχαρόπουλος και το μαγαζί είχε μια είσοδο. Και είχε ένα τσακουμά σοκάκι, ένα στενό εκατό μέτρα. Ο κόσμος περίμενε ν’αδειάσει όλο το μαγαζί, να φύγουνε όλοι για να μπούνε αυτοί που περιμένανε. Αυτό γινότανε κάθε βράδυ. Θυμάμαι που μας έδινε διπλά μεροκάματα ο Ζαχαρόπουλος.

 

“Έφυγε” από τη ζωή ο καλλιτέχνης Ζαχάρης Φασουλάς σε ηλικία 82 ετών.  Ο Ζαχάρης Φασουλάς ήταν ο πιο στενός συνεργάτης Νίκου Ξυλούρη, ένας από τους πιο αξιόλογους λαουτιέρηδες με μεγάλες συνεργασίες στο παρελθόν με σπουδαίους μουσικούς. Το δισκοπωλείο “Αεράκης” τον αποχαιρετάει με μια συγκινητική ανάρτηση αναφέροντας: “Χθες έφυγε από την ζωή άλλος ένας αξιόλογος μουσικός, άλλος ένας αξέχαστος άνθρωπος: ο Ζαχάρης Φασουλάς. Ο Ζαχάρης Φασουλάς γεννήθηκε το 1936 στα Ανώγεια.

Είχε συνεργαστεί με όλους τους Ανωγειανούς καλλιτέχνες της εποχής του αλλά κυρίως αφιερώθηκε για χρόνια δίπλα στον Νίκο Ξυλούρη.

Αφήνει πίσω του βαριά κληρονομιά μιας και το παίξιμό του στο λαούτο ήταν χαρακτηριστικό και αγαπήθηκε πολύ. Η κηδεία του θα γίνει αύριο Πέμπτη στις 10:00 στην Παναγία στο Τσαλικάκι. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του..”  Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.

Μια υπέροχη μουσική βραδιά, με προσωπογραφία-αφιέρωμα στον “Αρχάγγελο” της Κρήτης Νίκο Ξυλούρη, διοργανώνει την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου στις 8.30 μ.μ, το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής “Φοίβος Ανωγειανάκης” στην Αθήνα. Η είσοδος θα είναι ελεύθερη για όλο τον κόσμο που θα θελήσει να τιμήσει τον Ψαρονίκο με την παρουσία του, ενώ ο χώρος βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας στην οδό Ευριπίδου 18 και Αιόλου στον τρίτο όροφο.

Στο αφιέρωμα αυτό, θα μιλήσει η σύντροφος της ζωής του Ουρανία που θα ανακαλέσει μνήμες από τη ζωή και το έργο του.Ο φίλος του Αστρινός  Ζαχαριουδάκης θα αφηγηθεί περιστατικά από τη μουσική τους συνεργασία. Ο Κάρολος Κουκλάκης και η Ειρήνη Δερέμπεη θα μιλήσουν για τη σχέση της νεότερης γενιάς με την παρακαταθήκη του Νίκου Ξυλούρη και θα παίξουν και θα τραγουδήσουν συνθέσεις του.

Το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής «Φοίβος Ανωγειανάκης» είναι πολιτιστικό σωματείο μη κερδοσκοπικό, που ιδρύθηκε το 1991 ως «Σωματείο Φίλων του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη – Κέντρο Εθνομουσικολογίας». Ιδρυτικά του μέλη υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής, όπως οι: Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Θόδωρος Αντωνίου, Έλλη Νικολαϊδου, Σίμων Καρράς, Σπύρος Περιστέρης, Μάρκος Δραγούμης, Ιωάννα Παπαντωνίου, Άγγελος Δεληβορριάς, Μάριος Πλωρίτης, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Μιχάλης Σταθόπουλος, Δημήτρης Χορν κ.ά.

Το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου ξεκινάει με τον προκριματικό γύρο το Διασυλλογικό Κύπελλο Κρήτης, στο οποίο θα συμμετέχουν και τα δύο σκακιστικά σωματεία των Ανωγείων. Ο Σκακιστικός Όμιλος Ανωγείων θα ταξιδέψει μέχρι την Επισκοπή Πεδιάδος, όπου στο Λαογραφικό Μουσείο της περιοχής θα αντιμετωπίσει την ομάδα του Εθνικού-Γυμναστικού Συλλόγου Ηρακλείου (ΕΓΟΗ).Ο Αθλητικός-Πολιτιστικός Σύλλογος ΙΔΑΙΟΙ Ανωγείων (ΑΠΣ ΙΔΑΙΟΙ Ανωγείων) θα φιλοξενήσει στα Ανώγεια την ομάδα του ΟΦΗ 2000.

