της Ιωάννας Μπισκιτζή
Λέκτορας Κλασσικής Φιλολογίας
 Με τον όρο Νεοελληνική λογοτεχνία αναφερόμαστε στην λογοτεχνία του νέου ελληνισμού. Την νεότερη ελληνική λογοτεχνία, από το 1821 έως σήμερα: μετά την απελευθέρωση η λογοτεχνία στην Ελλάδα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Οι Έλληνες λογοτέχνες παρακολουθούν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της Ευρώπης και συντονίζονται με αυτές, αξιοποιώντας παράλληλα τα στοιχεία της ελληνικής λογοτεχνικής και πνευματικής παράδοσης. Από τη δεκαετία του 1880 εμφανίζεται μια μεγάλη αλλαγή στη νεοελληνική πεζογραφία. Ο ρομαντισμός παύει να είναι το κυρίαρχο ρεύμα και οι λογοτέχνες “προσγειώνονται” σε πιο οικεία θέματα, εμπνέονται από την ελληνική παράδοση, απεικονίζουν τη ζωή της υπαίθρου αρχικά και έπειτα τη ζωή των αστικών κέντρων.
Με τη βαθιά πεποίθηση πως η λογοτεχνία αποδεικνύει την υγιή σκέψη της ανθρωπότητας και βοηθά στο να διαμορφώσει ο άνθρωπος το δικό του αξιακό σύστημα, τη δική του κοσμοθεωρία, το προσωπικό “σενάριο” ζωής, προτείνω αυτό το καλοκαίρι επιστροφή στη παλιά φρουρά της ελληνικής λογοτεχνίας. Ας ανακαλύψουμε πάλι τους κλασικούς μας, που έγραψαν και μοιράστηκαν έτσι μαζί μας την αγάπη τους για τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Πρώτη αγάπη είναι το κύκνειο άσμα του Ιωάννη Κονδυλάκη. Το έργο εκδόθηκε το 1919, ένα χρόνο πριν το θάνατο του συγγραφέα και είναι το μοναδικό του έργο γραμμένο σε δημοτική γλώσσα. Το διήγημα περιγράφει τον ανολοκλήρωτο παιδικό έρωτα του συγγραφέα για μια κοπέλα, μια «ακροσυγγένισσά»  του, τη Βαγγελιώ. Είναι «ψηλόλιγνη και μελαχρινή, ηλικίας πάνω από δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από είκοσι», τη στιγμή που ο συγγραφέας δεν είχε κλείσει τα πέντε του χρόνια.
… “Μια μέρα, που ’παιζα με άλλα παιδιά, έπεσα κι έκαμα μεγάλη πληγή στο μέτωπο. Αίματα έτρεχαν κι έβαλα φωνές μεγάλες. Γυναίκες έτρεξαν κι επροσπάθησαν να μου σταματήσουν το αίμα και να με κατασυχάσουν. Αλλά μόνον όταν ήρθε το Βαγγελιό και μ’ άγγιξε το χέρι της κι άκουσα τη φωνή της, καταπραΰνθηκα με μιας. Μου ’βαλε κι αράχνη στην πληγή και το αίμα σταμάτησε. Έπειτα με σήκωσε στην αγκαλιά της και με πήγε σπίτι. Τι ευτυχία που μου ’δωκε κείνη η πληγή!
Κι ενώ με πήγαινε, με φιλούσε και μου ’λεγε:
– Πονείς ακόμη, Γιωργιό μου; Δεν πονείς· ε;… Μα μπορείς να πονείς μπλιο ’κεια που σε φίλησα ’γω; Πόσο μ’ αγαπάς εδά;
– Πολλά, πολλά, της έλεγα κι έκλεια τα μάτια μου από ευτυχία.
– Να χαρώ εγώ!…
Και μου ’δινε νέα φιλιά.”
Αυτή η παιδική αγάπη προκαλούσε τα πειράγματα των μεγαλυτέρων του. Η Βαγγελιώ όμως τελικά εγκαταλείπεται από τον αρραβωνιαστικό της, και δεν καταφέρνει να βρει άλλον.
Έτσι, καθώς ο ήρωάς μας μεγαλώνει εξακολουθώντας πάντα να την αγαπάει, η Βαγγελιώ επενδύει τα πληγωμένα ερωτικά της συναισθήματα σ’ αυτόν, πράγμα που η μητέρα του δεν βλέπει καθόλου με καλό μάτι. Ο ήρωάς μας είναι πια δεκατεσσάρων χρόνων, και πηγαίνει στη χώρα στο σχολείο. Η επιστροφή του κάθε καλοκαίρι στο χωριό του δίνει τη δυνατότητα να ξαναδεί τη Βαγγελιώ, η οποία δεν είχε ακόμα αποκατασταθεί. Η μητέρα του ανησυχεί σοβαρά για τον ερωτευμένο γιο της που παραμένει ερωτευμένος με μια πολύ μεγαλύτερη κοπέλα απ’ αυτόν, ως ότου αποκαλυφθεί μια δυσάρεστη εξέλιξη. Η Βαγγελιώ ήταν πολύ άρρωστη από χτικιό και ο θάνατός της ήταν προδιαγεγραμμένος.