Συνολικά τα ζευγάρια του προκριματικού γύρου έχουν ως εξής:

ΕΓΟΗ – ΣΟ ΑΝΩΓΕΙΩΝ

ΑΠΣ ΙΔΑΙΟΙ ΑΝΩΓΕΙΩΝ – ΟΦΗ 2000

ΟΑΧ 2000 – ΤΑΝΟΣ ΑΠΟΚΟΡΩΝΑ

ΟΦΣ ΧΑΝΙΩΝ – ΣΟ ΡΙΘΥΜΝΑ

ΑΟ ΛΑΤΩ – ΣΟ ΚΑΜΑΡΑ

ΑΟ ΠΗΓΑΣΟΣ – ΣΑ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ

ΗΡΟΔΟΤΟΣ – ΠΟ ΑΤΣΑΛΕΝΙΟΥ

Οι συνθέσεις των ομάδων στο Διασυλλογικό Κύπελλο είναι 4μελής. Οι παρτίδες σε όλες τις συναντήσεις θα ξεκινήσουν στις 16:30 το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου στις έδρες των γηπεδούχων σωματείων.Οι αγώνες του Κυπέλλου είναι νοκ-άουτ. Η νικήτρια ομάδα προχωράει και η ηττημένη αποκλείεται από την συνέχεια. Η “Α” εύχεται καλή επιτυχία στις ομάδες μας και καλές παρτίδες!

Του Γιώργη Μπαγκέρη

Ήταν ξημερώματα και στα Ανώγεια ήταν μια από τις χειρότερες μέρες εκείνου του δύσκολου Φλεβάρη του 1944. Βροχές, ομίχλη και ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες συνέθεταν ένα σκηνικό χειμωνιάτικο που ερχόταν να προστεθεί ως βάρος πλάι στην Ναζιστική μπότα που καταπίεζε και καταδυνάστευε τον τοπικό πληθυσμό. Αλλά και εκείνο το ιδιαίτερο ξημέρωμα της 13 Φεβρουαρίου, ακριβώς 74 χρόνια πριν θα αποτελούσε και το τελευταίο 12 Ανωγειανών πατριωτών, με τα ονόματα τους έκτοτε να κοσμούν τις πιο χρυσές σελίδες δόξας και προσφοράς του χωριού στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.

Εκείνο το πρωινό, πριν καλά-καλά φέξει οι Γερμανοί θα κυκλώσουν το χωριό και θα συλλάβουν τον Αρχηγό της Αντίστασης Ιωάννη Δραμουντάνη ή Στεφανογιάννη. Παράλληλα και ενώ έχουν συγκεντρώσει όλους τους κατοίκους στις  πλατείες του χωριού θα συλλάβουν άλλους ένδεκα Ανωγειανούς αγωνιστές και θα τους βάλουν σε στρατιωτικό όχημα ως υπόπτους πράξεων αντίστασης στον Ψηλορείτη. Θέλοντας να δείξουν ότι είναι αμείλικτοι και προσπαθώντας να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα των Ανωγειανών αποφασίζουν την άμεση εκτέλεση του Αρχηγού Στεφανογιάννη μέσα στο χωριό και μπροστά στα μάτια των συγχωριανών του. Ο Στεφανογιάννης στέκεται αγέρωχος στο Περαχώρι, δεμένος πισθάγκωνα κοιτάζοντας στα μάτια τους συγχωριανούς του και χωρίς να αναφέρει ούτε λέξη καθώς τον απομακρύνουν για να τον εκτελέσουν …

Δεν βγάζει ούτε λέξη όπως μας είπε πρόσφατα σε συνέντευξη του στην «Ανωγή» ο αγωνιστής Γιώργης Καλομοίρης (Ντουλγκέρης), ενώ δίπλα βρίσκεται και τραγικός αυτόπτης μάρτυς, πέραν των κατοίκων όλων και ο μικρός του γιος Ζαχαρίας που θα σημαδευτεί από αυτές τις εικόνες για ολόκληρη την μετέπειτα ζωή του. Ενώ τον μεταφέρουν στον τόπο εκτελέσεως, ο ηρωικός αρχηγός σε μια αποστροφή του μυαλού του αποφασίζει να μην πεθάνει χωρίς αντίδραση, έτσι αν και δεμένος σπρώχνει με τη δύναμη του κορμιού του τους δυο στρατιώτες και με ένα σάλτο κάνει ένα μεγάλο άλμα για να διαφύγει.Τον προλαβαίνουν οι ριπές των ταχυβόλων των Ναζί και με τις σφαίρες να τον βρίσκουν στην πλάτη πέφτει νεκρός, αλλά παραμένει Αθάνατος έχοντας κάνει το δικό του σάλτο ελευθερίας και φεύγοντας γνωρίζοντας ότι πρόσφερε τα μέγιστα για την Εθνική Αντίσταση απέναντι στον βάρβαρο Γερμανό κατακτητή. Το άγαλμα του κοσμεί εδώ και δεκαετίες την πλατεία Μεϊντάνι, όπου και χθες Κυριακή στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, τελέστηκε μνημόσυνο για τον Αρχηγό της Αντίστασης που μας δείχνει τον δρόμο ακόμα και σήμερα 74 χρόνια μετά τον ηρωικό του θάνατο.

Ήταν 13 Φλεβάρη όταν οι Γερμανοί θεώρησαν ότι τελείωσαν μια για πάντα με τους ανυπότακτους Ανωγειανούς σκοτώνοντας τον Αρχηγό τους και συλλαμβάνοντας τους συντρόφους του. Φευ. Ποτέ δε θα σταματούσαν οι Ανωγειανοί, πάντα θα αγωνίζονταν για την Ελευθερία και μπροστά στον τάφο του Στεφανογιάννη θα πάρει το χρίσμα ο νέος αρχηγός Χρηστομιχάλης Ξυλούρης  για να ηγηθεί της τελικής επίθεσης στους Γερμανούς που θα έβαζε το δικό της λιθαράκι στην οριστική πτώση του τρίτου Ράιχ και στην Ανατολή μιας ελεύθερης Ευρώπης το Μάη του ’45. Με τους Ανωγειανούς όχι μόνο να μην σταματούν εκείνο τον Φλεβάρη του ’44 αλλά να συνεχίζουν πιο μανιασμένα την Αντίσταση που οδήγησε τους φονιάδες Ναζί στην ολοκληρωτική ισοπέδωση του χωριού μόλις 6 μήνες μετά, στις 13 Αυγούστου του 1944.

Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι απ έγιναν οι σύντροφοι του Στεφανογιάννη. Οι Γερμανοί μετά την εκτέλεση του αρχηγού τους οδήγησαν στο Ηράκλειο και παρά τις προσπάθειες των συγγενών τους να μάθουν νέα τους αυτό δεν κατέστη ποτέ δυνατό, ούτε μετά τον πόλεμο. Πιθανολογείται ότι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, είτε την ίδια ημέρα, είτε την επομένη στις 14 Φεβρουαρίου 1944 στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκαν  σε ομαδικό τάφο. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να αποσπάσουν από τους αιχμαλώτους τους πληροφορίες για την Αντίσταση, τον οπλισμό και τα κρησφύγετα του Ψηλορείτη και εκτέλεσαν εν ψυχρώ και τους 11 αδιαφορώντας μάλιστα αργότερα στις εκκλήσεις των συγγενών και των γυναικών τους για να τους πουν τι απ έγιναν.

Οι 11 ήρωες σύντροφοι στην “Αθανασία” του Στεφανογιάννη:

1.Σμπώκος Κωνσταντίνος του Βασιλείου

2.Δραμουντάνης Γεώργιος του Βασιλείου

3.Κονιός Ιωάννης του Γεωργίου

4.Κοκοσάλης Ανδρέας του Σαρακηνού

5.Κοκοσάλης Εμμανουήλ του Νικολάου

6.Μανουράς Νικόλαος του Γεωργίου

7.Μανουράς Βασίλειος του Σταύρου

8.Σαλούστρος Ανδρέας του Ιωάννη

9.Σαλούστρος Αλκιβιάδης του Δημητρίου

10.Αεράκης Ανδρέας του Ιωάννη

11.Σταυρακάκης Ιωάννης του Ιωσήφ

Για τον Στεφανογιάννη σε ένα απόσπασμα του γράφει ο ερευνητής Γιώργης Καλογεράκης τα εξής:

 Ο Ιωάννης Δραμουντάνης-Στεφανογιάννης γεννήθηκε στο ιστορικό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου το 1897. Οι γονείς του Στέφανος και Ανεζίνα Δραμουντάνη, (το γένος Σμπώκου).