Η ερωτική αγάπη του συγγραφέα μετασχηματίζεται σε συμπονετική αγάπη για την κόρη και κάνει ότι μπορεί για να της συμπαρασταθεί. Η μητέρα του φοβάται πλέον μέχρι και για τη ζωή του γιου της και κάνει ότι μπορεί να τον αποκόψει από τη Βαγγελιώ. Μάλιστα κακολογεί την κόρη και έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τον γιο της. Αυτός, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του, θα την επισκεφθεί δυο φορές.
Η ίδια, γεμάτη παράπονο, θα πει στη μάνα της: «Έχω μιαν αγάπη που δεν μου ταιριάζει. Είν’ η μεγάλη μου και μοναχή χαρά μου, μα κι ο μεγάλος μου κι αγιάτρευτος πόνος τση ζωής μου. Ο κόσμος έπρεπε να με λυπάται. Δεν το ζήτηξα. Μα κι ά με κατακρίνουνε, μουδέ φοβούμαι μουδέ ντρέπομαι. Ο Θεός, που δε θωρεί σαν τσ’ αθρώπους θα με κρίνει. Και θα βρει την καρδιά μου καθαρή». Όταν ο συγγραφέας αδιαθετεί, όλοι φοβούνται πως η Βαγγελιώ του μετάδωσε το χτικιό. Η νεαρή κοπέλα νιώθει τύψεις επειδή νομίζει ότι είναι υπεύθυνη για την ασθένεια του. Απελπισμένη, θα ανεβεί πάνω σε ένα ψηλό βράχο και θα πέσει να σκοτωθεί, για να στοιχειώσει για πάντα τη μνήμη του μικρού αγαπημένου της.
… “Έπειτα το ’μαθα. Στην αρχή δεν το πίστεψα· κι όταν βεβαιώθηκα δεν έκλαψα. Ο καημός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στην ψυχή μου, να μείνει εκεί για όλη μου τη ζωή. Έπειτα ήτο τόσο μεγάλο και σοβαρό πράμα ο θάνατος κείνος, που δεν του πήγαιναν τα δάκρυα μου, δάκρυα έως τότε παιδιάτικα, που μόνον για μικρά κι ασήμαντα είχαν κλάψει.
Ένα μόνο λόγο είπα στη μάνα μου:
– Θωρείς τα ’δά;
Η μάνα μου δεν είπε λέξη.
Ύστερ’ από λίγες μέρες μ’ αφήκε κι ο πυρετός, όχι από θαύμα, αλλά με το κινίνο. Ένας χριστιανός, ούτε γιατρός, ούτε μάγος, βρέθηκε κι είπε να μου δίδουν κινίνο κάμποσες μέρες γραμμή.
Σαν έγινα καλά κι είδε η μητέρα μου ότι άδικα είχε φοβηθεί για την αρρώστια μου, μου φανέρωσε την υποψία που τη βασάνισε και την έκαμε να φανεί τόσο σκληρή στην άρρωστη. Έπειτα είπε με ειλικρίνεια:
– Μεγάλο βάρος έχω στην ψυχή μου, μα ο Θεός θα με συχωρέσει, γιατ’ είμαι
μάνα.”
Ο Κονδυλάκης στην Πρώτη αγάπη καταφέρνει να μας δώσει μια καταπληκτική ψυχογραφία της μετάβασής του από την παιδική στην εφηβική ηλικία και να περιγράψει με θλίψη και σοβαρότητα έναν ανολοκλήρωτο έρωτα της ζωής του. Η γλώσσα του Κονδυλάκη δείχνει τη μετάβαση που ακολούθησε το κρητικό ιδίωμα από την αρχαία ελληνική στη σημερινή γλώσσα που μιλούν στην Κρήτη, αξιοποιώντας άριστα την εκφραστική και ποιητική της δύναµη.

ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Σημαντική μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας. Πεζογράφος και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1861 στο Βιάννο της Κρήτης. Προσπάθησε να σπουδάσει φιλοσοφία αλλά λόγω οικονομικών δυσκολιών δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Η επαγγελματική του πορεία ξεκίνησε από το χώρο της δημοσιογραφίας. Συνεργάστηκε ως χρονογράφος με εφημερίδες της Αθήνας ενώ από το 1895 και μετά συνεργάστηκε μόνιμα με την εφημερίδα «Εμπρός». Έγραψε περίπου 6000 χρονογραφήματα. Ο Κονδυλάκης θεωρείται εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος. Καλύτερο έργο του Ο Πατούχας, που εκδόθηκε το 1892. Άλλα έργα του είναι: Όταν ήμουν δάσκαλος, Πρώτη αγάπη, Οι άθλιοι των Αθηνών, Η Πατρίς, κ.α. Πέθανε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1920.
Μοιραστείτε το

-

-->