Σε ηλικία είκοσι ετών (1917) παίρνει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα Ελληνικά στρατεύματα που πολεμούσαν στο πλευρό της Αντάντ. Η θητεία του στο στράτευμα συνεχίζεται παίρνοντας μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922 και βιώνει τη Μικρασιατική καταστροφή. Σε ηλικία 33 ετών, το 1930, παντρεύεται την Χαρίκλεια Σταυρακάκη και αποκτά μαζί της έξι παιδιά.

Κτηνοτρόφος στο επάγγελμα ο Ιωάννης Δραμουντάνης απολάμβανε μεγάλο κύρος όχι μόνο από τους κατοίκους του χωριού ή της περιοχής Μυλοποτάμου αλλά και της ευρύτερης περιοχής του Ψηλορείτη όπως τα χωριά Κρουσώνας, Βορίζα, Καμάρες, Γέργερη κ.ά.

Η συμβολή στη μεγαλειώδη Αντίσταση του Κρητικού λαού τα χρόνια 1941-1944, του Αρχηγού Ανωγείων και Άνω Μυλοποτάμου Γιάννη Δραμουντάνη-Στεφανογιάννη, θα μπορούσε συνοπτικά να περιγραφεί ως εξής :

1ο) Λίγο πριν τη μεγαλειώδη μάχη της Κρήτης μαζί με άλλους συγχωριανούς του έκαναν απροσπέλαστο, (για ρίψη αλεξιπτωτιστών και προσγείωση αεροπλάνων) το Οροπέδιο της Νίδας, τοποθετώντας επί μέρες ογκόλιθους στην επιφάνειά του.

2ο) Αφού δεν έγινε κατορθωτή η ρίψη Γερμανών αλεξιπτωτιστών στη Νίδα, επικεφαλής ομάδος ενόπλων Ανωγειανών πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης από την πρώτη ως την τελευταία ημέρα στην περιοχή Λατζιμά Ρεθύμνου.

3ο) Ο Γιάννης Δραμουντάνης-Στεφανογιάννης βοήθησε και πέτυχε την πρώτη επαφή του πλοιάρχου Πουλ με τον Αντώνη Γρηγοράκη-Σατανά τον Αύγουστο του 1941.

4ο) Μετά τη μάχη της Κρήτης ο Γιάννης Δραμουντάνης Στεφανογιάννης ήταν ένας από τους 32 συνολικά Κρήτες που επικύρηξαν οι Γερμανικές Αρχές Κατοχής και καθ’όλη τη διάρκεια της τετράχρονης σκλαβιάς παρέμεινε επικηρυγμένος και από τους πλέον καταζητούμενους Κρητικούς.

5ο) Πήρε μέρος σε όλες τις συσκέψεις των Αρχηγών των ενόπλων Ανταρτικών ομάδων της Κρήτης (Καπετάνιων Μπαντουβά, Πετρακογιώργη, Σατανά) και προετοίμασαν από κοινού μαζί με τον επικεφαλής της Αγγλικής αποστολής Τομ Ταμπάμπιν τα πρώτα σαμποτάζ που διενεργήθηκαν σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη τον Ιούνιο του 1942 (σαμποτάζ Καστελλίου Πεδιάδος και Ηρακλείου, 7 και 13 Ιουνίου 1942).

6ο) Διατήρησε άσβεστη τη σπίθα και τη δίψα της λευτεριάς σε μια μεγάλη εδαφική περιφέρεια της κεντρικής Κρήτης (Άνω και Κάτω Μυλοπόταμος – Δυτικό Μαλεβύζι)

7ο) Το δυσκολότερο έτος της Κατοχής, το 1942, όταν οι αντάρτες που λημέριαζαν στα βουνά μετρούνταν στα δάχτυλα των χεριών, έδωσε καταφύγιο στις συμμαχικές αποστολές οι οποίες με τους σταθμούς ασυρμάτου που έφεραν στον τόπο μας διατήρησαν επαφή με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (τον ελεύθερο τότε κόσμο). Τα Ανωγειανά μητάτα, Κορακόπετρα, Μίθια, Πετροδολάκια ήταν τα ασφαλή καταφύγια των σταθμών ασυρμάτου και των Άγγλων Αξιωματικών Συνδέσμων Τομ Ταμπάμπιν, Ραλφ Στόκμπριτζ, Πάτρικ Λη Φέρμορ κ.ά.

8ο) Παρέμεινε αδούλωτος ο Ψηλορείτης, το μοναδικό ίσως ελεύθερο τμήμα του νησιού μας, βρίσκοντας εκεί καταφύγιο οι καταδιωκόμενοι από τους Γερμανούς Κρήτες αλλά και οι Άγγλοι στρατιώτες οι οποίοι δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν τους συντρόφους τους μετά τη μάχη της Κρήτης. Το σπίτι του Στεφανογιάννη στα Ανώγεια ήταν το ασφαλές κρησφύγετο δεκάδων Κρητών πατριωτών που έπεφταν στη δυσμένεια των κατακτητών και από το σπίτι του Στεφανογιάννη ξεκινούσαν το μεγάλο ταξίδι για τα νότια παράλια και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο.

9ο) Ο Γιάννης Δραμουντάνης-Στεφανογιάννης ανέπτυξε άριστη συνεργασία με τον επικεφαλής της κατασκοπίας των νομών Ηρακλείου-Λασιθίου Γιώργο Δουνδουλάκη και στο σπίτι του στα Ανώγεια έγινε η αλλαγή της Αρχηγίας από το Γιώργο Δουνδουλάκη στο Μιχάλη Ακουμιανάκη την Άνοιξη του 1943.

10o) Ο Γιάννης Δραμουντάνης-Στεφανογιάννης τέλος σφράγισε με το αίμα του τον αγώνα που έδωσε για τα πανανθρώπινα ιδανικά της Ελευθερίας της Δικαιοσύνης και της Ειρήνης, πέφτοντας νεκρός χτυπημένος πισώπλατα από τα φονικά βόλια των κατακτητών στις 13 Φεβρουαρίου 1944. 

Και σε ένα ποίημα του ο Κωστής Λαγουδιανάκης γράφει:

“Χαλά ο κόσμος και σεφτέ δε γ-κάνει το μαξούλι

βουβά ‘ναι όλα τα πουλιά όξω το νεκροπούλι.

Για ν’ αλαργάρει ετουτονά τση πίσσας το σκοτίδι

αντάρτες τση αντίστασης άφτουν τ’ ανελαμπίδι.

Στ’ αόρι αντάρτες έχουνε μεγάλο ρεβαΐσι

ζυγώνου ντη χειμωνική μπέλι και λιογαλίσει.

Στ’ ανάπλαγα των αοριώ αντάρτικες ομάδες

τση λευτεριάς και τση πρεπιάς είναι οι ξετρεχτάδες.

Στ’ αόρι το ανωγειανό ανταρτική ομάδα

μάχεται αμπέλι και φανεί τση λευτεριάς βγοράδα.

Αποκλαμούς ανταρτικούς ο Ψηλορείτης βγάνει

 

(Από το Γιαννάκο του Ανάστο)

Πέτρα και φως ήταν ο τόπος του Ψαρονίκο. Κι ήσαν οι Πέτρες και το φως τα προπληρωμένα δώρα από τους θεούς, που ήξεραν πως θα΄ βρισκαν καταφύγι στ’ Ανωγειανό Αόρι, όταν είχαν τα μεγάλα ζόρια.

Αυτά ήσαν τα δώρα του καπετάν Δία για την προστασία που του πρόσφεραν οι Κουρήτες. Κι’ ύστερα, την έκανε κι αυτός στα μουλωχτά (Αλήθεια που ήταν ο Καπεταν Δίας  στο μεγάλο ζόρε το 1822, το 1867,και το 1944 που χαλούσανε και καίγανε το χωριό) και για να μην τον βλέπουνε στους Ολύμπιους Ουρανούς, που βολεύτηκε, σκέπασε για αντίδωρο, τις Ανωγειανές αποστροφές με μπόλικο μπλέ και επαρέτησε τσοι Κουρήτες-Ανωγειανούς στο έλεός του.

Μα αυτοί εδώκανε πάλι τόπο στην οργή και στην αδικιά, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά, και από πάνω τόνε κάμανε και γείτονα, γιατί όπως και να το κάνουμε:

«Ο Δίας ήτανε βοσκός στ’ Ανωγειανό Αόρι,

Κι ήτανε και το σπίτι του μέσα στο Περαχώρι.»

Και θα πρέπει να’ τανε καλός βοσκός, μα πιο πολύ, καλλίτερος αρωτηχτής, να τα λέμε κ΄ αυτά, γιατί στο Δισκούρι και στον Απανωσήφη έχουν ακόμη να το λένε:

«Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πώς δε σου φταίω

το πράμα σου έργο μου, γή βουλή μου».

Πέτρες και Φως και για πανωσκέπη, μπόλικο μπλέ, είναι ο γενέθλιος τόπος του Ψαρονίκο……

Και το χώμα λίγο για να ριζώσεις, και το νερό λιγότερο να ποτιστείς.

Κι ο μόνος τρόπος για να κρατηθείς…. είναι οι Ρίζες να τραβήξουν του βάθους…

Κι όσο τραβούν οι Ρίζες του βάθους και ριζώνεις, τόσο δένεσαι κι αδελφώνεσαι με τον Πέτρινο Τόπο…

Κι όσο σφίγγει το δέσιμο άλλο τόσο το ’χεις ανάγκη να αναπνεύσεις για να μην κρουφτείς…

Κι’ άλλος δρόμος πάλι δεν υπάρχει παρά να τραβήξεις τ’ Αψήλου…. Κι’ η Ανηφόρα ακόμη δυσκολότερη, τι, αψηλές, απόκρημνες κι απάτητες οι κορφές…..

Κι όσο τραβάς τ’ Αψήλου, τόσο μετατοπίζεσαι από « βολικά καμπίσια πατημένα, καλόβολα δόγματα, σε αψηλές απόκρημνες τραχές κι απάτητες θεωρίες….»

Κι’ άλλο τόσο ψηλώνει και μετατοπίζεται κι’ ο πήχης…

Κι ακόμα πιο πολύ βαραίνει το χρέος, τι, οι ρίζες πηγαίνουν βαθειά, πολύ βαθειά, από τον Καζαντζάκη, τον Μπενιζέλο, το Αρκάδι, τον Κορνάρο, τον Γκρέκο, τον Μίνωα τον Τάλω και τους Κουρήτες με τον «βοσκό», και τον μπεσαλή «αρωτηχτή» τον καπετάν Δία.

Πέτρα και φως ήταν ο τόπος και του λιπόσαρκου, κοκαλιάρικου κοπελιού του Νίκο.

Πέτρα και φως και πάλι φως, Πέτρα και Πέτρα πάλι,

Πέτρινο φως εβύζαξε σ’ Ανωγειανή Αγκάλη.

«Πέτρα και φως» εβύζανε κι απάνω πού ήταν έτοιμος να δοκιμάσει το μπλε του Ανωγειανού Ουρανού, ξανάρθαν οι «Οχτροί» για να γκρεμίσουν και να κάψουν το χωριό για τρίτη φορά.

Ξανακάψαν και ξαναγκρέμισαν το χωριό…  Και στους άντρες, (που όπως και τις δύο προηγούμενες φορές «σαλτάραν με τις τριχιές του λιβανιού»…. « απροσκύνητοι, χωρίς ψωμί, χωρίς φυσέκια)  απόμεινε  μόνο η Aρχοντική Υπερηφάνεια  η Παληκαριά το Mερακλίκι, η Aρχοντιά, η Λεβεντιά και η Αντρειοσύνη, να κρέμονται μεταξοκεντημένα στα κρούσσα πού ’χανε τα μαύρα τους κεφαλομάντηλα.

Κάθ’ ένας με τα όπλα του μαθές, και τα΄ χουνε και τα συντηρούνε αυτά τα όπλα ακόμα στα Ανώγεια, παρά τα  απαγορευτικά  νέα μέτρα, τους νέους αυστηρότερους  κανόνες συμπρεριφοράς και  τα σύγχρονα  αξιακά πρότυπα, που έχουν επιβληθεί  και  παρά το μεγάλο κόστος συντήρησης, (γιατί πράγματι  είναι σπάνιο είδος όπλων  αυτά), ιδιαίτερα τώρα τελευταία στα χρόνια της κρίσης.

Κι οι Γυναίκες, που με τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος του στήθους, όρθιες στέκονται ανάμεσα στα καμένα κασελίκια των σπιθιών, ξερακιανές από τις στερήσεις και  τον κάματο και στεγνωμένες από τα δάκρυα, έμοιαζαν περισσότερο με εικονίσματα της Παναγίας, παρά με χήρες, που έχασαν άντρες, παιδιά, εδικολογιές και το βιός τους ολόκληρο.

Και τα κοπέλια, όλα  ελευθέρας βοσκής, που δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ ώριμο φρούτο, με τα μεγάλα ανήσυχα μάτια τσιμπολογούσαν, το απέραντο μπλε του Ανωγειανού Ουρανού, για να θρέψουν τα όνειρά τους.

Και το φαγητό λίγο, για να χορτάσουν την πείνα τους, τι, η πείνα μεγάλη, και γινόταν ακόμα λιγότερο, τι, τα στόματα πολλά , και στο όλο ύστερο δεν έμενε τίποτα για τα κοπέλια, τι, και οι μουσαφίρηδες κι’ οι ξωμάχοι δεν έλειπαν ποτέ….

Μέσα σ’ αυτό το «καπνισμένο τσουκάλι», με προσάναμμα τα καψαλισμένα τους όνειρα, έπαιρναν την πρώτη τους βράση και σιγοψήνονταν τα Ανωγειανά κοπέλια του Μεγάλου Πολέμου. (και δεν ακούστηκε ποτέ το παράπονό τους, τι όλα ήξεραν πως ο φίλος τους ο γείτονας, ο συμμαθητής τους και ο συγγενής σε πολλά από αυτά, ο οχτάχρονος Στεφανής του Μπαμπακιό, ήταν ο πρώτος, που κάηκε στη φωτιά του πολέμου)

Πέρασε ο πόλεμος… Οι Ανωγειανοί άρχισαν να μαζεύουν την κομματιασμένη τους ζωή, κι’ αυτός, δέκα  χρονών στο δημοτικό , που το μαράζι για τη Λύρα του ’χε φάει τη λίγη σάρκα, που ήταν κολλημένη στα κόκαλά του…. βρήκε δυο Μουρνόβεργες, και στα διαλείμματα, στο σκολιό  έπαιζε τη Λύρα που δεν είχε .

Κι ο Γέρο Δάσκαλος ο Μενέλαος Δραμουντάνης,  που έβλεπε το λιπόσαρκο μαθητή του να σβήνει και να μαραζώνει κάθε μέρα, πήρε την απόφαση να μιλήσει στον Πατέρα του.

-«Πάρε μρε του Κοπελιού μια λύρα, γιατί θα ’ποθάνει από το μαράζι !»

-«Μα ίντα μπρε μου λες για Λύρα, ντα δε θωρείς την κατάστασή μας ολωνώ που δεν έχουμε στο έλεός σου θέ μου και για λύρες μου κουβεδιάζεις.»

 -«Αυτός μπρε εγεννήθηκε να τραγουδεί, με τη Λύρα στα χέρια ντου, δεν τονε θωρείς πως παίζει με δυο μουρνόξυλα και χωρεύγουνε τα κοπέλια, αυτός μρε ΄νειρεύγεται να γενεί Λυράρης- τραγουδιστής!»

 -«Μα ίντα μρε μου λες για Όνειρα, που θέτω και δε με πιάνει ύπνος από το ζόρε και συ μου λες για Όνειρα!».

Κι ο Γέρο Δάσκαλος που ήξερε, πως, σε τούτο τον τόπο:

«όποιος δεν ’νειρεύγεται ξυπνητός, θα βλέπει στον ύπνο του εφιάλτες» επέμενε.

Έδωκε η Χάρη του Ορφέα και επήρε ο Δερβίσης του κοπελιού τη λύρα, και μαζί με τη λύρα πήρε και το καινούριο καλλιτεχνικό του όνομα, «Κλωσσού», τονέ λέγανε, γιατί, όταν έπαιζε τη λύρα του κλουθούσανε όλα τα κοπέλια του χωριού σαν τη κλώσσα.

Διαβάστε την συνέχεια... »

-->